Έργο του χαράκτη Τάσσου (Αλεβίζος Αναστάσιος), Κύπρος, 1974, Φωτ. στην Εθνική Πινακοθήκη
Έργο του χαράκτη Τάσσου (Αλεβίζος Αναστάσιος), Κύπρος, 1974, Φωτ. στην Εθνική Πινακοθήκη
Συγκινημένη από το γεγονός της τουρκικής εισβολής και το δράμα των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στη Βόρειο Κύπρο, προσπάθησα να μπω στη θέση αυτών των ανθρώπων και να δημιουργήσω μια ιστορία που να αποτυπώνει το βίωμα της απώλειας και τις ψυχολογικές συνέπειες του πολέμου.
Αθηνά Τριτάρη, Α2
Ξυπνάω στις 5 το πρωί στο κρεβάτι μου. Νυστάζω. Τεντώνω τα άκρα μου και γέρνω ελαφρώς προς τα μπροστά, να τεντώσω και την πλάτη μου. Πάλι ξύπνησα πολύ πρωί. Μα είναι πράγματα αυτά; Να κοιμάσαι στις 9, να ξυπνάς στις 5, να μην μπορείς να κοιμηθείς ξανά κι έπειτα να πηγαίνεις στο σχολείο, να διαβάζεις, προσθέσεις, αφαιρέσεις, ορθογραφία, ουφ, μεγάλη δυσκολία, να πηγαίνεις αργότερα στο φροντιστήριο των αγγλικών, μετά αθλήματα…
Αχ, αυτή η θεία Αθηνά και οι εφιάλτες της. Την ακολουθούν. Την έχουν στοιχειώσει. Η μαμά λέει πως την πονάει η καρδιά της γιατί είναι μακριά από το σπίτι της. Μα πώς γίνεται να πονάει η καρδιά κάποιου μόνο και μόνο επειδή δεν μένει πια στο σπίτι του; Κι εμείς πριν δύο χρόνια μετακομίσαμε και ήρθαμε σε αυτό το σπίτι που είναι πιο μικρό και όχι τόσο όμορφο. Κι ας έκλαιγα λίγο στην αρχή, μετά από μια εβδομάδα το πολύ, το συνήθισα και τώρα πια μου αρέσει πολύ. Η θεία Αθηνά, όμως, στενοχωριέται και είναι σχεδόν πάντα κακόκεφη. Τη μία δεν της αρέσει το φαγητό γιατί είναι πολύ βρασμένο ή πολύ ωμό, την άλλη θυμώνει όταν την φωνάζουμε «Νανά» γιατί έτσι λέει τη φώναζε η μητέρα της, που της λείπει πολύ… Όλο προβλήματα…
Καθώς σκέφτομαι τα βάσανά μου, μπαίνει η μητέρα μου στο δωμάτιο. Ανασηκώνομαι ξανά και πετάω τα σκεπάσματα στην άκρη. Με κοιτάζει μ’ εκείνο το λυπημένο βλέμμα της και αναστενάζει. «Πάλι τα ίδια;» «Ναι, πάλι τα ίδια, μαμά» της απαντάω κι εγώ με κουρασμένο ύφος. Πότε θα σταματήσει η θεία να φωνάζει κάθε χάραμα και να μας ξυπνά όλους; Βαρέθηκα πια, καλύτερα να φύγει από το σπίτι μας… Αυτό το είπα, βέβαια από μέσα μου, γιατί η μαμά την αγαπά πολύ τη θεία Αθηνά. Είναι δεύτερες ξαδέλφες και αγαπιούνται σαν αδελφές. Ξέρω πως δε θα ήταν σωστό να την πληγώσω. Αχ, μακάρι να μπορούσα να πάρω ένα μαγικό ραβδί, σαν τη νεράιδα από το παραμύθι του Πινόκιο και να μεταμορφώσω τη θεία Αθηνά σε γάιδαρο για να γκαρίζει. Έτσι η μαμά θα αναγκαστεί να την πάει σε ένα στάβλο, να μας αφήσει κι εμάς ήσυχους… Άντε, τις φωνές της να τις ανεχτούμε, ε! αλλά όχι και τα γκαρίσματά της. Αυτό παραπάει. Τι ωραία που θα’ ταν να έβρισκα ένα μαγικό ραβδί…
«Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο ακόμη μέχρι να σηκωθείς για το σχολείο» πετάγεται η μαμά και μου διακόπτει τα όνειρα και τις σκέψεις μου για τα ραβδιά και τα γαϊδούρια. Εγώ απογοητεύομαι και το δείχνω αναστενάζοντας βαθιά. Δεν γίνεται να ξανακοιμηθεί κανείς έπειτα από τέτοιες φωνές. Έχω ήδη ξυπνήσει και δεν ξανακοιμάμαι! Πέφτω απότομα πίσω, κάνοντας μια μικρή αναπήδηση στο μαλακό μου στρώμα. Η μαμά με κοιτάζει στα μάτια και βλέπω τη λύπη στο πρόσωπό της. Εγώ στρέφω αλλού το βλέμμα μου. Σκεπάζομαι κάπως πρόχειρα για να διώξω την αμηχανία. Εκείνη συνεχίζει. «Σάμπως φταίει η καημένη η γυναίκα που θέλει να γυρίσει σπίτι της; Η Πάτρα δεν είναι το μέρος που γεννήθηκε. Η θεία σου μεγάλωσε με τα αδέλφια της στην Κύπρο, σε μια μεγάλη κι όμορφη πόλη, την Αμμόχωστο» «Ναι, ξέρω, μαμά μου, το έχεις πει πάρα πολλές φορές». «Λοιπόν, Ζωούλα… Αν θες κοιμήσου άλλο λίγο. Μπορείς να έρθεις κάτω, βέβαια να φάμε πρωινό όλοι μαζί. Θα είναι και η θεία σου.» είπε και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας ήρεμα την πόρτα πίσω της.
Σήμερα το απόγευμα ήρθαν στο σπίτι μας κάποιοι φίλοι του μπαμπά. Ο άντρας είναι Ολλανδός και αυτή είναι από την Καλαμάτα. Θα μείνουν στο σπίτι μας για μία εβδομάδα για να «εξερευνήσουν», όπως είπαν την πόλη μας. Αυτός δε μιλάει και πολύ καλά ελληνικά γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να συνεννοηθούμε. Όχι, όμως ότι μιλάμε και πολύ. Ένα καλημέρα του είπα του ανθρώπου και ένα καληνύχτα πριν φύγουμε για τα κρεβάτια μας. Εγώ αυτή την εβδομάδα θα κοιμάμαι με τη θεία Αθηνά. Ωραίες νύχτες θα περάσουμε μαζί! Η μαμά μάς έφερε ένα ράντζο, το οποίο τρίζει κάθε τρεις και λίγο. Είχε ξεχαστεί στην αποθήκη και το βγάλαμε τώρα για να κοιμηθεί η θεία. Το στριμώξαμε σε μια γωνιά δίπλα από το κρεβάτι μου. Οι «Ολλανδοί», όπως τους αποκαλώ για πλάκα, θα κοιμηθούν στο δωμάτιο της θείας, ενώ εγώ είμαι υποχρεωμένη να χάσω τον ωραίο μου τον ύπνο μια και καλή, έχοντας μία σειρήνα δίπλα στο κεφάλι μου. Φύγε, φύγε θεία, να γλιτώσουμε από τις φωνές σου. Αχ και να μπορούσε να φύγει… Δε γίνονται θαύματα στις μέρες μας. Δεν ξέρω… Την αγαπάω, αλλά θα αγαπούσατε εσείς κάποιον που σας ξυπνάει κάθε πρωί, δε σας μιλά σχεδόν ποτέ, σας αμελεί και δε νοιάζεται και πολύ για σας; Αχ, αναρωτιέμαι πώς θα είναι αυτή η νύχτα σήμερα… Άραγε, σ’ αγαπώ θεία;
Μόλις φάγαμε όλοι μαζί στο τραπέζι της κουζίνας– η θεία Αθηνά δεν έφαγε μαζί μας γιατί την ενοχλούσε, λέει, ο θόρυβος από τις ομιλίες- πήγα στο δωμάτιό μου να διαβάσω το βιβλίο μου, τον Πινόκιό μου. Όσο διάβαζα, ρωτούσα από μέσα μου την όμορφη νεράιδα του παραμυθιού: «Μπορείς να μου δανείσεις για λίγο το ραβδί σου; Μπορείς να κάνεις ένα μαγικό και για μένα;». Κι έπειτα σκεφτόμουν ότι εκείνη μου έδινε γεμάτη χαρά το μαγικό ραβδί της. Τι ωραία ευχή! Καθώς ο Πινόκιο άρχισε να μεταμορφώνεται σε γαϊδούρι, μπήκε η θεία Αθηνά μέσα στο δωμάτιο, αγκαλιά μ’ ένα παχύ μαξιλάρι, ένα καφέ παλιό ξεθωριασμένο τετράδιο και μια μάλλινη κόκκινη κουβέρτα. Σταμάτησε δίπλα από τη ροζ βιβλιοθήκη μου. Με κοίταξε με τα μεγάλα καφέ μάτια της. Εγώ δεν άντεχα να την κοιτάζω απευθείας στα μάτια. Με τρόμαζε.
Ήταν η πρώτη φορά που μέναμε μόνες μας σε ένα δωμάτιο. Πάντα ήταν η μαμά ή ο μπαμπάς μαζί, λες και φοβόντουσαν ότι η θεία θα μου έκανε κακό… «Πέρνα μέσα, θεία» σκέφτηκα να κάνω εγώ την αρχή. «Σάμπως φταίει η καημένη η γυναίκα που θέλει να γυρίσει σπίτι της;». Εκείνη δίστασε. Ξαφνικά πήρε το θάρρος και έκανε δύο δειλά βήματα προς το σιδερένιο μου κρεβάτι, λες και ήρθε κάποιος και την έσπρωξε ελαφρώς από πίσω. Με μηχανικές κινήσεις άφησε το μαξιλάρι της, άπλωσε την κουβέρτα και ξάπλωσε αργά-αργά κάνοντας το ράντζο να τρίξει. Έκλεισα τον διακόπτη δίπλα μου, το σκοτάδι διαδέχτηκε το φως και σα να είχαμε συνεννοηθεί, βυθιστήκαμε κι οι δυο στη σιωπή. Για πολλή ώρα καμιά μας δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Εγώ παρακαλούσα να κοιμηθώ, να διώξω την εκκωφαντική αμηχανία που ούρλιαζε βαθιά μέσα μου. Μα μάταια. Η γυναίκα δίπλα μου, που είχε καρφώσει τα μάτια της στο ταβάνι, μαρτυρούσε τη θέλησή της για συντροφιά, την ανεκπλήρωτη ανάγκη για έναν άνθρωπο να μοιραστεί τις σκέψεις της, τον πόνο της. Αναστέναξε βαθιά. Την κοίταξα. Φοβόμουν να κάνω το πρώτο βήμα. Ποια; Εγώ, ένα μικρό παιδί, να γίνω το αποκούμπι μιας άγνωστης. Όμως, τι κι αν είμαι μικρή… Θέλω να μάθω… «Θεία, τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησα κι αυτή σα να περίμενε πως και πως την ερώτησή μου, το τέλος της σιωπής, ξεκίνησε ένα μονόλογο, σα να μην υπήρχα εγώ, σα να μιλούσε με τον εαυτό της. Κι όμως, ένοιωθα λες και ζούσα όλα όσα μου έλεγε, σα να ήμουν κι εγώ εκεί μαζί της…
Ορφέας Ευθυμίου- Μούζουρας, Γ1
Είμαι σπίτι στο δωμάτιό μου και μελετάω για το σχολείο. Μαθηματικά. «Η επιστήμη έπεται της ζωής» που λέει κι η καθηγήτρια των Μαθηματικών. Τι ωραία φράση! Τη σημείωσα στο τετράδιο των ωραίων φράσεων για να τη χρησιμοποιήσω κάποια στιγμή. Η αδελφή μου τραγουδάει ξένοιαστα κάτι αστεία τραγουδάκια που έμαθε στο σχολείο. Πηγαινοέρχεται στο σαλονάκι μας και κάνει διάφορες φιγούρες βγαλμένες από το μυαλό της. Με ζαλίζει ο θόρυβος. Με κουράζει, τον έχω βαρεθεί. Κλείνω απότομα το παχύ βιβλίο των μαθηματικών μου και κοπανάω το κεφάλι μου στο ξύλινο γραφείο μου. Κάνω ένα μορφασμό για να αντεπεξέλθω στον πόνο που μου προκάλεσα εγώ η ίδια και προσπαθώ να αφουγκραστώ τα πάντα. Την αδελφή που τραγουδά, τον αναστεναγμό της μητέρας, καθώς πλένει τα πιάτα έπειτα από το μεσημεριανό τραπέζι, τον άντρα από το ραδιόφωνο του πατέρα που μιλά για τις επιδρομές των εχθρικών αεροπλάνων, τα πουλιά που τιτιβίζουν έξω από το παράθυρό μου, το θρόισμα των φύλλων του καταπράσινου γέρο-πλατάνου, που εισβάλλει δειλά τα καλοκαίρια μέσα στο δωμάτιό μου, τις φωνές του αδελφού μου, που παίζει μπάλα στην αυλή με τα παιδιά της γειτονιάς, τις φωνές τους κάθε φορά που μπαίνει κάποιο γκολ στα αυτοσχέδια τέρματα από κασέλες που έχουν φτιάξει, τα αεροπλάνα… Ο ήχος, η σκέψη των καταδρομών, του κινδύνου, ακόμη και του θανάτου κάνει το κορμί μου να ανατριχιάζει.
Παίρνω το καφέ τετραδιάκι μου. Αυτή η κίνηση μου δίνει θάρρος. Σηκώνομαι ήρεμα από την ξύλινη καρέκλα του δωματίου μου και βγαίνω στο διάδρομο. Εξωτερικά φαίνομαι αρκετά ήρεμη, λες και ξέρω πως όλα αυτά είναι μια ψευδαίσθηση, λες και μου έχει κάποιος πει πως τα αεροπλάνα θα φύγουν, πως όλα σε λίγο θα τελειώσουν. Όμως, μέσα μου η ίδια μου η καρδιά τρέμει, σκέφτομαι πως λυγίζουν τα γόνατά μου και μένω ακίνητη, πεσμένη στο έδαφος, ένα έδαφος λες και είναι από πέτρες, αγκάθια και δάκρυα, τα δάκρυα της καρδιάς μου που σπαράζει σε κάθε μου βήμα. Κατευθύνομαι προς τη στριφογυριστή σκάλα του σπιτιού. Αισθάνομαι κάθε σκαλί να βουλιάζει, να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Τι θα γίνει τώρα; Τα αεροπλάνα θα συνεχίσουν την ανεμπόδιστη πορεία τους ή θα μας επιτεθούν; Συνεχίζω να αφουγκράζομαι μπας και διώξω τον φόβο που μου έχει δημιουργήσει η ίδια η ζωή. Η αδελφή μου σταματά το τραγούδι, το οποίο γρήγορα γίνεται κλάμα γοερό. Η μητέρα κλαίει σιωπηλά μπροστά από το νεροχύτη. Τα αεροπλάνα πλησιάζουν. Ο θόρυβος δυναμώνει. Φοβάμαι. Ο πατέρας κλείνει το ραδιοφωνάκι του και ο άντρας σταματά να μιλά. Σηκώνεται βιαστικά από τη μαλακιά πολυθρόνα και βγαίνει έξω. Φωνάζει στα παιδιά που κλαίνε να μπούν στα σπίτια τους. Αρπάζει βιαστικά τον αδελφό μου, μιμούμενος τους υπόλοιπους γονείς και χώνεται μέσα στο σπίτι. Φοβάμαι! Τα πουλιά φεύγουν τρομαγμένα από τον θόρυβο, τα φύλλα σα να σωπαίνουν, εξαφανίζονται από τη φαντασία μου. Στο μυαλό μου βουίζει μόνο ο θόρυβος των αεροπλάνων, μόνο το κλάμα και το ουρλιαχτό, ο πόνος… Κι έπειτα η σιωπή με κατασπαράζει, γίνομαι ένα μ’ αυτήν… Λυγίζουν τα γόνατά μου, το τρέμουλο της καρδιάς μου με τρομάζει, και ξάφνου βρίσκομαι πεσμένη στο πάτωμα, στο έδαφός που κάνει έναν γδούπο καθώς τοποθετώ όλο τον πόνο μου πάνω του. Και κρυώνω και φοβάμαι και πονάω… Θέλω να μείνω στο σπίτι μου... Φοβάμαι να φύγω…
Βρίσκομαι σ’ ένα αμάξι. Μια ώρα μετά, δύο ώρες μετά, δεν ξέρω, δεν έχει σημασία πια… Τα χέρια μου... αδειανά. Κρατώ μόνο το καφέ μου τετράδιο, το ημερολόγιό μου, τη ζωή μου… Κρατώ την ίδια μου τη ζωή στα μικροκαμωμένα χέρια μου… Τι θα γίνει; Πού πηγαίνουμε; Θέλω να γυρίσω σπίτι… Πολλά αμάξια υπάρχουν μπροστά και πίσω μας. Άνθρωποι που περπατούν με μια μικρή βαλίτσα, κουρασμένοι, με τον ιδρώτα να στάζει από τα πρόσωπά τους και να γίνεται ένα με τα δάκρυά τους. Όλοι φεύγουν. Πού πάτε; Έτσι θ’ αφήσουμε την Αμμόχωστό μας, τα ιερά χώματά μας; Έτσι απλά θα φύγουμε, θα παραδώσουμε τη γη που γεννηθήκαμε, τη γη που αγαπήσαμε στους ξένους; Αυτή η γη μας ανέθρεψε, εδώ μάθαμε να ζούμε. Πού πάτε; Θέλω να τους φωνάξω, ν’ ακουστώ σε όλους. Εδώ είναι το σπίτι σας, εδώ θα μείνετε, να φτιάξετε οικογένεια, να βλέπετε τα παιδιά σας να μεγαλώνουν και να παίζουν εκεί όπου παίζατε κάποτε κι εσείς. Γυρίστε πίσω!
Τα αεροπλάνα πετούν πάνω από τα κεφάλια μας σχίζοντας τον γαλάζιο ουρανό της Κύπρου. Ο θόρυβος… Φοβάμαι! Ξεριζωμός… Σας παρακαλώ… Θέλω να γυρίσω σπίτι μου…
Τα μάτια μου έχουν δακρύσει. Η καρδιά μου ράγισε, κλαίει σπαραχτικά. Όση ώρα η θεία μου μιλούσε, την κοιτούσα στα χείλη της… Δεν το θέλω το ραβδί σου καλή νεράιδα. Τώρα καταλαβαίνω. Πριν λίγες ώρες έβλεπα ένα κενό, κάποια τρελή που εισέβαλε στο σπίτι μου, χωρίς την άδειά μου και ταρακούνησε για τα καλά τον ύπνο μου… Τώρα βλέπω τη θεία μου, βλέπω τη μάνα της, τον πατέρα της, τ’ αδέλφια της, τον πόνο της να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μου. Συμμερίζομαι τον πόνο σου, θεία μου, τώρα καταλαβαίνω. Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό μου. «Θεία σ’ αγαπώ!».