- Στάσου, λίγο! Να, εδώ κάνε στην άκρη. Ένα λεπτό θα κάμω μοναχά.
Ο γαμπρός του Αντώνη τράβηξε χειρόφρενο. Είχε κάτι παραξενιές ο πεθερός του... Κάθε καλοκαίρι, γύριζε στην Κρήτη με τη λαχτάρα του ξενιτεμένου – 82 χρονών πια – από τα δεκάξι μακριά από τον τόπο του, όμως αμφέβαλλε αν η ευσυγκινησία του οφειλόταν στη νοσταλγία ή ήταν ένα ακόμη κουσούρι που πρόσθετε ο χρόνος στην καμπούρα των ανθρώπων. Άλλωστε τα παιδικά χρόνια που περιέγραφε ο πεθερός του στο νησί δεν ήταν και τα καλύτερα. Φτώχια και σκληρή δουλειά ήταν η μοίρα του για πολλά χρόνια μέχρι να καταφέρει να σταθεί στα πόδια του και να προκόψει.
Ο Αντώνης έσκυψε πάνω από το σκληρό θάμνο με τα σγουρά φύλλα που έμοιαζαν του βασιλικού. Είχε πάρει το μάτι του τις αφάνες στο γνώριμο σημείο όπως έστριβε το αυτοκίνητο στον επαρχιακό δρόμο και πριν προλάβει να το σκεφτεί με το μέσα μυαλό, ζήτησε από το γαμπρό του να σταματήσει. Δίπλα στα απαλά, βελούδινα φύλλα του φασκόμηλου που μπλέδιζαν κάτω από το σκληρό ήλιο του Ιούλη ήταν η μαυραγκάθα. Πιο σκληρή από τις γυμνές του πατούσες στα μικράτα του, πιο άπονη κι από τη γυναίκα του που δεν τον αγαπούσε πια. Τα αιχμηρά αγκάθια της τα είχε δοκιμάσει στο πετσί του με τον πιο βασανιστικό τρόπο. Το βλέμμα του έμεινε απλανές για μερικά δευτερόλεπτα, αρκετά για να εμφανιστεί μπροστά του ένα κοπελάκι έξι-επτά χρονών, μαυριδερό, ξυπόλητο, με το στομάχι στην πλάτη και το παράπονο να σκιάζει το αετίσιο βλέμμα.
- Ήντα ‘χεις εκιά στο χαρτί, Μανούσο;
Το φαΐ το μυριζότανε σα λαγωνικό. Κάτι του 'λεγε πως το διπλωμένο πακετάκι που τόσο προστατευτικά κράταγε ο μεγαλύτερος ξάδερφός του περιείχε κάτι πολύ καλύτερο κι από τα πιο χοντρά χαρούπια. Ο Μανούσος τον αγριοκοίταξε και έχωσε το πακετάκι βαθιά στο ζωνάρι του. Όχι και να μοιραστεί τέτοιο απόκτημα με το μυξιάρικο.
- Ήντα 'ναι;
Ξαναρώτησε πιο επίμονα αυτή τη φορά κι έβρεξε με τη γλώσσα του τα ξερά χείλη του.
Ο Μανούσος έστριψε κατά τον όχτο ενοχλημένος. Θα μπορούσε να βγάλει τα λουκούμια που τον φίλεψε ο παπάς για να τα φάει μπροστά στον ξάδερφό του τον Αντώνη και να τον κάνει να λιγωθεί μέχρι θανάτου. Μα, δεν ήταν σίγουρος αν αυτό θα του έδινε αρκετή ευχαρίστηση. Άρχισε να πλάθει εικόνες με το μυαλό του. Φανταζότανε να κατεβαίνει αργά, μετά τα πρόβατα, στην πλατεία του χωριού και να τα τρώει καμαρωτός μπροστά στη βρύση, εκεί που μαζευόταν όλη η πιτσιρικαρία και να απολαμβάνει το λιμασμένο βλέμμα στις φάτσες τους. Αυτό μάλιστα. Χαμογέλασε αυτάρεσκα και έσφιξε περισσότερο το μικρό πακετάκι στη ζώνη.
Ήταν η δεύτερη φορά που έπιανε την προβατίνα του παπά. Την πρώτη, τον εφίλεψε πρόσφορο, μα ο χαζός το καταβρόχθισε εκειδά στην πεζούλα κι ύστερα δεν είχε λόγο να χαρεί. Αυτή τη φορά, φρόντισε το φουριάρικο οζό να ξεμακρύνει πιότερο, κι έτσι όπως το φαντάστηκε, το κέρασμα του παπά, σαν τον είδε να σέρνει την προβατίνα από την τριχιά, ήταν ακόμα περισσότερο αντάξιο του κόπου του. Δεν είχε σκοπό, λοιπόν, να κάνει το ίδιο λάθος. Πάσχιζε να σκεφτεί ένα τρόπο να χαρεί περισσότερο το σπάνιο απόκτημα που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει. Τσάμπα τρυπήθηκε στους ασπαλάθους και τα κοτρόνια;
Καθώς ο λογισμός του ταξίδευε σε αυτές τις σκέψεις, το βλέμμα του έπεσε σε ένα μικρό αρνάκι που κούτσαινε. Αυτό μας έλειπε! Πήγε κατά το μέρος του και του σήκωσε το πόδι να δει από κάτω. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζε αυτό το θέαμα. Άμαθο, καθώς ήταν, μπλέχτηκε στη μαυραγκάθα και μια από τις μυτερές βελόνες της διαολαγκάθας καρφώθηκε στο πισινό της πόδι. Τράβηξε το αγκάθι και το πύον πετάχτηκε απότομα. Το αρνάκι βέλαξε και προσπάθησε να λευτερωθεί. Ξαφνικά, του άστραψε μια ιδέα.
Παράτησε το αρνί στην τύχη του και γύρισε πίσω στον Αντώνη που καθόταν παραδίπλα και τον κοιτούσε μουτρωμένος.
- Ώστε, θες να μάθεις ήντα ‘ναι στο χαρτί που ‘χω στο ζωνάρι, ε;
Ο Αντώνης πετάχτηκε όρθιος. Είχε κιόλας αρχίσει να ξερογλείφεται.
Σίμωσε.
Ο Μανούσος έβγαλε το χαρτί με το πολύτιμο περιεχόμενο με αργές κινήσεις. Το ξεδίπλωσε ωσάν την κορύφωση ενός ιερού τελετουργικού. Στη θέα των τριών λουκουμιών, τα μάτια του Αντώνη γούρλωσαν.
- Θα μου δώκεις το ένα;
Ρώτησε, τελικά, όλο λαχτάρα.
Ο Μανούσος κοίταξε τον Αντώνη από πάνω μέχρι κάτω. Δε μιλούσε, έτσι, για να παρατείνει την αγωνία του.
- Θα μου δώκεις;
Επανέλαβε ο Αντώνης λιγωμένος. Τα σάλια του έτρεχαν ποτάμι. Κοίταζε μια τα λουκούμια και μια το Μανούσο περιμένοντας την έγκρισή του να απλώσει να πάρει.
- Θα σου δώκω το ένα. Στην τιμή μου.
Αποκρίθηκε με τα πολλά ο Μανούσος.
Ο Αντώνης έκανε να πάρει το λουκούμι, όμως ο Μανούσος τύλιξε απότομα ξανά και τα τρία και τα έκλεισε σφιχτά στη χούφτα του.
- Μη βιάζεσαι. Θα πρέπει να το κερδίσεις. Τι, έτσι απλά;
- Ήντα να κάμω, Μανούσο, πε μου.
Ο Αντώνης δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ανυπομονησία του.
- Θωρείς τη μαυραγκάθα; Άμα το θέλεις το λουκούμι, πρέπει να ανέβεις να πατήσεις απάνω της. Για να σε δω, τολμάς; Ε;
Ο Αντώνης χλώμιασε. Γνώριζε καλά τι σημαίνει μαυραγκάθα. Άμα σε τρυπούσε τ' αγκάθι της το πρωί, μέχρι να βραδιάσει πρηζόσουνα από το πύον και σφάδαζες από τον πόνο.
Ο Μανούσος άρχισε να γελά κοροϊδευτικά με ένα κακό, υστερικό γέλιο που διαπέρασε τον Αντώνη μέχρι βαθιά μέσα του. Στάθηκε και κοίταξε τον ξάδερφό του με ένα βλέμμα όλο φωτιά. Ετούτο το μοχθηρό γέλιο του Μανούσου τον έκανε να πεισμώσει πιότερο κι από τη λαχτάρα για το λουκούμι.
- Τώρα θα δεις!
Ο Αντώνης σηκώθηκε από το βράχο και άρχισε να προχωρά προς το φαρμακερό θάμνο με γοργές δρασκελιές. Το στήθος του φούσκωνε σε κάθε του βήμα. Στάθηκε μπροστά στη μαυραγκάθα. Γύρισε και κοίταξε το Μανούσο που παρακολουθούσε με δυσπιστία. Έπειτα, με μια αποφασιστική κίνηση, βρέθηκε πάνω στα μυτερά αγκάθια. Έσφιξε τα δόντια. Το ισχνό κορμί του φάνταζε θεόρατο έτσι που στεκόταν πάνω στο φαρμακερό θάμνο θριαμβευτικά. Ο Μανούσος έμεινε να τον παρακολουθεί αποσβολωμένος. Μόλις ο Αντώνης έκανε να κατέβει από τη μαυραγκάθα, ο Μανούσος, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, τύλιξε το χαρτί με τα λουκούμια και το έβαλε στα πόδια.
- Στην τιμή σου; Στην τιμή σου, βρε κερατά; Φώναζε ο Αντώνης στο κατόπι του με πληγιασμένα πόδια.
……………………………..
- Άντε, πατέρα, να πηγαίνουμε. Βράσαμε εδώ μέσα.
Φώναξε ο γαμπρός του Αντώνη μέσα από το ανοιχτό τζάμι. Ο Αντώνης χάιδεψε με το τρεμάμενο χέρι του τη μαυραγκάθα και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
- Έρχομαι.
Σε λίγο το αυτοκίνητο με τις αθηναϊκές πινακίδες έμπαινε στην πλατεία του χωριού. Περνώντας μπροστά από το καφενείο, ο Αντώνης παρατήρησε ένα γεράκο ξερακιανό που καθόταν σε ένα από τα ακριανά τραπέζια κι έπινε ρακή μοναχός. Θα την αναγνώριζε αυτή τη γνώριμη φυσιογνωμία όσα χρόνια και να περνούσαν. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν για λίγο κι ύστερα το αυτοκίνητο συνέχισε το δρόμο του.
«Και του καιρού και πάντα» ψιθύρισε ο Αντώνης, «συγχωρεμένος να ‘σαι».
- Τι είπες, πατέρα; Ρώτησε ο γαμπρός του.
- Τίποτα, παιδί μου, τίποτα, αποκρίθηκε προσπαθώντας να κρύψει τα βουρκωμένα μάτια του.
Ο γαμπρός του κούνησε το κεφάλι του ενοχλημένος. Είχε βαρεθεί τα καμώματα του αλαφροΐσκιωτου γέρου.