Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν σε μια μικρή στέρνα μερικά βατράχια. Όλη τη μέρα έτρωγαν, τεμπέλιαζαν και πότε-πότε τραγουδούσαν, αλλά δεν ήταν ευχαριστημένα με τη ζωή τους.
- Πφ, βαρέθηκα αυτή τη ζωή! είπε μια μέρα ένας παλιός βάτραχος. Είμαστε σαν φυλακισμένα σ' αυτή τη στέρνα και δεν ξέρουμε πώς είναι ο κόσμος έξω... Ξέρετε τι σκέφτηκα; Πολύ κοντά μας κυλάει ένα μικρό ποτάμι. Θα φτάσω εκεί, θα μπω στα νερά του και θα πάω μακριά να γνωρίσω καινούργια μέρη...
- Θα έρθουμε κι εμείς! φώναξαν τα άλλα βατράχια. Βαρεθήκαμε πια να ζούμε μέρα-νύχτα σ' αυτή τη στέρνα και να βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια!
- Ελάτε κοντά μου! είπε ο παλιός βάτραχος.
Και πηδώντας ξεκίνησαν για το ποτάμι. Έφτασαν μια ώρα αργότερα, βρήκαν ένα κομμάτι ξύλο, πήδησαν πάνω του και ξεκίνησαν για το μεγάλο τους ταξίδι στα νερά του ποταμού.
Το ξύλο σαν βάρκα προχωρούσε και τα βατράχια, με ανοιχτά μάτια από θαυμασμό, κοίταζαν γύρω τους. Έβλεπαν δέντρα, δάση, χωριά, κήπους με λουλούδια, ζώα και παιδιά που έτρεχαν κοντά στις όχθες.
Ήταν όλα ενθουσιασμένα.
- Μπράβο! είπε σε μια στιγμή ο παλιός βάτραχος. Κάναμε πολύ καλά που φύγαμε από τη στέρνα! Είδατε τι όμορφος που είναι ο κόσμος;
- Τι κουτά που ήμασταν και καθόμασταν τόσο καιρό σ' αυτή την παλιοστέρνα! είπε ένας άλλος βάτραχος. Βέβαια, το φαγητό δε μας έλειπε, αλλά κοντεύαμε να μουχλιάσουμε από την ακινησία... Ήταν σοφή η ιδέα σου να φύγουμε... Κοιτάξτε τι ομορφιά γύρω μας!
Το απόγευμα, η βάρκα τους σταμάτησε σε ένα σημείο του ποταμού που έμοιαζε με λίμνη και τα βατράχια πήδησαν στο νερό.
- Όμορφα είναι εδώ! είπε ο παλιός βάτραχος.
- Εδώ να μείνουμε! συμφώνησαν και τα άλλα βατράχια.
Ξαφνικά, είδαν ένα μεγάλο πουλί να κατεβαίνει από τον ουρανό και να πέφτει πλάι τους. Τα βατράχια το κοίταζαν με θαυμασμό και περιέργεια, χωρίς να ξέρουν ότι αυτό το πουλί ήταν πελαργός.
Ο πελαργός, που του αρέσει να τρώει βατράχια, τα έφαγε όλα. Και έτσι, τα βατράχια που δεν τους άρεσε η στέρνα και ήθελαν να γνωρίσουν τον κόσμο, γνώρισαν το στομάχι του πελαργού...