Μαρία Κάλλας: La Divina
Ελένη Χουλιαρά (Α'4)
Ελένη Χουλιαρά (Α'4)
Η υψίφωνος και ηθοποιός Μαρία Κάλλας (Μαρία Καλογεροπούλου) ήταν ένα εμβληματικό πρόσωπο στον κόσμο της όπερας και της μουσικής. Η συμβολή της στην πολιτισμική κληρονομιά και η επιρροή της στη μουσική του 20ού αιώνα είναι αναμφισβήτητες.
Γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923 στη Νέα Υόρκη από Έλληνες γονείς. Το 1937 μετακόμισε με την μητέρα της και την αδελφή της στην Αθήνα. Ξεκίνησε σπουδές στο Εθνικό Ωδείο με δασκάλα φωνητικής τη Μαρία Τριβέλλα και συνέχισε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη της Ισπανίδας υψιφώνου Elvira de Hidalgo, η οποία την καθοδήγησε στο ξεκίνημα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας της. Το 1940 προσλήφθηκε από τη νεοσύστατη Εθνική Λυρική Σκηνή. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετώπιζε δυσκολίες στην Ελλάδα και έχοντας ήδη τραγουδήσει σε 56 παραστάσεις και 20 ρεσιτάλ επέστρεψε το 1945 στις Η.Π.Α. αναζητώντας ευκαιρίες για διεθνή σταδιοδρομία. H Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, ωστόσο, της πρόσφερε ρόλους που η Κάλλας απέρριψε.
Η γνωριμία της με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Αρένας της Βερόνα Giovanni Zenatello την οδηγεί στην Ιταλία. Εκεί, στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα και θριαμβεύει ως "Τζοκόντα" στο ομώνυμο έργο υπό τον μαέστρο Tullio Serafin, ο οποίος έγινε στη συνέχεια μέντοράς της.
Την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον μουσικόφιλο Ιταλό βιομήχανο Giovanni Meneghini, με τον οποίο παντρεύονται στις 21 Απριλίου 1949. Ο Meneghini, έχοντας και ρόλο μάνατζερ, άσκησε καταλυτική επιρροή στην καριέρα της Κάλλας.
Η πραγματική διεθνής αναγνώριση ήρθε στη δεκαετία του 1950 και η Κάλλας έγινε παγκοσμίως γνωστή για τη σπουδαία φωνή της και τις εντυπωσιακές ερμηνείες της. Στις 7 Δεκεμβρίου 1951 η Κάλλας ανοίγει τη σαιζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με το "Σικελικό Εσπερινό" του Βέρντι σε μια ιστορική εμφάνιση. Κατά τη διάρκεια των επόμενων επτά ετών η Σκάλα θα είναι η σκηνή των μέγιστων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων. Το 1955 ανεβάζει την ιστορική παράσταση της "Τραβιάτα" του Βέρντι σε σκηνοθεσία Luchino Visconti. Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης ως "Νόρμα" στο ομώνυμο έργο του Bellini. Συχνά ερμήνευε την ίδια χρονική περίοδο ρόλους εντελώς διαφορετικούς μουσικά, δραματουργικά, υφολογικά και τεχνικά.
Στις 5 Αυγούστου 1957 επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στo πλαίσιo του Φεστιβάλ Αθηνών. Λίγους μήνες πριν έχει γνωρίσει τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση και η σχέση της μαζί του εξελίσσεται σε μία από τις πλέον διάσημες στην ιστορία.
Το 1960 πρωταγωνιστεί στη "Νόρμα" και το επόμενο έτος στην "Μήδεια" σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και σκηνογραφία Γιάννη Τσαρούχη στην Επίδαυρο, ενώ το 1962 η παράσταση ανεβαίνει στη Σκάλα του Μιλάνου και η Κάλλας αποθεώνεται. Τον Ιανουάριο του 1964 κάνει τεράστια επιτυχία ως "Τόσκα", σε παραγωγή του Franco Zeffirelli στο Covent Garden και την ίδια χρονιά ως "Νόρμα" στην Όπερα των Παρισίων.
Την περίοδο εκείνη η Κάλλας έχει ήδη αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα με τη φωνή της και οι εμφανίσεις της μειώνονται. Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας στο Covent Garden με την "Τόσκα" του Zeffirelli.
Ο γάμος της με τον Meneghini έχει λυθεί ουσιαστικά από το 1959 και το 1968 τελειώνει και η σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, αφού εκείνος παντρεύεται ξαφνικά στις 8 Ιουλίου 1968 τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Kennedy, Jacky, οδηγώντας την κορυφαία υψίφωνο σε κατάθλιψη και απομόνωση.
Το 1971 και 1972 δίδαξε Masteclasses στη Σχολή Julliard της Νέας Υόρκης.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 σε ηλικία 55 ετών η Μαρία Κάλλας πεθαίνει ξαφνικά στο σπίτι της στο Παρίσι. Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου και τον Ιούνιο του 1979, έπειτα από μια σύντομη τελετή, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Δημήτρης Νιάνιας σκόρπισε την τέφρα της από πυραυλάκατο που έπλεε στον Σαρωνικό κόλπο.
Η Μαρία Κάλλας συνέβαλε στον κόσμο της τέχνης με το ταλέντο της, την ερμηνευτική της δεινότητα και την έντονη προσωπικότητά της, καθιστώντας την ένα ξεχωριστό και μνημειώδες πρόσωπο, το οποίο ταυτίζεται αυτόματα με την όπερα. Ρωμαλέα, διαπεραστική, ηχοχρωματικά πλούσια, με εντυπωσιακό εύρος και άμεσα αναγνωρίσιμη, η φωνή της υπηρέτησε με άρτια τεχνική ένα μοναδικά εκφραστικό, δραματικά συναρπαστικό τραγούδι, ανανεώνοντας ριζικά με νέες ποιοτικές σταθερές την σκηνική ερμηνεία της όπερας. Η καριέρα της, αν και ήταν πολύ μικρή σε διάρκεια, ήταν τεράστια σε ένταση και ερμηνευτικές προκλήσεις. Για τους λόγους αυτούς κριτικοί και κοινό τής χάρισαν το προσωνύμιο La Divina («Η Θεϊκή»)