"Ένα άγγιγμα δεν μπορεί να σε σκοτώσει!"

Τσιαδή-Δημητροπούλου Ελευθερία 

«Ένα άγγιγμα δεν μπορεί να σε σκοτώσει!»

Αυτή η διαφορά τους. Του φεγγαριού και του ήλιου. Αυτή είναι που με βοήθησε να διαλέξω, ποιο να αγαπήσω. Ο ήλιος είναι γεμάτος λάμψη, φως, μια πορτοκαλί μπάλα, ένας πορτοκαλί λεκές στον ουρανό. Το φεγγάρι, το φεγγάρι αστράφτει! Φωτίζει τον σκοτεινό ουρανό και δεν κρύβεται πίσω από τη λάμψη του, βλέπεις τις καλογραμμένες καμπύλες και τα σχέδια που χαρακώνουν τον φυσικό δορυφόρο. Βλέπεις πέρα από το φως του, σε αφήνει να το ‘’κοιτάξεις’’… εμφανίζει την αληθινή του όψη…

«ΤΡΕΧΑ! ΣΤΕΛΛΑ ΤΡΕΧΑ!» με ξυπνά το κρύο αεράκι της φωνής του. «ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΚΟΠΕΛΑ ΜΟΥ; ΤΡΕΧΑ ΣΟΥ ΛΕΩΩ!»

Κοιτάω τα πόδια μου, πού είναι τα πόδια μου; δεν νιώθω τα πόδια μου! τα πόδια μου. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ!

«ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ… ΝΑ…» τα χέρια μου. Κατακόκκινα. Τυλιγμένα σε αίμα, σε χώμα, κρύα, όλα είναι τόσο κρύα. Μια φιγούρα χορεύει μπροστά μου, μου τραγουδάει, μου φωνάζει, μα δεν ακούω, δεν ακούω τίποτα, όλα έχουν σωπάσει, μέχρι και ο αέρας που κοπανά τα δέντρα τόσο πολύ, που νομίζεις πως αυτά θα γκρεμιστούν. Οι δυνατές σταγόνες της καταιγίδας σώπασαν. Ανοιγοκλείνει το στόμα του, μα οι λέξεις χάνονται. Τα δάκρυά του κυλούν στα δαγκωμένα μου χείλη, ήταν γλυκιά η γεύση τους, συντροφική.

Ο χτύπος των παπουτσιών του στο έδαφος, το χτύπημα του αέρα, τα πουλιά, το χτύπημα της βροχής σε κάθε μικρό πετραδάκι του χώματος, σε κάθε μέρος του σώματός μου, όλα μου ούρλιαζαν κι εγώ τα άκουγα.

«Τι σκατά θα κάνουμε τώρα! Τι θα κάνω; Τι θα κάνω; Δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ να την σώσω, ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ!» ουρλιάζει ενώ πάει γύρω γύρω σαν τρελός.

«Δημήτρη;» λέω.

«ΣΤΕΛΛΑ! ΔΕΝ… ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΩ…»

«α με βοηθήσεις;»

«Τι εννοείς; Δεν πονάς; Δεν το νιώθεις;» λέει και με βοηθάει να σηκώσω τη μέση μου, μόνο και μόνο για να κοιτάξω…τα πόδια μου… κάτω από ένα δέντρο.

«Δημήτρη, δεν νιώθω τίποτα! ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΝΙΩΘΩ ΤΙΠΟΤΑ!»

«Δεν μπορώ να σε κουβαλήσω!» λέει και μου δείχνει το κατασκισμένο του χέρι «Πρέπει να φύγω!»

Kλείνω τα μάτια μου, τίποτα από αυτά δεν μπορούν να είναι αληθινά.

Δεν πρόλαβα να τα ανοίξω και όλες οι εικόνες, οι αναμνήσεις, ολόκληρη η ταινία παίχτηκε στο μυαλό μου. Όλα όσα συνέβησαν, όλα όσα με τρόμαξαν, όλα όσα με διέλυσαν…

4 ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ

Η θάλασσα πάει και έρχεται, τα κοχύλια ανακατεύονται μέσα στο νερό και κοπανιούνται μεταξύ τους. Ξανά και ξανά. Ο ήλιος ανατέλλει και δύει. Ξανά και ξανά. Τα ίδια αστέρια φωτίζουν τον ίδιο ουρανό. Άνθρωποι γεννιούνται και μετά πεθαίνουν. Ό,τι ομορφιά ή ασχήμια έχει αυτός ο κόσμος να μας προσφέρει, το έχει ήδη κάνει.

«Στέλλα! Έλα κι εσύ!» φωνάζει η Παναγιώτα.

Τα δάχτυλα μου χαϊδεύουν το νερό της θάλασσας, αισθάνονται μια μικρή ανατριχίλα που δυναμώνει τον χτύπο της καρδιάς μου, με γεμίζει. Μέχρι που ακουμπάει και όλο το υπόλοιπο σώμα μου, η καρδιά μου χτυπά λες και είναι η πρώτη φορά, λες και ξαναρυθμίστηκε. Κλείνω τα μάτια και πέφτω, γίνομαι ένα με τη θάλασσα. Την γαργαλάω όσο εκείνη μου δίνει ζωή, αληθινή ζωή. Αυτή που η απλή αναπνοή δεν μπορεί ποτέ να χαρίσει! Μέσα στο νερό δεν χρειάζεται να αναπνεύσεις, δεν μπορείς, αφού σταματάει ο χρόνος, η γη δεν περιστρέφεται. Σταματά ακόμη και η καρδιά σου να κοπανά, μόλις μπεις ολόκληρη, μόλις την αφήσεις να σε καταπιεί… Ζεις σε ένα παράλληλο σύμπαν, βιώνεις την ομορφιά .

Είναι η αγαπημένη μου στιγμή της ημέρας. Όταν ο ήλιος και η σελήνη συναντιούνται, ενώ ο ένας διαλύει την λάμψη του στον ορίζοντα και εκείνη συσσωρεύει το φως και τα αστέρια της. Μπορείς να δεις τον θάνατο ενός αστεριού και την γέννηση ενός άλλου ουρανού…

«Στέλλα κοίτα! Βρήκα δύο κοχύλια!»

«Να δω!»

Το ένα είναι γυαλιστερό, μεγάλο, ‘’όμορφο’’, σαν καινούργιο και το άλλο, κομμένο, τριγυρισμένο από τρύπες, το σχέδιό του ακολουθεί γραμμές που ξαφνικά μπερδεύονται σε κάθε σπάσιμο.

«Δεν πιστεύω να τα θες πίσω!» λέω και αρχίζω να τρέχω πάνω στην άμμο και με κυνηγάει, ενώ το γέλιο μας, μας καθυστερεί, μας εμποδίζει. Η άμμος μας καίει, αλλά, αν τρέξεις γρήγορα δεν προλαβαίνει να σε κάψει. Αν δεν την βλάψεις, δεν μπορεί να σε πειράξει. Ένα άγγιγμα, δεν μπορεί να σε σκοτώσει…

Με αρπάζει και πεταγόμαστε πάνω στην άμμο. Το γέλιο της με κούφανε, το γέλιο μου με πόνεσε στο στομάχι μου.

<…>

 

«Δεν μπορείς να φορέσεις αυτό στο πάρτι!» λέει η μητέρα μου στην μικρή μου αδερφή.

«Τι του λες καλέ του παιδιού!» πετάγεται η γιαγιά. «Μην την ακούς, εγώ στα νιάτα μου, φόραγα, πιο… εε..πιο» λέει ενώ την κοιτάει η μαμά με αγριεμένο βλέμμα. 

Το άγγιγμά της. Ο τρόπος που η γιαγιά μου χάιδεψε τα κατάμαυρα μαλλιά της Αρετούλας, πώς τα δάχτυλά της μπερδεύουν τις καλοχτενισμένες τούφες της. Το κρυφό χαμόγελο της γιαγιάς από πίσω. Με ξεχειλίζει με αγάπη. Έτρεξα κι εγώ να κουκουλωθώ κάτω από το χάδι της.

<…>

 

«Κοίτα, εμείς θα πάμε. Αν φοβάσαι να έρθεις, άστο!» λέω στην Παναγιώτα.

«Στέλλα, πού να τρέχουμε μέσα στο δάσος βραδιάτικα;»

«Θα έχει πεφταστέρια σήμερα, το είπαν, θα είναι πανέμορφα! Ποιο το νόημα να ζεις αν φοβάσαι να αγγίξεις την ομορφιά της ζωής;» στρέφει το βλέμμα της στον Δημήτρη.

Εκείνος χαϊδεύει το χέρι της. «Δίπλα σου θα είμαι Παναγιωτάκι…», εκείνη του χαμογελά.

«Ώχου θα ξεράσω!» λέω ειρωνικά.

«Την ομορφιά της ζωής δεν είπες να αγγίξεις;!» απαντά.

Την φίλησε στο μέτωπο και έφυγε.

«Έτοιμη;» λέει.

Την κοίταξα. Με κοιτούσε. Δεν απάντησα. Τα πόδια μου ξεκίνησαν πριν προλάβουν οι λέξεις να φτάσουν στην άκρη του αφτιού της.

«Ε! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ!» φωνάζει πίσω μου

Πλέον δεν έλεγχα τα πόδια μου, δεν περίμεναν τις εντολές μου, απλά επαναλάμβαναν τις κινήσεις που έχουν ξανακάνει, χωρίς σταματημό, τα παπούτσια της κοπανούν το έδαφος, τόσο πολύ που αισθάνομαι τον χτύπο τους να μου δίνουν ακόμη περισσότερη φόρα.

«Θα σταματήσεις ή θα γίνουμε κι άλλο ρεζίλι!» φωνάζει, αφού τρέχουμε σαν τρελές στο κέντρο της πόλης.

«Δεν φταίω εγώ που δεν με προλαβαίνεις!» ειρωνεύομαι.

«Άντε ρε! Πάμε τώρα!»

Είναι όλοι εδώ! όπως πάντα….

«Λες μπούρδες!» φωνάζει η Αμάντα στον Πάνο πάλι!

«Ωωω! Η Στέλλα!» λέει ο Νίκος.

«Τι γίνεται;!» λέω και με αγκαλιάζει. Η μυρωδιά του κυλάει σαν νερό πάνω μου, καλύπτει όλο μου το δέρμα, αγκαλιάζει την μυρωδιά μου…

«Όχι!!!! Όχι πάλι αυτό το τραγούδι!» φωνάζει η Παναγιώτα.

Μια μελωδία ανατριχιάζει το αφτί μου. Τραγουδάει ανάμεσα στην ησυχία, στην αναμονή, μέχρι να φωνάξει το πραγματικό κομμάτι.

Έπιασα το χέρι του όσο χόρευε, ψιθύρισα την μελωδία στο αφτί του, τα μάτια του τρύπωσαν στα δικά μου. Τα σώματά μας κινούνται από μόνα τους, τα χέρια μας αγκαλιάζουν τα σώματα μας και μας απομακρύνουν από τον υπόλοιπο κόσμο, από τον χρόνο, από την στιγμή. Ξαφνικά είναι μόνο τα μάτια του, μόνο αυτά βλέπω.. και η μυρωδιά του και οι σπίθες… αυτές οι σπίθες που καίνε όλα όσα σε απασχολούν και σε ελευθερώνουν να νιώσεις, τα κάνουν στάχτη όσο φωτίζουν τη νύχτα. Τα μάτια του, η ανακατεμένη μυρωδιά μας και η φωτιά!

<…>

«ΦΩΤΙΑ!» φωνάζει ο Νίκος και ο Δημήτρης.

«Καλά πάτε καλά! Νομίζατε ότι θα μας τρομάξετε;!» απαντάμε τρομάζοντάς τους.

Ο αναπτήρας πέφτει από τα χέρια του. Αλλάζει την αρμονία του αέρα, μέχρι που κοπανά το ξύλο της καλύβας, η σπίθα του κολυμπάει ανάμεσα σε κάθε σημείο του πατώματος, γρηγορότερα από το κύμα της θάλασσας! Βλέπω φιγούρες. Όλες χορεύουν γύρω από το φως, όλες τραγουδούν, μα δεν ακούγεται τίποτα. Οι φιγούρες εξαφανίζονται πίσω από τα κατάμαυρα σύννεφα… αυτά με ρουφάνε, κλέβοντας την αναπνοή μου, όπως μέσα στη θάλασσα, ο χρόνος σταμάτησε… ή απλά ξέχασα να τον ακολουθήσω!... Στο βάθος χρωματίζεται η πορτοκαλί κόλαση,… μοιάζει με τον ήλιο, πρώτη φορά ανάγκασε τον εαυτό του να φωτίσει την νύχτα, ερχόταν κοντά μου, να μου ζεστάνει την τρελή μου καρδιά.. Μου ψιθυρίζει στο αφτί, μου ουρλιάζει στο χέρι, ή εγώ ουρλιάζω; Με προσκαλεί να τον νιώσω, ένα άγγιγμα, δεν μπορεί να σε σκοτώσει…μου τραγουδάει. Ο ήλιος άρχισε να ψήνει το ίδιο μου το δέρμα, ήθελε να γίνει ένα, ένα με μένα… νιώθω λες και ακουμπάω τη δύση του ηλίου, ενώ αυτός ανατέλλει…

Ο ‘’πάγος’’ εγκλωβίζει το χέρι μου, μακριά από εκείνον, από τον ήλιο, μακριά από την καλύβα… το σώμα μου πέφτει με φόρα πάνω στον κρύο αέρα και όλα μετατρέπονται σε μια μάχη θερμοκρασίας με πεδίο μάχης το σώμα μου, οι αυλαίες της εικόνας αυτής κλείνουν και η αναπνοή μου γυρνά, ο χρόνος κι εγώ τρέχουμε ξανά στην ίδια συχνότητα, όμως η καρδιά μου ψάχνει τη ζέστη του, περικυκλωμένη από τη ψύχρα… μέχρι που με πετά κάτω!

«ΤΡΕΧΑ! ΣΤΕΛΛΑ ΤΡΕΧΑ!»

Οι αυλαίες των ματιών μου ανοίγουν…

«ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ; Ο ΝΙΚΟΣ!;» ουρλιάζω.

«ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΗΣΟΥΝ Η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ! ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΑΩ ΠΙΣΩ ΣΤΕΛΛΑ ΜΗ ΜΕ ΒΑΛΕΙΣ ΝΑ ΠΑΩ!» με παρακαλεί…

«ΔΗΜΗΤΡΗ, ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ!» του λέω και κοιτάω, πως ο ήλιος τον ‘’αγκάλιασε’’ κι εκείνον….

Οι σταγόνες ησύχασαν, σκορπίστηκαν, στο χώμα, ανακατεύτηκαν μαζί του, ώστε να τσούξουν το δέρμα μου που ακούμπησε την ομορφιά του κόσμου…

Ο ουρανός καθάρισε. Το φεγγάρι βασίλεψε ξανά, και τα αστέρια λάμπουν για να δείξουν την χαρά τους που τα βοηθά να λάμψουν… και τότε όλα ξεκινούν να τρέχουν, γύρω γύρω στον ουρανό, χορεύουν λες και ο χρόνος έχει σταματήσει, λες και είναι μόνο αυτά στον ουρανό, ξεχνούν να αναπνεύσουν…να πετάξουν, και τότε απλά πέφτουν, σαν μια τυχαία πινελιά στον πιο σκοτεινό ουρανό… το φεγγάρι τα αποχαιρετά, μέχρι να γνωρίσει τα καινούργια την επόμενη νύχτα… το κύμα της θάλασσας τώρα με τραβάει προς τα βαθιά, με ανακατεύει με τα κοχύλια, τις πέτρες, για να χαθώ. Και τότε θα ξαναγυρίσει. Ξανά και ξανά. Ό,τι ομορφιά ή ασχήμια έχει αυτός ο κόσμος να μας προσφέρει, το έχει ήδη κάνει. Μα πώς; Αφού, κάθε φορά ζωγραφίζονται όλα με άλλη μορφή, ομορφότερη, οπότε απλά πρέπει να περιμένεις το λαμπρότερο αστέρι. Τότε θα αγγίξεις την αληθινή ομορφιά της ζωής…

Τσιαδή-Δημητροπούλου Ελευθερία Γ2