Ποιήματα
Σεληρώ
Σεληρώ
« Προσοχή στο κενό»
Προσοχή στο κενό
μεταξύ συρμού και αισθήματος
την αποβάθρα στης ψυχής τον σκελετό
που σε επιβιβάζει στης ζωής τον ανήφορο.
Προσοχή στο κενό
μεταξύ λογικής και νοήματος
στης στάσης το βροχερό δειλινό
που ο άγνωστος φαντάζει επίσημος.
‘Προσοχή στο κενό!’
Φωνάζω εν ώρα καπνίσματος
εισπνέοντας λέξεις για σφυγμό
περιτριγυρισμένη από ομίχλη οικείου καλύμματος.
Στον σταθμό χάνω τον παλμό
γιατί το τρένο έφυγε σαν ψίθυρος
κι εγώ να μένω μόνη να σκεφτώ
τη λύση του αινίγματος.
Προσοχή στο κενό.
Το τρένο έφυγε
με τη λύση του προβλήματος
Ένα κενό |πλην|-αισθήματος;
« Νοτιά»
Θα μένω αιώνια ανάξια νοτιάς
αδιάφορη για τον καιρό των συμφερόντων
διανύοντας θάλασσες εύθραυστης καρδιάς
γιατί είναι ελεύθερη σε κόσμο αιχμαλώτων.
Θα σκίζω ουρανούς, θα βουλιάζω σε στεριά
γιατί είναι ο λόγος ύπαρξης συνόρων.
Θα χαϊδεύω τα σύννεφα γλυκιάς ματιάς
που έβρεξαν λόγω της γείωσης των εικόνων.
Θα μένω αιώνια ανάξια νοτιάς,
γιατί δε διανύω τον κόσμο άνευ όρων.
Προϋπόθεση να τυφλωθώ από ψυχή της νυχτιάς
αφού βρήκε φως σε σκοτάδι χρόνων.
Θα σκίζω βλέμματα σαν σουγιάς
αποκωδικοποιώντας τη ματιά των δορυφόρων.
Θα διαβάζω τον αγέρα κάθε χροιάς
αναζητώντας τη μιλιά αθώων.
Θα μένω αιώνια ανάξια νοτιάς
αόρατη στα μάτια ξερών ανθρώπων
να φυσώ βλέμματα αθώας ανεμελιάς
αδιάφορη για τον καιρό των συμφερόντων.
Θα υπάρχω σαν φυγάς στην ξενιτιά
Να με εισπνέουν σαν τσιγάρο αγνώστων
(η πρώτη τους τζούρα με συντροφιά)
Ενώ με ξεφυσούν με τα πνευμόνια των κόμπων.
Ανάξια νοτιάς για τον φρικτό κόσμο
Το κομπλιμέντο των αγνώστων…
« Μουσκεμένα Όνειρα»
Μούσκεψαν τα όνειρα
απ’ του στιχουργού την ανάσα.
Πνίγηκαν απ’ το νόημα
στων στροφών την ψιχάλα.
Η ομπρέλα το πρόσχημα
για στεγνή ατάκα
αγνοώντας το κόσμημα
στου φωτός τα άστρα.
Μούσκεψαν τα όνειρα
βούλιαξαν σε μια ανάσα.
Αντί για λέξεις ξέβραζε βρεγμένα στιχάκια.
Ζωντανή πνοή σε λόγια άδεια.
Έλιωσαν τα στόματα
από όξινα χαρμάνια.
Γεύονταν λόγια άγρυπνα
με κατακάθι σάπια νιάτα.
Ατένιζαν όμως απ’ της ψυχής τη βεράντα
των στροφών την ψιχάλα,
δυο στιχάκια άυπνα
και μια καρδιά μες τη ζωντάνια.
Μουσκεμένα όνειρα
επιπλέουν μονάχα
σε λιωμένα μάτια
και αλμυρά φυλλάδια.
Θαλασσινή φρεσκάδα
Αχινοί μα και κοχύλια σπάνια.
« Τελευταία τελεία»
Ποτέ δεν μπόρεσα
να τελειώσω ένα ποίημα
να του δώσω υπόσταση και δόση ελπίδας
στον κόσμο της αόρατης ασχήμιας.
Ποτέ δεν ήρθε η τελευταία τελεία
αφήνοντας μισή κάθε ταλαιπωρημένη σελίδα.
Έπνιξα τις λέξεις στη δειλία
ευάλωτες, εκτεθειμένες σε γραπτά ηχεία.
Ήθελα να κάνω τα σύμφωνα καταιγίδα
και τα επιφωνήματα τρικυμία
όμως κυριάρχησε η αλαλία
και στον γραπτό γαλαξία.
Ποτέ δεν μπόρεσα
Να τελειώσω ένα ποίημα
γιατί πάντα χανόμουν στων συλλαβών την αγωνία
μια ατέρμονη φλυαρία
χωρίς θέση στης ποίησης την αναρχία.
Με μελετημένη σκηνοθεσία
και προσεγμένη απροσεξία
φιλοξενώ λέξεις και γεννώ υποκρισία
στης ποίησης τη διπροσωπία
που των συναισθημάτων η ανυπαρξία
οδήγησε στων στροφών τη λεηλασία.
Έτσι, ποτέ δεν μπόρεσα
να τελειώσω ένα ποίημα
γιατί της ψυχής η ασυμφωνία
διέπραξε της έκφρασης τη δολοφονία
και ο στίχος γέμισε
άναρχη δικτατορία.
Καμία ελευθερία
Ακόμα και στης ποίησης
τη γραφειοκρατία.
Όλα με έμμεση συντομογραφία.
Δεν τελείωσα κανένα ποίημα
Ακόμα να βάλω την τελευταία τελεία.
« Ανθρώπινα σώματα»
Ανθρώπινα σώματα
μιλούν χωρίς λόγια
για επώδυνα ονόματα
και ξεχασμένα πιόνια.
Μια λίμνη αναμνήσεων
ένας καθρέφτης πεποιθήσεων
που δε δείχνει ανθρώπινο σώμα
αλλά ψυχή ονειροπόλα.
Το ανθρώπινο σώμα
διαφορετικό μα ακόμα
παραμένει μάσκα με εικόνα
κρύβει της καρδιάς τη γλώσσα.
Δυο μάτια, δυο χείλη
ένα βλέμμα δίχως γρίφο
μια σκέψη χωρίς στίχο
και ένα δείλι
Αφήνει την τύψη
να γίνει μνήμη
και τις συζητήσεις
προσωρινές πεποιθήσεις.
Γιατί στο ανθρώπινο σώμα
δε χωρά διχόνοια
παρά μόνο της ψυχής τα δαιμόνια
τα παράδοξά μας πνευμόνια.
Το ανθρώπινο σώμα
ένα φθαρτό θαύμα στα αιώνια γεγονότα.