Σχήματα Λόγου

Στο πλαίσιο μιας εργασίας για τα σχήματα λόγου στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και σε συνδυασμό με το κείμενο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, «Η Τιμή και το Χρήμα», στη Λογοτεχνία σκέφτηκα να γράψω το παρακάτω κείμενο.

Περπατούσε αργά στον δρόμο παράλληλα με την θάλασσα. Άκουγε το κύμα να σκάει επιθετικά και με απαλό κρότο μέσα στην απόλυτη ηρεμία και γαλήνη που επικρατούσε το χάραμα. Ο ήλιος σιγά σιγά ανέτειλε φωτίζοντας τα λιβάδια στην άλλη πλευρά του δρόμου. Μαργαρίτες, τριαντάφυλλα, γαρδένιες φωτίζονταν από τον ήλιο. Εκείνη εξακολουθούσε να πηγαίνει σαν χελώνα αλλά αυτή τη φορά ήταν επειδή απολάμβανε τον πρωινό ήλιο σε συνδυασμό με το αεράκι της ανατολής. Αλλά φοβόταν. Ένιωθε αβοήθητη και αγχωμένη γι’αυτό που θα ακολουθούσε. Όπως άλλωστε διάβαζε και στον Θεοτόκη, στην αγάπη υπάρχουν εμπόδια και προϋποθέσεις. Έτσι και εκείνη πήγαινε να συμφωνήσει την προίκα της για να την δεχτεί ο αγαπητικός. Η Βάλια, ήθελε να καταλήξει όχι κάποια αγράμματη που συντηρείται από τον άντρα της. Είχε στόχους και όνειρα, γι’αυτό και ήθελε να τονίσει ότι εκείνη ήταν υπεύθυνη για τα χρήματα της προίκας της και όχι οι γονείς της. Παρόλα αυτά έτρεμε, ενώ ήταν σίγουρη για τον εαυτό της, έτρεμε τους γονείς του, έτρεμε αυτόν. Λες και εκείνοι «θα την δέχονταν» έτσι απλά! Δεν πειράζει που οι γονείς της δεν είχαν προίκα για να της δώσουν. Και χωρίς χρήματα και με φιλόδοξα σχέδια και στην ηλικία της, η Βάλια, είχε ήδη αρκετά μειονεκτήματα, σύμφωνα με τους γονείς του. Θυμόταν πολύ καλά τι είχε γίνει την τελευταία φορά που ήταν μαζί τους. Την είχαν πει ανίκανη και φτωχή, στη συνέχεια της είχαν υπογραμμίσει ότι είναι ασεβής, ότι δεν θα έπρεπε να σηκώνει το κεφάλι της έτσι. Και κατέληξε να φύγει κλαμένη και πληγωμένη από κει. Έτσι περπατούσε αργά, όσο πιο αργά μπορούσε για να μην φτάσει εκεί!

Αλίκη Γαλερίδου, Β1