Η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύεται, σε μία πρώτη μορφή, το 1957 και, πέρα από τις διάφορες βλέψεις για κοινή ανάπτυξη των κρατών-μελών, κύριο στόχο της αποτελεί η εξάλειψη συρράξεων αντίστοιχης εμβέλειας με τους δύο παγκοσμίους πολέμους που είχαν προηγηθεί. Το 2011, ωστόσο, όταν ο Jürgen Habermas εξέδωσε το βιβλίο του «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης» (Zur Verfassung Europas. Ein Essay), αυτός ο στόχος φαινόταν να έχει εκπληρωθεί και, συνεπώς, προέκυπτε το εξής ερώτημα: «γιατί να επιμένουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση;», όπως το θέτει ο ίδιος.
Η απάντηση που δίνει; Διεθνείς κρίσεις απαιτούν διακρατική μέριμνα για την αντιμετώπισή τους. Και πώς, όμως, θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Ο Habermas εντοπίζει το θεμελιώδες ελάττωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως διακρατικού θεσμού στο γεγονός πως οι συνομιλίες μεταξύ των αρχηγών των κρατών-μελών είναι μη δεσμευτικές νομικά, ενώ τις χαρακτηρίζει και αντιδημοκρατικές, καθώς δε μετέχει σε αυτές ο λαός.
Θεωρεί, επομένως, ότι λύση σε αυτά τα προβλήματα θα αποτελέσει μία ακόμα πιο ενοποιημένη Ευρώπη – μία Ευρώπη, η οποία δεν θα είναι πλέον μία απλή ένωση κρατών, αλλά μία Υπερεθνική Συλλογική Οντότητα, της οποίας το νομικό δίκαιο θα στηρίζεται σε μία θετικιστική αντίληψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η οποία θα θεμελιώνεται από κοινές συμφωνίες μεταξύ λαών και όχι μεταξύ των ιθυνόντων.
Πέρα από την ενοποίηση, δύο είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία αυτής της πρότασης: αφενός μεν η διεθνοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας· αφετέρου δε ο καθοριστικός ρόλος της έννοιας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου στη νέα αυτή μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία, αν και πηγάζουν –κατά τον Γερμανό φιλόσοφο– από την οικουμενική έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θα πρέπει να ερμηνευθούν με βάση τον θετικισμό, προκειμένου να εκνομικευθούν και να επιτευχθεί η σύσταση μίας συνταγματικά δημοκρατικής υπερεθνικής κοινωνίας.
Ωστόσο, ο Habermas αναγνωρίζει ότι η πρότασή του για μία ενιαία υπερεθνική οντότητα δικαιολογεί ορισμένες ανησυχίες σχετικά με τη διατήρηση των διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων των λαών που θα ενταχθούν σε αυτόν τον νέο σχηματισμό, στοιχείων που τους ενώνουν και τους χαρακτηρίζουν. Συνεπώς, απαντά με μια λιγότερο νεωτεριστική και πιο συγκαταβατική πρόταση: μία «ομοσπονδιακά συντεταγμένη Ευρώπη» με βάση την αρχή της επικουρικότητας1, στην οποία το κάθε κράτος-μέλος θα διατηρεί την αυτοδιάθεσή του.
Σε αυτό το σημείο, βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εν έτει 2023 ο αρχικός ισχυρισμός του Habermas περί εξάλειψης των πολέμων –τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο– έχει πάψει να ευσταθεί, ενώ το σχετικά πρόσφατο «Brexit» υποδεικνύει ότι οι δεσμοί μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης περισσότερο χαλαρώνουν, παρά συσφίγγονται. Παράλληλα, η αδυναμία της τελευταίας να αντεπεξέλθει στη διεθνή κρίση που προκλήθηκε από τον εν εξελίξει πόλεμο στην Ουκρανία καταδεικνύει την ανεπάρκεια και την αδυναμία του συγκεκριμένου πολυεθνικού θεσμού να αντιμετωπίσει τα προβλήματα για τα οποία δημιουργήθηκε…
Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται ένα καίριο ερώτημα: πρέπει να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε μία ακόμη μεγαλύτερη ενοποίηση ή να εγκαταλείψουμε αυτή την ουτοπική ιδέα μίας ιδανικής είτε πολυεθνικής είτε υπερεθνικής οντότητας και να στραφούμε αλλού για λύσεις στα σύγχρονα προβλήματα;
Σημειώσεις:
Η αρχή της επικουρικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Ένωση έχει προτεραιότητα δράσης έναντι των κρατών-μελών στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητά της.