Κι ωστόσο ο ήρωας δεν πήρε το θρόνο του Πελία. Ο ξάδερφός του, ο Άκαστος τον κράτησε κι έδιωξε από το βασίλειο τον Ιάσονα και τη Μήδεια. Εκείνοι μπήκαν στην Αργώ και αποτραβήχτηκαν στην Κόρινθο όπου ο Ιάσονας έβγαλε την Αργώ από το νερό και αφιέρωσε το πλοίο στον ναό του Ποσειδώνα. Εκεί έζησαν δέκα ήσυχα χρόνια κι απόκτησαν παιδιά. Μα ξαφνικά, ο Ιάσονας αγάπησε τη Γλαύκη, την κόρη του βασιλιά της Κορινθίας κι έδιωξε τη Μήδεια. Αυτή έδειξε στην αρχή υπομονή για την κακοτυχία της και μάλιστα, τη μέρα που είχε οριστεί για το γάμο του Ιάσονα με την Γλαύκη, της έστειλε δώρο ένα περίφημο φόρεμα. Η Γλαύκη έκανε την ανοησία να το φορέσει μα στη στιγμή, το φόρεμα έβγαλε φλόγες και την έκαψε, τρυπώνοντας ως μέσα στις φλέβες της. Έτρεξε τότε ο πατέρας της Κρέοντας να τη γλυτώσει και κάηκε κι εκείνος. Πήρε φωτιά και το παλάτι. Και η Μήδεια, παίρνοντας μάρτυρες τους θεούς για την επιορκία του Ιάσονα, σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια τα παιδιά που απόκτησε από εκείνον και πέταξε στον ουρανό μέσα σε άρμα που έσερναν δράκοντες.
Για κάμποσο διάστημα ακόμα, όλος ο κόσμος έλεγε τα κατορθώματα της Μήδειας. Τη βρίσκουμε στην Αθήνα, κοντά στον γέρο-Αιγέα, μα την έδιωξαν με τον ερχομό του Θησέα. Μαθεύτηκε πως πέρασε μέσα από την Ασία όπου σίγουρα οι Μήδοι σ’εκείνη χρωστάνε το όνομά τους. Τέλος, γύρισε στην Κολχίδα, συμφιλιώθηκε με τον πατέρα της τον Αιήτη και η σιωπή απλώθηκε γύρω της. Μια επίμονη παράδοση έλεγε πως δεν πέθανε, μα πως την πήρανε ζωντανή οι θεοί στα Ηλύσια Πεδία, όπου ζουν αιώνια οι ευτυχισμένες ψυχές.