Η εξέλιξη της διδιάστατης εικόνας

Αντικείμενο αυτής της ενότητας είναι ιστορία και η εξέλιξη της διδιάστατης εικόνας από την προϊστορία μέχρι σήμερα. Σε κάποιες περιόδους γίνονται αναφορές και στη γλυπτική με σκοπό να κατανοήσουμε βαθύτερα τον τρόπο με τον οποίον «έβλεπαν» οι άνθρωποι εκείνης της εποχής τον κόσμο και πώς τον απέδιδαν καλλιτεχνικά.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η διδιάστατη εικόνα δεν είναι παρά μια ανακάλυψη του ανθρώπου, μια πολιτισμική επινόηση, μια σύμβαση που μάλιστα μεταλλασσόταν από καιρό σε καιρό. Δηλαδή η αντίληψη της διδιάστατης εικόνας δεν είναι εγγενής στον άνθρωπο αλλά είναι κάτι που μαθαίνεται. Γι' αυτό και τα ζώα δεν μπορούν να δουν το περιεχόμενο μια διδιάσταστης εικόνας (αν δείξουμε σε ένα σκύλο το σκίτσο μιας γάτας, ή ακόμα και τη φωτογραφία της, ο σκύλος δεν θα δει τίποτα περισσότερο από χρώματα σε ένα χαρτί). Στην ουσία, η διδιάστατη εικόνα είναι μια προβολή της τριδιάστατης πραγματικότητας σε δύο διαστάσεις και, όπως ξέρουμε και από την αναλυτική γεωμετρία, υπάρχουν άπειροι τρόποι για να γίνουν τέτοιες προβολές. Το ότι εμείς έχουμε επιλέξει κάποιους από αυτούς και τους αποκαλούμε «προοπτική» δεν σημαίνει τίποτα. Εξάλλου και η ίδια η έννοια της προοπτικής μεταλλάχθηκε αρκετά διαμέσου της ανθρώπινης ιστορίας. Έτσι η έννοια της τρίτης διάστασης απεικονίστηκε άλλοτε με επικάλυψη των μορφών, άλλοτε με τοποθέτηση των μορφών σε άλλο ύψος, άλλοτε με βραχύτητα (σμίκρυνση των μορφών), άλλοτε με θόλωμα/ξεθώριασμα των μακρινών αντικειμένων, άλλοτε αξονομετρικά, άλλοτε γραμμικά και άλλοτε με την ακραία καμπυλότητα ενός φακού fish eye που μας δείχνει πράγματα που το μάτι μας δεν μπορεί καν να δει.

Παλαιολιθική εποχή

  • Η δημιουργική παρόρμηση του ανθρώπου αποτυπώνεται από την εποχή που ο Homo sapiens αρχίζει να σχεδιάζει στους βράχους και να φτιάχνει αντικείμενα.Τα δημιουργήματα αυτά χρονολογούνται από το 30.000 μέχρι το 10.000 π.Χ περίπου. Η περίοδος αυτή, η οποία ονομάζεται παλαιολιθική, διακρίνεται σε τρεις επιμέρους περιόδους, ανάλογα με τα γενικά χαρακτηριστικά των ευρημάτων της εποχής:ωρινιάκια περίοδος (30.000- 20.000 π.Χ.). Όλες οι αναπαραστάσεις (συνήθως ζώων) προσεγγίζονται με ένα γραμμικό ρεαλιστικό τρόπο απεικόνισης.

  • σολουτραία (20.000 14.000 π.Χ.). Μεταβατική περίοδος.

  • μαγδαλήνια (14.000-10.000 π.Χ.). Οι αναπαραστάσεις προσεγγίζονται με τρόπο που πλησιάζει αρκετά το φυσικό πρότυπο, αποδίδονται δηλαδή φυσιοκρατικά (νατουραλιστικά).

Από τα σημαντικότερα δημιουργήματα ανάμεσα στο 20.000 και 10.000 π.χ. είναι οι βραχογραφίες που βρέθηκαν κυρίως στην Ευρώπη, σε μια ευρεία περιοχή η οποία εκτείνεται από την Πορτογαλία μέχρι τη Ρωσία. Σήμερα είναι γνωστά περισσότερα από 300. Από τα σημαντικότερα είναι αυτά του Λασκώ στη Νοτιοδυτική Γαλλία και της Αλταμίρα στη Βόρεια Ισπανία. Οι παραστάσεις, απεικονίζουν ζώα όπως βίσονες, ελάφια, ταύρους, άλογα (ιδιαίτερα στο σπήλαιο Λασκώ) τα οποία φαίνονται να κινούνται.Οι πιο γνωστές ανθρώπινες μορφές κατά την ωρινιάκια περίοδο ήταν συνήθως γυναικείες και ονομάζονται Αφροδίτες. Πρόκειται για μικρά, απρόσωπα ειδώλια, με ατροφικά χέρια, τεράστια στήθη και μηρούς, μια παραμόρφωση που ερμηνεύεται ως προσπάθεια σχηματοποίησης της γυναικείας γονιμότητας.

Νεολιθική εποχή

Τα μικρά πήλινα ή μαρμάρινα ειδώλια χαρακτηρίζονται από επίπεδες επιφάνειες (εκτός από το στήθος), σε αντίθεση με τις στρογγυλές Αφροδίτες της παλαιολιθικής περιόδου.

Αρχαία Αίγυπτος

Η αιγυπτιακή ζωγραφική ακολουθούσε αυστηρούς κανόνες αναπαράστασης. Χαρακτηρίζεται από ευκρινή περιγράμματα, τα οποία οι δημιουργοί γέμιζαν με επίπεδο και καθαρό χρώμα. Τα πράγματα αποδίδονταν με βάση τη γνώση που είχαν οι άνθρωποι γι' αυτά και όχι με βάση τη συγκεκριμένη οπτική γωνία που εμφανίζονταν. Για να είναι ένα σχέδιο σαφές, έπρεπε να ακολουθεί τις πιο χαρακτηριστικές όψεις των αντικειμένων. Για παράδειγμα, το μάτι και το στήθος παρουσιάζονταν μετωπικά, ενώ το πρόσωπο και το υπόλοιπο σώμα πλάγια. Οι καθιστές φιγούρες εικονίζονταν με τα χέρια επάνω στα γόνατα.Κυκλαδικός πολιτισμός

Η πρωτοκυκλαδική περίοδος (3200-2000 π.Χ.) χαρακτηρίζεται από την άνθηση της γλυπτικής, οι επόμενες, μέση και υστεροκυκλαδική (2000-1100 π.Χ.), χαρακτηρίζονται από την άνθηση της ζωγραφικής.

Γλυπτική

Τα κυκλαδικά ειδώλια είναι σμιλεμένα αποκλειστικά σε μάρμαρο. Φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε χρώμα για να αποδοθούν τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος. Για τα μάτια και το στόμα χρησιμοποιήθηκε το κόκκινο, ενώ το μαύρο και το γαλάζιο για το ηβικό τρίγωνο και τα μαλλιά. Εικονίζονται γυναικείες μορφές, κυρίως όρθιες, και ανδρικές, που συνήθως είναι καθιστές. Η μορφές είναι σχεδόν επίπεδες και το σώμα αποδίδεται σχηματικά. Οι μορφή οργανώνεται συνήθως με τρίγωνα. Το κεφάλι, μεγάλο και τριγωνικό, έχει σχήμα λύρας και μια κλίση προς τα πίσω. Στο επίπεδο του προσώπου ξεχωρίζει μια τριγωνική ανάγλυφη μύτη. Το κεφάλι στηρίζεται σε μακρύ και κυλινδρικό λαιμό. Οι ώμοι ανοίγουν και επαναλαμβάνουν το τρίγωνο του κεφαλιού. Ένα χαραγμένο τρίγωνο δηλώνει τη θέση της ήβης. Έχει τονισμένα τα χαρακτηριστικά του φύλου, όπως οι ελαφρά διογκωμένοι μαστοί και η φουσκωμένη κοιλιά. Τα πόδια είναι πολύ λεπτά και ελαφρώς λυγισμένα, με καθαρό διαχωρισμό των κνημών από τους μηρούς. Χαρακτηριστικό είναι το ανασήκωμα στις άκρες των δακτύλων.

Ζωγραφική

Το σπουδαιότερο δείγμα των ζωγραφικών επιδόσεων του κυκλαδικού πολιτισμού είναι οι τοιχογραφίες από το Ακρωτήρι της Θήρας που δείχνουν όχι μόνο καθημερινές δραστηριότητες, αλλά και εξωτικά τοπία. Παρ' όλη την επιρροή της αιγυπτιακής τέχνης, οι τοιχογραφίες της Θήρας διατηρούν μια μοναδικότητα. Η γωνιακότητα των μορφών που παρατηρούμε στην αιγυπτιακή ζωγραφική εδώ γλυκαίνει με καμπύλες, οι οποίες υποβάλλουν την ελαστικότητα και την κίνηση των ζωντανών όντων. Εμφανίζονται οι πρώτες προσεγγίσεις του γυμνού ανδρικού σώματος, θέμα που θα απασχολήσει την ελληνική τέχνη για αιώνες. Μυκηναϊκός πολιτισμός

Η γυναικεία μορφή χαρακτηρίζεται από φυσικότητα, ζωντάνια, λεπτότατη εργασία στην απόδοση των λεπτομερειών. Το πρόσωπο είναι σε κατατομή, το μάτι και ο κορμός κατενώπιον.

Ελληνική τέχνη

Γεωμετρική εποχή

Στα ειδώλια της γεωμετρικής περιόδου μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά, όπως το αποστρογγυλεμένο κεφάλι, το τριγωνικό στήθος, τα ελαφρά λυγισμένα γόνατα, που θυμίζουν τις ζωγραφισμένες επάνω στα αγγεία μορφές. Από τον 8ο αι. π.Χ. και μετά, τα εργαστήρια του χαλκού πλήθυναν (Αργος, Κόρινθος, Λακωνία, Αθήνα, Βοιωτία, Αρκαδία, Κρήτη) και το πλάσιμο των μορφών σε καθένα από αυτά παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.Αρχαϊκή εποχή

Η τέχνη αυτού του αιώνα ονομάστηκε ανατολίζουσα, εξαιτίας της επίδρασης που άσκησαν σ' αυτήν η Ανατολή και η Αίγυπτος. Το αποτέλεσμα ήταν η μείωση των γεωμετρικών σχημάτων στην αγγειογραφία, ή αντικατάσταση των γωνιωδών και ευθύγραμμων σχημάτων από καμπύλα και η επικράτηση μυθολογικών θεμάτων όπως λιονταριών, σφιγγών, γρυπών, καθώς και άλλων φυτικών διακοσμητικών στοιχείων από την τέχνη της Ανατολής. Ο μετασχηματισμός των ξένων αυτών διακοσμητικών στοιχείων από την ελληνική τέχνη για τους δικούς της σκοπούς ονομάζεται «εξελληνισμός».

Μελανόμορφα αγγεία

Γύρω στο 625 π.Χ. στην Αθήνα, υπό την επιρροή της κορινθιακής τεχνικής, δημιουργήθηκαν τα μελανόμορφα αγγεία. Ονομάστηκαν έτσι διότι οι μορφές καλύπτονται με στιλπνό μαύρο χρώμα, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια του αγγείου διατηρεί το κόκκινο χρώμα του πηλού. Οι λεπτομέρειες τονίζονται με χάραξη, ενώ άλλα μέρη βάφονται με λευκό χρώμα ή βαθυκόκκινο μενεξεδί. Αυτή η τεχνική δημιουργεί τελείως διαφορετικές σχέσεις ανάμεσα στις μορφές και στο βάθος στο οποίο αυτές προβάλλονται. Έχουμε πιο πλαστικά περιγράμματα στις μορφές και πιο λεπτομερείς αποδόσεις στα μαλλιά, πιο φυσικές στάσεις και κινήσεις, ελαφριά απόδοση της τρίτης διάστασης (βάθους) και πιο οργανωμένη σύνθεση. Κάτι εξίσου σημαντικό είναι η αποτύπωση του συναισθήματος.

Ερυθρόμορφα αγγεία

Γύρω στο 525 π.Χ. εμφανίστηκαν τα ερυθρόμορφα αγγεία στο εργαστήριο του Εξηκία, από ένα μαθητή του, γνωστό ως «ζωγράφο του Ανδοκίδη». Στην τεχνική αυτή, που εξαπλώθηκε ταχύτατα, οι μορφές κρατούν το χρώμα του πηλού, ενώ το βάθος βάφεται μαύρο. Έτσι, ο ζωγράφος μπορεί να αξιοποιήσει το βάθος, τους όγκους και τις επιφάνειες των ανθρώπινων σωμάτων, που είναι άλλωστε και το κυρίαρχο θέμα με καλύτερη απόδοση του σώματος, πιο ρεαλιστικά πρόσωπα, έμφαση στα συναισθήματα των ηρώων. Ο Σωσίας είναι ο πρώτος καλλιτέχνης που απεικονίζει το μάτι προφίλ και όχι όπως είχε επηρεαστεί όλη η τέχνη της εποχής από τους Αιγυπτίους με το μάτι μετωπικά ενώ το πρόσωπο ήταν προφίλ. Η τεχνική αυτή, με τις πολλές δυνατότητες που παρείχε ως προς τη σύνθεση, τη γραμμή και το σχέδιο, οδήγησε στην καλλιέργεια του σχεδίου και προετοίμασε το έδαφος για τη μεγάλη ελληνική ζωγραφική.

Κούροι και κόρες Προσοχή: Αποτελεί ερώτηση πιστοποίησης

Οι κούροι και οι κόρες εμφανίζονται στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Όπως και τα άλλα γλυπτά της αρχαϊκής εποχής, οι κούροι και οι κόρες είναι "αγάλματα", δηλαδή αφιερώματα σε ένα θεό ο οποίος με την προσφορά αγάλλεται. Οι κόρες ήταν κατά κύριο λόγο αφιερώματα στα ιερά γυναικείων θεοτήτων. Το πρότυπο που ακολουθούν είναι αυτό μιας νέας γυναίκας όρθιας σε μετωπική στάση, ντυμένης με πλούσια ενδύματα και κοσμήματα, με περίτεχνα χτενισμένα μαλλιά, η οποία στο ένα χέρι που άλλοτε είναι λυγισμένο και ακουμπισμένο μπροστά στο στήθος και άλλοτε λυγισμένο στον αγκώνα και προτεταμένο μπροστά κρατάει μια προσφορά. Οι κόρες είναι πάντοτε ντυμένες, ενώ οι κούροι εμφανίζονται γυμνοί.

Οι κούροι ήταν κυρίως επιτύμβια μνημεία, που αντικατέστησαν τις στήλες, καθώς και τους ταφικούς αμφορείς και κρατήρες της γεωμετρικής περιόδου. Ήταν γλυπτά της αρχαϊκής περιόδου από μάρμαρο, τα οποία στόλιζαν τάφους νέων ανδρών που έχασαν ηρωικά τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης, χωρίς όμως να είναι πορτρέτο του νεκρού. Το πρότυπο είναι εκείνο της ιδεώδους ανδρικής μορφής της εποχής, του ρωμαλέου πολεμιστή. Γενικό χαρακτηριστικό των κούρων είναι η στατικότητα. Το αριστερό πόδι εξέχει ελαφρώς, τα χέρια είναι παράλληλα προς το σώμα, ενώ οι καρποί είναι γυρισμένοι, με τα δάχτυλα κλειστά και τον αντίχειρα προς τα εμπρός. Η πρόταξη του αριστερού ποδιού δηλώνει ευνοϊκή κίνηση, καθώς το επόμενο βήμα που εννοείται ότι θα γίνει θα είναι με το δεξί. Για τους αρχαίους η κίνηση προς τα δεξιά θεωρούνταν ευνοϊκό σημάδι. Όρθιοι, με εύρωστη σωματική διάπλαση, οι κούροι αντιμετωπίζουν τον κόσμο με μια γυμνότητα γεμάτη αυτοπεποίθηση.

Η εντύπωση ότι τα αρχαία ελληνικά γλυπτά ήταν σε φυσικό άσπρο χρώμα είναι λανθασμένη. Σχεδόν όλα τα ελληνικά γλυπτά ήταν χρωματισμένα με ελαφριά φυσικά χρώματα. Απέδιδαν το δέρμα με το φυσικό χρώμα της πέτρας, την οποία γυάλιζαν. Τα μάτια, τα χείλη, τα μαλλιά και τα ενδύματα ήταν χρωματισμένα. Η τεχνική που χρησιμοποιούσαν για να βάψουν τα γλυπτά λέγεται "εγκαυστική". Κατά την τεχνική αυτή, το χρώμα ανακατεύεται με ζεστό κερί και απλώνεται (όσο παραμένει ζεστό) στην επιφάνεια του μαρμάρου, ποτίζοντας έτσι τους πόρους. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι τα άχρωμα σήμερα γλυπτά της αρχαιοελληνικής τέχνης, συμπεριλαμβανομένων και των κούρων, την εποχή που δημιουργήθηκαν είχαν ποικιλία χρωμάτων.

Κλασσική εποχή

Αυτήν την περίοδο η γλυπτική φτάνει στην τελειότερη μορφή της στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ίσως γι΄αυτό η ζωγραφική μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Γνωρίζουμε όμως από γραπτά κείμενα ότι εξελίσσεται και αυτή αλλά δεν υπάρχουν δείγματα ίσως λόγω των αναλώσιμων υλικών που χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι. Ξέρουμε όμως ότι κατακτάται η προοπτική (όχι όμως η γραμμική) και η φωτοσκίαση δηλαδή η απόδοση του όγκου μέσα από τις χρωματικές διαβαθμίσεις. Μόνο τα ερυθρόμορφα αγγεία διατηρούν μια πιο στυλιζαρισμένη μορφή.

Ελληνιστική εποχή

Εδώ η καλλιτεχνική παραγωγή είναι τεράστια, όσο ποτέ στην ιστορία. Οι βασιλιάδες στολίζουν όλη την επικράτεια τους με την τέχνη και έτσι εκλαϊκεύεται. Η πιο φιλότεχνη περίοδος.

Η ζωγραφική εστιάζει στην κατάκτηση της τρίτης διάστασης (του βάθους) για έναν πιο ρεαλιστικό, νατουραλιστικό χώρο. Υπάρχουν ελάχιστα δείγματα όπως οι Μακεδονικοί τάφοι της Βεργίνας. Κορυφαίο παράδειγμα ελεύθερης γραφής χωρίς καν περιγράμματα και με μια ιμπρεσιονιστική αίσθηση είναι η τοιχογραφία με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα.

Ρωμαϊκή τέχνη

Η Ρωμαϊκή τέχνη αποτελεί μια φυσική συνέχεια της Ελληνιστικής. Η τεράστια καλλιτεχνική παραγωγή συνεχίζεται πάνω στο ίδιο πνεύμα, πολλές φορές με απευθείας αντιγραφές ελληνιστικών έργων. Στην Πομπηία έχουν σωθεί πολλές τοιχογραφίες σχεδόν σε όλα τα σπίτια και τις επαύλεις και παρουσιάζουν τεράστια ποικιλία θεμάτων. Οι τοιχογραφίες μοιάζουν με εικόνες θεατρικών σκηνών και έχουν φιλοτεχνηθεί με την ψευδαισθητική τεχνική (trompe I'oeil), προκειμένου να δημιουργήσουν στους τοίχους προοπτικούς, διακοσμητικούς χώρους. Ο καλλιτέχνης, προκειμένου να «εξαφανίσει» τον τοίχο, προσπαθεί να δημιουργήσει την οπτική απάτη ενός κήπου. Η απεικόνιση είναι λεπτομερής, με ιδιαίτερη έμφαση στο προοπτικό βάθος.Βυζαντινή τέχνη

  • Η Βυζαντινή τέχνη που διαποτίστηκε από τη χριστιανική θρησκεία αποτελείται από τις εξής περιόδους:Παλαιοχριστιανική περίοδος, 3ος-7ος αιώνας

  • Βυζαντινή - μεσαιωνική περίοδος, 8ος αιώνας-1204

    • πρωτοβυζαντινή περίοδος (έως το τέλος της Εικονομαχίας, 843)

    • κυρίως βυζαντινή περίοδος (έως την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βενετούς, 1204)

  • Υστεροβυζαντινή περίοδος, 1204-1453 (άλωση της Κωνσταντινούπολης)

  • Μεταβυζαντινή περίοδος, 1453-1821

Η βυζαντινή τέχνη, που επηρέασε βαθιά τη γοτθική, κυριάρχησε όλο το Μεσαίωνα μέχρι και την εποχή της Αναγέννησης.

Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο εφαρμόζεται ένα καθαρά ελληνιστικό πρότυπο. Αυτό χαρακτηρίζεται από τη σαφήνεια των περιγραμμάτων, τη συστροφή του σώματος, τις επιμελημένες πτυχώσεις των ενδυμάτων, που αποδίδουν τον όγκο των σωμάτων, και τη νατουραλιστική απόδοση του χώρου και των μορφών με τη χρήση των χρωμάτων. Τα θέματα έχουν συμβολικό χαρακτήρα με πολλά διακοσμητικά στοιχεία που προέρχονται από απεικονίσεις της αρχαιότητας (σταφύλια, αμπέλια, πλοία, περιστέρια, παγώνια κ.ά.) ή αποδίδουν καθαρά συμβολικά στοιχεία, όπως είναι ο σταυρός, ο ιχθύς, ο αμνός ή ο ποιμένας.Αργότερα και όσο μπαίνουμε στο Μεσαίωνα η τέχνη αρχίζει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα ελληνιστικά πρότυπα, το ενδιαφέρον στρέφεται προς τον εσωτερικό κόσμο και ο αγιογράφος αδιαφορεί για την ανατομία των σωμάτων, τα οποία εμφανίζονται χωρίς υλική υπόσταση (εξαϋλωμένα). Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στην απόδοση του προσώπου και ιδίως των ματιών, που υποβάλλουν την πνευματικότητα της μορφής. Δεν ενδιαφέρουν τα ατομικά χαρακτηριστικά του προτύπου, αλλά η σταθερή ιδέα που αυτό εμπεριέχει. Η βυζαντινή εικόνα είναι ιδεαλιστική, απομακρυσμένη από τη φυσική αναπαράσταση. Χαρακτηριστικά της εικόνας είναι η ισοκεφαλία, η ρυ

θμική επανάληψη, η αξονική συμμετρία και η ιερατική προοπτική (μια αυξομείωση των ανθρώπινων διαστάσεων ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους, κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβαινε στην Αρχαία Αίγυπτο).Λόγω της οπισθοδρόμησης του πολιτισμού η απλότητα της μορφής ήταν χρήσιμη στους πιστούς της εκκλησίας οι οποίοι δεν ήξεραν να διαβάζουν και έτσι η καθαρότητα των εικόνων τους παρέπεμπε στα επεισόδια της Αγίας Γραφής. Ως προς τη σύνθεση οι εικόνες οργανώνονται:

  1. σε τριγωνική και απόλυτα συμμετρική διάταξη, εκατέρωθεν ενός κεντρικού άξονα,

  2. ασύμμετρα γύρω από ένα κέντρο βάρους.

Και στις δύο περιπτώσεις ο άξονας και το κέντρο βάρους της σύνθεσης τονίζονται για να δοθεί έμφαση στο περιεχόμενο της παράστασης. Στα σημεία αυτά τοποθετείται μια μεγαλύτερη μορφή ή σκηνή που αναγνωρίζεται ως η σημαντικότερη στη σύνθεση.

Ευρωπαϊκός Μεσαίωνας

Οι δύο βασικές μορφές τέχνης το Μεσαίωνα είναι η ρομανική και η γοτθική. H ονομασία ρομανική αναφέρεται στην τέχνη της Δυτικής Ευρώπης τον 11ο και το 12ο αιώνα η οποία βασίζεται σε μια ελεύθερη μεταφορά των αρχών της ρωμαϊκής τέχνης.

Μετά το 13ο αιώνα στη ρομανική ζωγραφική εμφανίστηκε η τάση να αποδίδονται τα φυσικά χαρακτηριστικά στις ανθρώπινες μορφές. Για παράδειγμα, οι πτυχώσεις χαλάρωσαν και άρχισε να διαφαίνεται η προσπάθεια να αποδοθεί ο όγκος των σωμάτων κάτω από τα ρούχα.

Στη γλυπτική, άρχισε να διαφαίνεται μια έντονη σχέση με την αρχαιότητα, καθώς και μια ανθρωποκεντρική αντίληψη, με αποτέλεσμα τη νατουραλιστική απεικόνιση των μορφών.

Στη ρομανική τέχνη πολλά από τα έργα είχαν διδακτικό περιεχόμενο και στόχο να εντείνουν το στοχασμό και την προσευχή. Αντίθετα, οι καλλιτέχνες της ύστερης γοτθικής περιόδου δημιούργησαν εικόνες με πολλά νέα στοιχεία: ρεαλιστικές μορφές, κομψές γραμμές και προοπτική που κάνει το χώρο να μοιάζει με πραγματικό. Στη νωπογραφία, υπό την επίδραση του μοναχισμού και κυρίως του τάγματος των Φραγκισκανών, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στο «πάθος του Κυρίου» και σε παραστάσεις συναισθηματικών σκηνών, εμπνευσμένων από θρησκευτικές παραδόσεις. Κατά το 10ο και τον 11ο αιώνα οι περισσότερες αγιογραφίες φιλοτεχνούνταν σύμφωνα με την παράδοση των φορητών εικόνων του Βυζαντίου και της Ανατολής. Αργότερα όμως φάνηκε μια τάση να ξεφύγουν από αυτό το «ελληνικό ιδίωμα» (maniera greca), όπως το ονόμασαν. Η τάση αυτή εμφανίστηκε αρχικά στην Ιταλία, με κύριο εισηγητή τον Τζιότο, στο τέλος του 13ου αιώνα. Μετά την καθοριστική αλλαγή που έφερε η ζωγραφική του άνοιξε ο δρόμος για την Αναγέννηση.

Αναγέννηση

Η τέχνη αποδεσμεύτηκε από το θρησκευτικό δογματισμό, και η ομορφιά του πραγματικού κόσμου ήταν πλέον το νέο πεδίο της καλλιτεχνικής αναζήτησης. Ο άνθρωπος και ο χώρος γύρω από αυτόν αποτέλεσαν το κεντρικό σημείο αναφοράς των καλλιτεχνικών μελετών της Αναγέννησης. Ο καλλιτέχνης επιδίωκε να αναβιώσει, μέσα από την τέχνη, το μεγαλείο της αρχαιότητας, και ο στόχος αυτός εξαπλώθηκε σιγά σιγά από τις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας στην υπόλοιπη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Η στροφή στην αρχαιότητα έμεινε γνωστή με τον όρο «Ανθρωπισμός» (Ουμανισμός).

Την εποχή της Αναγέννησης οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να προσεγγίσουν με αντικειμενικό τρόπο το ωραίο, την αρμονία και τη χάρη. Θεωρούσαν ότι οι ιδιότητες αυτές αντανακλούν τα χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου και του τελειότερου δημιουργήματος της φύσης, δηλαδή του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να μελετήσει προσεκτικά τα χαρακτηριστικά της φύσης και στη συνέχεια να προχωρήσει στην επιλογή των στοιχείων που θα του επέτρεπαν να συνθέσει μια ιδανική εικόνα της πραγματικότητας. Το καλλιτεχνικό έργο θα στηριζόταν έτσι σε μια γενικευμένη αλήθεια της φύσης, θα ισορροπούσε ανάμεσα στο ιδανικό και το πραγματικό, ανάμεσα στο γενικό και το μερικό, χωρίς όμως να απομακρύνεται από την πραγματικότητα. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι αρχαίοι είχαν μελετήσει τη φύση και γνώριζαν τους νόμους της, μέσα από την αναβίωση του αρχαίου πνεύματος μπορούσαν να εξασφαλιστούν η αρμονία με τη φύση και η ζητούμενη οικουμενική τάξη.Ο καλλιτέχνης-διανοούμενος απομακρύνθηκε από τη συντεχνιακή παραγωγή του Μεσαίωνα και, απαιτώντας την αυτονομία του ρόλου του, τοποθετήθηκε στην πρωτοπορία των νέων κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. H ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική ανακηρύχθηκαν «ελευθέριες τέχνες», δραστηριότητες δηλαδή για «ελεύθερα πνεύματα και για ευγενείς ψυχές», όπως έγραψε ο Αλμπέρτι, ο δε καλλιτέχνης αμειβόταν γι' αυτή ακριβώς την ενασχόλησή του με την καλλιτεχνική-πνευματική παραγωγή. Ο καλλιτέχνης της Αναγέννησης μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική και την κλασική φιλολογία, ανέπτυσσε ένα θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει τις αρχές και τις αξίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μέσα από αυτή τη γενική παιδεία αλλά και την πρόοδο των φυσικών επιστημών άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας. Η τάξη και η αρμονία του κόσμου απεικονίζονταν στην επιφάνεια του πίνακα σύμφωνα με τους κανόνες της κεντρικής προοπτικής. Μέσω της προοπτικής και των βραχύνσεων επιτεύχθηκε η απόδοση της τρίτης διάστασης (δηλαδή του βάθους) των αντικειμένων και του χώρου στην επίπεδη επιφάνεια.

Η προοπτική είναι ένας μαθηματικός τρόπος για την ψευδαισθητική απόδοση του βάθους, της τρίτης δηλαδή διάστασης, που λείπει από τη διδιάστατη ζωγραφική επιφάνεια. Για να το επιτύχει αυτό, ο ζωγράφος τοποθετεί το «σημείο φυγής» στο κέντρο του πίνακα, επάνω στη γραμμή του ορίζοντα, που αντιστοιχεί στο ύψος των ματιών του θεατή και προς το οποίο συγκλίνουν όλες οι παράλληλες ευθείες. Αυτή η οργάνωση ενός επιπέδου ονομάζεται κεντρική προοπτική. H αναφορά στην ελληνορωμαϊκή τέχνη και μελέτη της φύσης συμβαδίζει με την προοπτική, τη μελέτη του προτύπου και την επιλογή θεμάτων από τη μυθολογία.

H ψευδαίσθηση του βάθους που δημιουργείται με τον προοπτικό σχεδιασμό, η ισορροπία της σύνθεσης και η χρήση των αναλογιών οδηγούσαν το ζωγράφο στη μαθηματική οργάνωση της εικόνας, αλλά και στη μελέτη της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος, καθώς το ενέτασσαν στην προσδιορισμένη διάταξη των σχημάτων και των χρωμάτων.

H καλλιτεχνική αναπαράσταση συνέβαλε στη μετάδοση της γνώσης, και ο καλλιτέχνης, ως διαμεσολαβητής, έπρεπε να διαθέτει βαθιά και ευρεία εξοικείωση με την πραγματικότητα που τον περιέβαλε. Η ζωγραφική έγινε μια διαδικασία με συγκεκριμένα προβλήματα και λύσεις που μπορούσαν να επαληθευτούν. H τεχνική της ζωγραφικής εξελίχτηκε μαζί με την επιστημονική αναζήτηση και εναρμονίστηκε μαζί της στην ανακάλυψη των νόμων της φύσης και του σύμπαντος. H ανάμειξη των χρωμάτων με λάδι - θεωρείται ότι ο Ολλανδός ζωγράφος Γιαν Βαν Άυκ (1390-1441) «εφηύρε» την τεχνική της ελαιογραφίας, η οποία μέσω του μαθητή του Πέτρους Κρίστους πέρασε στην Ιταλία - έδωσε τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να μπορέσουν να επιμεληθούν περισσότερο τη λεπτομέρεια επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, να αυξήσουν την ένταση των χρωμάτων και να αποδώσουν με μεγαλύτερη δύναμη το φως και την ατμόσφαιρα που διαχέονται επάνω στην επιφάνεια του έργου. Οι αρχές της ιταλικής Αναγέννησης εξαπλώθηκαν βόρεια των Άλπεων κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα και επηρεάστηκαν από τα ντόπια χαρακτηριστικά της τέχνης, παράλληλα με τα πρώτα σημάδια του Μανιερισμού.