Η ρόδα του κακού
Καλλιμάνη Μυρτώ (Β'2), Κατσατούρα Ελένη (Β'2),
Κορφιάτη Μάρα (Β'2), Λιβαδάς Κωνσταντίνος (Β'2)
Καλλιμάνη Μυρτώ (Β'2), Κατσατούρα Ελένη (Β'2),
Κορφιάτη Μάρα (Β'2), Λιβαδάς Κωνσταντίνος (Β'2)
26 Ιουνίου 2023. Στην επαρχία Shandong της Κίνας, περαστικοί βιντεοσκοπούν την τριανταοκτάχρονη Zhang Mou να πέφτει θύμα τροχαίου ατυχήματος. Ο δράστης αποκαλύπτεται πως είναι ο άντρας της, Wang Mouxing (37 χρονών), ο οποίος φαίνεται να τη χτυπάει επανειλημμένα με το αυτοκίνητό του ώσπου να βεβαιωθεί πως πλέον έχει πεθάνει. Πάρα την πρωινή ώρα (10:20) και τους πολυάριθμους μάρτυρες, ο δράστης δεν επιδεικνύει καμία υπόνοια ανησυχίας, αλλά εξακολουθεί ατάραχος να ελέγχει τον σφυγμό της γυναίκας του και να εμποδίζει κάθε προσπάθεια διαφυγής της. Λίγες μέρες αργότερα, ο άνδρας συλλαμβάνεται και η αστυνομική έρευνα αποφαίνεται ότι η γυναίκα είχε ιστορικό ενδοοικογενειακής βίας απέναντι στον άντρα της και πως η χρόνια κακοποίηση του συζύγου σε συνδυασμό με μια έντονη διαφωνία του ζευγαριού πυροδότησε το συμβάν.
Όσο αποτρόπαιο είναι το ίδιο το έγκλημα, τόσο τρομακτική είναι και η σιωπή των μαρτύρων, η αδράνεια σε σημείο απόλυτης αδιαφορίας. Πράγματι για τους κατοίκους της χώρας παρόμοια φαινόμενα είναι συνηθισμένα. Το 2008 ένας οδηγός σκοτώνει με τον ίδιο τρόπο μια ηλικιωμένη γυναίκα, ενώ τον Απρίλιο του 2015 μια νέα οδηγός επαναλαμβάνει την ίδια τακτική σε ένα δίχρονο κορίτσι που περπατούσε στην πόλη Φοσάν με τη γιαγιά του. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αποκαλύπτεται κανένα κίνητρο, αφού θύματα και θύτες ήταν παντελώς άγνωστοι μεταξύ τους. Το φαινόμενο έχει ονομαστεί double hit (διπλό χτύπημα) ή διαφορετικά hit-to-kill (θανατηφόρο ατύχημα) από τις διεθνείς πηγές και, παρόλο που για πολλούς αποτελεί μύθο, ευθύνεται για σημαντικό ποσοστό των θανάτων από τροχαία δυστυχήματα στην Κίνα. Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει. Σε τι οφείλεται αυτή η στάση; Γιατί να «εύχονται» οι οδηγοί έναν ακαριαίο θάνατο;
Πυρήνα της απουσίας ανθρωπιάς αποτελεί η νομοθεσία της χώρας. Η ίδια επιβάλλει μεγάλα χρηματικά πρόστιμα εφ’ όρου ζωής στους οδηγούς που έχουν τραυματίσει κάποιον άνθρωπο. Αν όμως αυτός πεθάνει, τότε επιβάλλεται ένα χαμηλό πρόστιμο για τα έξοδα της κηδείας. Τα δικαστήρια, παράλληλα, παρουσιάζουν μεγάλη ανοχή στις περιπτώσεις που κάποιος πατήσει επανειλημμένα το θύμα του για να γλυτώσει τα έξοδα της νοσηλείας του. «Αυτοί οι άνθρωποι διατίθενται να σκοτώσουν όχι μόνο επειδή είναι φθηνότερο, αλλά επειδή το πιθανότερο είναι πως θα γλυτώσουν τη φυλάκιση. Ακόμα και στις μέρες μας που οι κάμερες είναι παντού και οι μάρτυρες συχνά καταγράφουν τα περιστατικά με τα κινητά τους, τα δικαστήρια κλείνουν τα μάτια… Ένας συνταγματικός λάκκος, μια θλιβερή ενίσχυση όλων αυτών των δολοφόνων», αναφέρει ο Geoffrey Sant, Καθηγητής Νομικής στη σχολής Fordham (Νέα Υόρκη) και Μέλος του συμβουλίου του Κινεζικού Κέντρου Πολιτισμού. «Πολλές φορές τα εγκλήματα είναι εξαιρετικά σοβαρά, με τα θύματα να δολοφονούνται παρόλο που δεν τραυματίστηκαν από την πρόσκρουση» προσθέτει.
Πώς όμως φτάνει ένα νοήμον άτομο σε μια τέτοια ενέργεια; Σε θέση προάσπισης του κακού, εκεί όπου, όταν τα φρένα γλιστράνε, η καρδιά ελαφραίνει και μέσα της δεν χωράει πλέον η συνείδηση, η λογική; Είναι το έλλειμμα της κοινωνικής φιλότητας που πυροδοτεί την απάθεια που μετεξελίσσεται σε μίσος. Το μίσος το οποίο, όταν κάποιος προτιμήσει να μαυρίσει η ψυχή παρά το πορτοφόλι του, θα γίνει βία. Κι αν δεν είναι η κριτική σκέψη και η αλληλεγγύη που ρυθμίζει τη συμπεριφορά μας, αλλά το κοινωνικό συμφέρον, φτάνουν μονάχα δύο ρόδες, ώστε η βία να γίνει φόνος. Δεν είναι θέσφατο η «καλοκαρδία» και, όταν το σύστημα σε αναγκάζει να επιλέξεις το μέτρο της ελευθερίας σου, σωπαίνει η φωνή της λογικής. Έτσι γεννιέται το κακό, παραβιάζοντας την ηθική και ερμηνεύοντας το κοινωνικό σύνολο ως κάτι κατώτερο. Και όταν αυτό σε κυριεύει θαμπώνεις τόσο που, μόλις τα τζάμια θρυμματιστούν και οι ζάντες κοκκινίσουν, οι αξίες και τα ήθη δεν θα επαρκούν για να σε συνεφέρουν και τότε ίσως κάποιου το σώμα να ανασυρθεί νεκρό από την άσφαλτο.
Καθώς η ατομική ευθύνη φαντάζει μια αφηρημένη έννοια και οι πολίτες-θύτες παρουσιάζονται θύματα ενός άκαρδου νομοθετικού και δικαστικού πλαισίου που εκβιάζει το κακό από τον απλό πολίτη, είναι ανάγκη να προβληματιστούμε σχετικά με το αν πρέπει να αλλάξει η νομοθεσία τον τρόπο σκέψης των πολιτών ή ο τρόπος σκέψης των πολιτών τη νομοθεσία. Η έννοια του πολίτη και του κράτους είναι εξ ορισμού αλληλένδετα, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι όσο αποφεύγουν οι περαστικοί να κοιτάξουν κατάματα το περιστατικό και οι οδηγοί να αντιμετωπίσουν το θύμα ως ανθρώπινο ον, όχι ως κάποιου είδους πρόστιμο, ο νόμος αδυνατεί να αλλάξει και να αλλάξει μαζί του και χιλιάδες άλλους πολίτες. Γιατί με τον ίδιο τρόπο που το κακό τρέφεται από τις ανάγκες και την ίδια τη φύση του ατόμου, με τον ίδιο τρόπο το καλό πυροδοτείται από μια απλή σκέψη, ένα συναίσθημα. Από αυτό το πρίσμα, ο ρόλος της πολιτείας διαφαίνεται ως ένα μέσο που θα εξασφαλίσει ότι οι άνθρωποι θα δώσουν την απαραίτητη προσοχή στη σκέψη αυτή και ίσως της επιτρέψουν να ξεθολώσει το μυαλό και να βάλει το πόδι στο φρένο, σταματώντας τη «ρόδα του κακού» από το να παρασύρει δύο σώματα, ένα του πεζού και ένα του ίδιου του οδηγού.