"Ο Καθρέφτης" Μπακόλα Αγάθη

Ο Καθρέφτης

 

Έχεις μάθει στης ψυχής τον καθαρό καθρέφτη,

Που μόλις τον ρωτάς, απάντηση σου δίνει,

Που όταν του μιλάς τα μάτια του δεν κλείνει,

Που πάντα τον κοιτάς και ποτέ δεν σε αφήνει.

 

Θα είναι πάντα εκεί, θα ακούει την φωνή σου, θα αναπαράγει λόγια,

Θα δείχνει μέρη γνώριμα, ζεστά και αγαπημένα,

Που ποτέ δεν κατάλαβες αν ειν’ θερμά ή καμμένα.

 

Κι εσύ στέκεσαι εκεί. Ακόμα τον κοιτάζεις.

Κι εσύ στέκεσαι εκεί και ίσως να του μοιάζεις,

Ίσως να είσαι εσύ αυτός. Ίσως να μην υπάρχεις.

Ίσως αν σπάσεις το γυαλί, δικό σου κομμάτι να ‘χεις.

 

Κι αν σπάσει; Αν θερμό αίμα πάνω του στάξει;

Άραγε φλόγες ή σκιές θα πάρουν το κορμί σου;

Μήπως δεν είναι κόλαση, μα του ουρανού τα θάματα;

Ή μήπως η ελπίδα είναι απλά έξι γράμματα;

 

Θάλασσες ατελείωτες σου ανοίγονται και μέρες από ασήμι,

Χρυσά γέλια μικρών παιδιών,

Χρυσά μάτια ανθρώπων αγνών,

Και έχει σβηστεί το παρελθόν,

Και εσύ δεν είσαι πια απών.

 

Είσαι εκεί και ακούς, και τρέχει ο λογισμός σου,

Κι όμορφα λόγια ξεπηδούν όταν χτυπά ο παλμός σου,

Παλμός που μέχρι τώρα προσπαθούσε να σωπάσει,

Με οποιονδήποτε τρόπο βρει, ακόμα πια κι αν σπάσει.

Τα λόγια αυτά χορεύουν στης θάλασσας τα κύματα,

Και πάνε στους ανθρώπους που πρέπει να τα ακούσουν,

Που της ψυχής η αλήθεια τους ανήκει,

Και η μυστικότητά της, έμοιαζε ως τώρα νίκη.

 

Δεν ήταν μόνο γράμματα, την βλέπεις πια μπροστά σου,

Την νιώθεις μες το σώμα σου, στις φλέβες σου κυλάει,

Μα αν ανοίξεις βλέφαρο θα πέσεις στην παγίδα,

Θα πέσεις απ’ την πλάνη που πάντα ειν’ η ελπίδα.

 

Και τα μάτια ανοίγουν, να πάλι το είδωλό σου,

Ο χρόνος δεν το ακούμπησε, ποτέ δεν θα τολμήσει,

Και ούτε να σε δει μπορεί, ούτε να σου μιλήσει.

 

Το γυαλί ποτέ δεν έσπασε, και ούτε αυτό θα σπάσει,

Τον κόσμο δεν τον ένιωσες, ούτε είδες το χρώμα,

Και τώρα στάσου ακίνητος, της νόησης σου ψεύτη,

Και ίσως μια μέρα, να σπάσεις τον καθρέφτη.

Μπακόλα Αγάθη, Β3