Επιλογές από τα ημερολόγια 1984 - 1985
Μέσα στις βραχνές συρτές φωνές
Μες το τρεμούλο φως των καντηλιών
Την μυρωδιά εξαίσια του λιβανιού απολαμβάνεις
Και του παπά τη θέα
Με τα άμφια πολύχρωμα και πλουμιστά
Τα γύψινα γύρω τα σκαλιστά
Οι σειρές των κεριών φωτεινές
Τα βαμμένα από κραγιόν εικονοστάσια
Προπάντων τούτα τα πρόσωπα
Που είναι συναγμένα εδώ
Συνηθισμένα πιά στη θέα του θεού.
Ο ψηλός ο θόλος της εκκλησιάς
Η ατμόσφαιρα σαν λαικό πανηγύρι
Τα σκαλιά τα μαρμάρινα μπροστά από την Αγία Τράπεζα
Μια αχτίδα ήλιου που αθόρυβα τρυπώνει μέσα
Φέγει κατάχαμα δίπλα από το ψαλτήρι
Με τους ψάλτες αφοσιωμένους στο έργο τους
Στητοί, σφιχτοί βγάζουν ονειρεμένες πνοές
Μπρος στα κιτρινισμένα βιβλία τους
Και τούτα δω τα πρόσωπα
Που είναι συναγμένα εδώ
Συνηθισμένα πια στη θέα του θεού.
18 – 2 – 84
Μην αρχίζεις πάλι τις φιλοσοφίες
Δεν μπορώ άλλο πεθαμένος άνθρωπος
Ν΄ ακούω συνεχώς τα ίδια λόγια
Οι επαναλήψεις είναι κάπως σπαστικές
Την ιδεολογία σου τέλος πάντων την ξέρω
Τώρα το μόνο που με νοιάζει
Είναι η στιγμή που πέρασε
Να γίνει ποιο ωραία.
14 – 3 – 84
Τα ποτάμια κυλούν προς την ίδια κατεύθυνση
Τα δέντρα μεγαλώνουν ακόμα
Τα δάκτυλα μου είναι πέντε
Κι όμως κάτι αλλιώτικο υπάρχει μέσα μου.
7 – 12 – 84
Στο λευκό μαρμάρινο κατώφλι που φτιάξανε
Έχεις ξαποστάσει
Αγανακτισμένος από τη ζωή.
Αν δεν σε λένε Γιώργο να πεθάνεις.
Πρέπει να πεθάνεις.
Θα φυτρώσουν μαλλιά στην γλώσσα σου
Κέρατα στο κεφάλι σου
Θα μαυρίσουν τα μάτια σου
Από τη ζωή σου
Μέσα στο ανθρακωρυχείο που φτιάξανε
Γιατι είσαι άνθρωπος.
Θα είσαι ένας θεός για σένα
Ένα τέρας για τους άλλους
Αν δεν σε λένε Γιώργο θα πεθάνεις
Θα σου κόψουν την γλώσσα
Το κεφάλι σου στο τέλος
Θα σου βγάλουν τα μάτια
Είναι λέει άχρηστα στο σκοτάδι
Του ανθρακωρυχείου που φτιάξανε.
Αν δε σε λένε Γιώργο
Δε θα σ΄ αρέσει το περπάτημα
Στις γαλαρίες
Ούτε ο ήχος ο βαρύς
Που ακούγεται κει κάτω
Ούτε η πέτρα η σκληρή και παγωμένη
Θα είσαι ένας δυστυχισμένος
Οι ελπίδες σου να δεις ήλιο
Να περπατήσεις στο δάσος
Είναι ουτοπίες
Αν δε σε λένε Γιώργο
Δεν θα χαίρεσαι σα βρεις
Μια στεγνή στοά
Ένα γυαλιστερό τοίχο
Είσαι καταδικασμένος
Αν δε σε λένε Γιώργο
Θα πεθάνεις.
10 – 12 – 84
Σκορπιούς κι αλόγιστους εγκληματίες
Βολεύτηκες με χίλια δυό μάτια
Αλλοπρόσαλλοι καρχαρίες της αβύσσου
Αψήφησες τη λέρα και την σκόνη
Και στο καρό πουκάμισο τις τρύπες
Λυσσασμένοι τύραννοι βολεμένοι
Γυρνώ στις πρωτινές σκιές μου
Έλα να δεις ατσάλι σκουριασμένο
Γυρνώ στις ξινές μυρωδιές
Έλα να τρυπώσεις βαθιά στις φωλιές των ασβών.
7 – 6 – 85
Τον ουρανό τον έβρεξα με μπύρα
τα χρόνια σε στιγμές περπάτησα
κι αποκόμισα ξεφλουδισμένο ρύζι
ονειροσκοτεινά παλάτια των διαβόλων
στα στέκια των θεών έπαιξα μαλακία
και γίνανε αλάνες των παιδιών
και κυνηγά ακόμα ένα πτώμα η μοίρα.
Σε καλοσφραγισμένες πύλες
Μάδησα την τελευταία ελευθερία του άλλου
Σε ανέμους ηχηρούς προσδιόρισα τις πρώτες νότες
Και σε ένα βαθύ λαγκάδι
Τόξευσα το πρώτο βέλος
Το πρώτο μαύρο βέλος
Που γι΄ αυτό τώρα και αεί ψάχνομαι και με ψάχνουν.
Μιλούν για βασίλισσες έξαλλες
Ποιήτριες λεσβίες
Πουπουλένια νεκρομαζώματα
Μικροαστές οικοδέσποινες
Μιλούν για τέρατα με δάφνες
Φωτοαντίλαλους αρχαίων φόνων
Για μια μάχη με παράξενα δόρατα
Και για μικροαστές οικοδέσποινες.
Τους μίλησα για λαξευμένα κρανία
Για νεκρά απολιθωμένα όνειρα
Για σκιερές βελανιδιές στο δάσος
Για φωτιές παγωμένες στους φράχτες
Για λιωμένα οστά στα νεκροταφεία
Των ελεφάντων
Για σκληρές ίνες από χιόνι
Κι ακόμα τώρα ψάχνομαι και με ψάχνουν.
7 – 6 – 85
Γεράσαμε αλήτες
Νυκτόβιοι λυκάνθρωποι
Ανάμεσα σε φλογισμένους δράκους
Απωθήσαμε έντεχνα
Κάθε απρόσιτη σκέψη
Και πήραμε το δρόμο μας
Ανάμεσα από χιλιάδες πατούσες
Και βρωμερές αλάνες
Για να φτάσουμε ένα δειλινό
Στα πορτοκαλιά χρώματα του ήλιου
Κι έτσι χωθήκαμε μαζί του
Μετά από τόσο κόπο
Ανοιχτομάτηδες τυφλοπόντικοι
Μέσα στις σκιές των βουνών
Και περιπλανιόμαστε τώρα
Ανοιχτόχρωμα φαντάσματα
Σαν ήχοι σ΄ απόκρημνα λαγκάδια
Κλείνοντας μέσα μας
Για μας
Μια ιστορία
Τη ζωή μας την τελευταία.
8 – 6 – 85
Μην πιστεύεις στα μάτια των άλλων
Υποκρίνονται
Μην βγάζεις συμπεράσματα από τις γκριμάτσες
Των προσωπείων
Επιβουλεύονται την βούληση σου
Εκμεταλλεύονται την ζωή σου.
Φίλε, εσύ με τον κουρασμένο νου
Πάγωσε την ζωή σου με τα χιόνια των βουνών
Έλα να ζωγραφίσουμε μαζί
Τον κόσμο που ονειρευόμαστε
Ψηλά σε απάτητα λημέρια των λύκων
Μην πιστεύεις στα μάτια των άλλων
Ξαγκίστρωσε τα αγκυλωτά βλέφαρα τους
Κι έλα να διαβούμε τους καταρράκτες της ηρεμίας σε μια νύχτα
Μην συμπεραίνεις από τις γκριμάτσες των άλλων
Αποκάλυψε τα σκιερά προσωπεία
Με μια φυγή
Μακριά από την ανικανότητα της έκφρασης.
9 – 6 – 85
Στα πύρινα δωμάτια σου
Ταξιδεύω
Γράφοντας και πίνοντας ζωή
Στην έρμαιη νύχτα του θανάτου
Που αγνάντευε τώρα και καιρό τα σωθικά μου.
Μα φούσκωσαν σαν νότες αγριεμένες
Κι ασπρουλιάρηδες μεθυσμένους
Που θυμώνουν με τα φανάρια.
26 – 6 – 85
Εγκλωβίζομαι συνεχώς στον πολιτισμό μας
Και κρεμάω ολοένα μια ιδέα
Πέρα στην υπέρβαση του εαυτού μου.
Χάνομαι μέσα στα καλούπια
που μου στήνουν
Λαβύρινθος απροσπέλαστος
Στέκει μπρος μου το παρελθόν του κόσμου όλου.
Απλώνομαι όσο μπορώ
Και χάνω τις ιδιότητες μου
Και το μόνο που μένει να κάνω
Είναι να πετάω κι αυτή την πανσέληνο
Πέτρες στην θάλασσα.
6 – 7 – 85
Οι περασμένοι έρωτες
Και οι περασμένοι φθόνοι
Αναζητούν γρήγορα αναπληρωτές
Για να διατηρηθεί η ηρεμία
Οι περασμένοι γίγαντες
Και οι λαπάδες γέροι
Μας τρώνε τα σωθικά
Οι τύραννοι που τραβούν
Τους αστούς στα αυνανιστήρια
Και μας χτυπούν για να μην τους κλέψουμε
Την αυτοφυή ηδονή τους.
27 – 11 – 85
Η μαφία κατάφερε να διεισδύσει στη ζωή μου
Τα καλοριφέρ ανάβει όποτε θέλει αυτή.
Ανήμπορος να αντιδράσω στα σκαμπανεβάσματα της τύχης μου,
Είμαι ένα ράκος ψυχολογικά.
Η αστυνομία της πόλης μου με περιορίζει
Αλλά θα καταφύγω σε κανένα βιασμό.
7 – 12 – 85
Σήμερα πάλι ο ύπνος δεν με παίρνει
Πηγαινοέρχονται εκείνοι με τα ατσάλινα φτερά στο νου μου
Στο ημίφως σέρνονται οι φαντασιώσεις
Κι έξω υπάρχει μέρα νύχτα η πραγματικότητα.
Ότι και να διαλέξω ξέρω πως το ίδιο κάνει.
Κι όταν αγχώνομαι πονάει η κοιλιά μου.
Σαν να μην έχω φάει για δέκα χρόνια.
Την πείνα δεν την σταματάει ο Μαρξ.
Ούτε αυτός με γλιτώνει.
Ο γιατρός της γειτονιάς μου πέθανε.
Ο παπάς μας είναι παιδεραστής.
Η μάνα μου συνήθως κλαίει
Και μένα ο ύπνος δεν με παίρνει πάλι αυτή την νύχτα.
17 – 12 – 85
νεκταριος