Μουσική και Κοινωνία: μια ιστορική αναδρομή
Νόρα Αλεξιάδου (Β'1)
Νόρα Αλεξιάδου (Β'1)
Η μουσική είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας (φαντάζομαι) όλων μας. Κάθε εποχή έχει τα δικά της ακούσματα, κάποια τραγούδια γίνονται δημοφιλή και έπειτα χάνουν την απήχησή τους μέχρι που εμφανίζεται το καινούργιο «τρεντ». Η μουσική αντικατοπτρίζει την πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα κάθε περιόδου. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πόσες κοινωνικές μεταβολές σηματοδοτήθηκαν από μουσικές επαναστάσεις και κινήματα.
Μπλουζ (τέλη 19ου αιώνα)
Στις αρχές του 17ου αιώνα ξεκίνησε η μεγάλη συρροή Αφρικανών δούλων στην Αμερική, όπου εκεί αντιμετώπιζαν τρομερές καταστάσεις υποδούλωσης και εξευτελισμού. Η κουλτούρα τους καταπιεζόταν πλήρως από την κοινωνία των «λευκών». Μόνο τον πνευματικό πολιτισμό τους μπορούσαν, κρυφά, να διατηρήσουν. Έτσι, μέσα στη σκληρότητα της καθημερινής τους ζωής, καλλιέργησαν τη μουσική τους κουλτούρα. Συνήθιζαν στις πολλές ώρες εργασίας τους να τραγουδούν τα λεγόμενα εργατικά τραγούδια, καθώς τους έδιναν ρυθμό στις μηχανικές και συστηματικές κινήσεις που έκαναν όσο εργάζονταν. Αργότερα, όταν συνδέθηκαν με τον Χριστιανισμό, το τραγούδι της δουλείας μετατράπηκε σε τραγούδι πίστης και κατά την εξύμνηση του θείου αντλούσαν δύναμη να αντιμετωπίσουν όλες τις δυσκολίες.
Με αυτή τη νέα εκκλησιαστική μουσική, δημιουργήθηκαν τα σπιρίτουαλς και τα γκόσπελ (άσματα με θρησκευτικό περιεχόμενο που τραγουδιούνται ομαδικά), τα οποία σταδιακά αναμείχθηκαν και με τα εργατικά τραγούδια, ενώ δέχθηκαν πολλές επιρροές από την αμερικάνικη και την ευρωπαϊκή μουσική. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι Αφρικανοί απελευθερώθηκαν και η κιθάρα ήταν πλέον λαϊκό σύμβολο, η αφρικανική μουσική άλλαξε μέτρο και ενορχήστρωση, ενώ άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες μπάντες μπλουζ στα μίνστρελ σόουζ που ήταν θέατρα στα οποία γίνονταν παραστάσεις από λευκούς άντρες βαμμένους σαν «μαύρους» που διακωμωδούσαν την αφρικανική κουλτούρα. Έτσι, η μπλουζ μεταδόθηκε γρήγορα και στην «λευκή» κοινωνία και αναγνωρίστηκε ως ιδιαίτερο μουσικό είδος, ενώ άλλαξε και η εικόνα που είχαν οι Αμερικανοί για τους Αφρικανούς, καθώς συνειδητοποίησαν πως δεν είναι δουλικός, αλλά δυναμικός λαός με εντυπωσιακά πνευματικά ταλέντα.
Μέσω της μουσικής η καταπιεσμένη αφρικανική κοινότητα απέκτησε επιτέλους τη φωνή της και διεκδίκησε τα δικαιώματά της. Στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Αφρικανοί πλέον θεωρήθηκαν Αμερικανοί πολίτες με ίσα δικαιώματα και φιλοδοξίες με τους λευκούς.
Σουίνγκ (1930-1950)
Ξεκίνησε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στην Αμερική και αποτελούσε είδος μουσικής με έντονες χορευτικές κινήσεις για ζευγάρια. Ήταν η εξέλιξη της τζαζ μουσικής (η οποία ήταν προϊόν της μπλουζ) και ο χορός αυτός ξεκίνησε για πρώτη φορά το 1923 από Αφρικανούς λιμενεργάτες στο Τσάρλεστον, πόλη της Νότιας Καρολίνας, όπου είχαν εδραιωθεί οι επαναστάσεις της μόδας και της μουσικής εκείνης της εποχής. Το σουίνγκ ήταν ιδιαίτερο μουσικό κίνημα, επειδή στις μπάντες συμμετείχαν λευκοί, Αφρικανοί και Εβραίοι μουσικοί σε μια περίοδο όπου ο ρατσισμός ήταν βαθιά ριζωμένος στους πολίτες.
Η σουίνγκ μουσική έγινε γρήγορα δημοφιλής για τον χορό με τον οποίο είχε συνδεθεί, το Λίντι Χοπ, όπως ονομαζόταν. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τα κέντρα σουίνγκ αποτελούσαν καταφύγια για Εβραίους και για τους νέους που ήταν κατά της κυβέρνησης. Μέσω του έντονου χορού τους έδειχναν τη δυσαρέσκειά τους για την κατάσταση και επαναστατούσαν. Στη ναζιστική Γερμανία, οι χορευτές του σουίνγκ θεωρούνταν απροσάρμοστοι σε σχέση με τους υπόλοιπους συνομηλίκους τους που ήταν στρατευμένοι στο κόμμα του Χίτλερ.
Η επανάσταση ήταν τόσο διαδεδομένη που η επίσημη ναζιστική μουσική οργάνωση σε συνεργασία με την Γκεστάπο ανακοίνωσαν πως «απαγορεύεται η μουσική των μαύρων και των Εβραίων». Βέβαια, ούτε ο ίδιος ο Χίτλερ δεν μπορούσε να υπερνικήσει τη δύναμη της μουσικής˙ συνέχιζαν να υπάρχουν κέντρα τζαζ και σουίνγκ όπου πήγαιναν κρυφά οι νέοι και συνέχιζαν τη διασκέδασή τους. Συχνά, η Γκεστάπο έμπαινε μέσα στα κέντρα και συλλάμβανε όποιον έπαιζε μουσικό όργανο ή χόρευε.
Τελικά, η σουίνγκ ήταν επαναστατική για το ναζιστικό καθεστώς, καθώς εναντιωνόταν σε κάθε φυλετική διάκριση, αφού οι κύριοι συντελεστές της ήταν Αφρικανοί, οι οποίοι μόλις είχαν αρχίσει να γίνονται αποδεκτοί στην κοινωνία, και Εβραίοι, οι οποίοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον αντισημιτισμό των Ναζί. Το γεγονός πως είχε τόσο μεγάλη απήχηση η σουίνγκ ανάμεσα στην αμερικανική και γερμανική νεολαία έδειχνε πως η νέα γενιά δεν επρόκειτο να υποταχθεί οικειοθελώς στη νέα πολιτικο-οικονομική πραγματικότητα.
Ροκ εν Ρολ (1950-1970)
Και φτάνουμε στο ροκ εν ρολ, είδος μουσικής που είχε κάνει θραύση στη δεκαετία του ‘50 και έχει γνωρίσει πολλές αλλαγές και πειραματισμούς. Έχει μόλις τελειώσει ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι άνθρωποι έχουν θρηνήσει πολλούς νεκρούς. Ο κόσμος έχει ανάγκη από διασκέδαση και του δίνεται η ευκαιρία μετά από πολλά χρόνια συνεχούς πολέμου και πείνας να εξερευνήσει τα όρια της δημιουργικότητάς του. Έτσι, ορισμένοι λευκοί καλλιτέχνες πειραματίζονται με την αφρικανική ριθμ εν μπλουζ (συνδυασμός γκόσμπελ και τζαζ) και την σόουλ (μια χορευτική παραλλαγή). Το τελικό προϊόν είναι ένα είδος έντονου χορευτικού όπως το σουίνγκ, αλλά με περισσότερες δυνατότητες αλλαγής και μεταβολής. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε αυτή η μουσική στη Βρετανία, όπου αναπτύχθηκε το Βρετανικό ροκ, αναγκάζοντας πολλούς Αμερικανούς καλλιτέχνες και Ευρωπαίους θαυμαστές να πηγαίνουν εκεί, για να παρακολουθούν την ιστορία της μουσικής να εξελίσσεται μπροστά τους.
Η ροκ, ενώ δεν υπήρξε μια επανάσταση από μόνη της, ακολουθούσε τους ρυθμούς της κοινωνίας, αντικατοπτρίζοντας τις κοινωνικές επαναστάσεις των επόμενων δεκαετιών. Επειδή ήταν μια «ευέλικτη» μουσική φόρμα, υιοθετούσε τα χαρακτηριστικά κάθε εποχής, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διάφορα παρακλάδια της ροκ, όπως η metal, disco, punk, folk, glam, alternative κ. ά. Κάθε μικρή κοινότητα κάθε χρονικής περιόδου άφηνε το αποτύπωμά της με την ιδιαίτερη ροκ κουλτούρα της.
Η μουσική της γενιάς των λουλουδιών (1960-1970)
Αυτή κι αν ήταν η φωνή της νεολαίας! Επιτέλους στην δεκαετία του ‘60 οι νέοι είχαν πλήρη ελευθερία να εκφράσουν το μίσος τους για τον πόλεμο και την αγάπη τους για την ειρήνη. Η νέα μουσική σκηνή είχε μοναδικό στόχο την εμψύχωση των νέων, οι οποίοι άκουγαν στην καθημερινή ειδησεογραφία για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και θέλανε να λάβουν δράση. Τα συγκροτήματα της εποχής ανταποκρίνονται στο κάλεσμα των παιδιών των λουλουδιών και συμμετέχουν στο φιλελεύθερο κίνημα με άλμπουμ που εξυμνούσαν τα αιτήματά τους. Γνωστοί εκπρόσωποι του μουσικού αγώνα είναι οι Beatles, οι Led Zeppelin και οι The Doors.
Οι στίχοι πλέον είχαν βαθύτερο νόημα, καθώς περιείχαν φιλοσοφικούς προβληματισμούς, εμπνευσμένους από αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, τον Νίτσε και τον Σαμανισμό, φιλοσοφία που αναζητούσε τρόπους για να φτάσει ο άνθρωπος στη μορφή που είχε πριν από το προπατορικό αμάρτημα. Ο ρυθμός και η μελωδία απέπνεαν έναν μυστικισμό, ενώ οι χίπις έπαιζαν τη μουσική αυτή με στόχο να φτάσουν στην διονυσιακή έκσταση και στην απόλυτη κάθαρση. Ωστόσο, ήταν γνωστά τα ψυχεδελικά και τα ναρκωτικά που χρησιμοποιούσαν για να τους «βοηθήσουν» να φτάσουν σε αυτή την πνευματική κατάσταση. Αυτή η αίσθηση της αποσύνδεσης από τον πραγματικό κόσμο εντοπιζόταν και στους στίχους των τραγουδιών. Οι μπάντες, αφού δεν στόχευαν αποκλειστικά στο κέρδος, δεν έκαναν πλέον τα γνωστά «χιτάκια» αλλά πιο μεγάλα και αργά κομμάτια, αφιερωμένα στη μελοποίηση των ψυχεδελικών αισθημάτων και του φιλοσοφικού προβληματισμού. Παραδείγματα τέτοιων συγκροτημάτων αποτελούν οι Pink Floyd, οι Who, οι Rolling Stones, ενώ υπήρχαν και ανεξάρτητοι καλλιτέχνες, όπως ο Carlos Santana, η Janis Joplin και ο Leonard Cohen.
Με αυτό το κίνημα έγινε ολοφάνερη η δύναμη της μουσικής να εκφράζει κοινωνικά μηνύματα, τις κραυγές της νέας γενιάς για ελευθερία και ειρήνη, σε έναν κόσμο που είχε μάθει να αγαπά το κέρδος και το προσωπικό συμφέρον.
Τέκνο (1988-2000)
Η τεχνολογική επανάσταση επέφερε δραστικές αλλαγές στην καθημερινότητα των ανθρώπων, καθώς οι υπολογιστές άρχιζαν να γίνονται απαραίτητη συσκευή σε κάθε αμερικανικό σπίτι. Δημοφιλή ήταν πλέον τα κέντρα χορού στο Ντητρόιτ και το Μίσιγκαν, όπου μαζευόταν η νεολαία για να χορέψει στον νέο ρυθμό της εποχής, την ντιτρόιτ τέκνο. Αυτή η μορφή μουσικής αποτελούσε συνδυασμό αφρικανικής μουσικής και ηλεκτρονικών ήχων. Ως απάντηση στη μουσική του ’60 είχε κι αυτή η μουσική στόχο να δημιουργήσει ψυχεδελική αίσθηση και να οδηγήσει σε μια άλλη μορφή έκστασης. Το νέο τρεντ επεκτάθηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία του ‘90, όταν έγιναν δημοφιλή τα ρέιβ πάρτι. Η κουλτούρα που προωθούσε δεν ήταν τόσο πνευματικά και φιλοσοφικά «ψαγμένη», αλλά αποτύπωνε την αντίδραση των νέων στην καινούργια πραγματικότητα.
Έδειχνε πως η νέα γενιά αισθανόταν απορροφημένη από την τεχνολογία που μόλις είχε γίνει δημοφιλής, αλλά σαν να μην ήξερε πώς να χειριστεί τη νέα κατάσταση. Οι νέοι αισθάνονταν, ωστόσο, ελευθερία, γνωρίζοντας πως η τεχνολογία τούς έδωσε δύναμη. Στον μουσικό χώρο κυκλοφορούσαν κυρίως μεμονωμένοι καλλιτέχνες και djs, όπως οι Juan Atkins, Kevin Saunderson και Derrick May (ή αλλιώς οι Belleville Three).
Πηγές:
https://apothesis.lib.hmu.gr/handle/20.500.12688/2426
https://rockwave.gr/rock-music-history/rock-and-roll/
Βιβλίο Μουσικής Γ’ Γυμνασίου
https://www.sansimera.gr/articles/43
https://www.filosofikilithos.gr/i-moysiki-ton-60s-kai-i-genia-tis-agapis/
https://www.clubber.gr/%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-detroit-techno/
https://www.britannica.com/art/techno