Κρέοντες του Β4
με τον τρόπο του Γ. Ρίτσου (στο έργο του Ισμήνη)
με τον τρόπο του Γ. Ρίτσου (στο έργο του Ισμήνη)
Αλεξία Ράμμου
Ω! Αντιγόνη! Κόρη όμορφη και άγρια...
Πώς να ‘ξερα πως μια μέρα θα ‘χες τέτοια μοίρα.
Σαν σε έβλεπα μικρή ξεμαλλιασμένη να παίζεις με το κύμα...
Θα ‘σουν δεν θα ‘σουν πέντε χρονών.
Ήσουν μαυρισμένη από τον βίαιο ήλιο του Αυγούστου.
Κρατούσες ένα κοχύλι.
Τα μαλλιά σου μπλέκονταν με το φίλημα του αέρα.
Τώρα θα γίνουν ένα με το ίδιο σου το αίμα.
Τώρα θα σε φιλά το χώμα.
Θα κρατάς την πνοή σου στο πέρασμα του θανάτου
Το κοχύλι θα σου πέσει από τα χέρια
Μαυρισμένη από το σκοτάδι του Άδη και τη βία των δολοφόνων σου
Θα ‘σαι μια για πάντα 18 χρονών
Μικρή και άμυαλη θα παίζεις τη μοίρα σου στα ζάρια
Πού να το ‘ξερα. Πού να το ‘ξερα!
Ω! Αντιγόνη! Κόρη ανόητη και δειλή...
Παναγιώτης Τσουκαλάς
Ποια να είναι άραγε η μορφή που στέκεται μπροστά μου,
με αυτό το βλέμμα το κενό, το αναίσθητο;
Μα φυσικά· τι λέω; Σαν δεν είναι η ίδια που ήταν πάντα;
Ναι, αυτή είναι. Αυτή η κόρη που με τόσο πάθος μιλά
για τους θεούς του Κάτω Κόσμου - μόνο γι’ αυτούς δείχνει ενδιαφέρον άλλωστε.
Και προς τι η ανάγκη να πάει κοντά τους, αναρωτιέμαι,
αφού ήδη φέρεται σαν νεκρή - πάντα έτσι ήταν.
Ένα κορμί που περιφέρεται δίχως αγάπη, δίχως λύπη,
μήτε θυμό, μήτε έγνοια. Ίσως λοιπόν ο Άδης που αποτελεί μοναδική της έγνοια
να είναι ο μόνος όμοιός της· μονάχα με αυτόν να μονιάσει.
Αν μη τι άλλο θα της είναι ευλογία ο θάνατος, ένα μέσο να πάει στους ομοίους της,
τους ανέκφραστους, τους απελπισμένους, αυτούς χωρίς καμία φιλοδοξία, τους νεκρούς.
Ναι, αυτό είναι το πιο ωφέλιμο και για αυτή, δεν το κρύβει άλλωστε - έτσι ήταν πάντα.
Όχι, δηλαδή, πως είναι απαραίτητο κάποιο ιδιαίτερο κίνητρο για την εφαρμογή του νόμου.
Η εξουσία είναι απόλυτη, έτσι και η ισχύς της που κανείς δεν της ξεφεύγει, ούτε φτωχός,
ούτε εύπορος και είναι τυφλή στην προσωπικότητα του καθενός και ούτε την κάμπτει
η προσωπική πεποίθηση, ούτε το θράσος, η αδιαφορία, ο εξευτελισμός, η ταπείνωση,
η άρνηση… Μα δεν ήταν έτσι - όχι, όχι πάντα. Υπήρξε μία φορά, είχε όμως κρυφτεί
στην πιο απόμακρη γωνία του μυαλού μου, σαν μια μακρινή φαντασία, ένα όνειρο -
μήπως και έτσι ήταν τάχα; Όχι, ήταν αλήθεια. Η δική της αλήθεια, έστω και για μια στιγμή.
Ήταν κοριτσάκι ακόμη, σεμνό και συνεσταλμένο πάντα, την έπιασα να αγναντεύει τη θέα
πέρα από το μουντό παλάτι της και έξω από τα δεσμά του αίματός της.
Τότε - ακόμη δεν ξέρω τι με έπιασε - έκοψα ένα άνθος από την πλούσια βασιλική αυλή
και της το πρόσφερα με ένα αμήχανο χαμόγελο. Μήπως τελικά όντως ήταν όνειρο;
Όχι, δεν το ονειρεύτηκα. Σύντομο κι αν ήταν, μου το ανταπέδωσε με το δικό της,
το πιο αθώο και γλυκό χαμόγελο που είχα δει και ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη.
Πού χάθηκε άραγε αυτό το χαμόγελο; Πότε πήρε τη θέση του αυτή η νεκρή έκφραση,
αυτή η αδιαφορία και η περιφρόνηση; Ίσως ο Άδης να μην ήταν ο μόνος που της άρμοζε…
Η εξουσία του, όμως, δεν ισχύει εδώ. Ο νόμος είναι απόλυτος και τυφλή η εφαρμογή του.
Αγάπη Φιλιππίδη
Η ανιψιά μου θαρρείς πως ήταν βγαλμένη από άλλο κόσμο. Αυτή ήταν η πηγή της δυστυχίας και του τραγικού της τέλους. Η παρουσία της υποβλητική καθώς ήταν, μαγνήτιζε την προσοχή και μαρτυρούσε την απαράμιλλη γενναιότητά της. Ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καταδικασμένη στο δύσβατο μονοπάτι που όριζε η καρδιά της, μπλέχτηκε στον ιστό που μέρα με τη μέρα έπλεκε η μοίρα. Κόρη του Οιδίποδα ήταν, η τραγική μοίρα κυλούσε στο αίμα της από την καταβολή της ύπαρξής της. Άκαμπτη ή ονειροπαρμένη, δεν περιοριζόταν από κανένα κανόνα. Ωστόσο, κάποιο πρωινό της άνοιξης, την είδα να παίζει στον ολάνθιστο κήπο. Ανυποψίαστη ακόμα για την ασχήμια του κόσμου, κάτι στις ανέμελες κινήσεις της και το αγνό γελάκι που έσκαγε πού και πού μαρτυρούσε το μεγαλείο της. Το παιδιάστικο τρέξιμο και οι επιδέξιες χορευτικές της κινήσεις απέπνεαν μια εμφανή ελευθερία και αποφασιστικότητα. Ποτέ δεν φοβόταν τη μοναξιά η Αντιγόνη. Αυτό το πηγαίο επαναστατικό της πνεύμα με μάγευσε. Έφυγα όμως γρήγορα, πριν με δει, δεν ήθελα. Ντράπηκα μπροστά στο θάρρος του νεαρού κοριτσιού, το θάρρος που την καθοδήγησε και στην τελική της επιλογή - τον θάνατο. Και επέλεξε η Αντιγόνη τον πιο αρμοστό θάνατο - έναν θάνατο για ιερό σκοπό. Εκείνο της το “πρέπει” και ιδίως εκείνο της το “δίκαιο” ήταν η μόνη της ομολογία, η παντοτινή της αφετηρία, η αισχρή της τιμωρία. Κι εκείνο τ’ άλλο, όταν τελικά ξανακοίταξα από το παράθυρο, είχε φύγει. Και είχε μείνει ο κήπος άδειος, βουβός - το θρόισμα των φύλλων ξάφνου σώπασε και το κελάηδισμα των πουλιών πάγωσε. Η απουσία της ήταν εκκωφαντική. Τότε κατάλαβα, κατάλαβα τι ήθελε να πετύχει η Αντιγόνη τόσα χρόνια μετά. Ένιωσα για πρώτη φορά αυτό που εκείνη ήξερε από τότε, πως ο θάνατος δεν εξαιρεί αλλά παραμονεύει υπομονετικά. Με αυτή τη γνώση, λοιπόν, η Αντιγόνη έκανε την τελευταία της επιλογή. Χωρίς να υπακούει ούτε στον θάνατο, προετοιμάστηκε προσεχτικά για αυτή τη μέρα και όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία την άρπαξε. Ο θάνατος τής έδωσε επιτέλους την ευκαιρία να παραιτηθεί από τον κύκλο του ακατόρθωτου και να βιώσει την ανθρώπινη ευτυχία στον άλλο κόσμο. Στο άνθος της ηλικίας της και πλάι στον αγαπημένο της, τον Αίμονα. Τον Αίμονα τον μοναχογιό μου που τυφλωμένος από την αγάπη του αποτέλεσε τη μόνη ατέλεια στην καλομελετημένη επανάστασή της. Αναρωτιέμαι, κάποτε, μήπως η ζωή είναι μονάχα ένα δύσβατο, γεμάτο στερήσεις μονοπάτι προς τον άχαρο θάνατο. Ωστόσο, στα διαλείμματα αυτής της άδικης ερώτησης είναι κρυμμένη η ουσία της ζωής, η λυτρωτική επήρεια της ελεύθερης βούλησης.
Ιωάννα Φλέσσα
Η Αντιγόνη, θαρρείς, πως ήταν ένα πλάσμα αλλόκοτο. Έξω από τη νόρμα του δικού μας κόσμου.
Ίσως αυτό να με φόβισε. Ίσως η ακατανόητη δύναμη της ψυχής της να τη σκότωσε.
Καθένας, θαρρείς, πεισμώνει και αποστρέφεται το ανώτερο. Δεν έχουν όλοι τη δύναμη να σκύψουν το κεφάλι στο δίκαιο.
Η ιδέα του θανάτου, βλέπεις, μας ακολουθεί παντού - για κάποιους είναι η τιμωρία της αλαζονικής, αφελούς ύπαρξής μας.
Ένας τοίχος εμφανίζεται μπροστά μας και μας κόβει τον δρόμο.
Η Αντιγόνη, όμως, δε λυγίζει στο αδιέξοδο - αφελής ή απρόσμενα γενναία.
Ωστόσο, αγαπούσε τη ζωή όσο τίποτε άλλο.
Κάποιο φθινοπωρινό πρωινό τη θυμάμαι ξαπλωμένη στο νωπό από τη βροχή χώμα να χαράσσει ένα ξυλαράκι στη γη.
Κι όταν πλησίασα και είδα ότι είχε ζωγραφίσει ένα περιστέρι με διάπλατα φτερά και μεγάλα εκφραστικά, σαν τα δικά της μάτια, έμεινα έκπληκτος. Δεν ξέρω γιατί.
Ίσως αυτή η θέληση για ζωή, ο πηγαίος ενθουσιασμός της να ήταν αυτά που να με έκαναν να τρέξω μακριά και να ξαναβυθιστώ στις έγνοιες της ενήλικης ζωής.
Κι εκείνο της το «θέλω», το «πρέπει» και το «θα» σαν να ΄ξερα ότι θα την ακολουθήσουν σαν ενοχλητικό βαρίδι στη ζωή της.
Κι εκείνο το άλλο, όταν αγάπησε τον Αίμονα και κοίταξα το βλέμμα τους, το άγγιγμα, το νεανικό, ξέφρενο γέλιο καθώς έτρεχαν μαζί στον λόφο. Και απόρησα πώς γίνεται κανείς να αγαπά με τέτοιο πάθος, να κρύβει τέτοιο βάθος συναισθημάτων.
Ποτέ δεν είχα διανοηθεί ότι η Αντιγόνη θα πεθάνει - παρά μόνο τώρα που ακούω τους θρήνους των γυναικών.
Πώς γίνεται κάθε λέξη τους να αντηχεί σαν άγριο θεριό, πώς γίνεται αναμνήσεις να μου δέρνουν το σώμα και να με στοιχειώνουν.
Το περιστύλιο δεν ήταν ξανά τόσο απόμακρο, τα δέντρα, ο άνεμος, ο ήλιος τόσο μισητά και τόσο εχθρικά.
Τη σκότωσα και τώρα σαν να αδιαφορεί για τη μικρότητά μου κοιμάται υπεροπτικά δίπλα στον αδερφό της.
Το περιστέρι μπλέχτηκε στα κλαδιά του δέντρου και πάσχιζε να ελευθερωθεί.
Κι όσο αγκομαχούσε, τόσο ανέπνεα γρήγορα, κοφτά, πανικόβλητος. Το λείψανο του Αίμονα. Ο γιος μου ο μονάκριβος σφράγισε τα μάτια του αιωνίως. Εξαιτίας μου.
Πού είναι το περιστέρι; Χάθηκε, δεν το βλέπω πια.
Τότε ακούστηκε αναταραχή - έντυναν τον νεκρό. Τότε έγινε στ’ αλήθεια νεκρός.
Κραυγάζω, δεν ακούω, δε σκέφτομαι και ακούω την κλαγγή του σπαθιού μου.
Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως ζούμε μόνο και μόνο για την επιτυχία, τον σεβασμό, τον φόβο των ανθρώπων. Ωστόσο, στην ασχήμια της πεζής αυτής ερώτησης ίσως να υπάρχει η σπίθα της αγάπης, του δικαίου.