De profundis (Εκ βαθέων),
του Όσκαρ Ουάιλντ
Μαρία Καλούδη (Β'2), Μυρτώ Καλλιμάνη (Β'2)
Μαρία Καλούδη (Β'2), Μυρτώ Καλλιμάνη (Β'2)
Περίληψη
Το έργο «Εκ βάθεων», γνωστό και ως «De Profundis», είναι μια μακροσκελής επιστολή που έγραψε ο Όσκαρ Ουάιλντ κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του στο Ρέντινγκ, και η οποία απευθύνεται στον πρώην εραστή του, τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας. Η επιστολή ξεκινά με τον Ουάιλντ να αναλογίζεται τη σχέση του με τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, στον οποίο αναφέρεται ως «Μπόζι», και τα γεγονότα που οδήγησαν στη φυλάκισή του. Αναγνωρίζει τα δικά του λάθη, καθώς και την επιζήμια επιρροή που είχε εκείνος στη ζωή του. Ο Ουάιλντ εμβαθύνει σε διάφορα θέματα, συμπεριλαμβανομένου του πνευματικού και συναισθηματικού ταξιδιού του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή. Διερευνά τον αντίκτυπο του πόνου στον ψυχισμό του και τη διαδικασία της αυτοανακάλυψης και της ενδοσκόπησης που προκάλεσε. Σε ολόκληρο το έργο, ο συγγραφέας εκφράζει τις απόψεις του για την τέχνη, τη λογοτεχνία, την κοινωνία και την ηθική, καθώς βέβαια και τη θρησκεία. Η επιστολή ολοκληρώνεται με τον Ουάιλντ να εκφράζει την επιθυμία του για συμφιλίωση με τον Μπόζι και την ελπίδα του για ένα καλύτερο μέλλον, παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Κριτική
Το «Εκ βάθεων» είναι μια περίεργη εξομολόγηση. Ένα ξεχωριστό έγγραφο. Μια θρησκευτική μαρτυρία. Μια φιλοσοφική διατριβή. Μια κραυγή απελπισίας και θάρρους. Το οξύμωρο που παρατήρησα στην επιστολή αυτή είναι το γεγονός πως, ενώ απευθύνεται αυστηρώς προσωπικά σε κάποιον αποδέκτη, αποτελεί παράλληλα ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό έργο για δημόσια προβολή. Στην ουσία πρόκειται για μια «εκ βαθέων» ψυχής εξομολόγηση του Όσκαρ Ουάιλντ. Το θέμα του είναι μια τραγωδία πάθους, κάτι που κεντρίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Αναδεικνύεται η εκφραστική δυνατότητα ενός ανθρώπου απίστευτα ρομαντικού και ερωτευμένου με τη ζωή και τα πάθη, ο οποίος αισθάνεται, γράφοντάς το, ότι μιλάει από τα βάθη της τελικής του ήττας. Διαβάζοντάς το αισθάνθηκα τον σπαραγμό και την πτώση αυτής της τόσο ευαίσθητης και ευφυέστατης καλλιτεχνικής φύσης. Πρόκειται για έναν μοναχικό κολοσσό της αγάπης και της μετάνοιας που, ακολουθώντας την καρδιά του, τον απεγνωσμένο έρωτα, τον βίαια εθιστικό δρόμο της απολαυστικής ηδονής, κατέληξε να μη γνωρίζει πλέον αν τον ζηλεύουν ή αν τον λυπούνται. Ο τρόπος που ο Όσκαρ Ουάιλντ γράφει μου δίνει την εντύπωση ότι μιλάει με νότες, σαν να συνθέτει τη μουσική που αρμόζει ακριβώς στην ανομία και την κατάντια της ζωής του. Κατά την άποψή μου, το «Εκ βάθεων» είναι ένα βιβλίο υψηλής πολιτιστικής κληρονομιάς και διαχρονικής αξίας, ένα έργο τέχνης που κάνει το φανταστικό πραγματική ύπαρξη, ενώνει την ύλη με το πνεύμα και συγκινεί βαθιά την ψυχή.
«Αν μας δείξει κανείς λίγη αγάπη, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως δεν είμαστε καθόλου άξιοι αυτής της αγάπης. Κανένας δεν είναι άξιος να αγαπηθεί. Το γεγονός ότι ο Θεός αγαπάει τον άνθρωπο μάς δείχνει ότι στη θεία τάξη των ιδανικών πραγμάτων είναι γραμμένο να δίνεται η αιώνια αγάπη σ’ εκείνο που είναι αιώνια ανάξιο. Ή αν αυτή η φράση φαίνεται πικρή και δεν μπορεί κανείς να την αντέξει, ας πούμε πως ο καθένας είναι άξιος της αγάπης, εκτός από εκείνον που νομίζει ότι είναι άξιος.»
Το έργο De Profundis έχει χαρακτηριστεί ως «ένα από τα πιο συναρπαστικά αυτοβιογραφικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ταυτόχρονα το πιο αληθινό και ανθρώπινο βιβλίο του Όσκαρ Ουάιλντ» (οπισθόφυλλο της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου, εκδόσεις Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε.). Ο εξομολογητικός και βιογραφικός χαρακτήρας του βιβλίου, καθώς βέβαια αποτελεί προσωπική επιστολή, είναι το στοιχείο που μου προξένησε τη μεγαλύτερη εντύπωση. Από την πρώτη φράση του έργου «Αγαπητέ Μπόζυ», τη χαϊδευτική προσφώνηση του συγγραφέα προς τον αγαπημένο του, ο αναγνώστης μεταφέρεται σταδιακά στον προσωπικό τους κόσμο και γνωρίζει την ιστορία τους σαν αυτόπτης μάρτυρας. Κάθε γλωσσική επιλογή, όπως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και οι συχνές επαναλήψεις, που οφείλονται ενδεχομένως στην αποσπασματική γραφή της επιστολής, με συγκίνησε, διότι αντανακλά αυτή τη βαθύτατη εσωτερική ανάγκη του για συγγραφή. Ο Όσκαρ Ουάιλντ μοιράζεται χωρίς ενδοιασμούς τα συναισθήματά του, την πικρία, τη θλίψη, την απογοήτευση, αλλά συγχρόνως την αγάπη και το ενδιαφέρον που συνεχίζει να νιώθει για τον Άλφρεντ Ντάγκλας. Παράλληλα κατακερματίζει τον ίδιο του τον εαυτό, παρουσιάζοντας τις δυσκολίες του στη φυλακή και τις ψυχικές δοκιμασίες του με απόλυτη ειλικρίνεια. Το De Profundis συνιστά την προσπάθειά του να εξιλεωθεί από τα βάσανα του παρελθόντος, γεγονός που κατά τη γνώμη μου αποδεικνύει τη γενναιότητα και το ανώτερο πνεύμα του Ουάιλντ. Ένας άνθρωπος, του οποίου κάθε ευγενές χαρακτηριστικό υποσκάπτεται και μολύνεται από την υποκρισία και τον εγωισμό της κοινωνίας-θηρευτή και των ανθρώπων της, αρνείται πεισματικά να αφήσει την ψυχή του να γίνει ερείπιο, αγκαλιάζει τον Πόνο και θέτει από μόνος του τα θεμέλια μιας vita nuova. Έτσι, χωρίς να μπορεί να χαρακτηριστεί ολόκληρο το βιβλίο αισιόδοξο, προσωπικά μου άφησε ένα αισιόδοξο μήνυμα για τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης.
Επίσης, πρόκειται για μια διάνοια της εποχής του που τοποθετεί την Τέχνη στο επίκεντρο της ζωής και της ύπαρξής του. Διαφαίνεται η ουσιαστική αγάπη για κάθε μορφή τέχνης, για τη μόρφωση και την παιδεία μέσα από τις πολλαπλές αναφορές του σε άλλους καλλιτέχνες, φιλοσόφους και ιστορικά και θρησκευτικά πρόσωπα (Πλάτων, Δάντης, Τζιότο, Μπωντλαίρ, Χριστός, Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης), και από φράσεις σημαντικών συγγραφέων, όπως «Δεν είναι ρητορική υπερβολή αλλά η απόλυτη αλήθεια» (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 2. 41. 2: καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια) ή φιλοσοφικές έννοιες, όπως το «τερπνόν κακόν» (Εὐρ., Ἱππολ. 384). Η πρωτοτυπία του στη φιλοσοφική σκέψη αποτυπώνεται στα θέματα που τον απασχολούν στην επιστολή του: ο Χριστός ως πρόδρομος του ρομαντικού κινήματος και καλλιτέχνης, η συμπεριφορά του ατόμου και η επίδρασή της στην τέχνη. Επιπλέον, όσον αφορά στις επιρροές του έργου, εντόπισα ποικίλους παραλληλισμούς με το αρχαιοελληνικό τριαδικό σχήμα άτη-τίσις-νέμεσις. Η άτη (= συμφορά, τύφλωση του νου) μπορεί να ερμηνευθεί ως το τυφλωτικό Μίσος, το οποίο πραγματεύεται ο Όσκαρ Ουάιλντ, η τίσις (= τιμωρία) ως τη φυλάκιση αλλά και την επιστολή, και η νέμεσις (= θεία δικαιοσύνη, επαναφορά της τάξης) αποτυπώνεται σε αναφορές στους Θεούς και στην τελική αυτοβελτίωση που επιτυγχάνει ο Ουάιλντ. Ομοιότητες μπορούν, εξάλλου, να εντοπιστούν σε χαρακτήρες άλλων έργων του, για παράδειγμα στο «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ».
Τέλος, αν θα έπρεπε να αναφέρω κάποιο αρνητικό στοιχείο, θα αφορούσε την ανάγκη μιας πιο διεξοδικής έρευνας από την πλευρά του αναγνώστη, ώστε να κατανοήσει σε βάθος το κείμενο. Στο βιβλίο γίνεται εκτενής αναφορά σε πρόσωπα και συγκεκριμένα γεγονότα δίχως την απαραίτητη για όποιον το διαβάζει ανάλυση.