ΜΝΗΣΟΜΑΙ ΟΥΔΕ ΛΑΘΩΜΑΙ
ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΕΚΑΤΟΙΟ
(Ορφικός ύμνος)
Τον Απόλλωνα θυμάμαι, δεν ξεχνώ
τον σκοπευτή των μακρινών ονείρων.
Τον τρέμουν όλοι οι θεοί
στο παλάτι σαν φθάνει του Διός
κι από τους θρόνους τους σηκώνονται
όταν πλησιάζει τεντώνοντας
τ΄ αστραφτερά του τόξα.
Χαίρε Λητώ Μακάρια
τέκνα λαμπρά που γέννησες
τον Βασιλιά Απόλλωνα
και την τοξεύτρα Άρτεμη.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Η μοναξιά χαρακτηρίζει τους θεούς.
Όσο και να γλεντάνε στα παλάτια του Διός,
πάλι γυρνάνε ο καθένας στις δουλειές του.
Στα πέρατα του κόσμου ταξιδεύουν οι Θεοί,
για τους ανθρώπους προνοούνε,
νοσταλγικά κοιτώντας την ζωή.
Tα σώματα των θνητών,
τους θυμίζουνε την πρώτη τους παρουσία
Η μοναξιά χαρακτηρίζει τους θεούς.
Αυτό στον Όλυμπο δεν φαίνεται.
Όταν όλοι συναντιούνται στα παλάτια του Διός,
στου πατέρα μπρος τα μάτια αστράφτει ο πρώτος ασπασμός.
Θεοί που σμίγουν με θεούς.
Την μοναξιά τους τώρα ν΄ αφηγούνται,
δεν ωφελεί.
ΤΟΥ ΑΡΗ
Μα δε στο κρύβω, ο Πατέρας Δίας όλους μας μισεί βαθιά μέσα από την καρδιά του, όταν την ύλη πολεμάμε μάταια την Δήμητρα, την γήινη μητέρα και τα τέσσερα στοιχειά του Νυκτοπόλου βασανίζουμε απ΄ άγνοια μας.
Περισότερο όμως μισεί ο Δίας το δικό του γνήσιο γιό, τον πολεμόχαρο Άρη, εκείνον που τον γέννησε η τρανή ουράνια σκιά, η Ήρα η λευκοχέρα, κι όμως συχνά το προτιμά το φταίξιμο σαυτήν να ρίχνει ο πανάγαθος θεός, που αρέσει της να μάχεται την ύψιστη βουλή του και με περίσσια αγάπη ν αποκρύπτει
θέλει τα έργα τα κακά του γιού της, και τα μάτια να κλείνει των ανθρώπων μπροστά στους φόνους και το αίμα.
Ας ευχηθούμε όμως στον πολεμοχαρή θεό, τη σάρκα που στηρίζει
στα οστά και τα νεύρα θρέφει που κινούν γοργά τα μέλη, με πείσμα τα δόντια που σφίγει και που ζεσταίνει το αίμα με θυμό, ζωή δίνοντας στον κόπο του Ηφαίστου, γιατί όσα κακά κι αν κάνει ο ρωμαλαίος δαίμων, ο Δίας πάντα θα τον τιμά και θα τον προστατεύει, αφού της Ήρας το καμάρι, νόθος γιός δεν είναι.
Η θυσία της Ιφιγένειας
Του Δία κύδιμνος αητός, του ουρανού Χαλκίδα
θυσίας μαύρα νέφελα. δρυός κλαδιά ανεβαίναν
πουλιά οκτώ της νύχτας, να καταπίνει είδα
αυγή που φέρνουν, και η μάνα που τα γέννα
πετούσε γύρω γύρω, σαν τάρπαξε όλα μαζί εννιά
απ΄τον Δία σταλμένος ο δράκος στην Αυλίδα
και τα καράβια των Δαναών ανοίξανε πανιά.
Έλευση Σωτήρα
Δία πατέρα στοργικέ , του νου μας καβαλάρη
Απόλλωνα τιτάνα αγαθέ, της λύρας που έχεις το δοξάρι
Κι εσείς Θεές του Ολύμπου, ελάτε απόψε στην καρδιά μου
Θεριά να κυνηγήσετε, τις μοίρες των θνητών σκορπίστε απ΄ τη ζωή μου,
Χαλάσετε τις πεθυμιές, το ζήλο και τα μίση
Να μείνει η καρδιά μου καθαρή, έρωτα να γεννήσει
Να ρθεί και η μάνα του ουρανού, να μου χαμογελάσει
Τ άστρο της Αρτεμης να λάμψει πάλι
Μέσα στου Αδη τα παλάτια.
Δώσε Ερμή καλέ μου άγγελε της γνώσης ησυχία
Κι εσύ Αφροδίτη όμορφη βασίλισσα της νύχτας
Φέρε τη χαρά τα χείλη να γλυκάνει
Να φύγουνε απ το σώμα μου οι πίκρες που έχει ο χρόνος μαζεμένες
Νέα ζωή φυτέψετε στα στήθη, να ρθει ο Υιος του Θεού να κατοικήσει
Κοινωνία θεία να δω από το σπήλαιο να βγαίνει
Όπως γεννά η Παναγιά ελπίδα του κόσμου κάθε αυγή
Θεό καινούριο φέρνοντας αμόλυντο
Ξημέρωμα του ήλιου.
ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ
Δία Πατέρα στοργικέ, Μειλίχιε, του νου μας πρώτε βασιλιά και Ήρα μητέρα της ζωής, που απ΄όλους τους θεούς πιο πολύ μετρά το θέλημα σας, κάνετε χάρη σε όλους μας, στης Δήμητρας την αγκαλιά και στην ησυχία του αφέντη Πλούτωνα τη ζωή μας να περνάμε. Κάνετε θεοί αγαπημένοι, της χαμογελαστής Αφροδίτης ν΄ασπαστούμε την σοφία και του αγγέλου Ερμή το κέρδος στην ψυχή μας βάλτε. Την δύναμη στείλετε μας, των αγαθών θεών, της σαϊτεύτρας Άρτεμης που καθαρίζει τις καρδιές και τα άγρια θεριά σκοτώνει και του Φωτεινού Απόλλωνα, το σώμα όλο που αγιάζει, όπλα ανίκητα δώστε μας εδώ στο φως του Ήλιου, να τάχουμε μαζι μας την ώρα που περνούμε το στερνό κατώφλι, τον Κέρβερο για να τρομάξουμε και τους κακούς δαιμόνους όλους, το πιο γλυκό χαμόγελο για ν΄ αντικρίσουμε της θείας Περσεφόνης.
ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ας ευχηθούμε όλους να μας συγχωρέσει ο κραταιός θεός γιατί πολλά κακά του κάναμε, μη δώσει άλλες πληγές, μη φέρει άλλες λύπες. Κι όπως το χέρι του Αχιλλέα το φονικό, το σταμάτα η Κόρη, η πάνσοφη Παλάδα, μη βλάψει ομοαίματον και σύντροφο στην μοίρα του πολέμου και τον θυμό του παύει μην σκοτώσει τον άρχοντα των Αχαιών, ας κρατήσει και την δική μας σκέψη από κάθε κακό μακριά. Αγαπητός και τιμημένος ήρωας ο Μέγας Αχιλλέας, των ρωμαλαίων Τρώων εξολοθρευτής, μ΄ απόλα πιο αγνή κι ανώτερη η σοφία της γλαυκομάτας Κόρης που δύναμη μυστήρια δινει σ΄όσους έχουν αυτιά κι ακούνε την βουλή της, γιατί δεν είναι το γνωρίζουμε τυχαία η γέννηση της.
ΑΛΗΘΕΙΑ
Άκουσε με να σου πω, δεν έχει άλλη αλήθεια
είναι η ζωή μια πόρνη, των ανθρώπων ταλανίζει τις ψυχές
κι ο βίος όλος πόλεμος, τη γη παντού κατέχει
αυτό φωνάζουν όλοι και τ΄ ακούμε
το ένα χωρίς το άλλο μόνο του δεν πάει
μόνο η αγάπη και τα δύο με πόνο τα σκοτώνει
δικά της τέκνα η Μήδεια τα γέννησε του Ιάσων
της νυκτός του μονοσάνδαλου αρχοντάρη
όταν την έφερε από ξένο τόπο
στης Αθηνάς της γαλανόλευκης τα μέρη.
ΜΟΙΡΑ
Αγαπάμε την αληθινή μας μοίρα
Ένα άγαλμα ανθρώπου μυστικό
Ο γνήσιος έρωτάς μας την αναγνωρίζει
Στης νύχτας την ουράνια ομορφιά
Πίσω τον εαυτό μας τον γυρίζει
Ανάποδα το χρόνο περιστρέφοντας
Κι ίσια ξανά
Κι από του Κρόνου το στομάχι
Εδώ στη γη αδειάζει τη ζωή μας
Τραγουδώντας μια πέτρινη αλήθεια ματωμένη
Τι άλλο να μας περιμένει
Τι άλλο πια να ΄ρθει
Πέρα από την αιώνια αγάπη
ΕΙ ΔΕΛΦΙΚΟΝ
Ει
αληθής ιστορία εστί
μύθος είς δέκατος
όνειρος αυτός πάντων θνητών και αθανάτων
ανθρώπων ιώτα αλλάξει αδύνατον
θεών δέμα φωτός κινεί βουλή αγγέλων
σημείων επιστατεί παρουσία δαιμόνων αγαθών
Του Ποσειδώνα
Του κάτω κόσμου ο μέγας άρχων
δώρα χρυσά φορτώνει τους ανθρώπους
δίκαιους κι άδικους δεν ξεχωρίζει
μα όπως η βουλή του ορίζει
τιμά τους ήρωες με αιώνια μνημεία.
Δόξα και φήμη ο Δίας δίνει στους θνητούς
αθάνατη υγεία και ομορφιά αιώνια
γιατί όλοι οι θεοί ποιούν το θέλημα του.
Σε όλους όμως τους ανθρώπους
στον κόσμο που έχουνε έρθει τον τριπλό
ο Ποσειδώνας χαράζει την πορεία.
Η Νυξ
ΤΗΣ ΝΥΚΤΑΣ
Νύκτα σώσε με
μέρα μου άνοιξε μου
της γης και τουρανού είμαι παιδί
διψώ γλυκό νερό της λήθης.
κόρες πύρινες του ήλιου μέφεραν
στα παλάτια μπροστά
του μαύρου ήλιου.
Λούσε παναγιά βασίλισσα
με φως την κεφαλή
το σώμα βρέξε
με ουράνια ύδατα γλυκά
τις αλμύρες ξέπλυνε μου
την άμμο απ το κορμί καθάρισε
και ρούχα νέα δώσε μου
με αιθέρια αρώματα καλά
ας είναι μυρωμένα
να ευφρανθεί η γυμνή ψυχή μου.
Έρχομαι από την άβυσσο
Τα κύμματα έχω σώσει όλα της θαλάσσης
Νέα σου φέρνω του ωκεανού την αύρα
Παλιό κορμί αν μοιάζει η φωνή μου
Δεν είναι σήμα ανθρώπου
Σύνεφο είναι τουρανού ξεστρατισμένο
Που λειώνει στα πόδια των βουνών.
ΔΙΟΜΗΔΟΥ ΕΠΑΡΣΙΣ
Τρώες αγνοί αλογοδαμαστές,
τους ήχους δεν ακούτε των τροχών;
αρμάτων λυσασμένων η ορμή δεν σας φοβίζει
οι άγριες κραυγές δεν σκιάζουν την βουλή σας
τα δόρατα ν΄ αφήσετε και τις παληκαριές σας;
Μεγάλοι ήρωες, ντραπείτε τώρα εσείς,
όλα τα γνωρίσατε στις ποδιές του Δία ξαπλωμένοι,
στον θεικό τον Σκάμανδρο λουσμένοι
από γεννιά δεν είστε ταπεινή το ξέρω,
μούδωσε μάτια η γλαυκομάτα Αθηνά
ικανά θεούς από θνητούς να ξεχωρίζουν
και θράσος στην καρδιά μου έβαλε
αθάνατους να πολεμώ μαζί κι ανθρώπους
πως τώρα εσείς αγαθοί πολεμιστές
των χεριών μου θα ξεφύγετε τη μάχη;
ΓΕΝΝΗΣΗ ΘΕΟΥ ΔΙΟΣ
Για τον Δία επέλεξαν την κορυφή της Ίδης
Ίσως βιαστικά τον έκρυψαν στο βάθος της σπηλιάς
Συγκεκριμένος λόγος δεν υπήρχε για ετούτη την επιλογή.
Δεν είχε άλλωστε καμία σημασία ο τόπος.
Οι σημαντικές ελλείψεις ήταν άλλες.
Ούτε νέκταρ, ούτε αμβροσία, ούτε οι ευλαβικές κινήσεις των υπηρετών υπήρχαν.
Μόνο της αρχαίας κατσίκας Αμάλθειον κέρας
Οι Κουρήτες και κάποιοι βουκόλοι Κρητικοί
ανύποπτοι για το μεγάλο γεγονός
τα πρόβατα βοσκούσανε στη Νίδα.
Είπαν πως έλλειπε η ζέστη, τα χνώτα των αμνών, τα δώρα των μάγων
Και προπάντων οι ουράνιες ψαλμωδίες.
Των Κουρητών η φασαρία δύσκόλα τις αντικαθιστούσε.
Άλλοι είπαν πως το άστρο έλλειπε το φωτεινό,
Ο καθοδηγητής απουσίαζε και γιαυτό ακολούθησαν όλες οι άλλες ελλείψεις.
Δεν μπορούσαν όμως με τόσα σημάδια την γέννηση να φανερώσουν.
Θα ήταν όντως επικίνδυνη μια τέτοια επιπολαιότητα.
Ίσως στην μάνητα του ο Κρονος
Σαν άλλος Ηρώδης αγριεμένος να καταβρόχθιζε
Χιλιάδες βρέφη σε μια νύχτα
ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ
Κάθε στιγμή έχει ένα νόημα για όσους το γνωρίζουν.
Κάθε στιγμή είναι ένα βήμα, για όσους το περπατούν.
Μόνο που οι στιγμές είναι φτιαγμένες από μοναξιά.
Κάθε στιγμή έχει ένα βάθος.
Αυτοί που γνωρίζουν το ονομάζουν χάσμα.
Κάθε στιγμή του χρόνου είναι πάθος.
Όσοι το ζουν το λένε τώρα.
Μόνο ο Δίας ξέρει που γλίτωσε από τα δόντια μέσα του Χάρου.
πως οι στιγμές ψήνονται στο αίμα του Ταρτάρου
κι αυτή η ώρα ηδονής για μας που μένει
πέτρα είναι σαν βρέφος φασκιωμένη,
αίσθηση μάταιη και απολιθωμένη.
Οταν σε σπήλαιο κορυφής,
η Ρέα γεννήσει την αληθινή ζωή
τότε θα φανεί πως ο δικός μας εαυτός
του Κρόνου είναι ο σεβάσμιος εμετός
τους θεούς όλους στη γη που φέρνει.
Γήθομαι
Βγάζω τα ρούχα μου ένα ένα
Του παρελθόντος μαζεμένα
Πίσω μου πάλι τα πετώ
Μένει η φωτιά για μένα
Του κεραυνού σημάδια εντυπωμένα
Απ΄ τους αιώνες σαν ξυπνώ.
Μένει η χαρά
Κι ο άδειος κόπος
Μένει ο σκοπός
Κι ο μάταιος τόπος
Μένει η καρδιά που αγαπώ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟ ΧΡΕΟΣ
Θάλασσα μεγάλη μ΄ έδωσες να διασχίσω
άγιε των κυμμάτων δαμαστή, γεωσείστη Ποσειδώνα
ο δρόμος που χαράζει η τρίαινα σου,
ανθρώπων μοίρα κοινή,
των οριζόντων διασχίζει τ΄ απέραντα πλάτη,
μακριά από τον κύκλο της γλυκιάς Νάξου με διώχνει
ως της ιερής Ιθάκης το σεβαστό ακρογιάλι,
απ΄την αρχή δεν γνώρισα
πως τούτος ήταν ο τόπος της ψυχής μου ο καλύτερος,
οδός ευθεία προς νήσους Μακάρων.
Ο Αντίπατρος
Ποιο να ντραπω ! την θαλασσα ή τον ουρανό ;
Για να τα πω ! τον ήλιο μάρτυρα μου και άγγελο
παρακαλω.
Ο Αντίπατρος ειχε φίλους αμίλητους,
σαν ταφους σφραγισμενους,
τους πλήρωνε καλά
και στόμα δεν ανοίγαν.
Με το χρυσο τους φίλους μου,
τους έκανε προδότες
και τα δικα μου μυστικά
τα αγόραζε με χρημα.
Και καθε λόγος που έβγαινε
απ΄το δικό μου στόμα
σκάνδαλο μεγάλο ευθύς γινόταν
τίποτα στη ζωή ανεύθυνο για μενα
όλα στη κρίση του λαού
όπως ηθελε ο Αντίπατρος.
γράφτηκαν απο τον Ασαμων