Την άλλη μέρα, σηκώθηκε μεγάλη φουρτούνα. Κι αντί να πιάσει λιμάνι στο Βόσπορο, η Αργώ αναγκάστηκε να αράξει σε θρακικό ακρογιάλι. Έτσι βρέθηκαν στη χώρα του τυφλού μάντη Φινέα. Ο δύστυχος ήταν γιος του Ποσειδώνα κι είχε πάνω του μια βαριά κατάρα: κάθε φορά που φέρνανε μπροστά του τραπέζι με φαγητά ορμούσαν οι Άρπυιες, φριχτά πουλιά με γυναικείο κεφάλι, που έπαιρναν ότι μπορούσαν να σηκώσουν και λέρωναν όσα έμεναν με κάθε τρόπο. Έτσι ο Φινέας κόντευε πια να πεθάνει της πείνας. Οι Αργοναύτες τον λυπήθηκαν. Οι γιοί του Βοριά, ο Ζήτης και ο Κάλαης, που είχανε φτερά δώρο του πατέρα τους, παραμόνευαν. Και μόλις έφτασαν οι Άρπυιες, όρμησαν και τις πήραν στο κυνήγι μέχρι που τις εξάντλησαν και κατάφεραν να τις αιχμαλωτίσουν. Έτσι τις ανάγκασαν να υποσχεθούν ότι δεν θα ξαναενοχλούσαν τον Φινέα. Ο Φινέας γεμάτος ευγνωμοσύνη είπε στους Αργοναύτες: «Σε λίγο θα ανταμώσετε στο δρόμο σας δύο μεγάλα σκοτεινά και ψηλά βράχια. Είναι δύο πλεούμενες πέτρες. Από το γαλαζωπό τους χρώμα τις λένε Κυάνειες αλλά τις λένε και Συμπληγάδες Πέτρες γιατί μόλις κάνει να περάσει ανάμεσά τους πλεούμενο, πέφτουνε με ορμή η μία πάνω στην άλλη και το τσακίζουν αλύπητα. Δεν ξέρω, πρόσθεσε αν οι Μοίρες θα σας αφήσουν να περάσετε αυτό το εμπόδιο μα μπορείτε εύκολα να το νικήσετε. Να έχετε μαζί σας ένα περιστέρι. Κι όταν φτάσετε κοντά στις Συμπληγάδες, αμολήστε το να περάσει ολόισα μπροστά τους. Αν καταφέρει να περάσει αλώβητο, αυτό θα είναι σημάδι ότι δεν θα κινδυνέψετε. Μα αν τυχόν οι Συμπληγάδες το συνθλίψουν τότε παρατήστε τον σκοπό σας, γιατί οι Μοίρες δεν θα θέλουν να περάσετε»..