Ο Ιάσονας λοιπόν, δεν μπορούσε παρά να αποδεχτεί να επιχειρήσει αυτόν τον άθλο, ώστε να αποδείξει την αξία του και στο λαό της Ιωλκού. Αρχικά έπρεπε να σκαρώσει ένα καράβι και να βρει συντρόφους που θα τον συνόδευαν στο μακρύ ταξίδι στην Κολχίδα. Ωστόσο σ’αυτό το τελευταίο δεν είχε καθόλου πρόβλημα αφού μόλις έστειλε κήρυκες σε όλη την επικράτεια, όλοι οι νέοι Έλληνες ήρωες έτρεξαν στο κάλεσμα του Ιάσονα. Η ίδια η θεά Αθηνά τους έμαθε την τέχνη να συναρμολογήσουν τα κομμάτια για ένα μεγάλο και γερό καράβι. Τους έδωσε μάλιστα και ένα θαυμάσιο κομμάτι ξύλο για να φτιάξουν την πλώρη: από την θαυματουργή βελανιδιά της Δωδώνης, που με τη μεσολάβηση του Δία έδινε χρησμούς. Εκείνο το κομμάτι του ξύλου είχε το χάρισμα του λόγου. Το καράβι το ονόμασαν «Αργώ» προς τιμήν του Άργου που ήταν ο υπεύθυνος για την κατασκευή του και σήμαινε λαμπρό, φωτεινό. Η Αργώ πρωτομπήκε στα νερά του λιμανιού των Παγασών. Η επίσημη θυσία έδωσε ευοίωνες προβλέψεις. Κι άρχισε τότε ένα μεγάλο ταξίδι, από νησί σε νησί, από σκάλα σε σκάλα, ταξίδι αβέβαιο, γεμάτο λοξοδρομίες, γιατί ο Ιάσονας και το πλήρωμά του δεν γνώριζαν με σιγουριά ποιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουν.
Οι σύντροφοι του Ιάσονα, οι Αργοναύτες ήταν όλοι τους ξακουστοί ήρωες. Ανάμεσά τους ήταν ο Ηρακλής, ο Θησέας, οι Διόσκουροι της Σπάρτης Κάστορας και Πολυδεύκης, οι Διόσκουροι της Μεσσηνίας Ίδας και Λυγκέας, ο Αγκαίος και η Αταλάντη από την Αρκαδία, ο Μελέαγρος, ο Ίδμωνας και ο Μόψος που ήταν και οι δύο μάντεις, οι γιοι του Αιακού Πηλέας και Τελαμώνας, ο Τίφυς, ο Αλκαίος, ο Ασκληπιός, τα δύο φτερωτά παιδιά του Βορέα από τη Θράκη ο Ζήτης και ο Κάλαης, ο πατέρας του Οδυσσέα Λαέρτης από την Ιθάκη, ο Ορφέας με τη μαγική του λύρα, ο Άδμητος, ο Φάληρος από την Αθήνα, ο Ίφυτος, ο Νέστορας, ο Γλαύκος, ο Ύλας, ο Άργος που λέγεται ότι ήταν γιος του Φρίξου και άλλοι πολλοί, πενήντα στον αριθμό, όσα και τα κουπιά της Αργούς.