.....ανδροσάθων

Εγώ είμαι,

έρωτας κρυφός,

ο ταπεινός του κόσμου,

ανδροσάθων.

Κρύβομαι μέσα στις καρδιές

και μάτια των ανθρώπων δεν με βλέπουν.

Στων δακρύων κατοικώ την θέρμη

και στην ψύχρα του ιδρώτα διαμμένω.

Στα όνειρα σας έρχομαι,

απ΄ άλλες ζωές,

ν΄ αναστήσω τους καιρούς

τους ξεχασμένους.

Εγώ είμαι.

Αγάπησα κρυφά τα σχέδια σας,

γύρω μου περιστρέφονται κρυφά τα σώματα σας.

Τα βλέμματα σας μ΄ ακουμπούν κι αναρωτιούνται,

τα λόγια σας από βιβλία μυστικά ξεσηκωμένα,

αποκαλύπτουν τη φιλοσοφική σας λίθο,

δεν αναφέρονται όμως σε μένα που έχω σκοτώσει κάθε μύθο.

Αφήνω πίσω όσα δεν έχουνε ακόμα γίνει,

το ψέμα την αλήθεια αναμειγμένα,

δεν είναι ο πυρετός αυτός για μένα,

λέω καθώς βυθίζομαι στα πεπραγμένα,

αναζητώντας συνεργάτες του διαβόλου,

εγώ είμαι εκείνος που ζητάτε να τους πω,

μα δε σκοτίζομαι καθόλου,

τη γλώσσα μου θα δείξω στης καρδιάς τον πειρασμό.

Αρνήθηκα τη δόξα σου κι εσένα

κι έγινε η σάρκα μου μια φυλακή,

τα χέρια μου τα μάτια μου δεμένα

κι ο δρόμος μου η ανυπόφορη σιωπή.

Εγώ είμαι.

Στο μάγουλο μου το φιλί της προδοσίας,

ψάχνω να βρω απ΄ την αρχή τα αίτια μιας ξένης κωμωδίας,

μα είναι ο δικός μου πυρετός και ο ιδρώτας που συναντάει τη φωτιά.

Εκείνοι ανάλαφρα πάνω στις λέξεις περπατάνε,

των λόγων μου το νόημα καταδιώκουν,

τον θρίαμβο περιμένοντας ξανά,

πρώτη φορά δεν θα ‘ναι που οδηγούνε μια ζωή στο τέλος,

εκεί όπου αφέθηκα τα όνειρα μου να με πάνε

την λύση προσδοκώντας την αρχαία.

Οι αντιδράσεις της καρδιάς μου κάτι νέο έχουν να προσφέρουν,

πρωτόγνωρο το θέαμα θα είναι φυσικά για μένα,

στους δεσμοφύλακες του πόνου τά ‘χει όλα μαρτυρήσει ο ουρανός.

Αναχωρώ γυμνός από ελπίδες και την ανάσταση γυρεύω του θεού.

Εγώ είμαι.

Παραδόθηκα στα χέρια των εχθρών μου,

με γέλια και φωνές θριαμβικές μ΄ έχουν συλλάβει

να με οδηγήσουν εκεί που οι πόθοι ξενυχτούν,

εξαντλημένους θα μας βρει του πετεινού η φωνή,

το φως του πρωϊνού και το αίμα.

Καθόλου τώρα δε με νοιάζει,

του κόσμου όλου η κρυμμένη αλήθεια,

έχω κι εγώ μες τα δικά μου στήθια

μια λόγχη στρατιώτη φυτεμένη.

Λέω δεν ξέρω, το ταξίδι της αγάπης που με πάει,

δεν είναι η χαρά που με οδηγάει,

ούτε ο πόνος του κορμιού που με γυρεύει,

ο χρόνος φεύγει της ψυχής τα όνειρα σκορπώντας,

ο όχλος μ’ απληστία τα μαζεύει,

της γης και τουρανού τα σχέδια περιφρονώντας

και με του έρωτα τον ιδρώτα,

πάνω στις στιγμές που χάνονται νέα ζωή φυτεύει.

γραφτηκε στις 7 – 5 - 2004

N asamon