Μια φορά κι έναν καιρό, ένας χωρικός αποφάσισε να πουλήσει το γάιδαρό του στο παζάρι. Ήταν Κυριακή πρωί και πήρε μαζί του τον μικρό του γιο. Έβαλε το γάιδαρο πάνω σ' ένα καροτσάκι και ξεκίνησαν.
Καθώς περπατούσαν, μερικοί χωρικοί τους είδαν και άρχισαν να γελάνε.
- Τι κάνεις εκεί; του είπαν. Αν σε δουν να πηγαίνεις το γάιδαρο με το καροτσάκι, θα πουν ότι είσαι τρελός. Καβάλησε τον, όπως κάνουν όλοι.
- Ο χωρικός κατέβασε τότε το γάιδαρο από το καροτσάκι, τον καβάλησε και ξεκίνησαν πάλι. Μα λίγο πιο κάτω συνάντησαν δυο γυναίκες που μόλις τους είδαν, άρχισαν να φωνάζουν:
- Δε ντρέπεσαι να πηγαίνεις εσύ καβάλα και το παιδί σου να περπατάει;
Ο χωρικός κατέβηκε αμέσως και έβαλε το παιδί του στο γάιδαρο, ενώ εκείνος ακολούθησε με τα πόδια.
Όμως, λίγο πιο πέρα, ένας άλλος χωρικός τους είπε:
- Τι ντροπή! Το παιδί να πηγαίνει καβάλα και ο πατέρας με τα πόδια! Γιατί δεν καβαλάς κι εσύ;
Ο χωρικός σκέφτηκε ότι είχε δίκιο και καβάλησε κι αυτός. Πιο κάτω όμως, συνάντησαν έναν μία άλλη γυναίκα που κούνησε το κεφάλι της.
- Γιατί κουνάς το κεφάλι σου; ρώτησε ο χωρικός.
- Μα, δε ντρέπεσαι; του είπε η γυναίκα. Δύο πάνω σ' έναν γαϊδαράκο; Είναι ντροπή! Δεν το λυπάστε το καημένο το ζώο;
Ο χωρικός τότε θύμωσε πολύ.
- Δε φταίτε εσείς! φώναξε. Φταίω εγώ που σας ακούω! Κάθε άνθρωπος έχει τη γνώμη του, κι αν ακούς όλους θα τρελαθείς! Θα κάνω ό,τι νομίζω εγώ σωστό. Γελάστε όσο θέλετε, δεν θα σας δώσω σημασία!
Και γυρνώντας πίσω, φόρτωσε ξανά το γάιδαρο στο καροτσάκι και ξεκίνησαν για το παζάρι...