Φωτογραφία από Dickelbers -CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=16919440
Φωτογραφία από Dickelbers -CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=16919440
Αναζητώντας τη Ρήγαινα
Μέρος Β΄
Στο κάστρο Βουβαφέντο
Ίαν-Αθανάσιος Νικολόπουλος, Β1
Το κάστρο Βουβαφέντο ή τα 101 σπίθκια της Ρήγαινας με περίμενε. Πόσο δύσκολο ήταν να φτάσω! Βρισκόταν στα 954 μέτρα ψηλά, στην ψηλότερη κορφή του Πενταδακτύλου. Έφτασα με δυσκολία, ήταν χτισμένο σε διαφορετικά επίπεδα και περιβαλλόταν σε κάποια σημεία από τείχος και σε άλλα από βράχια. Η είσοδός του ήταν ένας διώροφος πύργος που αποτελείτο από ένα οξυκόρυφο τόξο κτισμένο με πωρόλιθο. Στα δυτικά της εισόδου απλώνονταν αμέτρητα δωμάτια, οπλοστάσια αριστερά και δεξιά μιας μεγάλης πέτρινης σκάλας. Λίγο πιο δυτικά άλλο ένα διώροφο κτίριο με πολλά δωμάτια και ξύλινη στέγη, αλλά πουθενά η Ρήγαινα. Ίσως είναι στο ψηλότερο επίπεδο, αναρωτήθηκα. Παντού βλέπω στρατιώτες, γυναίκες να τρέχουν, μα κανείς δε μου μιλά. Ανέβηκα στην ψηλότερη ζώνη και είδα ένα παρεκκλήσι. Προσευχήθηκα να μπορέσω να τη βρω!
Εκεί συνάντησα έναν μοναχό. Μου αφηγήθηκε την ιστορία της μικρής εκκλησίας. Κάποτε η Ρήγαινα αρρώστησε από λέπρα και έμεινε μόνη της στο κάστρο συντροφιά με το σκυλάκι της αλλά και αυτό αρρώστησε από την ίδια μεταδοτική ασθένεια. Μια μέρα το σκυλάκι έφυγε από το κάστρο και όταν επέστρεψε είχε σχεδόν γιατρευτεί. Η πανέμορφη πριγκιπέσσα μου διέταξε τον υπηρέτη της να το ακολουθήσει και αυτός διαπίστωσε ότι κάθε μέρα αυτό λουζόταν σε μια πηγή. Το ίδιο έκανε και αυτή και τελικά γιατρεύτηκε. Ένα βράδυ εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος και της ζήτησε να χτίσει ένα μοναστήρι στο όνομά του, επιθυμία που η Ρήγαινα πραγματοποίησε.
Συνέχισα λοιπόν και έβλεπα παντού δωμάτια, αίθουσες μικρές και μεγάλες. Σε ένα τεράστιο δωμάτιο ανακάλυψα και δυο δεξαμενές νερού στις οποίες συγκέντρωναν το νερό της βροχής από τη στέγη με κάθετους σωλήνες. Μετρούσα τα δωμάτια και τα έβγαζα 100. Μα πού βρισκόταν το 101 δωμάτιο; Εκεί, σκέφτηκα, θα ήταν κρυμμένη η Ρήγαινα μαζί με τους θησαυρούς της. Και τότε χτύπησε η καμπάνα, ήταν Μεγάλο Σάββατο, η Ανάσταση του Κυρίου, μες στην παραζάλη μου το ξέχασα. Και είδα μπροστά μου μια πόρτα να ανοίγει, έτρεξα και μπήκα μέσα. Μια τεράστια αίθουσα γεμάτη με θησαυρούς και πλούτη, κοσμήματα, πίνακες, χρυσά νομίσματα, αγάλματα αρχαία. Μήπως εδώ ήταν κρυμμένη η Ρήγαινα; Μα άκουσα την πόρτα να κλείνει. Τι να κάνω; Πώς θα έβγαινα από εδώ; Όχι, όχι, αδύνατο να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν θα το πάθαινα, όπως ο βοσκός ο Παναής που έμεινε ένα χρόνο κλεισμένος εδώ τρώγοντας ένα ένα τα σπόρια ενός ροδιού που είχε μαζί του. Θα περιμένω, κάτι θα σκεφτώ... Αποκοιμήθηκα. Έκπληκτος είδα την πόρτα ανοικτή, έτρεξα γρήγορα και βγήκα έξω. Κι εκεί στον βόρειο τοίχο των δωματίων είδα μια εξέδρα να προεκτείνεται προς τα δυτικά και μια φωτιά να σιγοκαίει, καπνός πολύς να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Πιο πέρα κι άλλος καπνός. Μάλλον, η καλή μου έφυγε και από εδώ. Πρέπει να κατευθύνεται προς το κάστρο του Αγ. Ιλαρίωνα. Κατέβηκα λοιπόν και πάλι αυτό το δυσπρόσιτο κάστρο, τόσο δυσπρόσιτο, ώστε δε χρειάζονταν άλλα τεχνικά έργα για να προστατευτεί από τους εχθρούς του.