Μια φορά κι έναν καιρό, ένα όμορφο και περήφανο άλογο τραβούσε την άμαξα ενός πλούσιου άρχοντα. Το άλογο ήταν κατάλευκο και είχε ψηλά πόδια και λαμπερή χαίτη. Ήταν πολύ περήφανο για τη δουλειά του και ένιωθε ότι όλοι το θαύμαζαν καθώς περνούσε από τους δρόμους της πόλης.
Μια μέρα, καθώς περπατούσε με την άμαξα, πλάι του βρέθηκε ένας φτωχός γάιδαρος που κουβαλούσε ξύλα για έναν χωρικό. Ο γάιδαρος ήταν μικρός και ταπεινός, με μια απλή ζωή στην υπηρεσία του χωρικού.
Το περήφανο άλογο κοίταξε τον γάιδαρο με περιφρόνηση και του είπε:
- Φτωχέ μου γάιδαρε, πρέπει να είσαι πολύ δυστυχισμένος που υπηρετείς έναν φτωχό χωρικό και κουβαλάς βαριά ξύλα.
Ο γάιδαρος, με ηρεμία, απάντησε:
- Γιατί να είμαι δυστυχισμένος; Δουλεύω σκληρά την ημέρα, αλλά το βράδυ έχω όσο άχυρο επιθυμεί η ψυχή μου και είμαι ευχαριστημένος.
Το άλογο γέλασε και είπε:
- Δυστυχισμένε! Εγώ υπηρετώ έναν πλούσιο άρχοντα, τραβώ μια πολυτελή άμαξα και όλοι με θαυμάζουν. Κουβαλάω ακόμα και χρυσάφι! Δεν με ζηλεύεις;
Ο γάιδαρος απάντησε ήρεμα:
- Όχι, δεν σε ζηλεύω καθόλου.
Το άλογο συνέχισε να περηφανεύεται:
- Δες τα χαλινάρια μου, είναι ολοκαίνουργια και από δέρμα, ενώ το δικό σου καπίστρι είναι από σκοινί! Δεν είσαι δυστυχισμένος που έχεις τόσο φτωχά εξαρτήματα;
Ο γάιδαρος απάντησε:
Μα, σου λέω πως είμαι ευτυχισμένος με όσα έχω.
Ξαφνικά, από τη στροφή του δρόμου, εμφανίστηκαν τρεις ληστές. Ένας από αυτούς χτύπησε το άλογο με ένα ξύλο για να το αναγκάσει να σταματήσει. Μετά, αφού έδεσαν τον αμαξά, πήραν τα δυο κιβώτια με το χρυσάφι και έφυγαν.
Το άλογο στεκόταν καταλυπημένο για αυτό που είχε συμβεί, μα ο γάιδαρος γέλασε δίπλα του:
- Ε, φίλε μου, πιο πριν ήσουν περήφανος που κουβαλούσες χρυσάφι και με έλεγες δυστυχισμένο. Τώρα τι λες; Εμείς οι ταπεινοί μπορεί να είμαστε φτωχοί, αλλά έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο!
Το άλογο, λυπημένο, κατάλαβε το μάθημα και από τότε δεν περηφανευόταν πια.