Ο τελευταίος εξερευνητής

Η μαθήτρια της Β' λυκείου (τμήμα Β4) Ολίβια Ρήγου εμπνεύστηκε το ακόλουθο διήγημα από το κεφάλαιο της Ιστορίας το σχετικό με τις μεγάλες ανακαλύψεις. Απολαύστε το κείμενό της.

---------------------------------------------------------------------

Ο ξάδελφος του Μαγγελάνου, ανιψιός του Βαρθολομαίου Ντιάζ, κουνιάδος του Βάσκο ντα Γκάμα, γείτονας του Αλβαρέζ Καμπράλ, και κάποια οικογενειακή φιλία θα τον έδενε με τον Αμέρικο Βεσπούτσι και ίσως κάποια πιο προσωπική με τον Κολόμβο, ήταν και αυτός εξερευνητής. Αλλά δεν ξέρω το όνομά του, κανείς δεν το ξέρει. Κανείς δεν τον θυμάται. 

Γιατί και αυτός είχε μπαρκάρει για να βρει τόπους άγνωστους, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Είχε χρηματοδοτηθεί και αυτός από τον Ερρίκο τον Θαλασσοπόρο, εφτά καράβια κατάφερε να επανδρώσει και δύο μεγάλα ταξίδια να κάνει, από τα οποία γύρισε φοβερά απογοητευμένος. Αυτός δεν επέστρεψε με μπαχαρικά, ούτε με μετάξια, ούτε με χρυσό, ούτε με πατάτες, ούτε με βαμβάκι, ούτε με παπαγάλους, ούτε με περίεργους ανθρώπους που έπαιζαν ξύλινες φλογέρες και υμνούσαν την φύση. Το μόνο που είχε να ξεφορτώσει ήταν οι πέντε νεκροί από την ασιτία ναύτες. Καμιά στεριά δεν βρήκε.

Όλοι οι συνάδελφοί του επιτύγχαναν και ο ίδιος ήταν η αποτυχία των χορηγών του. Ήταν χρεοκοπημένος, ντροπιασμένος και αδειασμένος. Ζήλευε τους άλλους σαν τρελός, μα όχι άσχημα. Για την ακρίβεια χαιρόταν για τις ανακαλύψεις τους, του έδιναν και την ελπίδα ότι υπάρχουν στεριές και ότι κάποια θα μπορούσε και αυτός να ανακαλύψει. Ήθελε και αυτός να ανακαλύψει κάτι! Να μπει στη χρυσή λίστα με τα ονόματα των τρανών εξερευνητών.

Μα τα χρόνια περνούσαν και όλα τα μέρη του κόσμου ανακαλύφθηκαν και αυτός δεν είχε καταφέρει να βρει κάτι. Έψαχνε σε χάρτες, σε βιβλία και κυνηγούσε επιστήμονες, γεωγράφους, θαλασσοπόρους, αστρονόμους, να του πούνε μήπως έχουν την υποψία για μια άγνωστη γη, να πάει να την ανακαλύψει αυτός. Αγνοούσε τα χρέη του, τη μοναξιά του, το όνομα του «αποτυχημένου» που του είχε βγει και με μεγάλη πίστη ευελπιστούσε, πως κάτι υπήρχε εκεί έξω να βρει. Δεν καταλάβαιναν αν είχε ή αν δεν είχε τα λογικά του.

Όλοι οι επιστήμονες του έλεγαν πως δεν υπήρχε τίποτα αξιόλογο να βρει, πως τα άγνωστα μέρη είναι κάτι παγωμένες, άχρηστες εκτάσεις. Κάποιοι του έλεγαν επίσης, πως ως άνθρωπος «στα πράγματα», πιο σώφρον θα ήταν να επενδύσει στα ήδη εξερευνημένα μέρη.

Και ο ίδιος απελπιζόταν. «Δεν είναι δυνατόν! Και εγώ ήμουν ένας από αυτούς. Και εγώ ήμουν τολμηρός και ονειροπόλος και φιλόδοξος και δεν με σταματούσε τίποτα. Γιατί να μην έχει φυλαχθεί μία εκλεκτή στεριά να ανακαλύψω και εγώ; Να φέρω αγαθά, να κάνω καλό στη χώρα μου, να φέρω τιμή στην οικογένειά μου και στο ευτελισμένο μου όνομα.»  Δεν ήθελε να το αποδεχθεί και αυτό το πείσμα του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Δάκρυζε κάθε φορά που πήγαινε να σκεφθεί πως τίποτα δεν είχε μείνει ανεξερεύνητο και μονολογούσε: « Όχι! Κάτι… Κάτι έχει μείνει και για εμένα.»

Αλλά κανείς δεν χρηματοδοτούσε τον γερασμένο, άτεκνο και σαλεμένο εξερευνητή. Ώσπου μια μέρα φάνηκε πως η κατάσταση έχει ξεφύγει. Κάρφωσε αφίσες παντού στην πόλη πως ψάχνει για πλήρωμα. Υποσχόταν πολλά, αλλά ελάχιστοι δήλωσαν ενδιαφέρον. Πρέπει να ήταν και αυτοί τρελοί. Δεν είχε καράβι, τους είπε ψέματα πως ένα από αυτά στην προκυμαία ήταν δικό του.

Μετά από λίγες μέρες το έκλεψε και σάλπαρε για το τρίτο του ταξίδι με τους λιγοστούς του ναύτες, για να βρουν μία νέα γη. «Κάποια, κάποια στεριά θα υπάρχει!» μονολογούσε. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδανε, έκτοτε δεν ξαναφάνηκε στο λιμάνι ποτέ.

Ακόμα κόβει βόλτες στην υδρόγειο…

 Έχει ανάγκη από πλήρωμα, αν ενδιαφέρεστε… θα χαιρόταν πολύ να επιβιβαστείτε. Αν το επιθυμείτε, αναλαμβάνω προσωπικά να τον ενημερώσω.

Αιώνες τώρα πλέει σε θάλασσες και ωκεανούς και κάνει κύκλους κάθετους και οριζόντιους τη γη. Όλο κύκλους κάνει. Και αν ποτέ τον πετύχετε, σας παρακαλώ, μην του πείτε, μην τον πληγώσετε, πως αναζητάει μάταια…