Έτσι μετά από κάμποσες μέρες ταξιδιού προς το εσωτερικό της χώρας και με κυβερνήτη πια τον Αγκαίο, οι Αργοναύτες έφτασαν επιτέλους στην Κολχίδα. Ο Ιάσονας πήγε μονομιάς στον Αιήτη και του εξήγησε την αποστολή που του εμπιστεύτηκε ο Πελίας. Του εξήγησε μάλιστα πως ήταν θέλημα της Ήρας να έδινε το τρόπαιο στον Ιάσονα. Αυτός δεν αρνήθηκε να του παραδώσει το χρυσόμαλλο Δέρας, του έβαλε όμως πολλούς όρους. Δίχως κανένα βοηθό, ο Ιάσονας έπρεπε να ζέψει στο αλέτρι δύο ταύρους με χάλκινα πόδια, που έβγαζαν από τα ρουθούνια τους φλόγες. Να οργώσει μ’αυτά ένα χωράφι και να σπείρει στις αυλακιές τα δόντια του θα του έδινε ο βασιλιάς. Μα δεν του είπε πως από τα δόντια θα έβγαιναν στρατός και πολεμιστές να χτυπήσουν τον Ιάσονα και φυσικά, δεν θα του άφηναν και πολλές ελπίδες για να ζήσει. Αυτό ήταν το σχέδιο του Αιήτη για να ξεφορτωθεί το ξένο πριγκιπόπουλο.
Ο Ιάσονας αναρωτιόταν πώς θα μερώσει τα βόδια όταν η βασιλοκόρη, η Μήδεια τον είδε και τον ερωτεύθηκε. Η Μήδεια ήταν πανίσχυρη μάγισσα. Τον έκανε να της υποσχεθεί πως θα την πάρει γυναίκα του αν θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση. Ο Ιάσονας της το ορκίστηκε. Του έδωσε λοιπόν ένα μαγικό βάλσαμο να αλείψει την ασπίδα και το κορμί του πριν πάει κοντά στους δύο φλογερούς ταύρους. Με εκείνο το βάλσαμο έμεινε άτρωτος από τη φωτιά και από το σίδερο για μια ολόκληρη ημέρα. Του μαρτύρησε μάλιστα τι θα γινόταν όταν θα έσπερνε τα δόντια. Του είπε λοιπόν πως μόλις θα έβγαιναν από το χώμα οι πολεμιστές, αυτό που θα έπρεπε να κάνει ήταν να πετάξει, ανάμεσά τους, από μακριά μια πέτρα. Τότε οι πολεμιστές θα μάλωναν αναμεταξύ τους κατηγορώντας ο ένας τον άλλον και θα πέθαιναν από τα ίδια τους τα χτυπήματα.