Σε μιαν άλλη ακτή, που συνάντησαν οι Αργοναύτες, έστειλαν μέσα στο δάσος τον Ύλα που προθυμοποιήθηκε να ψάξει να βρει πόσιμο νερό. Κάποια στιγμή όμως, καθώς περιπλανιόταν κοντά σε μια πηγή, ξεπήδησε από μέσα μια πανέμορφη νύμφη που τον ερωτεύτηκε και τον έπεισε να μείνει μαζί της. Οι Αργοναύτες που είδαν ότι ο Ύλας αργούσε αποφάσισαν να τον αναζητήσουν. Ιδιαίτερα επέμενε ο φίλος του Πολύφημος ο οποίος πρωτοστατούσε στις ομάδες αναζήτησης. Μετά από πολλές ώρες ο Ιάσονας αποφάσισε ότι θα ήταν πιο φρόνιμο να ξεκινήσουν χωρίς εκείνον, αλλά άφησαν στο μέρος εκείνο τον Πολύφημο να συνεχίσει να τον ψάχνει, με σκοπό να τους έβρισκαν και πάλι στο γυρισμό. Δεν γνώριζαν βέβαια τότε ότι δεν θα περνούσαν ποτέ ξανά από εκεί. Αργότερα ο Πολύφημος, που δεν είχε σχέση με τον Πολύφημο της Οδύσσειας, έκανε φίλους τους κατοίκους της περιοχής, όπου βασίλεψε για πολλά χρόνια…Οι Αργοναύτες κατόπιν, έφτασαν στη Βιθυνία, όπου ζούσαν οι Βέβρυκες. Ο βασιλιάς τους Αμύκος, που ήταν και γιος του Ποσειδώνα προκαλούσε σε πάλη όλους τους ξένους που πέρναγαν από εκεί. Λέγεται ότι ο Αμύκος ήταν εφευρέτης της πυγμαχίας. Ο γιος του Δία, ο Πολυδεύκης, που βρισκόταν μαζί με τους άλλους στην Αργώ, δέχτηκε την πρόκληση. Μετά από σκληρή πάλη κατάφερε να τον σκοτώσει, προκαλώντας την οργή των Βεβρύκων. Οι κάτοικοι όρμηξαν να σκοτώσουν τον Πολυδεύκη και τους συντρόφους του. Στην μάχη όμως που ακολούθησε οι Αργοναύτες δεν δυσκολεύτηκαν να επικρατήσουν κι έπειτα να σαλπάρουν με ασφάλεια.