Εργαστήριο 4

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΑΘΗΤΩΝ Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΣΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ 4 ΓΙΑ ΤΟ 9ο  ΠΑΝΑΡΣΑΚΕΙΑΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΜΝΗΜΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (4-5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2023)

Επιβλέποντες καθηγητές: Μ. Μπουζινέλου, Ε. Γουλέ, Σ. Δημητρακοπούλου, Δ. Παπουτσάκης

Για τους μαθητές του Β’ Λυκείου Ψυχικού, το ταξίδι στη Σμύρνη των αρχών του 20ου αιώνα, «τη χαμένη πολιτεία», την κοσμοπολίτικη, όμορφη πόλη με τους εξωστρεφείς κατοίκους, την εμβληματική προκυμαία  και την ελληνική της παράδοση, ξεκίνησε πριν μερικούς μήνες. Με οδηγούς την κ. Καστρινάκη, την κ. Ηλιού, τον κ. Νικολόπουλο και φυσικά τον Κοσμά Πολίτη, τα παιδιά μας γνώρισαν  και έζησαν την πολιτεία που τόσο τραγικά έσβησε στις στάχτες πριν εκατό χρόνια. Κι όμως! Μέσα από την περιπλάνηση σε ένα από τα πιο βαθιά τραύματα του ελληνισμού, κατάφεραν να αντλήσουν έμπνευση, να σκεφτούν, να νοσταλγήσουν, να γράψουν, να σχεδιάσουν και να αναστήσουν στο μυαλό  και τη μνήμη τους έναν κόσμο που υπάρχει βαθιά κρυμμένος μέσα σε κάθε ελληνική ψυχή και σε κάθε σύγχρονη πολιτισμική έκφραση. 

Μέσα από τις συναντήσεις με τους δημιουργούς είχαν την ευκαιρία να μεταφερθούν στα εργαστήρια των συγγραφέων και των ζωγράφων και να αναρωτηθούν για τη δύναμη της τέχνης. Ζωγράφισαν τις εικόνες που φαντάστηκαν, κάνοντάς τες ταυτόχρονα και ιστορίες και μπήκαν τόσο βαθιά στη ζωή της μαγευτικής πόλης,  ώστε έγιναν κομμάτι της καθημερινότητάς της, των ξέφρενων παιχνιδιών των παιδιών της, της απόγνωσης μπροστά στην καταστροφή της.

 

Έργα των μαθητών του Λυκείου μας:

 

1. Όταν ο Κοσμάς Πολίτης επισκέφτηκε τον Γιακουμή, χρόνια μετά την καταστροφή. (Παπαποστόλου Άννα , Β’ Λυκείου)

Ένα γυμνό δωμάτιο, γκρι και άσπρο. Η μόνη ιδέα χρώματος τα λουλούδια στις δυο γλάστρες, λίγο κόκκινο, λίγο πράσινο, λίγο μωβ. 

Δυο άντρες στέκονται αμίλητοι. Ο ένας ισχνός και αδύνατος κοιτάει έξω από το παράθυρο, ο άλλος ροδαλός και εύρωστος σε μια παλιά καρέκλα, ξύλινη. 

Το νερό για τον καφέ ζεσταίνεται σιγά σιγά στο μάτι.

Η σιωπή είναι εκκωφαντική. Οι λέξεις κρύβονται στον αέρα, σε κάθε λεπτό που περνάει, στο θρόισμα των λουλουδιών, στο νερό που βράζει. Ποιος άραγε θα σπάσει την σιωπή; 

Ο  άντρας στην καρέκλα ξεροβήχει. Διστάζει για λίγο. Ξεφυσάει και ξεκινάει:

-Ώστε συνάντησα τον Παντελή τις προάλλες…

Σιωπή.

-Έχει μεγαλώσει αρκετά. Σαν χθες μου φαίνεται που νίκησε σε αυτές τις τελευταίες λεμβοδρομίες…

Σιωπή.

-Έκανε οικογένεια… Φαίνεται να τα πάει καλά…

Σιωπή.

Τα λεπτά περνάνε, τα λουλούδια θροΐζουν, το νερό ζεσταίνεται.

Η σιωπή είναι βασανιστική. 

Τα λεπτά περνάνε.

Τα λουλούδια θροΐζουν.

Το νερό ζεσταίνεται.

Η ανέκφραστη ματιά του συνομιλητή του στο παράθυρο τον φέρνει σε αμηχανία. Του προκαλεί εκνευρισμό.

Τέλος ξεσπάει.

Σηκώνεται απότομα, στρέφεται προς τον συνομιλητή του και η υποκρισία σπάει:

-Το ξέρω ότι με κατηγορείς αλλά πραγματικά δεν φταίω εγώ!

Ο τόνος του συγκρατημένος αλλά έντονος.

-Άκουσέ με. Πρέπει να με πιστέψεις!

Σιωπή

-Σας είχα προειδοποιήσει ότι θα συνέβαινε! Αν μόνο…

Η σύγχυση του είναι πια φανερή. Περνάει ένα τρεμάμενο χέρι από τα μαλλιά του.

-Αν μόνο… Αν μόνο με είχατε ακούσει… Αν με είχατε ακούσει και είχατε φύγει εγκαίρως! Το ξέραμε ότι θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα! Αν μόνο…

Η φωνή του σπάει. Τα χέρια του τρέμουν. Η θλίψη του αναδύεται. Ή μήπως είναι οι τύψεις που κάνουν την εμφάνισή τους;

-Αν μόνο… 

Καλύπτει με το χέρι του τα μάτια.

Ο άλλος παραμένει σιωπηλός

Το νερό αρχίζει να βράζει. Κοχλάζει σιγανά.

-Ανάθεμα! Δεν είσαι ο μόνος που την έχασε! Ήταν και δική μου οικογένεια! Αδερφή μου!

Κάποια αθόρυβα δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά του.

Σιωπή.

Το νερό κοχλάζει πιο έντονα.

-Ήταν η αδερφή μου! Η αδερφή μου…

Η φωνή του είχε σπάσει.

Κρύβει το πρόσωπο στα χέρια του και γυρνάει την πλάτη στον συνομιλητή του.

Ο άλλος σπάει επιτέλους την σιωπή και καθώς μυρίζει τα λουλούδια ψιθυρίζει: 

-ελπίζαμε να ήταν κορίτσι…

Τα λεπτά περνάνε.

Τα λουλούδια θροΐζουν.

Λίγο κόκκινο, λίγο πράσινο, λίγο μωβ.

Το νερό είχε βράσει.

Φούσκωσε, ξεχείλισε, ησύχασε.

   

2.     Απέραντο (Μπακόλα Αγάθη Α’ Λυκείου)

 Απέραντο γαλάζιο στην γκρι ανατολή

και πλοία, γέλια και φωνές και γαλανό πουλί.

Γαλάζια είναι τα βλέμματα, γαλάζια τα τραγούδια,

γαλάζια όνειρα παιδιών, γαλάζια τα λουλούδια. 

 

Ξάφνου η ανατολή είναι κόκκινη κι απέραντο γκρι μόνο,

Ήταν όντως ξαφνικά ή χάσαμε τον χρόνο;

Να ‘ναι γκρι της απόφασης; Να ‘ναι γκρι του καπνού;

Να ‘ναι γκρι της συνείδησης που παίζει με τον νου;

 

Πάντως το γκρι ερχόμενο σταμάτησε τα πλοία

Φωνές, γέλια ησύχασαν, μα δεν έχει ησυχία.

Πάντως το γκρι ερχόμενο θόλωσε τη ματιά,

Αφού όπου θα δεις καπνό υπάρχει και φωτιά.

 

Μια μέρα ο ήλιος ανέτειλε, κι οι πορφυρές ακτίνες

Εμπρηστικά επιτέθηκαν απ’ του Αλάχ τις πύλες.

Δεν θέλουν άλλο τίποτα, να κλέψουν αμαρτίες,

Να κλέψουν πάθη κι όνειρα κι αλλόθρησκες λατρείες. 

 

Απέραντο ειν’ το κόκκινο και πλέον άλλο τίποτα.

Πλοία που βγαίνουν στ’ ανοιχτά, κραυγές με λόγια ανείπωτα.

Πάνω απ’ το σώμα στέκεται του διαβόλου βλέμμα,

Ή να ‘ναι ακτίνα του φωτός, ή τ’ αδερφού μου αίμα;  

  

Τέλος, η δύση έφτασε κι απέραντο ειν’ το μαύρο,

Το φως μες στην πατρίδα μου, αυτό πηγαίνω νά ‘βρω.

Το χρώμα που ‘ρχεται μετά ακόμα δεν γνωρίζω, ούτε στιγμές του μέλλοντος…

Ξέρω μονάχα, πως ξανά ο κόσμος θα ‘ναι απέραντος.  

     

3.     Θεατρικό (Γιαννέλου Έλενα, Α’ Λυκείου)

Σκηνή 1

 

(Σκηνή θεάτρου, σχετικά μικρή, δύο καρέκλες η μία απέναντι από την άλλη, ο νεαρός σκηνοθέτης κάνει βόλτες στη σκηνή και κοιτά τις σημειώσεις του.)

*           Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα ο Παντελής, καλοντυμένος, λίγο ενοχλημένος       *

 

Π: Καλημέρα σας, με συγχωρείτε που άργησα. Απλώς χάθηκα. Ξέρετε…δεν είμαι από εδώ, όλοι οι δρόμοι είναι ίδιοι!!!

Σ: Καλημέρα (πάει κοντά του, χαμογελάει και κάνει χειραψία). Παντελής, σωστά;

Π: Σωστά, ναι. Εσύ;

Σ: Θα προτιμούσα να μην σας πω το όνομα μου, αλλά μπορείτε να με φωνάζετε Ρεξ.

Π: (παραξενεύεται) Και τι δηλαδή, δεν θα μάθω ποτέ το όνομα σου;

Σ: (γελάει χαμηλά και αμήχανα) Σας έχουν ενημερώσει τι θα κάνουμε εδώ; 

Π: Μάλιστα

Σ: Για να διατηρήσω την ουδετερότητα στη δουλειά, προτιμώ να με φωνάζετε με ψευδώνυμο. Αν φυσικά δεν σας ενοχλεί αυτό (;;)

Π: Καταλαβαίνω, εντάξει.

Σ: Χαίρομαι. Ελάτε, καθίστε αναπαυτικά. Από εδώ και πέρα, θα περνάμε αρκετές ώρες εδώ μαζί (κάθονται στις καρέκλες, ο Παντελής κοιτά γύρω του με ένα συναίσθημα σαν απορία).

Π: Δηλαδή τώρα εσύ θα κάνεις τη ζωή μου έργο;

Σ: Κατά κάποιον τρόπο, ναι.

Π: Και δηλαδή εγώ θα είμαι ήρωας στην παράσταση;

Σ: Για την ακρίβεια θα είσαι ο κύριος-κεντρικός ρόλος, ο πρωταγωνιστής.

Π: (γελάει σα να μην το πιστεύει, ίσως σκύβει το κεφάλι του και σταματάει) Να ‘ταν εδώ να τ’ ακούσει ο Κοσμάς…

Σ: Αναφέρεσαι στον κύριο Πολίτη;

Π: Ναι αυτόν (γελά ξανά, αυτή τη φορά κοιτάζοντας τον σκηνοθέτη)

Σ: Αυτός μου έβαλε την ιδέα για την δουλειά που θα κάνουμε, Παντελή.

Π: Σα να λέμε πέταξε την βόμβα και έφυγε (γελά ξανά). Αφού είναι τρελός!

 

(μέρες μετά από την 1η συνάντηση, έχει αναπτυχθεί εμπιστοσύνη)

 

Σ: Παντελή θα ήθελα, αν φυσικά νιώθεις άνετα με αυτό, να μου μιλήσεις για την σιόρα Φιόρα.

Π: Αχ η Φιόρα, η κυρία Φιόρα!! Το πιο γλυκό πλάσμα της Γης αυτής (ξεφυσάει). Ξέρω, θα σκέφτεσαι πως δεν ήταν και τίποτα τρομερό η σχέση μας ή ότι ήταν απλά ένας τρόπος να καλύψω το κενό της μητρικής αγάπης που ποτέ δεν ένιωσα αλλά…. (γελάει, σχεδόν θλιβερά, ενώ ο Ρεξ τον ακούει ευλαβικά) ήταν η πρώτη που αγάπησα.

Σ: Πως γνωριστήκατε;

Π: Όλοι ξέραμε ο ένας τον άλλο κατά κάποιον τρόπο. Απλώς, δεν είχα παρατηρήσει αρκετά γύρω μου. Θυμάμαι όμως, την πρώτη φορά που την είδα. Καταλαβαίνεις;; Που την είδα πραγματικά.

Σ: Παντελή αν δεν νοιώθεις άνετα, μπορείς να σταματήσεις.

Π: Το ξέρω. Αν θελήσω να σταματήσω… Άσε με όμως να σου πω.

Σ: Φυσικά

 

Π: Με είχε στείλει η μάνα μου θυμάμαι, στο σπίτι της για να της δώσω ένα υλικό που χρειαζόταν. Με εντυπωσιάζει ακόμα όταν σκέφτομαι πως η Φιόρα ήταν η μόνη Εβραία που σεβόταν η μάνα… σαν … δεν ξέρω, σα να ήξερε πως… (διστάζει) τέλος πάντων. Που ήμουν;

Σ: (επαναλαμβάνει το σημείο της ιστορίας)

Π: Ναι! Λοιπόν, φτάνω στην πόρτα, χτυπάω αλλά αργεί να ανοίξει. Ως ανυπόμονος νέος, χτύπησα ξανά, δυνατότερα αυτή τη φορά. Η πόρτα ανοίγει, κοιτάω μπροστά και το ύφος μου αλλάζει, από αγανάκτηση σε απόλυτο θαυμασμό. Η πιο όμορφη μελαχρινή γυναίκα στεκόταν εκεί, μπροστά στα μάτια μου, με το άσπρο της φόρεμα, πραγματικό άγγελος. Μου χαμογέλασε και απολογήθηκε που καθυστέρησε να ανοίξει την πόρτα. Εγώ εκεί. Κοιτούσα σα χαμένος. Η Φιόρα γέλασε δυνατά -με το ηλίθιο ύφος μου υποθέτω- κι ένιωσα ανατριχίλες. Πριν προλάβει να πει κάτι άλλο, της έδωσα το υλικό και αμέσως άρχισα να τρέχω. Προς τα πού και γιατί, δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν «Πες ευχαριστώ στην μητέρα σου!!» (γελάει χαρούμενα, με νοσταλγία). Από τότε αναλάμβανα ότι δουλειά συσχετιζόταν με κάποιον τρόπο, με την πανέμορφη γυναίκα. Βοηθούσα σε όλα, στα πάντα. Είχα όμως μια αγαπημένη δουλειά. Ωω, πως μου άρεσε… (αφαιρείται

Σ: Ποια ήταν η αγαπημένη σου;

Π: Λάτρευα να κουβαλάω τα πράγματα της και να τη συνοδεύω μέχρι το σπίτι της, να βλέπω τα μάγουλά της να κοκκινίζουν κάθε φορά που «κατά λάθος» τα δάχτυλα μου άγγιζαν τα κατάλευκα χέρια της. Δεν έκρυψα ποτέ ότι με διασκέδαζε αυτό.

Σ: Αυτό… ποιο, Παντελή;

Π: Να αυτό…. Ένιωθα πως ήταν η σύζυγος μου. Ότι το σπίτι της ήταν σπίτι μας. Με διασκέδαζε η σκέψη της ζωής μου με εκείνη (ο Παντελής δακρύζει, σπάει η φωνή του). Αλλά τι να το κάνεις; (γελάει κλαίγοντας). Σωστός άνθρωπος, λάθος στιγμή. Άθλιες, θλιβερές συγκυρίες. Που να ‘ξερα ότι την τελευταία φορά που την έβλεπα, τα σπίτια μας ήταν γραφτό να πάρουν φωτιά; Πως ήταν μοιραίο εκείνη την αναθεματισμένη νύχτα να φύγουμε; (βαριές ανάσες του Παντελή, ησυχάζει μετά από λίγο)

Σ: Μπορούμε να κάνουμε ένα διάλειμμα ή, ή ακόμα να σταματήσουμε αυτή τη συνάντηση αν δεν…

Π: Όχι, όχι. Σου είπα, αν δεν νιώθω άνετα θα μιλήσω.

Σ: Έχεις δίκιο, με συγχωρείς. Συνέχισε, με τον χρόνο σου πάντα 

 

(περνάνε μερικά λεπτά)

Π: Κάποιες φορές, όταν τελειώνω τη δουλειά αργά, δεν πάω αμέσως σπίτι. Κατεβαίνω στην θάλασσα, κάθομαι στην άμμο και εύχομαι (γέλιο νευρικό σα να έχει ακούσει αστείο) θάνατο. ‘Όχι αυτοκτονία, αλλά θάνατο. Σκέτο θάνατο, το πιο απλό και συνηθισμένο. Σαν ανάγκη ένα πράγμα.

Σ: Γιατί; Εννοώ, τι είναι αυτό που σε κάνει να εύχεσαι τον αφανισμό σου; 

Π: Κάποιες μέρες δεν μπορώ να κλείσω τα βλέφαρά μου χωρίς να δω τη Φιόρα. Ξέρω, έχω μια καλή δουλειά, μια ακόμα καλύτερη σύζυγο και τα παιδιά μου είναι υγιέστατα Στρωμένα τα πράγματα, εύκολη ζωή. Όμως, δίχως λόγο, έχω μια επιθυμία να σταματήσω πια να υπάρχω.

Σ: έχει σχέση η ευχή σου αυτή με την σιόρα Φιόρα;

Π: Κάθε φορά που εύχομαι, την βλέπω. Σκέφτομαι πόσο άδικο ήταν να την ερωτευτώ τα χρόνια των εφιαλτών. Με πονάει το παράπονο, σαν να ‘μαι μωρό παιδί. Όταν βρίσκω το κουράγιο να ανοίξω τα μάτια μου, κοιτώ μόνο τη φύση. Δεν ξέρω, ίσως- ίσως ζητάω μια παρηγοριά κάτι να με κρατήσει στα πόδια μου.

Σ: Παντελή… δεν – δεν ξέρω τι να πω, πραγματικά

Π: Σ’ αρέσουν αυτά που λέω εεεε καλλιτέχνη; (γελάνε)

Σ: Είσαι ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Σ’ ευχαριστώ.

Π: Μ’ ευχαριστείς; Εμένα; Έλα Χριστέ

Σ: Σ’ ευχαριστώ για όλα Παντελή. Που μου έδωσες την ευκαιρία να νοιώσω έστω ένα ίχνος των εμπειριών σου.

Π: Περίεργο

Σ: Ποιο πράγμα;

Π: Να ακούς τέτοια λόγια από έναν άνθρωπο ο οποίος αρνείται να του πει το πραγματικό του όνομα.

Σ: Νομίζω σου έχω εξηγήσει τους λόγους για τους … (ο Π τον διακόπτει)

Π: Ναι – ναι. Εντάξει. Έχω καταλάβει ….. αλλά συνεχίζει να είναι περίεργο.

Σ: Είναι ώρα να φύγουμε. Άλλωστε κλείνει και το θέατρο σε λίγο. Σ’ ευχαριστώ και πάλι για σήμερα Παντελή. Είναι τιμή για εμένα, αλήθεια.

Π: Καλά, καλά μωρέ. Ξέρεις κάτι; Βρήκα πως θα μου το «ξεπληρώσεις» κύριε ΡΕΞ!

Σ: Πες μου

Π: Τελευταία πόθησα πολίτικο τσουρέκι. Βρες μου ένα καλό αξιόπιστο μαγαζί.

Σ: (γελάει) Έγινε … κάτι θα βρω

Τελευταία Σκηνή 

 

(Κάθονται σε ένα καφέ, όχι πολύ παλιό ούτε πολύ καινούργιο. Πίνουν κάποια ροφήματα από κούπες και στη μέση έχουν ένα πιάτο με κομμένο τσουρέκι. Η παράσταση παίζεται κανονικά και με αρκετά μεγάλη επιτυχία)

 

Σ: Ακούω λοιπόν!! Θέλω ειλικρίνεια και μόνο!!!

Π: Ρεξ. φίλε μου, δεν ξέρω πως θα σου φανεί αυτό που θα σου πω αλλά…. (Φωνάζει.  Όλο το μαγαζί κοιτάει) ΞΕΠΕΡΑΣΕΣ ΤΟΝ ΕΥΑΤΟ ΣΟΥ. Το τσουρέκι είναι εκπληκτικό, κοίτα τον Αθηναίο που τελικά είναι (φωνάζει περισσότερο) ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΗΣ.  ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ!!!!

Σ: (Έχει σκάσει στα γέλια, προσπαθεί να τον σταματήσει αλλά τα γέλια δεν του το επιτρέπουν. Σταματάει, γελάνε, ησυχάζουν)

Π: ‘Άργησες αλλά πραγματικά βρήκες το καλύτερο τσουρέκι (δαγκώνει ένα κόμματι)

Σ: Αν θες, μπορούμε να το υιοθετήσουμε (χαμογελάει)

Π: (γεμάτος ψίχουλα, με μπουκωμένο στόμα) Ποιο καλέ; Το τσουρέκι;;;

Σ: Όχι -όχι!! Την συνήθεια, να ερχόμαστε εδώ, μια στο τόσο, να λέμε τα νέα μας και να τρώμε το αγαπημένο σου τσουρέκι. Τι λες λοιπόν; Σου αρέσει η ιδέα;

Π: Ρητορική ερώτηση (δίνει το χέρι του για χειραψία) Είμαστε σύμφωνοι;

Σ: Σύμφωνοι (και κάνουν χειραψία

                                            * σβήνουν τα φώτα  *

Τέλος

 

4.     Διάλογος του Παντελή με τη Σμύρνη  (Κάκιας Σωτήρης, Β’ Λυκείου)


Π: Ώρες-ώρες αναπολώ αυτήν την παλαιά πατρίδα, που τόσο άτακτα εκκενώσαμε και μας άφησε τόσες ερωτήσεις αναπάντητες.

 

Σ: Πες μου, Παντελή μου, τι θα ήθελες να με ρωτήσεις;

 

Π: Εσύ είσαι, Σμύρνη; Μετά από τόσα χρόνια, τόσες δυσκολίες που μεσολάβησαν; Πρέπει να βλέπω παραισθήσεις.

 

Σ: Εγώ είμαι, Παντελή μου. Η Σμύρνη που μεγάλωσες, που έζησες, από όπου αναγκάστηκες να φύγεις και που τώρα πια είναι μία άλλη πόλη.

 

Π: Πες μου, Σμύρνη, τι συνέβη; Πόσος κόσμος γλίτωσε; Καταστράφηκαν τα πάντα; Τι έγινε με τις λεμβοδρομίες, τι απέγινε ο Άι-Γιάννης, του Χατζηφράγκου το αλάνι;

 

Σ: Σιγά-σιγά, Παντελή μου. Κατόρθωσαν να γλιτώσουν αρκετοί, δυστυχώς όχι όλοι, μα και εκείνοι που τάχα γλίτωσαν ήταν αντιμέτωποι μετά με άλλα προβλήματα: ξεσπιτωμένοι, πρόσφυγες που έπρεπε να αρχίσουν μία νέα ζωή. Καταλαβαίνεις πώς είναι. Όσο για την πόλη, δεν μπορεί να είναι η ίδια από τότε. Πάνε οι κοσμοπολίτικες συνοικίες, πάνε οι λεμβοδρομίες, πάνε-

 

Π: Πες μου, θα μπορέσουμε να γυρίσουμε ποτέ; Να επιστρέψουμε στην Σμύρνη που μεγαλώσαμε και τόσο νοσταλγούμε;

 

Σ: Αυτό δεν το γνωρίζω, Παντελή μου. Σίγουρα η κατάσταση είναι δύσκολη. Ακόμη και να μην μπορέσετε, αυτό που πρέπει να θυμάσαι είναι ότι η Σμύρνη δεν χάθηκε.

 

Π: Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω.

 

Σ: Όλοι σας που τη ζήσατε, και εσύ Παντελή, φέρετε μέσα σας ένα κομμάτι Σμύρνης. Μάθατε να ζείτε με τον τρόπο σας, να σκέφτεστε με τον τρόπο σας, έχοντας δει κόσμο και πολιτισμούς που πολλοί άνθρωποι δεν θα γνωρίσουν ποτέ τους. Έχετε τις συνήθειές σας, την ιστορία, και τις παραδόσεις σας. Αυτά είναι που συνιστούν τη Σμύρνη, και όχι το Και ή ο Άι-Γιάννης. Μέσα από αυτά την κρατάτε ζωντανή, και έτσι η Σμύρνη ποτέ δεν θα χαθεί.

 

Π: Νομίζω τώρα κατάλαβα. Σε ευχαριστώ, Σμύρνη, θα κάνω ό,τι μπορώ για να μην ξεχαστείς.

 

Σ: Εγώ σε ευχαριστώ, Παντελή. Είναι τίποτα άλλο που ήθελες να με ρωτήσεις;

 

Π: Όχι, όχι. Αυτά.

 

Σ: Σε αυτήν την περίπτωση, χάρηκα που τα είπαμε.

 

Π: Και εγώ χάρηκα που τα είπαμε, Σμύρνη. Χάρηκα πραγματικά…

  

5.  Ο Παντελής , μετά τον θάνατο του από βαθιά γεράματα , συνομιλεί με την μητέρα του. (Μάη Δήμητρα, Β’ Λυκείου)

Παντελής: Μαμά ; Σε παρακαλώ πες μου ότι είσαι εδώ . Δεν θέλω να είμαι μόνος μου . Φοβάμαι να είμαι μόνος μου . 

Μαμά Παντελή: Εδώ είμαι Παντελή.  

Οι δύο ήρωες , αγκαλιάζονται, και ο Παντελής δεν θέλει να αφήσει την μητέρα του να φύγει . Φοβάται μην την ξαναχάσει. Φοβάται μην γίνει σκόνη και χαθεί στο αέρα.  Όμως η μητέρα του, ψυχρή και ξύλινη , απομακρύνεται γρήγορα . Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια του Παντελή . Κοιτάει την μητέρα του με αγάπη αλλά και απορία , και  έρχεται αντιμέτωπος με ένα απλό μειδίαμα. Τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα , δύο λίμνες δημιουργούνται στο πρόσωπο του και ένας αβάσταχτος πόνος βασανίζει την ψυχή του . Οι λέξεις φεύγουν από τα χείλη του πριν προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό του . 

Παντελής: Γιατί ; Γιατί ήσουν πάντα έτσι ; Γιατί δεν με αγάπησες; Γιατί δεν με φρόντισες; Γιατί το μόνο χάδι που δέχτηκα ήταν σε εκείνα τα γενέθλια μου όταν ήμουν μόλις 10 χρόνων ? 

Ο Παντελής πέφτει στα γόνατα , παραδομένος στη θλίψη του.  

Μαμά Παντελή:- Για εσένα το έκανα . Δεν είχες ανάγκη από αγάπη . Είχες ανάγκη να επιβιώσεις. Είχα ανάγκη εγώ να ξέρω  ότι, εάν το παιδί μου κινδυνεύει, θα είναι δυνατό, θα έχει θάρρος , θα αντέξει . Όλη μου τη ζωή ήθελα απλά να αντέξεις Παντελή . 

Παντελής :- Δεν είχα ανάγκη για επιβίωση . Είχα ανάγκη την μαμά μου . Ήμουνα ένα παιδί.  Δεν ήμουν στρατιώτης ούτε επαναστάτης. Ήμουνα ένα παιδί . Και το μόνο που ήθελα ήταν ένα γλυκό σου βλέμμα . Και δεν μου το έδωσες ποτέ σου. 

Η φωνή του Παντελή τρέμει και δεν μπορεί να συνεχίσει . Προσπαθεί να καταπιέσει τα δάκρυα του, αλλά μάταια . 

Μαμά Παντελή: Τιμώρησέ με όσο θες.  Αν θες, κάνε με ένα τέρας στο μυαλό σου . Αλλά εγώ ξέρω ότι έκανα ότι καλύτερο μπορούσα κάθε μέρα . Και κάθε βράδυ που κοιμόσουν ερχόμουν στο προσκέφαλο σου και σου τραγούδαγα . Και σου φιλούσα το μέτωπο . Και προσευχόμουν να είσαι καλά . Να είσαι πάντα καλά. 

Στο πρόσωπο του Παντελή αποτυπώνεται η έκπληξη του αλλά και μια δόση δυσπιστίας.

Παντελής : Έπρεπε να το κάνεις μπροστά μου .

Μαμά Παντελή : Όταν υπήρχε ανάγκη ήθελα να φύγεις . Να με ξεχάσεις και να σώσεις τον εαυτό σου. Χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς ευαισθησίες. Ήθελα το νήμα της ζωής σου να είναι τελείως ανεξάρτητο από το δικό μου. Και ακόμα και αν δεν σου άρεσε , το κατάφερα , και έγινες αυτός ο δυνατός και έξυπνος άντρας . 

Παντελής : Ποτέ δεν σε ξέχασα και ποτέ δεν θα μπορούσα να σε ξεχάσω έτσι και αλλιώς. 

Ο Παντελής σηκώνεται και πλησιάζει την μητέρα του. Το πρόσωπο που τον αγάπησε περισσότερο από όλους , ακόμα και αν η αγάπη της ήταν κρυμμένη . Κρυμμένη στις προσευχές της , στους εφιάλτες της ότι το παιδί της κινδύνευε, στις κλεφτές ματιές στο δωμάτιο του για να σιγουρευτεί ότι είναι καλά . Οι δύο ήρωες αγκαλιάζονται. Η μητέρα του Παντελή δακρύζει. 

  

6.     Σκέψεις του Κοσμά Πολίτη, Σμύρνη 1924 (Μπακόλα Αγάθη, Α’ Λυκείου)

 Πώς; Πώς θα μπορούσα να απαντήσω αυτές τις ερωτήσεις; Πώς θα μπορούσα να σχηματίσω στο μυαλό μου τον σωστό τρόπο, για να καταλάβει η ευγενική αυτή κοπέλα. Δεν μου αρέσει να με λυπούνται. Πώς να έλεγα, πως μόνο στη σκέψη του γυρισμού στην πατρίδα, κόβονταν τα γόνατά μου; Και πως ανάγκασα τον εαυτό μου να αντιμετωπίσω την πόλη μου, για όνομα του Θεού, την ίδια μου την ψυχή, σαν μια ξένη, προκειμένου να μη σπάσω. Να μην πέσω και κλάψω και χτυπήσω το κεφάλι μου στο πλακόστρωτο μήπως και με συγχωρέσει. Πως ο κυνισμός μου ήταν σε τέτοιο επίπεδο, που, αν σκότωναν την κόρη μου μπροστά μου, θα έμενα αδρανής και ανέκφραστος.

Σε κάθε βήμα μου άνθρωποι με κοιτούσαν και το φως των ματιών τους, μου έκαιγε τη σάρκα. Αυτά τα που μάτια με έδειχναν, ουρλιάζοντας «ΦΟΝΙΑΣ» και δεν μπορούσα να τους πω «ΟΧΙ, δεν ήμουν εγώ αυτός!». Θα ήταν έτσι κι αλλιώς ψέμα.

Δεν πρόσεξα ούτε το μέρος, ούτε την ανθισμένη άνοιξη, ούτε καν τους ανθρώπους που κατοικούσαν στο σπίτι μου. Το μόνο που μου επέτρεπε να δω ο σωτήριος κυνισμός μου ήταν αυτά τα βλέμματα.

Έτσι, αποφάσισα πως η σιωπή ήταν η καλύτερη απάντηση. Ή τουλάχιστον η μόνη που είχα να δώσω.

 

7. Μια φράση που έγραψε στο ημερολόγιο του αφού γύρισε από τη Σμύρνη το 1924:

 Η πικρία και ο πόνος όταν σβήνουν ησυχάζεις

Και τραβάνε σ’ άλλους δρόμους που παλεύεις να ξεχάσεις 

Και ψάχνεις τον εαυτό σου μ’ όσο σου μείνε κουράγιο

Μα δεν είναι αυτή η πόλη, ούτε το ίδιο γαλάζιο.

 

8.     Μικρή, ασήμαντη κίνηση αδιαφορίας (Μπακόλα Αγάθη)

Η κούραση κατέκλυζε το σώμα μου, πριν μπω σε αυτό το τρένο. Αυτό το τρένο που ενώ θα είχε μια ευθύγραμμη πορεία προς την πόλη μου, έμελλε να κάνει την μεγαλύτερη στροφή στη ζωή μου. Αυτό το τρένο που θα με επέστρεφε πίσω στην καθημερινότητα, αλλά εν τέλει αυτό το τρένο που μου τη στέρησε για πάντα. Έπρεπε να είχα μάθει ως τώρα, πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και πως αυτό που φαίνεται είναι ένα τίποτα. Έπρεπε να είχα μάθει ως τώρα…

            Παρ’ όλα αυτά, εγώ ανέβηκα στο τρένο. Άφησα τη βαλίτσα μου στο χώρο με τις αποσκευές. Ανοίγοντας το κινητό μου, συνειδητοποιώ πως οι ειδοποιήσεις συμπεριλάμβαναν μόνο ένα μήνυμα, από τη μάνα. «Πάρε με τηλέφωνο, όταν ανέβεις στο τρένο!». Η κούρασή μου δεν μου επέτρεπε να κάνω τίποτα παρά να το αγνοήσω. Αν για ένα πράγμα μετανιώνω, είναι αυτή η μικρή, ασήμαντη κίνηση αδιαφορίας, βεβιασμένη μάλιστα από την εξουθένωσή μου. Κάθισα στην πρώτη θέση που βρήκα και έγειρα σε έναν ύπνο βαθύ, μα απλό. Δεν είχε όνειρα, μόνο την ελπιδοφόρα γλυκιά αίσθηση του γυρισμού. Μόνο αυτό χρειαζόταν.

Δεν θυμάμαι αν με ξύπνησε ο θόρυβος, ο πανικός, ο θεός ή αν δεν ξύπνησα ποτέ. Θυμάμαι μόνο, πως η γλυκιά αίσθηση με εγκατέλειψε. Με εγκατέλειψε τη στιγμή που τη χρειαζόμουν περισσότερο. Άνοιξα τα μάτια μου. Γύρω μου φωνές. Φωνές απελπισίας. Φωνές τρόμου. Κόκκινες φωνές. Ναι, κόκκινες! Όλα ήταν κόκκινα. Κόκκινα και θολά. Αν και ένιωθα τις φωνές σαν ένα ρίγος σε όλο μου το παγωμένο κορμί, ήταν φωνές σιωπής.

Μάλλον όχι. Έκανα λάθος. Μάλλον δεν άνοιξα αυτά τα μάτια, αλλά τα μάτια της ψυχής, αφού οι κόκκινες αθόρυβες φωνές δεν ήταν τίποτα πάρα οι ερινύες, που έμελλε να με κυνηγούν στην αιωνιότητα για αυτή τη μικρή, ασήμαντη κίνηση αδιαφορίας…

Γιάννης Ρασιάς

Έλενα Γιανελου

Άννα Παπαποστολου