Ύστερα από ημέρες έφτασαν εκεί που ζούσαν οι Δολίονες, στην Κυζίκη της Προποντίδας. Εκεί ο βασιλιάς Κύζικος τους έκανε σπουδαίο τραπέζι και την επόμενη νύχτα οι Αργοναύτες σήκωσαν την άγκυρα για να φύγουν. Όμως σηκώθηκε τέτοια πυκνή καταχνιά που παρόλο που ταξίδευαν για πολλές ώρες νομίζοντας ότι απομακρύνθηκαν, εκείνοι έχασαν τον προσανατολισμό τους και χωρίς να το αντιληφθούν
επέστρεψαν και πάλι στην Κυζίκη. Μέσα στο σκοτάδι οι Δολίονες δεν κατάλαβαν ότι επέστρεψαν οι Αργοναύτες, πίστεψαν ότι δέχονταν επίθεση από πειρατές και άρχισαν την μάχη. Ο Κύζικος πολέμησε με γενναιότητα για να προστατέψει τον λαό του. Κάποια στιγμή μέσα στο σκοτάδι βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Ιάσονα ο οποίος καθώς ήτανε πιο επιδέξιος στο ξίφος τον σώριασε κάτω νεκρό. Όταν η ομίχλη διαλύθηκε, αποκαλύφθηκε το τραγικό λάθος που είχε συμβεί. Όλοι τους θρηνήσανε και περισσότερο απαρηγόρητος ο Ιάσονας που έγινε άθελά του αιτία να σκοτωθεί ο γενναίος βασιλιάς. Ο Ιάσονας έκανε μεγαλόπρεπη κηδεία στο νεκρό Κύζικο. Τρεις ημέρες οι Αργοναύτες θρήνησαν, όπως απαιτούσε το έθιμο, για να τιμήσουν τον βασιλιά και τέλειωσαν με επικήδειους αγώνες.