Φιλάδελφε, είμαι ο κανένας. Υπάρχω γι΄ αυτούς που δεν με γνωρίζουν. Αγαπώ αυτούς που ποτέ δεν θα δουν το πρόσωπο μου. Λατρεύω εκείνη που δεν θα με αγγίξει ποτέ στο λαιμό. Εκείνη που δεν υπάρχει ούτε στο φως, ούτε στο σκοτάδι, εκείνη που ξεφεύγει ανάμεσα από τα βλέμματα των σαρκοβόρων.
Ναι, λέει ο φιλάδελφος μου. Εκείνη είναι που γέρνει τώρα στον ώμο μου. Εκείνη ήρθε από την έρημο, εκείνη είναι που χθες την είδες ν΄ ανεβαίνει μαζί μου τα όρη των αρωμάτων. Αυτή η σκιά δίπλα μου. Έλα, της είπα, θα σε πάω στον αγαπητό μου. Σε περιμένει. Τον πονάει η αμφιβολία. Η ελπίδα δεν ανασαίνει πια. Πρέπει να τον δεις.
Η αγάπη σου, είναι όπως το άνθος ανάμεσα στα αγκάθια. Η αγάπη σου είναι όπως η σκιά του δέντρου, την ώρα του μεσημεριού. Η αγάπη σου είναι η δροσερή πηγή της ερήμου. Η αγάπη σου είναι πληγωμένη και μόνη. Αυτά μου είπε ο φιλάδελφος μου.
Η αγάπη σου είναι εκείνη που είδες χθες να ξαπλώνει κουρασμένη πάνω στα βράχια. Είναι εκείνη που ψηλάφισε τα σύννεφα και τους κορμούς των πεύκων. Είναι εκείνη που σε αναζήτησε στην αντηλιά της θάλασσας, είναι εκείνη που αναγνώρισε την φωνή σου στο θρόισμα των φύλλων, εκείνη που νανουρίστηκε από τον παφλασμό των κυμάτων, εκείνη που κοιμήθηκε με την γεύση του ονόματος σου στα χείλη της.
Της είπα για την αμφιβολία. Της μίλησα για την απιστία. Της δίδαξα τον δόλο. Σκαρφάλωσε στα όρη των αρωμάτων. Κρύφτηκε στις σχισμές των βράχων. Το πρόσωπο της καλύφθηκε από την σκόνη της ερήμου. Τα μάτια της βούρκωσαν στην θέα του λευκού ορίζοντα. Δεν μπορώ να τον βρω, φώναξε. Δεν μπορώ να δω τον αγαπημένο μου. Είναι χαμένος μέσα στα παγωμένα σύννεφα. Είναι κρυμμένος μέσα στους κορμούς των δέντρων. Είναι εξαφανισμένος στον βυθό της θάλασσας. Δεν υπάρχει τρόπος να πλησιάσω τον αγαπημένο μου.
Έλα, θα σε ταξιδέψω μέχρι τις άκρες των δακτύλων του. Έλα, θα σου δείξω το μαυρισμένο δέρμα του. Έλα, θα βάλλω τα χέρια σου μέσα στα μαλλιά του. Ο αγαπητός σου είναι μαζί μου. Είναι κάθε πρωί εδώ. Και κάθε βράδυ. Και κάθε στιγμή που η υπομονή γεννιέται, είναι εδώ χωρίς την αγάπη του. Η αγάπη του είσαι εσύ. Έλα, θα σου δείξω το πρόσωπο του.
Ο φιλάδελφος μου είπε πως ο φόβος και η αμφιβολία τυραννούν την αγάπη. Πως η αγάπη είναι κάθε στιγμή εδώ. Πως είναι κάθε στιγμή μια νέα εξορία. Μια ξεχωριστή άρνηση.
Σήκωσε το βλέμμα, μου είπε ο φιλάδελφος. Άνοιξε τα μάτια και θαύμασε τα όρη των αρωμάτων. Χρυσό δε θα βρεις, ούτε το ασήμι θα λάμψει. Φωνή πουλιού δεν θ΄ ακούσεις. Ουρλιαχτό ζώου δεν θα διακόψει την ησυχία. Μονάχα η ανάσα της αγαπημένης σου. Βλέπεις τα μάτια της?
Στα μάτια μου δεν φτάνουν πια οι εικόνες του φωτός. Στ΄ αυτιά μου ήχοι δεν φτάνουν πια του ανέμου. Τα δάχτυλα μου δεν διασκεδάζουν την αμαρτία. Είμαι για τα καλά νεκρός και η αγάπη μου έχει πεθάνει. Έχει αφήσει το σώμα της στα όρη των αρωμάτων. Έχει γίνει λουλούδι του βράχου, ένας μίσχος ανάμεσα στο άγγιγμα των δαχτύλων μου, μια στιγμή που έφυγε, χαϊδεύοντας την άμμο, ως τα σύννεφα.
Νοστάλγησες τα θαύματα. Το απίστευτο αναζητάς, για να πιστέψεις. Η αμφιβολία σου πληγώνει σαν βέλος. Ακυρώνει κάθε στιγμή και κάθε ζωή. Δολοφονεί την αγάπη. Τα δάκρυα της είναι τα δικά σου δάκρυα. Η θλίψη της είναι το βάρος της καρδιάς σου. Ο αναστεναγμός της είναι η ανάσα της αμφιβολίας σου.
Άκουσε την ανάσα του φιλάδελφου. Τα πέλματα του γυμνά διαβαίνουν τα όρη των αρωμάτων. Ίχνη δεν υπάρχουν, παρά μόνο το βήμα της ανάσας. Κλείσε τα μάτια. Σβήσε κάθε αίσθηση. Έρχεται αόρατος για να σου φέρει την εκλεκτή της καρδιάς σου.
Αναζήτησα την ψυχή μου στις εσχατιές του ορίζοντα, από την ανατολή μέχρι τη δύση. Ερεύνησα τα φώτα των ουρανών και τα σκοτάδια της αβύσσου. Έψαξα να δω το πρόσωπο της. Στο δρόμο συνάντησα τον Φιλάδελφο.
Είσαι ένα φάντασμα είπε ο Φιλάδελφος μου. Η ηδονή σου είναι αμαρτία, η χαρά σου ντροπή και η πράξη σου θάνατος. Που πηγαίνεις; με ρώτησε ο Φιλάδελφος μου.
Αναζήτησα τον εαυτό μου μέσα στις ζωές των άλλων. Αναγνώρισα την καρδιά μου κλεισμένη στην αγκαλιά ενός ξένου. Είδα την ψυχή μου κρατημένη από χέρια αγνώστων.
Φιλάδελφε είμαι ο κανένας. Δεν υπάρχω πια. Τα βλέφαρα μου έκλεισα το δειλινό και η αυγή δε φώτισε για μένα ξανά τη γη. Αηδόνι δεν τραγούδισε την Αφροδίτη στην πρωινή ησυχία. Δεν μπορώ ν΄ αγγίξω το πρόσωπο της αγαπημένης μου.
Φιλάδελφε είμαι ο κανένας. Σήμερα ζω, αύριο πεθαίνω, γίνομαι καπνός και χάνομαι. Πολύ θα το θελα να ήμουν δυνατός όπως εσύ. Να ήμουν σαν και σένα ένας θεός. Στο στήθος μου χτυπά θνητού καρδιά και το αίμα μου είναι κόκκινο όπως η φωτιά ή ο σίδηρος ο βαπτισμένος στο νερό.
Ελα Φιλάδελφε. Στήλωσε το σώμα μου με την δύναμη των χεριών σου. Μετέφερε με στα σύννεφα. Εσύ δεν διατάζεις τον Χάρο; Δεν αφεντεύεις στον Άδη; Τι μ΄ αφήνεις εδώ σαν πτώμα πεταμένο στην έρημο; Δες τα όρνια και τα σκυλιά παραμονεύουν. Πείνασαν τα θηρία της ερήμου κι αναζητούν τροφή. Ερχονται ως εδώ με την ελπίδα να πάρουν την ζωή μου.
Είπε ο Φιλάδελφος.
Εγώ ταίζω τις φωτιές κάτω από τη γη που καίνε και μαγειρεύω τις ψυχές στα Τάρταρα. Ποιος μπορεί να νικήσει τον κεραυνό; Ποιος μπορεί να σβήσει το φως του ήλιου; Ποιος μπορεί να φωτίσει τα σκοτάδια της αβύσσου;
Εγω είμαι ο Πλησίον σου.
Βγάλε με από τη σκέψη σου. Μη με φυλακίζεις άλλο στο μυαλό σου. Μη με συνθλίβεις με την υπερηφάνια του νου σου. Μη με ταπεινώνεις με τον εγωϊσμό της καρδιάς σου. Αγάπησε με σαν αστραπή. Δώσε μου ζωή. Ξέχασε πως υπάρχεις. Δες τα σύννεφα περνούν και χάνονται, σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Εγω είμαι ο Φιλάδελφος.
Οι σκέψεις μου έγιναν βροχή ποτίζοντας τη γη και η γη έδωσε ομορφιά και πλούτο, άνθη και καρπούς. Η φωνή μου κατοίκησε στις κορφές των δέντρων και στις πηγές των βουνών. Ο αστέρας μου ως ο ήλιος του μεσημεριού αστράφτει μέσα στην νύχτα και κάνει μέρα τα σκοτάδια. Τα μάτια των ανθρώπων κοιτούν έκπληκτα στον ουρανό σφαίρες από φωτιά.
Αγαπημένη μου. Τα μάτια σου είναι στραμένα πάνω μου αλλά εγώ δεν υπάρχω. Θυμήθηκα πως η ζωή μου είναι άνεμος. Σαν σύννεφο διαλύομαι και χάνομαι και δεν υπάρχω πιά. Μη μ΄ακουμπάς. Τα δάκτυλα σου ψηλαφούν το κορμί μου αλλά εγώ δεν είμαι εδώ. Ονειρεύτηκα πως είμαι το σκοτάδι μιας υγρής σπηλιάς. Βυθίζομαι στην σιωπή των υδάτων της αβύσσου. Οι πικρές σκέψεις πέρασαν σαν σκιές, η πληγωμένη καρδιά μου εκδιώχθηκε σαν φάντασμα, η ψυχή μου αποχώρησε από τη σάρκα μου.
Θυμήθηκα τη ζωή μου ξανά και δεν ξεκουράστηκα σε ανάμνηση ευτυχίας.
Συνάντησα πρόσωπα σκυθρωπά, η υποψία χαμήλωνε τα φρύδια κι έκανε το βλέμμα κοφτερό σαν ξίφος. Οι ψίθυροι στα χείλη τους απέκρυπταν χλευασμούς και βρισιές κάλυπτε το αμήχανο τρίξιμο των δοντιων τους.
Την σιωπή αγάπησε ο κάτοικος της ζωής μου. Σε ποιο να μαρτυρήσω το πνεύμα μου;
Ιδού η γνώση μου στις πληγές του σώματος μου. Ιδού η σοφία μου στο αίμα των τραυμάτων μου. Ιδού η αλήθεια μου στην μοναξιά της ψυχής μου. Τα χείλη μου ξεράθηκαν. Τα μάτια μου καίνε. Το στομάχι μου είναι σκληρό σαν πέτρα.
Τα γόνατα μου δεν με στηρίζουν πια. Σε ποιο να ελπίσω;
Εγώ είμαι ο Κανένας. Μη μ΄ αγγίζεις. Άκουσε τα λόγια μου.
Πίστεψε ψυχή μου την τελευταία ετούτη ώρα. Παρέδωσε στον αδελφιδό σου την καρδιά σου. Έλα εσύ αγαπημένη μου. Ο αδελφιδός σου κατασκευάζει λιμάνι για σένα. Μετέφερε όγκους βράχων από των λευκών υψωμάτων.
Ο αδελφιδός σου την έρημο οργώνει με όνο ατίθασο. Δες, έστρεψε το ρεύμα του ποταμιού και ποτίζει για σένα τις πεδιάδες. Μετατρέπει την άγονη γη σε κήπους και δάση φυτεύει στις πλαγιές των βουνών.
Δείτε την καλή μου. Σκαρφάλωσε στα όρη των αρωμάτων. Τα μάτια μου πόθησαν να τη δουν. Επιμόνως ερευνούν τον θολό ορίζοντα. Μήπως είδατε την καλή μου; Την ομορφότερη των άστρων; Με πλησιάζει σαν τη μυρωδιά των λουλουδιών, μ΄ αγγίζει σαν το φως της αυγής, μου χαρίζεται σαν τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος.
Ωραία που είναι η καλή μου. Ο ήλιος απλώνει χρυσάφι στα μαλλιά της. Η σελήνη καλύπτει το δέρμα της με λευκό ασήμι. Η λάμψη του πρωϊνού άστρου φωτίζει την καρδιά της.
Ωραία που είναι η καλή μου. Στα μάτια της κατοίκησε το άπλετο βάθος της ερήμου. Στα χείλη της αστράφτει η δροσιά των χαμηλών συννέφων. Στα λόγια της ακούγονται τα κύματα της μακρινής θάλασσας. Ωραία που είναι η καλή μου. Σαν ελάφι χάνεται στο βάθος των χρωμάτων.
Που είσαι αγαπημένη μου; Έδωσες την πίστη σου στα πλούτη του βυθού; Παρέσυρε τη ζωή σου το ρεύμα του γαλάζιου ωκεανού; Απώθεσες τις ελπίδες σου στο δίκαιο του τυράννου;
Που είσαι ψυχή μου; Μήπως η αγάπη σου κοιμάται στον ουρανίσκο σου; Σ΄αναζήτησα στα πλάτη των ωκεανών. Σ΄έψαξα στο τραγούδι των κυμάτων. Η πρωινή αύρα δεν απώθεσε το σώμα σου στην αμμουδιά.
Που είσαι αγαπημένη μου;
Τα δάκτυλα μου πόθησαν να σε αγγίξουν μα η εικόνα σου χάθηκε από τα μάτια μου. Τώρα γίνομαι ποταμός και η ζωή μου βγαίνει από την ζωή μου και χύνεται στην θάλασσα. Η ψυχή μου είναι το σκοτάδι του βυθού που ξαπλώνει στην άμμο, ανάμεσα στα κοράλια.
Το πρώτο κείμενο για τον Φιλάδελφο γράφτηκε ένα πρωϊνό του 2002 στη Θεσσαλονίκη
Ν asamon