Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένας τζίτζικας που περνούσε όλο το καλοκαίρι τραγουδώντας, παίζοντας μουσική και απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του ήλιου. Κάθε μέρα, ο τζίτζικας καθόταν πάνω σε ένα δέντρο και μελωδικά τραγουδούσε, φέρνοντας χαρά στα άλλα ζώα του δάσους. Δεν ανησυχούσε για το μέλλον και απολάμβανε κάθε στιγμή του καλοκαιριού.
Αντίθετα, ο μέρμηγκας δούλευε ακούραστα κάθε μέρα. Μαζεύε τρόφιμα και προμήθειες για τον χειμώνα, κουβαλώντας τα προσεκτικά στη φωλιά του. Ο μέρμηγκας ήταν προνοητικός και καταλάβαινε ότι ο χειμώνας θα έρθει και έπρεπε να είναι έτοιμος για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε.
Οι μέρες περνούσαν και ο τζίτζικας συνέχισε να απολαμβάνει τη ζωή του, χωρίς να σκέφτεται τι θα γίνει όταν το καλοκαίρι τελειώσει. Ο μέρμηγκας, βλέποντας την ανεμελιά του τζίτζικα, τον ρώτησε πολλές φορές: "Γιατί δεν μαζεύεις τρόφιμα για τον χειμώνα; Τι θα κάνεις όταν έρθει το κρύο και δεν θα έχεις να φας;"
Ο τζίτζικας απαντούσε πάντα γελώντας: "Μην ανησυχείς, μέρμηγκα. Υπάρχει αρκετός χρόνος για αυτό. Ας απολαύσουμε το καλοκαίρι!"
Όμως, ο καιρός άρχισε να αλλάζει και ο χειμώνας πλησίαζε. Τα φύλλα έπεφταν από τα δέντρα και η θερμοκρασία έπεφτε. Όταν ήρθε ο χειμώνας, το δάσος καλύφθηκε με χιόνι και το κρύο έγινε ανυπόφορο.
Ο τζίτζικας, χωρίς προμήθειες, βρέθηκε σε δεινή θέση. Κρύωνε και πεινούσε πολύ. Δεν είχε πουθενά να πάει και τίποτα να φάει. Θυμήθηκε τα λόγια του μέρμηγκα και αποφάσισε να πάει να ζητήσει βοήθεια.
Πήγε στη φωλιά του μέρμηγκα και τον παρακάλεσε: "Σε παρακαλώ, μέρμηγκα, δώσε μου λίγα τρόφιμα για να επιβιώσω αυτόν τον χειμώνα. Υπόσχομαι ότι το επόμενο καλοκαίρι θα εργαστώ σκληρά και θα μαζέψω προμήθειες όπως κι εσύ."
Ο μέρμηγκας, αν και έκπληκτος που είδε τον τζίτζικα σε αυτήν την κατάσταση, του απάντησε: "Αν όλο το καλοκαίρι τραγουδούσες και διασκέδαζες χωρίς να ανησυχείς για το μέλλον, τώρα πρέπει να χορέψεις τον χειμώνα. Έπρεπε να είσαι πιο προνοητικός και να δουλέψεις για την επιβίωσή σου."