Έλλη Λαμπρίδη: Μια γυναίκα κόντρα στην εποχή της
Αναστάσης Λιακάκος (Α'2)
Αναστάσης Λιακάκος (Α'2)
Γεννήθηκε στην Αθήνα, ως πρώτο από τα 4 παιδιά του Ιωάννη Λαμπρίδη (δικηγόρου, δημοσιογράφου, εκδότη εφημερίδας και βουλευτή στην κυβέρνηση Βενιζέλου το 1910) και της Σοφίας Φωτιάδου (δασκάλας πιάνου). Από τα εφηβικά της χρόνια, δεν συμβιβάστηκε με το σύστημα και μετά τις βασικές της σπουδές στο ιδιωτικό σχολείο της Ασπασίας Σκορδέλη, συνέχισε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, όπου η φοίτησή της κατέστη εφικτή χαριστικά, ύστερα από προσωπική παρέμβαση του τότε πρωθυπουργού και οικογενειακού φίλου, Στέφανου Δραγούμη.
Το 1911 ξεκίνησε σπουδές στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή της, το 1916, μετέβη στην Ελβετία για ανώτερες σπουδές στα παιδαγωγικά με υποτροφία του Ιδρύματος Σταθάτου, όπου γνώρισε, το 1917, τον Νίκο Καζαντζάκη και η έντονη σχέση τους διήρκησε πολλά χρόνια, χωρίς να καταλήξει σε γάμο.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, στράφηκε με ζήλο στη φιλοσοφία, με θέμα διατριβής της το 1919 τις γνωσιολογικές αρχές του Αριστοτέλη. Οι σπουδές της στη φιλοσοφία ήταν όμως ασύμβατες και με την υποτροφία της και με τις αντιλήψεις της εποχής κι έτσι το Ίδρυμα Σταθάτου της ζήτησε να επιστρέψει και να εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κατά σχετικό όρο της. Έτσι, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε για τρία χρόνια (1920-1923) σε διάφορα σχολεία. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε (για μόλις ένα χρόνο) τον αρμοστή της σχολικής εκπαίδευσης, Κωνσταντίνο Στυλιανόπουλο και απέκτησε μία κόρη, τη Νίκη. Οι πολιτικές αναταραχές στην Κωνσταντινούπολη, η παύση της λειτουργίας του σχολείου όπου δίδασκε και η επικείμενη γέννηση της κόρης της, τους έφεραν στην Αθήνα, όπου χώρισαν. Εκείνη εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, όμως οι πρωτοπόρες και μοντέρνες παιδαγωγικές, και όχι μόνο, απόψεις της προκαλούσαν αντιδράσεις, διώξεις, υποβιβασμούς και τέλος, την οριστική της απόλυση το 1935. Ωστόσο, η δημιουργικότητα και ο δυναμισμός της δεν την εγκαταλείπουν, παρ’ όλες τις επαγγελματικές, οικογενειακές και κοινωνικές αντιξοότητες.
Το έργο της
Από το 1919 που αναγορεύτηκε διδάκτορας έως την απόλυσή της το 1935, δημοσίευσε 73 άρθρα, μελέτες και μεταφράσεις, συνέγραψε 180 επιστημονικά λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες. Το 1929 διηύθυνε τις «Μελέτες», του εκδοτικού οίκου Γεωργίου Καλέργη, παρουσιάζοντας μοντέρνα ρεύματα σκέψης. Ο οίκος εξέδωσε 10 βιβλία, εκ των οποίων τα 8 δικά της (7 μεταφράσεις διανοητών της εποχής, όπως του Μπερξόν «L’effort intellectuel: Η διανοητική προσπάθεια», και μία μελέτη της για τον ίδιο φιλόσοφο).
Δυναμική και με κριτική διάθεση, ήρθε συχνά αντιμέτωπη με την καθεστηκυία τάξη.
Ενδεικτικές είναι οι αντιδράσεις για το λήμμα της για τον Μπερξόν στο «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό» του Ελευθερουδάκη, το 1928. Αρχικά, με τη δημοσίευσή του, έλαβε συγχαρητήρια επιστολή και πρόταση για συνέχιση της συνεργασίας. Όμως, όπως αναφέρει η ίδια, «3 καθηγητές από το Πανεπιστήμιο, εξοργίστηκαν, που κάποιος μπορούσε να μιλήσει για τον Μπερξόν με τόσο επαινετικό τρόπο και διαμαρτυρήθηκαν στον εκδότη, που ζήτησε να διακόψουν τη συνεργασία!». Η αντίδραση των καθηγητών είναι αποκαλυπτική, όχι μόνο για την αντιμετώπιση της γυναίκας, αλλά και για την απήχηση της μοντέρνας φιλοσοφίας στην Ελλάδα.
Μετά την απόλυσή της από την εκπαίδευση το 1935, ασχολήθηκε εντατικά με τη φιλοσοφία. Το 1935 ανέλαβε συντάκτρια στη φιλοσοφική στήλη του περιοδικού «Ελληνικά Φύλλα». Από το 1937 έως το 1939 παρέδιδε μαθήματα Φιλοσοφίας και Φιλοσοφίας της Ιστορίας στον φιλολογικό σύλλογο Ασκραίο. Παράλληλα, ήταν μέλος του κύκλου μελέτης της Πολιτείας του Πλάτωνα μαζί με τους Κ. Δεσποτόπουλο, Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλο, Δ. Καπετανάκη, Β. Λαούρδα και Κ. Τσάτσο. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Νεοελληνικά Γράμματα», «Νέα Εστία», «Νεοελληνική Λογοτεχνία», «Νέα Πολιτική», «L΄Hellénisme Contemporain» και εφημερίδες όπως η «Καθημερινή» και η «Ελληνική Φωνή». Τα δημοσιεύματά της κατά την τριετία αυτή ξεπερνούν τα 85, καλύπτοντας μεγάλη ποικιλία θεμάτων: κοινωνικά, ιστορικά, παιδαγωγικά, φιλολογικά και φιλοσοφικά. Από τις μονογραφίες σχετική με τη φιλοσοφία είναι ο Μένων του Πλάτωνα, που εκδόθηκε το 1938, με εισαγωγή, μετάφραση και φιλοσοφικά σχόλια δικά της.
Από το 1939 έως το 1960 η Έλλη Λαμπρίδη έζησε στο Λονδίνο με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου για τη μελέτη του εκπαιδευτικού συστήματος της Μ. Βρετανίας. Ο πόλεμος όμως επέβαλε την παραμονή της εκεί και αργότερα για πολιτικούς λόγους στερήθηκε τη δυνατότητα επιστροφής στην Ελλάδα. Στο Λονδίνο φοίτησε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του University of London, όπου συγχρόνως παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφία των Μαθηματικών και την Ιστορία της Επιστήμης. Από το 1939 έως το 1941 επισκεπτόταν το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, όπου μαθήτευσε ως μόνη Ελληνίδα κοντά στον Λ. Βιτγκενστάιν & συγχρόνως παρακολούθησε μαθήματα πολιτικής φιλοσοφίας και φιλοσοφίας της επιστήμης.
Από το 1940 και όσο η Ελλάδα ήταν υπό γερμανική κατοχή, η Λαμπρίδη έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο. Ταξίδεψε σε όλη τη Μ. Βρετανία, πραγματοποιώντας πάνω από 300 ενημερωτικές ομιλίες για την Ελλάδα, συγκεντρώνοντας χρήματα για τον Ερυθρό Σταυρό και την αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος. Ως τακτική συνεργάτης του BBC, ενημέρωνε για την κατάσταση του πολέμου και εμψύχωνε το κοινό σε αγγλόφωνες εκπομπές και στην ελληνόφωνη «Ώρα της Ελλάδος».
Με την απελευθέρωση επιστρέφει στην Αθήνα, όπου βρίσκει νεκρή την 23χρονη κόρη της, Νίκη από ανταλλαγές πυρών στα Δεκεμβριανά. Για έναν χρόνο παραμένει στην Αθήνα και εργάζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών ως διευθύντρια στο γραφείο του υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου Ν. Καζαντζάκη, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Θ. Σοφούλη. Είναι ιδρυτικό μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου με πρόεδρο τον Ν. Κιτσίκη και αντιπρόεδρο τον Ν. Καζαντζάκη. Ο πόλεμος και ο θάνατος της κόρης της, απορρόφησαν όλη της την ενέργεια. Από το 1940 έως το 1946, οπότε μεταβαίνει στη Μ. Βρετανία, έχουμε μόνο 27 δημοσιεύματά της. Έκτοτε η δραστηριότητα και εμπλοκή της στην Ένωση για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα την οδήγησε σε καταδίκη, φυλάκιση και αφαίρεση της ελληνικής της ιθαγένειας από το 1949 έως το 1959, οπότε της δόθηκε αμνηστία, μετά από ενέργειες των Γ. Σεφέρη, Ν. Πουλιόπουλου και Αμαλίας Φλέμιγκ.
Με την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1960 εξέδωσε τη «Νίκη». Είναι το μοναδικό αφηγηματικό της έργο με τίτλο το όνομα της κόρης της, όπου καταγράφει τη σχέση της μαζί της και την εμπειρία του πένθους. Στην Ελλάδα εμπλέκεται δυναμικά με την πολιτική, τον αντι-αποικιακό αγώνα, την υπόθεση της Κύπρου και τα δικαιώματα των γυναικών. Πολιτεύεται με το Ελληνικό Λαϊκό Κίνημα Ανεξαρτησίας του Ν. Πουλιόπουλου, εκπροσωπώντας το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ως γραμματέας του Στρατή Σωμερίτη στο 6e Congrès des Partis sosialistes de la Communauté européenne, στη Ρώμη το 1964. Συμμετέχει στο Διεθνές Συνέδριο του PEN [Poets, Essayists, Novelists] την ίδια χρονιά στο Όσλο, ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση ως απεσταλμένη της Πανελλαδικής Ένωσης Γυναικών. Παράλληλα, ασχολείται με την ελληνική γλώσσα και τον κινεζικό πολιτισμό. Το 1962 τυπώνεται η μετάφραση και τα σχόλια της στην Ιστορία του Θουκυδίδη, έργο 4 τόμων και 1.297 σελίδων, με εισαγωγή του Ιωάννη Κακριδή και η Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, από μαθήματα φιλοσοφίας που είχε παραδώσει στον Ασκραίο μεταξύ 1937-1939. Το έργο αυτό επανεκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2004, μαζί με το λογοκριμένο κεφάλαιο για τον Μαρξισμό, που δεν περιείχε η αρχική έκδοση. Ακολούθησε η δημοσίευση ενός υποθετικού διαλόγου με τον Βίτγκενστάιν στα γερμανικά, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Club Voltaire, το 1963. Και πάλι είναι η μοναδική ελληνική εκπροσώπηση ανάμεσα σε κορυφαίους στοχαστές του 20ού αιώνα, όπως οι Alexander Mitscherlich, Karl Löwith, Erich Kästner, Aldus Huxley, Karl Popper, Paul Feyerabend. Το ελληνικό πρωτότυπο του διαλόγου υπάρχει στο Αρχείο της και εκδόθηκε το 2004 από την Ακαδημία Αθηνών.
Από το 1962 έως το 1967, που της αφαιρέθηκε το διαβατήριο από τη χούντα του Γ. Παπαδόπουλου, η Λαμπρίδη αρθρογραφεί σε διάφορα περιοδικά, όπως η «Καινούρια Εποχή» και οι «Εποχές», όπου δημοσιεύει σειρά μελετών και μεταφράσεων για τον Πόπερ, τον Ράσελ, τον Σαρτρ, τον Μπερξόν, τον Κίρκεγκαρτ, τον Γουίλιαμ Τζέιμς, τον Κώστα Παπαϊωάννου και τον Θουκυδίδη, ως φιλόσοφο της ιστορίας. Η αποδοχή και αναγνώρισή της συμβολής της στη φιλοσοφία διαφαίνεται από τη συμμετοχή της στη δημόσια συζήτηση για το άρθρο του Τζούλιαν Χάξλεϊ «Νέα θεότητα» με συνομιλητές τον Παπανούτσο, τον Τατάκη, τον Μουρέλο και άλλους σημαντικούς διανοητές της εποχής. Παράλληλα με το συγγραφικό της έργο η Λαμπρίδη παρέδιδε μαθήματα φιλοσοφίας για τον Εμπεδοκλή, που οι μαθητές της μετά το θάνατό της εξέδωσαν (1976). Πέθανε το 1970 σε ηλικία 74 ετών και με διαθήκη διέθεσε ολόκληρη την περιουσία της για τη δημιουργία κέντρου μελέτης της φιλοσοφίας.
Στην κατοικία της στεγάζεται σήμερα η «Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη Έλλης Λαμπρίδη» -κληροδότημα της Ακαδημίας Αθηνών ως φόρος τιμής στην πρώτη Ελληνίδα φιλόσοφο, στη γυναίκα – σύμβολο της αυτοδιάθεσης σε καιρούς εξαιρετικά σκληρούς για το φύλο της, που έζησε μια συναρπαστική ζωή σε εποχές ιστορικά σημαντικές, που βίωσε τον απόλυτο έρωτα στο πλευρό του Νίκου Καζαντζάκη, μια σπουδαία γυναίκα που πάλεψε για την ελευθερία και την πατρίδα της όσο καμιά κι ωστόσο μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό.
Προσωπικά αντικείμενα της Έλλης Λαμπρίδη στη Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, στο σπίτι της στην οδό Υψηλάντου 9