Επιλογές από τα ημερολόγια του 1987
Από ότι έμαθα όμως τουλάχιστον οι πιο κυρίαρχες λέσχες ήταν αυτή των φυσικών με μέλη καθηγητές με μελετητές του φαινομένου από φυσική σκοπιά, αυτή των ανατολικών όπως τους έλεγαν που θεωρούσαν φυσιολογικό κάθε υπερφυσικό φαινόμενο και αυτή των ιερέων χριστιανών που διέδιδαν για θαύμα θεού. Από αυτούς θα ήταν μάλλον ο γέρος που συνάντησα.
26 – 1 – 87
Πρέπει να αλλάξω ταχύτητα. Δεν καταλαβαίνω όμως. Ή πάω πολύ γρήγορα ή πάω πολύ αργά. Υπάρχει ένταση ανυπομονησία. Μερικές φορές νόμισα πως είμαι στην κόλαση. Στιγμές νομίζω πως γνωρίζω ποια πράγματα με απομακρύνουν από τον παράδεισο. Αλλά συνήθως δεν πιστεύω στην ύπαρξη αυτών των χώρων. Νιώθω εγκλωβισμένος ανάμεσα σε μια γέννηση κι ένα θάνατο. Τότε ανακαλύπτω πως η κλειστοφοβία είναι η χειρότερη αρρώστια και πως γιατρεύεται μόνο με το να προσπαθείς να ξεχνάς την κατάσταση που βρίσκεσαι. Όμως όταν σε κλείσουν σε μια ζωή ανθρώπινη, σε ένα κόσμο όπως αυτόν που ζούμε τα περιθώρια στενεύουν.
28 – 1 - 87
Οι πληγές προϋπήρχαν του σώματος.
Ο πόνος είναι που δεν γιατρεύονται.
Κι όταν ακόμα μια φορά χάνεις την ευκαιρία να κλείσεις μια πληγή,
Είσαι ίδιος ο Ιώβ κι ο κόσμος όλος είναι ένας θεός
Και η ζωή ένα κεραμίδι.
8 – 2 – 87
Ενας γύρος στον ορίζοντα – το βλέμμα –
απανθρακώνει τις σημαίες
Ένα απαλό άγγιγμα του ήχου σου – αύριο -
Όλα θα είναι διαφορετικά.
Όταν φοβάσαι την άνοιξη είσαι ο μισός νεκρός.
Ένα ρίγος αδιάθετης πεμπτουσίας – κρούει –
Σαν εποχιακό παραλήρημα.
Για μια στιγμή είσαι σχεδόν νεκρός – έπειτα –
Ξανά βασανίζεσαι.
Στον δρόμο που όλοι κατεβαίνουν και οι κυνηγοί και τα θηράματα –
Κάπου εκεί βρίσκεσαι και κάνεις ελιγμούς –
Στο άφημα των αισθήσεων.
27 – 2 – 87
Δεν χρειάζεται να συζητήσεις για καμιά υπέρβαση.
Δεν χρειάζεται να συρθείς σε καμιά μεταφυσική έννοια
για να εξηγήσεις την ζωή σου.
Όταν όλα αυτά που σε πιέζουν γίνουν τόσο καθαρά
Τόσο όσο να χρειαστεί να παραμερίσεις τα πολλά αδιέξοδα για ένα μόνο,
Τότε δεν θα χρειάζεται πια να τριγυρνάς
Σαν μεθυσμένο πειρατικό καράβι.
20 – 3 – 87
Οι πυγολαμπίδες μετοίκησαν
Την νύχτα που ήταν κλειστές όλες οι πόρτες
Σαν μια αθόρυβη πομπή
Χάθηκε έτσι μοιραία ακόμα μια νυχτός παράσταση.
Η εποχή είναι τώρα των γεγονότων
Που περνούν έτσι ανεξήγητα σαν να μην γίνονται.
Χθες ακόμα θα αποφάσιζαν
Για μεγάλη του κόσμου λύτρωση
Και τώρα επιπλέει ο νους μου στο δωμάτιο
Όπως όταν όλες οι νύχτες μιας ζωής
Βαραίνουν μία νύχτα.
Κάπου χάνονται όλες οι αποφάσεις ξαφνικά
Σαν σε ένα ταξίδι που δεν θα καταλήξει πουθενά.
20 – 3 – 87
Η μυστικότητα των κινήσεων ταράσσει σαν σκοτεινή νύχτα τις αισθήσεις.
Η θαλπωρή της απόκρυφης αμαρτίας φυλάσσεται σαν τελευταία λύση,
Σίγουρη πως κάποτε θα ορμήσει αδιάλλακτη πια,
Αφήνοντας την θετή στιγμή σαν μια παλιά ξένοιαστη περιπέτεια.
Προφυλάξου από την ασυδοσία της ξέφρενης αυτής συνέχειας
Που σε φέρνει ολοένα πιο κοντά στο άπειρο.
Είναι ο δρόμος τόσο εύκολος, τόσο ατέλειωτος,
όσο να καταντάει το πιο οδυνηρό μαρτύριο.
Η βρώμικη λήθη σκεπάζεται από τα χαμένα φθινοπωρινά φύλλα των αισθήσεων
Όταν συγκινηθείς τόσο που θα αποφασίσεις πια πως αρκεί –
Τότε θα επαναλάβεις τα ίδια με μια γεύση φρικτής καταπίεσης.
Τα στρώματα της ιστορίας σου ισοπεδώνονται εφιαλτικά
Γύρω από θαμμένες εποχές
Που θα κρεμάσουν την ερημική πλέον μορφή σου
Σε ένα χαοτικό αδιέξοδο ενός θανάτου.
Προφυλάξου από τον εαυτό σου όσο μπορείς.
30 – 3 – 87
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δώσαμε την ζωή μας στο θεό και την πούλησε στο διάβολο.
Ένα σαπημένο κατάρτι σηκώνεται στον ορίζοντα.
Πριν πλησιάσει η πλώρη την ακτή,
Τα πτώματα κολυμπούν στα λευκά κύματα.
Η αμμουδιά ζωσμένη στην αλμύρα
Θα ψήσει τις μυρωδιές.
Αυτό που θα μείνει, θα λυμαίνεται από τους φοίνικες.
Καθώς θα περάσουν διαδοχικά οι εποχές
Η ιστορία εκφυλίζετε.
Κάπου στο κέντρο της παραπλανητικής ροής
Κρύβεται ένας θάνατος.
Πριν από την στιγμή που αρμόζει
Βρέθηκα ο ευνοούμενος των καιρών.
Λίγο μετά αρπάχτηκα από την πλώρη κι έφυγα.
Κάπου ανάμεσα στα χέρια μου
Λειώνουν τα τελευταία κομμάτια ενός ναυαγίου.
Η ευκαιρία σύρθηκε στους ορίζοντες
Σαν φωτεινή άμαξα.
Ήταν πια ώρα που αργά διαπιστώνει κανείς όσα παράλειψε.
Η μακρινή από τους ανέμους της ευωδίας αποκάλυψη
Και η ανταύγεια της χρωματιστής χρειάς
Ενός ανώφελου πειρατισμού
Κρυσταλλώνονται ακριβώς κάτω από τις κινήσεις
Ενός σπασμωδικού οργασμού.
Των τελευταίων οραμάτων οι χρησμοί
Απλώνονται σαν αγαλλίαση γύρω.
Πρώτα πεθαίνει η ζωή, έπειτα οι εικόνες
Συνεχίζοντας να δίνουμε την ζωή μας σε ένα θεό
Κι αυτός να την πουλάει στο διάβολο.
30 – 3 – 87
Όσο μπορείς ν΄ απέχεις από το λευκό πανηγύρι της κόλασης.
Οι δρόμοι οδηγούν – τα ίχνη εκλείπουν – τα σημάδια είναι της ταλαιπωρίας.
Ως μέλας άνοιξη παρουσιάζεται, απαρτία των φονιάδων,
Δεν μπορεί κανείς ν΄ αλλάξει την ορμητική ροή.
Είμαστε πια εγκλωβισμένοι μέσα σε αυτή την μουσική.
Σαν σε όνειρο – που τα βλέμματα τρομάζουν – χάνεσαι στη θλίψη.
Ο σκοπός έφτασε στα χείλη της αταξίας.
Ας θορυβούν οι προφήτες.
Ας αλαλάζουν οι καλάγαθοι.
Ας σκορπούν τα λόγια της Κασάνδρας.
Ο ένας χάνεται μέσα στον άλλο.
Ο καθένας χάνεται μέσα στον εαυτό του.
Κι αν ακόμα μπορέσεις ν΄ απέχεις από αυτό το λευκό πανηγύρι της κόλασης –
Δεν θα αποφύγεις ετούτη την εποχή.
Τα σημάδια αποκαλούν τους χρήστες των ως δαιμονισμένους γύπες.
28 – 4 – 87
Όλα θα αλλάξουν. Γι ΄ αυτό δεν υπάρχω. Μα κι αν ακόμα το δόγμα επιστραφεί στον ιδιοκτήτη του, οι κλέφτες θα έχουν πια για τα καλά καλυφθεί.
28 - 4 – 87
Απείραχτο έμεινε το απομεινάρι του χειμώνα.
Σύρθηκε αμαρτωλό στις σκιές κι αποκοιμήθηκε,
Έτσι όπως κάνουν δηλαδή τα ερπετά στο κρύο.
Ύστερα, πριν κανείς αντιληφθεί την παρουσία του,
Εν κενω χρωμάτων, κινείται ως φάντασμα
Στα μυαλά των ανθρώπων.
Έτσι όπως κάθε μύθος έμεινε και διαπέρασε
Και κατοίκησε σε όλες τις εποχές
Ο χειμώνας θριάμβευσε έναντι του νου.
Οι εκστάσεις παρέμειναν σαν καρναβάλι
Και οι παραπομπές σαν καθρέπτες.
Όποιος όμως επεδίωξε να σβήσει
Ακόμα και τούτο το προγονικό ντύσιμο του νου,
Αρκέστηκε στα φθινοπωρινά συκόφυλλα.
Ύστερα ήρθε ο Χειμών.
7 – 5 – 87
Έρχομαι πίσω σαν άσωτος.
Είπα θα γίνω φωτιά.
Άφησα τα τεράστια παγωμένα τείχη της φαντασίας μου κι έφυγα.
Βγήκα στην άσφαλτο.
Τώρα γυρνάω πίσω στην μυρωδιά της ανυπαρξίας.
Τώρα που είμαι ακόμα σάρκα.
Λίγο ακόμα και θα παραδεχτώ πως δεν τα κατάφερα.
Μετά το πιο μεγάλο λάθος της ζωής
Γίνεται συνήθως το πιο μεγάλο βήμα.
Το πιο μεγάλο.
Έχω λοιπόν όρια ακόμα.
1 – 6 – 87
Δεν είμαι ο καινούργιος της παρέας
Ούτε αυτός που λείπει των καιρών
Ούτε αυτός που μισεί ούτε αυτός που λατρεύει
Ούτε αυτός που ελπίζει
Η απομόνωση της μοίρας μόνο
Γύρω από σάπιους κι από ζωντανούς
16 – 6 – 87
Οι βρύσες στάζουν χρυσό
Έλα να με αγκαλιάσεις τώρα που το κορμί μου απωθεί το σύμπαν
Εσύ εγκλωβισμένο έμβρυο κάτω από τα μαξιλάρια.
21 – 6 – 87
Μοιάζει σαν ξεχασμένη ζωή
Είναι το μηδίαμα της ειρωνίας που ξεγλιστράει
Από τα χείλη ως το βάθος των ματιών σου.
Μοιάζει σαν δακρυσμένο παρελθόν
Είναι οι κινήσεις των δακτύλων σου που τονίζουν
Την μονοτονία ως το βάθος του κορμιού σου.
Μοιάζει σαν ένας χαμένος παράδεισος
Είναι η πονεμένη όραση που σατυρίζει
Την αλλαγή του σώματος σου.
Μοιάζει σαν μια μικρή ανάμνηση
Ήταν τότε που το χρωματισμένο βλέμμα σου
Ξεπερνούσε τις φωτεινές βιτρίνες
Σε κείνο το γαλάζιο στενό της πλατείας Ναυαρίνου.
Σήκωσες το κεφάλι με ύφος που τόσα χρόνια
Έχει να φανεί στο πρόσωπο σου
Και περπάτησες γρήγορα όταν αντιλήφθηκες
Ότι είχες μείνει λίγο πίσω.
Μοιάζει σαν κάτι που χρειάζεται σε όλους τους ανθρώπους.
Για να νοιώσουν πως ο χρόνος δεν κυλάει
όπως τα βήματα στα πεζοδρόμια.
Αλλά σαν ένας καταρράκτης που αφήνει
Μόνο μια μαγευτική και μονότονα βασανιστική βοή.
19 – 9 – 87
Ας μη μας βασανίζει η τάξη των πραγμάτων.
Ας μην χανόμαστε μέσα στην αρμονική σειρά.
Κάπου στολίζουμε τα δευτερόλεπτα με περιττή σαφήνεια.
Τώρα χρειάζεται να καταλάβει κανείς τον παραλογισμό του κόσμου.
Χωρίς φόβο να τραβήξουμε τις σανίδες της αφέλειας από τα μυαλά μας.
Το θάρρος είναι τόσο περιττό,
γιατί τίποτα δεν είναι τόσο σπουδαίο ώστε να χρειαστεί.
Ετούτες οι κωμικές σελίδες και οι πληγές
Δεν είναι παρά τα φαντάσματα μιας τρέλας.
Τώρα χρειάζεται να γίνομαι πιο τρελοί.
Κι αν κάτι μας ανησυχεί δεν είναι παρά
Η λίγη σοβαρότητα που μας έχει απομείνει.
3 – 10 – 87
Θα μπορούσα να ξαπλώσω πάνω σε σκοτεινές ανταύγιες
Θα μπορούσα να σου χαρίσω κάτι παραπάνω από ένα τελευταίο λόγο.
Θα μπορούσα τέλος πάντων να μπω κι εγώ στο χορό της ασυναρτησίας σου.
Μα είναι κάτι που με κρατάει μακριά από τις πιο τολμηρές σκέψεις.
Υπάρχει εκείνος ο ανιαρός εφιάλτης της προσαρμογής.
Έφυγα λοιπόν το βράδυ σαν κύκνος
Ντυμένος με την λευκή ομορφιά μου
Απωθώντας όποια σκέψη θα μ΄ έβγαζε από την γνώριμη ροή.
Δεν έφταιγε ο μελαγχολικός καιρός
Ούτε θα άλλαζε τίποτα ένα καλύτερα στημένο σκηνικό.
Είναι ο θόρυβος της πελατείας τόσο φωτεινός
Που σκοτώνει τα οράματα
Και μας φέρνει στην θλιβερή πραγματικότητα.
Ας ξεχάσουμε λοιπόν τις σκονισμένες βιβλιοθήκες
Ας αφήσομε τα βήματα στη σκεπή
Ας τα αφήσομε όλα όπως υπήρξαν
Για να μην διαστρεβλώσουμε περισσότερο την πραγματικότητα.
20 – 10 – 87
Ω Ιησού πόσο άδικα σταυρώθηκες !
Θα συμμαζευτώ γύρω από τη φλόγα ενός κεριού
Κι έπειτα θα πως σε όποιον ύμνησε την κούραση
Να σύρει τις φθαρμένες του ιδέες
Μακριά από τα πτώματα μας.
Τι είναι αυτό που ως τώρα μαζέψαμε από τον χρόνο;
Που είναι εκείνο που συνταιριάσαμε;
Η απάτη είναι να νομίζεις πως υπάρχεις επειδή γεννήθηκες
Ή πως υπάρχεις για να πεθάνεις.
Θα συμμαζευτώ γύρω από την ανάσα μου
και θα πω σε όποιον ύμνησε την ευτυχία
να σύρει τις φθαρμένες του ιδέες
μακριά από τα πτώματα μας.
Αυτή τη στιγμή που δεν έχω να προσθέσω τίποτα στην μνήμη μου
Επαναπαύομαι στην ηρεμία της απόλυτης ύπαρξης όπως ο Γκοτάμα.
Η απάτη είναι να περιμένεις, είναι η αναμονή κάθε εποχής
Γιατί εκείνο που υπάρχει είτε ενεργεί, είτε είναι θεός.
Θα συμμαζευτώ γύρω από τα μάτια των ανθρώπων
Κι έπειτα θα πω σε όποιον ύμνησε την όραση
Να σύρει τις φθαρμένες του ιδέες
Μακριά από τα πτώματα μας.
Εκείνος ήρθε με μια μεγάλη αγάπη μέσα στις τσέπες του.
Ξεκαθάριζες τα σημάδια της καλής θέλησης στο αποστεωμένο του πρόσωπο.
Έπειτα έφυγε σαν ένας καλός Βοδισάτβα.
Είχε κιόλας τελειώσει το έργο του.
Θα συμμαζευτώ γύρω από τον εαυτό μου κι από όλους τους ανθρώπους μαζί
Κι έπειτα θα πω σε όποιον ύμνησε την πίστη
Να σύρει τις φθαρμένες του ιδέες
Μακριά από τα πτώματα μας.
Εκείνος δεν κουράζεται, δεν ευτυχεί, δεν βλέπει, δεν πιστεύει πως υπάρχει,
Αλλά νιώθει τα πάντα.
Ω Ιησού πόσο άδικα σταυρώθηκες.
28 – 10 – 87
Όλοι μας κάποτε θα πορευτούμε στην πορνεία.
Ποια άλλη από την τεράστια δικαιολογία
Του γενικού κανόνα.
Είναι η μοίρα, η αναγκαιότητα,
Ο νόμος των θεών ή των αρχόντων.
Εκείνο που παρασύρει είναι η αδυναμία.
Όλοι μας κάποτε θα πορευτούμε στην πορνεία.
Εκείνος που θα ξεθάψει τον περισσότερο εαυτό του
Για να τον πουλήσει στους κάπηλους
Θα είναι ο πιο μεγάλος.
6 – 11 – 87
Εκεί που χάνονται οι προσπάθειες
Στην χώρα που ζούνε με τον ιδρώτα των άλλων
Εκεί όπου εξιδανικεύονται οι φόνοι
Είναι δύσκολο να παραστήσεις τον σοφό.
Διάλεξες δύσκολο επάγγελμα
Αγαπητέ μου βοδισάτβα.
Άδικα μου ψιθυρίζεις στο αυτί
Πως λιθοβόλησαν τον Ιησού στη Γαλιλαία.
Ξέρω το μέρος που τον κρέμασαν !
Ακόμα και το μέρος που τον λατρεύουν
Που τον κρεμάνε, που τον ανασταίνουν,
Έτσι για να παίζουν οι άνθρωποι με τους θεούς.
Τα είδα με τα μάτια μου αγαπημένε βοδισάτβα.
29 - 2 – 87
Τώρα ; αν με ρωτήσεις για τώρα !
Μα γιατί έρωτα ;
Γιατί θλίψη ;
Γιατί τριγυρνάει ο θάνατος σαν μια σφιχτή αλυσίδα κοντά σε κάθε γέννηση.
Μη με ρωτάς γλυκέ μου φωτεινέ ποιητή.
Γύρισα από την αναπαράσταση μιας κόλασης στην κόλαση.
Αλοίφανε τα δέντρα με καπνούς.
Οι ψυχές σέρνονταν από κάρα μεσαιωνικά.
Τα άλογα δεν σταματούσαν στα βρώμικα στενά.
Οι οπλές τους χτυπούσαν την γη με δύναμη.
Τα κρόταλα της κόλασης.
Η βροχή από αίμα ο ουρανός από αίμα.
Εκεί γλυκιά μου τα πόδια μου πατούσαν.
Τώρα; Αν με ρωτήσεις για τώρα ;
ξέρω πως απλά πρέπει να σύρω το πτώμα μου στην άκρη της φωτιάς.
Ν αγαπήσω, ν αφήσω να βασιλέψει η δύναμη της επιθυμίας.
Μόνη.
Χωρίς τις θλιβερές μνήμες.
Χωρίς την οσμή των πτωμάτων.
Αύγουστος 87
Επιλογές απο τα ημερολόγια του 1988
Ο χειμώνας επιστρέφει.
Οι δρόμοι παγώνουν και μας οδηγούν.
Ακόμη κι αν ήμουν ο γιός του ήλιου
Εδώ στην κρυωμένη του χρόνου πυρωσιά
Θα βεβηλωνόμουν από τις αισχρές προσπάθειες των ανθρώπων.
Ο χειμώνας επιστρέφει.
Βροχή οι σταγόνες αίματος κυλούν στα λινά σεντόνια μας.
Οι νύχτες μουσκεύουν από τις παρατημένες απολαύσεις
Και τις τροφές των βασιλιάδων.
Η αγάπη που μας καλούσε
Στα βοερά της θάλασσας κύματα
Χάθηκε στα άδυτα ενός παραμυθένιου ονειρικού κόσμου.
Ο χειμώνας επιστρέφει και η γη μας καλεί
Για μια ακόμα προσπάθεια.
Χαλαρωμένοι μυς γλείφουν τον θάνατο
Με αμήχανες συσπάσεις.
Η ελπίδα συστέλλεται μέσα σε ένα καρναβάλι
Μασκοφόρων αγνών θεοτήτων.
Ο χειμώνας επιστρέφει.
Ο Προμηθέας γυρνάει την φωτιά στους θεούς
Και ο έρωτας κωμωδεί με τα σκουριασμένα βέλη του.
Τι μουσικές εξαίσιες που χάθηκαν
Από την άρπα την χρυσή του Φοίβου.
Τώρα οι ποταμοί κυλούν από βρώμικο ιδρώτα
Στα στενά των πόλεων σοκάκια
Και στις λεοφώρους.
Αυτή η μυρωδιά της κουρασμένης μασχάλης
Που σαπίζει στα πεζοδρόμια
Με τις βιτρίνες και τις πόρνες.
Ο χειμώνας επιστρέφει κι εδώ από το θαμπό παράθυρο
Που βλέπει στη συναχωμένη πλατεία.
Ανάμεσα από την δυσοσμία των χαμένων ονείρων
Των αναβολών μιας ευτυχίας.
Τι παιδική αφέλεια η αναμάρτητη ύπαρξη
Κι όταν ακόμα προσπαθήσεις να αγαπήσεις
Ο χειμώνας επιστρέφει
Εδώ στον αιώνα της παρηκμασμένης απόλαυσης.
Περιστραφείτε γύρω μου εποχές περασμένες
Όσο μπορείτε να με απαλλάξετε από το άγχος της αιχμής
Από το άγχος της μολυσμένης θεότητας,
Του τρελαμένου χρυσού και του πλούτου.
Τι εποχές εκείνες των παγετώνων
Με το περίσσιο τρίχωμα
Το πορτατίφ αναμένο όλη την νύχτα
Κι έξω ο τροχονόμος να κελαηδά
Σαν αηδόνι κρυμμένο μέσα στους θάμνους.
Ο χειμώνας επιστρέφει στις φωλιές των ασβών
Και σβήνει τα χρώματα από τα μάτια τους
Κι εκείνοι καταριούνται τον ουρανό.
Η ξεχασμένη κόλαση έρχεται
Κι αγκαλιάζει την γειτονιά μας
Την πλατεία, τον θλιβερό δρόμο με τα κόκκινα φανάρια.
Οι ξεχασμένοι θεοί κατοικούν στις καμινάδες σκονισμένων κτηρίων
Εκείνων που χτίστηκαν από χέρια νεκρά και φοβισμένα.
Πως με γεμίζει μίσος η αμαρτία των θεών.
Το μίσος εκείνο που παλινδρομεί στη συρροή των ανθρώπινων σκέψεων
Που ξεχύνονται σαν παραχωμένες αμαρτίες
Κάτω από τα μαξιλάρια και τις ταβέρνες.
Γλυκέ μου καραγκιόζη, άθλιε πρίγκιπα,
Ανθρωπάκο που αιμάσεις,
Χτύπα το τσέμπαλο δυνατά
Ανάμεσα στα χίλια σου αυτιά
Τα παρατημένα στις εκκλησιές και τις πλατείες.
Ο χειμώνας επιστρέφει με ένα βαρύ καμουφλαρισμένο οφθαλμό
Χωρίς δάκρυα, μα με κόπο, με συντριμμένη φτέρνα, και λίγες πονεμένες λέξεις.
Μετακινείστε τις ξεραμένες φυλλωσιές να δείτε,
Έρχεται μ ένα ήχο δροσερής βροχής,
Που σαπίζει τις αμαρτίες.
Γυρνάει στο μυαλό μου μια τρελή ιδέα
Τώρα και μέρες με βασανίζει.
Η φύση είναι γεμάτη αγάπη και μίσος.
Το μίσος είναι που με θλίβει
Σκύβω και κοιτάζω το σώμα μου.
Γυρω μου τα πάντα δεν με περιμένουν.
Και μένα ετούτο το ανόητο άγχος μ έχει παρασύρει.
Να γίνω κι εγώ αχινός.
Με τεράστια αγκάθια φυτρωμένα στο μαύρο δέρμα μου.
Να μην μπορώ να χαιδεύω
Να μην μπορώ ν αγγίζω τίποτα
Μόνο να πονώ.
Η όποια επαφή μαζί μου να σημαίνει πόνος.
Γιατί τέτοιο μίσος;
Γιατί αχινέ δεν βγαίνεις από το σώμα σου;
Το απόλυτο ον μπορεί να είναι ένα σκουλήκι που έχει πυρετό
Ο θεός μπορεί να τριγυρνάει σαν αλκοόλ στα διψασμένα λαρύγγια των γέρων.
Μα εγώ συμμαζεύομαι γύρω από τις σάρκες μου,
Αιωρούμαι γύρω από το βλέμμα μου
Κι αναρωτιέμαι.
Η πόλη φεύγει
Η ζωή περνά
Κι εσύ αναστενάζεις κάτω από τις εικόνες μου.
Μείνε εδώ και σήμερα
Μείνε εδώ στην ανικανότητα της σκέψης μου
Να ξεγελάσεις λίγο το κορμί μου.
Έξω στους δρόμους τα χαμόγελα θα περπατάνε
Στο σινεμά θα στριμωχτούμε
Μόνο μείνε εδώ να σου μιλήσω
Για τον κήπο μου.
Με ποιο τρόπο να σωριάσω τα κύτταρα μου
Γύρω από τις πλατείες
Στις γωνίες στους δρόμους στα φανάρια.
Όλα προκαλούν την ακινησία μου.
Όλα θίγουν τις αισθήσεις μου
Άσχημα καθώς περιφέρονται γύρω από την αδυναμία μου
Καθώς εξουσιάζουν την θέληση μου,
Καθώς περιορίζουν την ζωή μου.
Με ποιο τρόπο να επαναστατήσεις;
Ενάντια στην αδυναμία μας;
Εμμένω στο βλέμμα σου
Που ρέει διαγράφοντας την αποτυχία μας
Διατηρώντας το πείσμα και το μίσος
Προκαλώντας την ακινησία μου,
Σαν μαλθακός εραστής ετούτης της ζωής.
6 – 9 – 88
νεκταριος