ΞΕΙΝΕ ΤΑΛΑΝ, ΣΥ ΓΕ ΤΙΣ ΦΡΕΝΑΣ ΕΚΠΕΠΑΤΑΓΜΕΝΟΣ ΕΣΣΙ...[ΟΔ18.327]
Ειναι γνωστη η Οδυσσεια στους παντας και τοις πασι
που αφηγειται τις σκηνες γοργα σε καθε φαση,
τις τρομερες, αβασταχτες, φρικτες περιπλανησεις
η ασχημη μοιρα Οδυσσευ σ΄ εβαλε να τρυγησεις.
Γυρνωντας, ταξιδευοντας δεκα γεματα χρονια,
σπουδαια τα καταφερες, για σε μιλουν αιωνια.
Σ αναγνωριζουν ολοι τους πανουργο, τολμηρο,
στα πατρια που γυρισες, σε τοπο βρωμερο,
και τους μνηστηρες μπορεσες ολους να κυνηγησεις,
της Πηνελοπης το μουνι με λυσσα να τρυγησεις.
Και τωρα φιλοι μου καλοι και χιλιοδιαβασμενοι
ολοι μαζι τη δραση του, την πολυδοξασμενη
ας δουμε παλι απο κοντα, πως εμεινε αιωνια
αχτυπητη, αθανατη, στο περασμα στα χρονια.
Ο Τρςωικός ο πόλεμος είχ' αφορμή τον κώλο,
και οσα λεει ο Ομηρος γνωστα στον κοσμο ολο.
Ο κωλος και οχι το μουνι υπηρξε η αιτια
και προς αποδειξη αυτου, ιδου η ιστορια:
Τον Παρι, γιο του Πριαμου, νεο πολυ ωραιο,
και οπως λεν΄ οι στορικοι κωλομπαρα σπουδαιο,
τυχαια φιλοξενησε καποια φορα στη Σπαρτη
ο βασιλιας Μενελαος στο μεγα του παλατι.
Ειχ΄ ομως ο Μενελαος εν΄ ανιψιο ωραιο,
με κωλο ολοστρογγυλο, κι εγινε το μοιραιο:
ο Παρις ο κωλομπαρας, σαν ειδε αυτο τον κωλο
τον τορνευτο, τον σπανιο δια τον κοσμον ολο,
τη νυχτα εσηκωθηκε και πηγε στο κρεβατι,
κι οχτω φορες τον γαμησε με καυλα και ραχατι.
Κατα κακη του συμπτωση, να σου και η Ελενη
βλεπει την τρωμερη ψωλη την τριπλοκαυλωμενη.
Και οπως ηταν φυσικο, εκαυλωσε πολυ,
και σκεφτηκε του Παριδος να φαει την ψωλη.
Την αλλη μερα ο ανδρας της σαν πηγε για κυνηγι,
αυτη τα πλουσια τα βυζια με τεχνη τα ανοιγει,
στου Παρι παει την σκηνη, ταχα να τον ξυπνησει,
μ΄ αυτος ευθυς καταλαβε πως γυρευε γαμησι.
Και η Ελενη στηθηκε να φαει τον ψωλο ολο,
και ο Παρης την εξεσκισε, τη γαμησε απ τον κωλο.
Μα σαν η τρομερη ψωλη στον κωλο της εχωθη,
την εσκισε, κι ο κωλος της με το μουνι ενωθη.
Εις την κατασταση αυτη πλεον μη δυναμενη
να ζει με τον Μενελαο η κωλογαμημενη,
τον Παρη ακολουθησε και φυγαν για την Τροια,
και κει πλεον ελευθερα γαμιεται η αχρεια.
Τσιμπουκια και εξηνταενια, ψαλιδια, πλακομουνια,
στεναζει ο τοπος και βογγουν, βογγουν τα κορφοβουνια.
Ολημερις τα γευεται κι ολονυχτις γαμιεται,
και τωρα πια το κερατο τ΄ αντρος της δε μετριεται.
Στη Σπαρτη ο Μενελαος ζει πλεον σαν χαμενος.
Περιλυπος μονολογει και λεει απελπισμενος:
Πουτσα μου πως καταντησες εσυ σε τετοιο χαλι
που οταν μυριζες μουνι γινοσουνα μεγαλη.
Αγριευες και θεριευες, γινοσουν ανω−κατω
και ξεσκιζες της καθεμιας τον μουνο και τον πατο.
Τωρα, κλεισμενη στο βρακι, δε μου ζητας παιχνιδια.
Καθεσαι κι αναπαυεσαι στα ενδοξα σου αρχιδια.
Μα καποτε σκεφτηκανε ολοι οι βασιλιαδες
και βρηκαν λυση τολμηρη για αντρες πουτσαραδες.
Αποφασισανε λοιπον πολεμο με την Τροια,
μα κει δυσκολευτηκανε, ως λεει κι η ιστορια.
Μαζευτηκαν οι αρχηγοι για συσκεψη μεγαλη,
να πουνε τις αποψεις τους σε ενα ακρογιαλι.
Ο βασιλιας Μενελαος μονολογει σαν γραια,
και κλαιει και οδυρεται μαζι με το Δυσσεα:
<< Μου ΄φυγε το Λενακι μου και πηγε με τον Παρη,
λες και δεν ειχα και εγω αρχιδια και παπαρι.>>
Οδυσσευς:
<< Ησυχασε Μενελαε, μην κανεις σαν μωρο.
Ξερεις εγω τα κλαματα πολυ τα τιμωρω.
Θα στον τσακισω τον μπινε, και θε να βλαστημησει
την ωρα π΄ απεφασισε να σου τηνε γαμησει.
Ειναι κι αυτη παλιοπραμα, και για δυο φρεσκα μηλα
με Ανδρομαχη και λοιπες γαμιεται σαν τη σκυλα.>>
Μετα τα λογια τα σοφα του φινου Οδυσσεα,
το λογο δινουν στον ψηλο, το βασιλια τον Αια:
<< Φιλε μου Αγαμεμνονα, φιλ΄ Οδυσσεα γεια σας,
και οπως λεν οι συγχρονοι, ψωλη μου στα μερια σας.
Τι εμαθα Μενελαε; Μαλακα, να σε βρασω,
στην εσκασε ο ψωλαρας και σ ΄αφησε στον ασσο.
Κι αν η Ελενη σου φυγε, δικη σου ηταν βλακεια.
Ομως μην απελπιζεσαι, σου μενει η μαλακια.
Τωρ΄ απομενει συντροφοι, να δουμε τι θα γινει,
και την δικη του προσβολη γρηγορα να ξεπλυνει.
Ακομα δεν σας μιλησα, και μου ΄ρθε μια ιδεα.
Τι διαβολο, Μενελαε, γιατι με λενε Αια:
Ειμαι της γνωμης το λοιπον να μεταμφιεστουμε
σαν αστυνομικοι κρυφοι, στην Τροια οι δυο να μπουμε.
Εσυ του υγειονομικου και εγω της ασφαλειας,
ζηταμε απο τον Πριαμο εξεταση υγειας.
Ολες τις εξεταζουμε, φτανουμε στην Ελενη,
κοιταμε το μουνακι της με πουτσα καυλωμενη,
της βρισκεις ταχα σιφυλη και υπερμετρωπια,
την παιρνουμε για του Συγγρου να κανει θεραπεια.
Και ετσι, διχως βασανα και διχως φασαρια,
στη Σπαρτη την πηγαινουμε και ληγει η ιστορια.>>
Αγαμεμνων:
<< Καλη ειναι η ιδεα σου, μα θ ανακαλυφτουμε,
και δεν θα τη γλυτωσουμε, σκληρα θα γαμηθουμε.
Και δεν το θελω ουτε εγω ουτε κανενας αλλος,
αφου τη γλυτωσε μικρος να γαμηθει μεγαλος.>>
Μενελαος:
<< Φερτε μου το Λενακι μου, κι αμα μου το ζητηστε
πολυ ευχαριστως καθομαι να μου τον κοπανιστε.>>
Τοτ΄ επενεβη ο Οδυσσευς και μιλησε σταρατα
στο βασιλια Μενελαο και του σκισε τη γατα:
<< Αστα χουβαρνταλικια σου, κι εμεις δεν τα μασαμε,
το ξερεις δα πολυ καλα πως κωλο δεν γαμαμε.
Κι αν κατι τετοιο κανουμε μια μερα παρα φυση,
τοτε ο πουτσος ο καφτος να μην μπορει να χυσει.>>
Ετσι εσταματησανε χωρις να καταληξουν,
για να σκεφτουν καλυτερα προτου να ξανασμιξουν.
Και ο καθενας χωριστα τη λυση για να φερει,
να γλυτωθουν τα βασανα μακρια σε ξενα μερη.
Τ΄ απογευμα συνεχισαν, μα ειχαν αλλες βλεψεις.
Με βαση το φιλοτιμο και λανθασμενες σκεψεις,
ξανα εκυριαρχησε για πολεμο η γνωμη,
κι ετσι αρχισαν τα δεινα, το αιμα και οι τρομοι.
Γυρω απ΄ το καστρο το ψηλο με τα γερα τα τειχη,
καθοντ οι Ελληνες βουβοι και βλαστημουν την τυχη.
Μοιρα κακη τους εριξε και πανε δεκα χρονια,
οι ζεστες τους τσουρουφλισαν, τους παγωσαν τα χιονια.
Και ο πανουργος Οδυσσευς κι αυτος εχει σαστισει,
και τους θεους παρακαλει να δωσουν καποια λυση.
<<Αχ Οδυσσεα>> ελεγε <<Εισαι μεγαλος βλακας.
Ποιος του ΄πε του Μενελαου να γενηθει μαλακας,
κι ετσι τον Παρη αφησε να τονε κερατωσει,
και στης Ελενης το μουνι τον πουτσο του να χωσει.
Κι εγω τι φταιω για ολα αυτα ν αφησω την καλη μου,
και δεκα χρονια να βαρω στην Τροια την ψωλη μου>>.
Αυτα λοιπον σκεφτοτανε ματι χωρις να κλεισει,
και το μυαλο του το στιβε να για να βρη καποια λυση,
καθως στην τρυπια του σκηνη μια μερα ξαπλωμενος,
εχαιδευε τον πουτσο του που ηταν σηκωμενος,
και τα μεγαλα αρχιδια του κρεμοντουσαν με χαρη.
Να σου μπροστα η Αθηνα μ ασπιδα και κονταρι.
Σηκωνει την χλαμυδα της, του δειχνει το μουνι της,
σκυβει και λεει του στ αυτι με τη γλυκεια φωνη της:
<<Ω πολυμηχαν Οδυσσευ, απ τ΄ ουρανου τα υψη,
στο πατρικο σου το νησι σε κοιταζα με θλιψη
της Πηνελοπης το μουνι να το γαμας με λυσσα,
κι αορατη κατεβαινα και σου ΄γλυφα τα χυσια.
Σαν λιγωμενη κοιταζα την μακρια ψωλη σου,
τ αρχιδια σου τα τριχωτα, και χοντρο καυλι σου.
Μεγαλη καυλα μ επιασε και δεν θα ησυχασω
τον πουτσο σου που λαχταρω αν δεν τον δοκιμασω.
Εγω σου δινω το κλειδι την Τροια για να παρεις,
μα θελω σαν ανταλλαγμα να μου τονε φερμαρεις>>.
Της βαζει μια τρικλοποδια, την ξαπλωσε στο στρωμα,
κι απο την καυλα την πολλη θα την γαμουσε ακομα.
Μα πηγε ο νους του στη δουλεια, σηκωθηκε ξανα,
σκουπιζει την ψωλαρα του και λεει στην Αθηνα:
<<Μωρη καυλιαρα στο ΄κανα και τουτο το χατηρι,
πες μου το κολπο γρηγορα και πηγαινε σιχτιρι>>.
Κι αυτη πανω στην καυλα της, στο ερωτικο μεθυσι,
το μυστικο του το δωσε την Τροια να πατησει.
Τα ξερουμε απ τον Ομηρο, τι να τα λεω ξανα,
τι κολπο του ξεφουρνησε η προστυχη Αθηνα.
Εσιαξαν ενα αλογο, ψηλο τριαντα μετρα,
που ηταν ολο ξυλινο και οχι απο πετρα.
Μεσα στην κουφια του κοιλια κρυφτηκανε μ ελπιδα,
και κοβανε την κινηση απ την κωλοτρυπιδα.
Μα επειδης δε χωραγαν σ΄ εν΄ αλογο ολο κι ολο,
ο ενας ειχε την ψωλη στου αλλουνου τον κωλο.
Κι οι Τρωες, που στο βαθος τους μαλακες ηταν ολοι,
εγκρεμισαν τα τειχη τους και το βαλαν στην πολη.
<<Ο πολεμος τελειωσε>> σκεφτονται τα χαμουρια.
Κι αμεσως τοτε ριχνονται στο πηδημα με φουρια.
Πηραν τα στρωματα φωτια απ το πολυ γαμησι,
ετσι που δεν προλαβαινε το χυσι να τα σβησει.
Κι οταν η νυχτα εφτασε, οι Τρωες κουρασμενοι
στα μαλακα κρεβατια τους πεσαν ευτυχισμενοι.
Μεσα στης νυχτας το βαθυ, ατελειωτο σκοταδι,
ξεχυνονται απο παντου σαν να ρθαν απ τον Αδη
εκατονταδες Αχαιοι, δαυλια κρατωντας ολοι,
κι απο τ αλογου την κοιλια πηδανε μεσ στην πολη.
Με φοβερους αλαλαγμους αναβουν τα δαυλια τους,
με τ αλλο χερι πιανουνε τα κοκκινα καυλια τους.
Μεσα στην Τροια μπαινουνε σαν Πριαποι βαρβατοι,
κι οποια γυναικα η αντρα βρουν τον ριχνουν στο κρεβατι.
Μες το βαθυ τον υπνο τους οι Τρωες, κουρασμενοι,
για ποτε γαμηθηκανε, μυστηριο θα τους μενει.
Του κακου εσκουζ ο Οδυσσευς να τους σκοτωσουν ολους.
Οι Ελληνες ακρατητοι τους εσκαψαν τους κωλους.
Τοτε καταλαβ ο Οδυσσευς πως για να πεσει η Τροια
πρωτα να πεσουν επρεπε των Αχαιων τα τρια.
Ηταν σχεδον αδυνατο μεσ΄ την παλια την πολη
να βρει κανεις για να κρυφτει χαντακι η περβολι.
Την Τροια πια την ομορφη την ειχαν ξεκληρισει,
και οι γυναικες στη σειρα, κανανε ολες πλυση.
Πλενανε και χτυπουσανε τον κωλο τους στη γη,
για να βγη το ψωλοχυμα, και κανανε πληγη.
Κι ολοεν΄ ακουγονταν σπαρακτικες κραυγες,
κι οποιος αντιστεκοτανε, επεφταν και σφαγες.
Απο την αλλη την πλευρα, στων Αχαιων τα πληθη,
γλεντια, χαρες, ξεφαντωμα, γαμησια κακοηθη.
Τα παντα σε ερειπια ητανε σωριασμενα,
κι ολοι γυρνουσαν σαν τρελοι και τα ΄χανε χαμενα.
Στους καυλερους τους Αχαιους σαν αλμπουρα οι ψωλοι,
κι οι Τρωαδιτες σκουζοντας <<πονανε πια οι κωλοι!>>.
Το βραδυ που κουραστηκαν απ την πολλη καβαλα,
αρχισανε να σκεπτονται για συντομη φευγαλα.
Στα πλοια κουβαλουσανε διαμαντια και πετραδια,
χρυσαφι, ασημι, και χαλκο, μεσ στα βαθια σκοταδια.
Τα πηγαιναν στ αμπαρια τους τα παραφορτωμενα,
κι απο τα πλουτη τα πολλα τα ειχανε χαμενα.
Κι αφου τελειωσαν ολα αυτα, τα τοσο λυπηρα,
την γαμημενη πηρανε, σαν νατανε κυρα,
και την παρουσιασανε πως ηταν αρπαγμενη,
και πως με ζορι κι απειλες ητανε γαμημενη.
Γιατι σαν συναντηθηκαν στο ξενο το παλατι,
εξυπνη και πανεμορφη και καυλα ολο γεματη,
κι ολογυμνη, με το μουνι καλα αρωματισμενο,
με μονο το βρακακι της, κι αυτο μισο βγαλμενο,
μπροστα εις τον Μενελαο εσταθη η Ελενη.
Κι αυτος, θωρωντας την βουβα με πουτσα καυλωμενη,
αρχισε να γυμνωνεται, πετωντας το σπαθι,
και στη στιγμη οι συντροφοι του τον εχουν μιμηθει.
Και οσο αυτος εγαμαγε μ΄ ορμη και φλυαρια,
ολος ο αλλος ο στρατος βαρουσε μαλακια.
Μα ολα ετελειωσαν, τερμα στα πανηγυρια,
ελυσαν τα καραβια τους, χαλασαν τα τσαντηρια,
στοιβαζουν τις αιχμαλωτες βουνο τις κακομοιρες,
νεες, μικρες, ανυπαντρες, γεματες ολο ψειρες.
Θυσιασαν του Πριαμου την κορη Πολυξενη,
για να τιμησουν τους θεους σ ολη την οικουμενη.
Ετσι εξεκινησανε απο την δολια Τροια,
χαραζοντας κατευθυνση και σταθερη πορεια,
για της πατριδας το χωριο, την πολη, το λιμανι,
μ επιθυμια αμετρητη να φτασουν μανι−μανι.
Και δεν θ αργουσαν να φταναν στην ομορφη πατριδα,
αν ξαφνικα δεν επιανε μεγαλη καταιγιδα.
Φυσηξ΄ αερας τρομερος, κι αγριεψε η φυση.
Μαυρο βουνο η θαλασσα, τα πλοια πηραν κλιση.
Σκιστηκαν ολα τα πανια, σκορπισαν τα καραβια
κι εχασε η μανα το παιδι κι η σκυλα τα κουταβια.
Κι ετσι χαθηκαν ολοι τους και περιπλανηθηκαν,
κι αλλοι γυρισαν νικητες, και αλλοι γαμηθηκαν.
Ομως απο τους ηρωες που κουρσεψαν την Τροια
κανεις δεν εκουραστηκε, ως λεει η Ιστορια,
οπως ο πολυμηχανος, πανουργος Οδυσσεας,
που απο μικρος αρεσκετο σε πονηρας παρεας.
Γιατι η φινα Αθηνα του κραταγε κακια,
οταν αυτος εδιαλεξε μια δοση μαλακια
και δεν την αφησε γυμνη τον πουτσο του να παιζει
να τον ρουφα αχορταγα σα να ΄χε πετιμεζι.
Ο ανεμος τους εφερε στη χωρα των Κικονων.
Επανω στο καταστρωμα τα παντα ολα σαρωνουν.
Βγηκαν αμεσως στην ξηρα, κι αρχισαν επιθεσεις,
μαζεψαν λαφυρα πολλα, του μελλοντος ανεσεις.
Μαχη εδωσανε σκληρη και χασανε συντροφους,
οταν τους επετεθησαν στους γυρω−γυρω λοφους,
την ωρα που γαμουσανε τα δροσερα μουνακια
και τρωγανε και πινανε με καυλα και μερακια.
Μετα εξεκινησανε και στα καραβια μπηκαν,
αυξανοντας σημαντικα των θυγατρων την προικαν.
Δεν αργησε, κι αγναντεψαν ξανα ενα νησι,
κι αρχισανε να τραγουδουν, να πινουν και κρασι.
Μα η ξηρα π αραξανε ειχε πολλες παγιδες.
Οι Λωτοφαγοι μενανε, κοντοι και με φακιδες.
Μα τις ψωλες πολυ καλα τις ειχαν ακονισει,
κωλο μοναχα γαμαγαν σ ενα τρελο μεθυσι.
Και λενε οι ιστορικοι πως τρωγοντας λωτους,
τοσο γλυκοι που ητανε, ξεχνουσαν τους γνωστους
οι επισκεπτες ολοι τους, οσο κι αν λαχταρουσαν,
και στη γλυκεια πατριδα τους ποτε τους δεν γυρνουσαν.
Κι αυτο παντα συνεβαινε που ειπα παραπανω,
μα ο λογος ηταν διαφορος, και στην αληθεια φτανω:
Σ΄ αυτο το ωραιο το νησι με τις πολλες κοιλαδες,
ζουσαν οι μεγαλυτεροι, τρανοι κωλομπαραδες.
Αυτοι με τεχνη ασυγκριτη και μεθοδο σπουδαια
γαμουσανε χωρις ντροπη και μονοι και παρεα.
Με σχεδιο αλανθαστο, παντα πετυχημενο,
για κωλο που χε γαμηθη, για κωλο και παρθενο.
Ετσι τα καταφερνανε, με τεχνη και μανια,
και δεν παρεμενε ποτε καμια παρθενια.
Κι οι Αχαιοι γλυκαθηκαν απ το τρελο γαμησι,
κι εχυνε ο κωλος ολονων σα νατανε μια βρυση.
Μα ο πανουργος Οδυσσευς, που ολα τα ρυθμιζε,
τους κωλους υποσχεθηκε σ ολους να τους δροσιζει.
Και τοτε δεχτηκαν αυτοι το πλοιο να κινησει,
μα θελαν ολους τους μαζι πρωτα να τους γαμησει.
Κι ο Οδυσσευς, γλυκοψωλος πηδωντας, και με γελια,
τον ποθο αναψε παντου σε κωλους και σε σκελια.
Και η ψωλη καυλωθηκε, μαγκουρα εχει γινει.
Καθολου δεν κουραστηκε, σαν βρυση ολο χυνει.
Ικανοποιωντας τους λοιπον ολους εις την αραδα
τους γαμησε, τους ξεσκισε ολους με νουμεραδα.
Και ξαναφυγαν μ΄ ορεξη για τη γλυκεια πατριδα
ελπιζοντας μη πεσουνε σ΄ αλλη καμια παγιδα.
Πολυ εδυσκολευτηκε την συντροφια να πειση
να ξεχαστουν συνηθειες που ειχε αποχτησει.
Να σταματησουν να ζητουν ολους να τους γαμησει,
φωναζοντας και λεγοντας πως θα τους απολυσει.
Κι ετσι τα καταφερε ενα πρωι να φτασουν
σε καποια ομορφη στερια θεο για να δοξασουν,
που ολους τους απηλλαξε απ΄ τα κακα τα βιτσια
αυτους τους λεβεντοκορμους, ψηλους σαν κυπαρισια.
Μα η χωρα που ποδισανε ητανε των Κυκλωπων,
κι εκει τους επεριμενε ζωη γεματη κοπων.
Οταν σκοτεινιασε αρκετα, ξεκινησαν με ταξη
ο Οδυσσευς με δωδεκα, προμηθειες να αρπαξει.
Εμπηκαν μεσα σε σπηλια, κι ολα πηγαιναν φινα,
και ειχαν εξασφαλισθει στο μελλον απο πεινα.
Μα ξαφνου εμφανιστηκε ο Κυκλωπας στην πορτα,
εμπασε μεσα τα αρνια και αναψε τα φωτα.
Αγριεψε και φωναξε κι αρπαξε δυο συντροφους,
ξεριζωσε τον πουτσο τους, τους εκανε πια ψοφιους.
Κι ενω αυτοι εβογγαγαν πεθαινοντας στο χωμα,
τους εσχισε ολοζωντανους λουριδες τους το σωμα.
Μα ο πανουργος Οδυσσευς τα βολεψε και παλι.
Τον ποτισε γλυκο κρασι, τον εκανε ρεταλι,
κι αφου κοιμηθηκε βαρια μεσ στο γλυκο μεθυσι,
στυλιαρι εφτιαξ΄ αιχμηρο απ΄ ισιο κυπαρισι.
Κι αφου τον εγδυσε καλα, του το χωσαν στο ματι.
Και του μπηξαν ταυτοχρονα στον κωλο αλλο καταρτι
οι δυνατοι συντροφοι του με βια και γινατι,
κι εφυγαν τρεχοντας μαζι απο το μονοπατι.
Εφτασανε στο πλοιο τους, στο φινο ακρογιαλι,
μπηκανε μεσα στη στιγμη και με ορμη μεγαλη
ξεκινησαν με τα κουπια κι εφυγαν τρομαγμενοι,
πιστευοντας πως ητανε απ τη ζωη χαμενοι.
Σε λιγο εφτασε ο Οδυσσευς στη νησο Αιολια,
χωρα που ειχε εμβλημα μορφωση και σχολεια.
Στην πραξη ομως ητανε προστυχο το νησι,
που οι κατοικοι του ζουσανε με χαδια και κρασι.
Απο το γερο Αιολο επηρε τ΄ ονομα του.
Το σεξ και καργα πουτανια τα πηρε απ τη μαμα του.
Και τωρα ας προσεξουμε τι λεγει η Ιστορια
για τους κατοικους του νησιου, για σεξ και πονηρια.
Μια ντουζινα απο παιδια ο Αιολος ειχε κανει,
εξι αγορια φρονιμα, ψηλα σαν πελεκανοι,
κι εξι κοριτσια ομορφα, γλυκα και μορφωμενα,
για σπιτικο νοικοκυριο μοναχα γεννημενα.
Τα πραγματα ομως δυστυχως ηταν τελειως αλλα.
Κι ολημερις βρισκοντουσαν σ ανασκελη καβαλα.
Μα την αληθεια αλλαξε σαφως ο ιστορικος,
οταν εγαμησε τρελα κι αυτος περαστικος.
Με μια κουβεντα εφτανε φαμιλια να γαμιοτανε,
κι ολο για πουτσους και μουνια ολημερις σκεφτοτανε.
Με κατευθυνσεις και σκοπους σε συλληψη απιθανες
σταματαγαν το ξεσκισμα και γινονταν ημιθανες. [;]
Και γραφει ενας διαβατικος καταμπαιλντισμενος
απ την παρακολουθηση, γιατι ειχε αυτο το μενος,
δυο αδελφιων που σκιζονταν επανω στο κρεβατι
και φωναζαν και μιλαγαν με καυλα και γινατι:
<<Μωρο μου, γλυκα μου εσυ, τεχνητρα στο γαμησι
τετοια ηδονη αγαπη μου, τετοιο γλυκο μεθυσι
ουτε η πορνομανα μας δεν ξερει τοσα κολπα>>.
Κι εκεινη αποκριθηκε <<Παψε βρε πουστη, σωπα,
γιατι τα ιδια πραγματα μου λεει κι ο πατερας>>.
<<Ωστε γαμει και σενανε το βρωμερο το τερας,
και μου λεγε ο ατιμος, ο ψευτης, ο αλητης,
πως μονο εμενανε γαμει, εγω ειμ ο τεχνιτης>>.
Τωρα λοιπον γνωρισατε την χωρα Αιολια,
που ΄ταν πανεπιστημιο στα προστυχοσχολεια.
Γι αυτο περασανε καλα και μαθανε τερτιπια
του Οδυσσεα οι συντροφοι. Μα γινανε ερειπια.
Τελειωσαν με τους Αιολες, και φτασαν σε λιμανι.
Κι ανεβηκε ο Οδυσσευς, γοργα και μανι−μανι,
σε ενα λοφο υψηλο, για να βρη καποιο σπιτι,
ν ακουσει ανθρωπινη φωνη, να δει κανα πολιτη.
Εχωρισε τους ανδρες του σε δυο μικρες ομαδες,
και ειπε στον Ευρυλοχο να παει στις κοιλαδες,
που δε χτισμενο ακινητο μεγαλο σαν σχολειο,
σα να τανε ανακτορο τρανο, με μεγαλειο.
Σε λιγο επλησιασαν και μπαινουν στο παλατι.
Μονος κρυμμενος εμεινε, και μ αγρυπνο το ματι,
ο αρχηγος Ευρυλοχος στην ακρη μιας σχισμαδας,
παραμονευοντας να δει την τυχη της ομαδας.
Απο την κρυπτη του αυτη, που ητανε χωμενος,
πηρε τρομαρα φοβερη, κοιτουσε μαγεμενος
συντροφους λεβεντοκορμους, δυο μετρα παλληκαρια,
να γινουν χοιροι στο λεπτο, να βοσκουν στα λιθαρια.
Μα στη στιγμη αντεδρασε και ετρεξε να φυγει,
στον Οδυσσεα για να πει τον πονο που τον πνιγει.
Ο Οδυσσευς στο μεταξυ μ Ερμη εσυναντηθη,
κι αφου τον εδασκαλεψε, προς το παλατι εχυθη.
Εκει την Κιρκη εγαμησε μ ασυγκριτη γλυκαδα,
την εδειρε, την μαυρισε, σαν να τανε φοραδα.
Γιατι ηταν μαζοχιστρια, κι ηθελε καργα ξυλο,
και πουτσο να τηνε γαμει, σαν της ΔΕΗ το στυλο.
Και οταν γλυκαθηκανε απ το τρελο γαμησι,
και το μουνι της εχυνε σαν να τανε μια βρυση,
τοτε με μαγικα ραβδια τους χτυπαγε ενα−ενα,
κι ανθρωποι εγινοντουσαν, και ταχανε χαμενα.
Ετσι ξεπερασε κι αυτο της μοιρας το γραμμενο,
και τονε βρηκε το πρωι με πουτσο μαραμενο
Μα ειχε κραση δυνατη, κι ηταν μυαλο σπουδαιο,
κι αμεσως ασχοληθηκε με κατι το ωραιο.
Εσκεφθη να επισκεφθει τους φιλους του στον Αδη,
κι απ τη θεα το ζητησε με θαρρος και με χαδι.
Πηρε λοιπον την αδεια, και την θεα την πειθει,
κι αφου την κατακαυλωσε, της σκαει το παραμυθι,
να παει στα βασιλεια του Αδη να γαμησει,
κι οσο πιο γρηγορα μπορει οπισω να γυρισει.
Νυφουλες, νεοι πουστηδες μυριοβασανισμενοι,
κοπελλες ομορφοτατες με την καρδια θλιμμενη
σαν αμμος εμαζευτηκαν τριγυρω του με λυσσα,
εχαιδευαν τον πουτσο του και του ΄γλυφαν τα χυσια.
Και τοτε μια καμπαρετζου, μεγαλη πουταναρα,
φωναξε με φωνη βραχνη και καργα παιχνιδιαρα:
<<Βλεπω εναν αντρα να ΄ρχεται και καυλοχτυπημενο,
στης Αφροδιτης τα οργια τονε θαρρω μπλεγμενο.
Τον ερωτα μου προς εσε θε να σου δειξω η ιδια>>.
Κι αμεσως του τον αρπαξε κρατωντας του τ΄ αρχιδια.
<<Τι καυλα ειναι τουτη δω, αλητη και καυλιαρη,
εχεις μια πουτσα καθετη σα να τανε στυλιαρι.
θε να σηκωσω αψηλα τα σκελια στο ταβανι
και θα σκιστω σαν πουτανος, σαν πορνη που το κανει>>.
Μιλησε τοτε ο Οδυσσευς, μουγγριζοντας λιγακι
γιατι απο καυλα φουντωσε σα νατανε γερακι.
<<Αλλοι σε μενα, δυστυχως, τι καυλα μ εχει πιασει,
σα να με δεσαν σε τροχο τ΄ αρχιδια μου χουν σπασει,
και τωρα αγαπη μου γλυκεια μη λες ανοησιες,
εχεις τον ποθο για ψωλη και μεχρις αφασιας.
Και υστερα εδιαλεξε διαφορες περιπτωσεις
με ζηλευτη ειδικευση και απειρες τις γνωσεις.
Τους αλλους καθυσηχασε λεγοντας <<θα γυρισω
να σας γαμησω απανθρωπα απο εμπρος και πισω>>.
Μετα εσυναντηθηκε με μαντη Τειρεσια,
να τον γαμησει και αυτον, κανοντας τη θυσια,
να γλυκαθη ο πουσταρος, μηπως και βοηθησει
στην ομορφη πατριδα του πισω για να γυρισει.
Μα σταθηκε αδυνατο ολους να ευχαριστησει
και βρυση ναταν η ψωλη, δεν θαχε αλλο να χυσει,
και γυρισε μονομερης εις την θεα την Κιρκη,
να της ξεσκισει το μουνι με τρομερο μανικι.
Μετα τον Αδη σαλπαρε και παλι το καραβι,
κατευθυνση για το νησι με σκεψη που σ αναβει.
Και η θεα στην αμμουδια χαρουμενη πηδουσε,
προσμενοντας τον ψωλαρα που θα την εγαμουσε.
Πατωντας εξω στη στερια τον φιλησε με παθος,
και εσπρωξε τον πουτσο του στ ολογλυκο της βαθος.
Κι αφου γλεντησανε μαζι ολοκληρο το βραδυ,
τη μερα τον βοηθησε για πλοιο και κοπαδι,
για τροφιμα και υλικα χρησιμα στο ταξιδι.
τη νυχτα παλι ερωτα, της πρηζει το γλωσσιδι.
Ετσι χορτατη η θεα απ το τρελο γαμησι,
ωρα πολλη ορμηνευε σ ενα γλυκο μεθυσι
τον αντρα που την εσκισε, το φινο, τον αλητη,
πως να σωθει και τι να πει σ ανθρωπους και προφητη.
Κι οταν ξημερωσε καλα, γλυφοντουσαν ακομα
ωσπου σχεδον αναισθητοι και με βαρυ το σωμα
επεσανε ημιθανεις, μα η ψυχη πετουσε.
Σφαδαζε η κορμαρα της, τον πουτσο του μασουσε.
Κι αυτος της εγλυφε γλυκα τ ασυγκριτο κορμι της,
ρουφωντας μελι αθανατο απ το γλυκο μουνι της.
Μα ξαφνου ολα σωπασαν, τα μουγγρητα χαθηκαν,
και δυο κορμια σαν νεκρικα σε ενα ενωθηκαν.
Για λιγα δευτερολεπτα ενιωσαν πεθαμενοι,
κι απο την καυλα την πολλη, χαμενοι, μαγεμενοι.
Μα γρηγορα συνηλθανε, και στο λουτρο επηγαν,
και λουσθηκαν και πλυθηκαν, για το καραβι φυγαν.
Και τοτε ο μεγας Οδυσσευς φωναζει στους συντροφους
να τοιμασθουν και να ρθουνε απο τους γυρω λοφους,
για τη γλυκεια πατριδα τους να ξεκινησουν παλι,
φιλους, γνωστους και συγγενεις να σφιξουν στην αγκαλη.
Πανω στην πλωρη την φαρδεια, την διπλοσκαλισμενη,
καθεται ξαπλα ο Οδυσσευς με την καρδια σκισμενη.
Μηνες τον εβασανισαν πεινα και ταλαιπωρια,
και τ αλλο το χειροτερο το λογαριαζει χωρια.
Εχει καιρο να δει μουνι, κι αυτο ναι που τον σκιαζει,
για το φαι και το πιοτι δεν τονε πολυνοιαζει.
Ο δυστυχος ο Οδυσσευς, οπουχε συνειθισει
κι απ το μουνι τον εβγαζε μονο να κατουρησει.
Εκτος απ την γυναικα του που ηταν θεοκομματος,
ειχε γαμησει και μουνια καθε λογης και χρωματος.
Αυτος, που τοσες περασαν απ τον χοντρο του ψωλο,
τους ανδρες να παρακαλει για να του δωσουν κωλο.
Αυτα καθως σκεφτοτανε με καυλα και με παθος,
ξαφνου ακουστηκε φωνη <<Νησι μπροστα στο βαθος!>>.
Ο Οδυσσευς τιναχτηκε, του φανηκε σαν ψεμα.
Ειδε αμεσως το νησι το εμπειρο του βλεμα.
Διχως να παψει μια στιγμη προς τη στερια να βλεπει
το βρωμικο το χερι του εβαλε μες στην τσεπη,
κι εβγαλε παπυρο παλιο και χιλιοδιπλωμενο,
χαρτη καλο που ναυτικος τον ειχε καμωμενο.
Μα πριν του ριξει μια ματια να δει μην ειναι η Δηλος,
σηκωθηκ η ψωλαρα του και γινηκε σαν στυλος.
Εσκισε τον χιτωνα του, βγηκ εξω η μιση,
και γερνοντας στ αριστερα του δειξε το νησι.
Τοτε καταλαβε ο Οδυσσευς απ της ψωλης τους τροπους
πως στις σειρηνες φτασανε, που τρωγανε κι ανθρωπους.
Μα των σειρηνων το νησι δεν ηταν τιποτ αλλο
παρα μπουρδελο υπαιθριο παρα πολυ μεγαλο.
Γιατι εκεινο τον καιρο τους επιασε μια τρελα
και με διαταγμα αυστηρο κλεισανε τα μπουρδελα.
Ολες τις πορνες μαζεψαν απ τα κρυφα τους αντρα,
και τις αφησαν στο νησι μοναχες διχως αντρα.
Απο την καυλα την πολλη, ουρλιαζανε κι εκεινες
και απ την βοη που κανανε τις βγαλανε σειρηνες.
Διχως να εξετασουνε, διχως μεγαλους κοπους,
εγραψαν οι ιστορικοι πως τρωγανε κι ανθρωπους.
Θεοι, τι ψεμα φοβερο: εκεινες οι καημενες
ανδρες σαν φταναν στο νησι καναν σαν λυσσασμενες.
Με περιποιηση πολλη τους παιρναν στην αυλη τους,
και εκει βεβαιως τρωγανε, μα μονο το καυλι τους.
Αυτο το ηξερ ο Οδυσσευς, κι ειχε χαρα μεγαλη,
δεν ειπε ομως τιποτα, να μην το μαθουν οι αλλοι.
Εδεσε τους συντροφους του, τους βουλωσε τ αυτια,
πεταει και τα ρουχα του και ριχνει μια βουτια.
Κολυμπαγε ανασκελα γρηγορα με τεταρτη,
κι ο καυλωμενος πουτσος του στητος σαν το καταρτι.
Αυτες τον βλεπουν να ρχεται, στριμωχνονται σαν βοδια.
ξαπλωνουν ολες στην ακτη κι ανοιγουνε τα ποδια.
Σαν φτανει κεινος στην στερια, ειν απ΄ την καυλα μαυρος,
γαμει δεξια κι αριστερα, και μουγκαναει σαν ταυρος.
Τις γαμησε επτα φορες μεσα σε μια ωρα,
και για ογδοη πηγαινε γιατι ειχε παρει φορα.
Μα κεινες ξεκαυλωσανε, τους περασε η καυλα,
και στο τρελο γαμησι του βαλαν τελεια−παυλα.
Μεσα στο δασος τρεξανε, κρυφτηκανε με βιαση,
κι αδικα ψαχνει ο Οδυσσευς καμια για να πιασει.
Γυριζει ολο το νησι, ψαχνοντας με κακια,
κι αφου δεν βρισκει πια καμια, βαραει μαλακια.
Κι εφτασε στους συντροφους του ταχυς με μακροβουτια,
κι αρχισε να τους φιλα, να τους κρατα τα μπουτια.
Κοιταει τους συντροφους του με ματια λαμπερα,
φουσκωνοντας τ αρχιδια του τα μαυρα καυλερα.
Ετσι δεμενους στ αλμπουρο πλησιασε με δολο
και εναν−εναν στη σειρα τους γαμησε τον κωλο.
Στη Σκυλλα και στη Χαρυβδι μετα απ τις Σειρηνες
περασαν δυσκολες στιγμες, περασαν δυο μηνες.
Ηταν γυναικες δυνατες, σκληρες, αντρειωμενες,
πλακομουνουδες αφθαστες, απο ψωλη καμμενες.
Καθολου δεν εχωνευαν τους αντρες τους γαμιαδες:
τους εσκιζαν, τους εγδερναν σα να τανε πουλαδες.
Γι αυτο κι αρπαξανε πολλους και τους σκοτωσαν ολους
αφου τους εβασανισαν την πουτσα και τους κωλους.
Οι λιγοι που εγλυτωσαν απ τα μαρτυρια τουτα
σε λιγο αντικρυσανε χωρα γεματη φρουτα.
Ηταν του Ηλιου το νησι με προβατα ωραια,
κι αγελαδες ζωηρες που βοσκανε παρεα.
Τοτε ξεχυθηκαν με μιας ολοι τους στο λιβαδι,
και στην κραιπαλη την αισχρη το ριξαν μεχρι βραδυ.
Γαμουσανε τα ζωντανα με ποθο και μανια,
ξεχειλωσαν τους κωλους τους σα νατανε χωνια.
Κι υστερα αρχισε η σφαγη των γαμημενων ζωων,
ιδου πως εκατηντησαν συντροφοι των ηρωων.
Μα ο θεος λυπηθηκε τα ζωα τα καημενα,
που ολα τα εξεσκισαν και μειναν γαμημενα.
Και ολους αυτους τους ασεβεις τους εστειλε στον Αδη,
να ζουνε κατω απο τη γη και μεσα στο σκοταδι.
Και ο Οδυσσεας εμεινε με διχως πια συντροφους,
κι αγναντευε περιλυπος ολους τους γυρω λοφους.
Μετα απο κοπους φοβερους, παμπολλες τρικυμιες,
κι αμετρητες με θανατο π εκανε γνωριμιες,
οντας στο πελαγος γυμνος και με ψυχη χαμενη,
η Καλυψω δυναμικα τον εσωσε η καημενη.
Καθως κολυμπαγε αυτος προς την ξηρα για να βγη,
ειδε τον πουτσο του ορθωτο και η καρδια εκαγη.
Κατεβη αθεατη λοιπον και του τον εφιλουσε,
τον εγλυφε, τον επαιζε και τον επιπιλουσε,
και στην ξηρα τον εσπρωχνε, και λιγο του τραβουσε
το χαυνωμενο του κορμι που ολο σπαρταρουσε.
Κι ετσι εβγηκε στην ξηρα σχεδον ρυμουλκημενος
απο τον πουτσο τον μακρυ, κρυος και μαραμενος.
Κι οταν συνηλθε καποτε και φθανει στο παλατι,
τοτε την βλεπει να ρχεται φουριοζα και τρεχατη.
Βοηθεια, ρουχα και φαι να του προσφερει ταχα,
απ ανθρωπια κι αισθηματα που ενιωθε μοναχα,
για καθε που θα ρχοτανε στο ερημικο νησι,
που ειχε αναγκη απο φαι και ρουχα και κρασι.
Μα για πολυ δεν κρατησαν τα τυπικα του κωλου,
γιατι λιγουρευοτανε το καλος του του ψωλου.
Κι αμεσως τοτε αρχισαν τα φοβερα τα οργια,
μεσ στην θερμη της αγκαλια, την ομορφη πανωρια.
Κι ετσι περνουσε ο καιρος γεματος συγκινησεις,
και εχυνεν ο πουτσος του σαν το νερο της βρυσης.
Μα λυπημενος καθεται, την θαλασσα θωρει,
που στην γλυκεια πατριδα του, να φθασει δεν μπορει.
Μα καποτε λυπηθηκαν την τυχη του οι θεοι,
και μυνημα στην Καλυψω του Ολυμπου οι κραταιοι
τον φτερωτο Ερμη της στειλαν για να δωσει
αποφαση τελειωτικη που την καρδια θα λυωσει.
Ριγησε τοτε η Καλυψω, κι απο θυμο γιοματη
σκεφθηκε νυχτες και στιγμες απ ηδονη χορτατη.
<<Ειστε σκληροι, ζηλοφθονοι>>, μουρμουρισε με πονο,
<<και μα το Δια μου ρχεται να φτασω μεχρι φονο.
Φθονειτε ολοι σας ψηλα, την ομορφη μου τυχη.
βρεθηκε ναναι πουτσαρας, τον εχει ενα πηχυ.
Ομως εγω τον εσωσα στο πελαγος πνιγμενο,
απο ανθρωπους και θεους τελειως ξεγραμμενο.
Και το γλυκο μου το μουνι και ολο μου το σωμα
αυτος μοναχα το γαμει και μ εχει κανει λυωμα.
Μα τι να κανω η δυστυχη, και την καρδια μου σφαζουν.
Στη μοιρα θα υποταχτω, αφου με διαταζουν>>.
Κι ειπε ο Ερμης ο φτερωτος, θερμα και λυπημενα:
<<Ελα καλη μου Καλυψω, μη τα χεις πια χαμενα.
Δωσε εσυ τις συμβουλες, βοηθα τον να φυγει,
κουραγιο κανε, βασταξε, οσο και να σε θιγει>>.
Αυτα πε και εχαθηκε στης νυχτας το σκοταδι,
κι η Καλυψω εζηταγε χαρα και λιγο χαδι.
Τοτε γλυκα, ναζιαρικα μ΄ αβασταχτη την καυλα,
απ την ακτη τον φωναξε, στους ρεμβασμους του παυλα.
Οταν του υποσχεθηκε πως θα τονε βοηθησει
να φυγει απο το νησι κι αλλου να παει για να ζησει,
τοτε αυτος αχορταγα την ξαπλωσε στο στρωμα,
την φιλαγε, την εγλυφε, της δαγκωνε το σωμα.
Μετα την ετουμπαρισε, της εστησε τον κωλο,
και μαλακα της βυθισε τον αγριο του ψωλο.
Με χερια πια τρεμαμενα και λιγωμενα χειλη
μουγγριζε κι ακουγοτανε γυρω στο ενα μιλι.
Της ετριβε τις ρωγες της, της εγλυφε το σωμα
κι απο την καυλα την πολλη ειχανε γινει λυωμα.
Μα καποτε ξημερωσε, κι επρεπε πια να φυγει,
οσο και αν ελυωσανε με καυλα που να πνιγει.
Κι η Καλυψω εφωναζε, <<Γαμια μου γυρνα πισω,
ελα αγαπουλα μου γλυκεια και θα λιποθυμισω.
Χωρις ψωλη στο σπιτι μου πως θα γενη να ζησω,
ντυμενη ωραια, προκλητικα το σωμα θα στολισω,
για να καυλωσω το θεο μαζι μου και να χυσει
απο του Ολυμπου το βουνο σκληρα να με γαμησει.
Καυλα που φυτεψε ο Οδυσσευς ναρθει να την τρυγισει>>.
Τοτε λοιπον ο Οδυσσευς της λεει ενα γεια σου,
<<Τι καυλες παλι μ αναψες, πως δειχνει η ομορφια σου.
Μ αυτα τα ναζια τα γλυκα το σωμα μου καυλωνεις,
κ η πουτσα μου τον χαιρεται τον κωλο που απλωνεις.
Μα κατσε τωρα ησυχη, γιατι πρεπει να φυγω,
και τα πανια του καραβιου αμεσως τα ανοιγω>>.
Ορκο στο γιο του ο Ποσειδων μεγαλο ειχε ταξει,
οταν με δολο ο Οδυσσευς το ματι του χε καψει,
να τον παιδευει διαρκως, να μη τονε αφησει
απ του σπιτιου το τζακι του καπνο να αντικρυσει.
Τα πλοια του εβυθιζε το να μετα το αλλο,
γιατι το μισος του γι αυτον ηταν τοσο μεγαλο.
Με το στερνο που εφτιαξε ο Οδυσσευς καραβι,
στην Πηνελοπη την πιστη να παει, που τωρα ραβει
το θρυλικο της κεντημα, σκεφτηκε να γυρισει,
και κατι βρωμες π ακουσε να τις ξεκαθαρισει.
Το πλοιο γοργοταξιδο τα κυματα ξεσκιζει,
και μεσα στην καμπινα του ο Οδυσσευς πασχιζει
τον πουτσο του που καυλωσε καπως να τον καλμαρει,
κι απο το πολυ το σηκωμα μοιαζει σαν παλαμαρι.
Ηδονικα στην σκεψη του την Πηνελοπη φερνει,
οταν το πλοιο ξαφνικα αρχινισε να γερνει.
Μπαταρισε παρα πολυ, ηρθε το επανω κατω,
και ξαφνικα ευρεθηκε στης θαλασσας τον πατο.
Γιατι το πλοιο μπλεχτηκε σε φοβερο κυκλωνα,
που ειχε στειλει η οργη του θειου Ποσειδωνα.
Ο Οδυσσευς κολυμπησε να βρει κανενα ξυλο,
και τελος τα καταφερε, πιαστηκε σ ενα στυλο.
Μερες πολλες κολυμπησε στο κουτσουρο πιασμενος,
και με μεγαλη του χαρα αντικρυσε ο καημενος
στο βαθος του οριζοντα ενα μικρο νησακι,
κι ο νους του αμεσως πεταξε σε τρυφερο μουνακι,
που πιθανον θα ευρισκε εκει για να γαμησει,
και με τη σκεψη του αυτη του ρθε να ξεροχυσει.
Ευθυς δυναμεις μαζεψε, δυο απλωτες ακομα,
κι ως που να πεις βερυκοκο, επατησε στο χωμα.
Παρ ολο που αισθανοτανε τοση μεγαλη καυλα,
απ τη μεγαλη κουραση επεσε κατω ταβλα.
Ποσο πολυ κοιμηθηκε, ουτε ο ιδιος ξερει,
μα οταν στο τελος ξυπνησε, τον κραταγε στο χερι.
Ειδε πως ηταν ταχατες σ ωραιο περιβολι,
κι απο τα δεντρα κρεμονταν σωρο αφρατοι κωλοι.
Κωλοι λευκοι και στρογγυλοι, κωλοι αφροπλασμενοι,
λες και για την ψωλαρα του να ητανε φτιασμενοι.
Στο βαθος εκελαρυζε το χυσι στα ρυακια,
κι εσκυβαν να δροσιστουν σωρο γλυκα μουνακια.
Μολις τον μυριστηκανε, αρχισανε οι κωλοι
σα να τανε καλογνωμες ν ανοιγοκλεινουν ολοι.
Κι αυτος γαμουσε ταχατες τ αφρατα κωλομερια,
και δυο βυζακια στρογγυλα ετριβε με τα χερια.
Το στομα του πιπιλιζε ενα μουνι παρθενο,
κι απ τη μεγαλη καυλα του ξεφυσαγε σαν τραινο.
Ειχε αρχισει κι εχυνε, τι ηδονη μεγαλη,
υγρα κι ανταρα ξερναγε του πουτσου το κεφαλι,
πεταγε το ψωλοχυμα σωστα εξηντα μετρα,
και ειχε τοση δυναμη που τρυπαγε και πετρα.
Μα ξαφνου εκει που αρχιζε να βγαζει τα υγρα του,
εξυπνησε ο φουκαρας κι ειδε, ω συμφορα του!,
πως ολα ηταν ψεματα, τα ειδε στ ονειρο του,
κι ο πουτσος του ζωγραφιζε νησια στο σωβρακο του.
Σηκωθηκε αποτομα, πεταξε τον μανδυα,
και με τα μουτρα ριχνεται στη σωβρακομαντεια.
Με μια ματια που εριξε στων νησων την σωρεια
το γερακισιο βλεμμα του γεμισε απορια.
Σηκωσε το κεφαλι του στιγμη χωρις να χασει,
κι αμεσως ετιναχθηκε ορθος γεματος βιαση.
Γιατι ενιωσε πως βρισκονταν οχι στο Καπανδριτι,
μα κει οπου βασιλευε Αλκινοος και Αρητη.
Ευθυς αμεσως ενιωσε γλυκια ανατριχιλα,
σκουπισε τα παπαρια του με λιγα ξερα φυλλα,
κι ολογυρα εκυταξε γεματος απορια,
γιατ ηξερε ο μπασταρδος απο την ιστορια
πως των Φαιακων το νησι δεν ηταν τιποτ αλλο,
παρα σωστο κωλαδικο παρα πολυ μεγαλο.
Η Αρητη αβερτα το κανε μ ολους τους αυλικους της,
κι ο Αλκινοος χαχανιζε γιατ ηταν μεγας πουστης.
Απο μικρος φαινοτανε τι πουσταρος θα γινει.
Τοτε που καθ ενα μωρο το δαχτυλο βυζαινει,
γυρευε τουτος σαν τρελος να γλυφει για ματζουνι,
των αυλικων, των δουλων του, των φιλων το τσουτσουνι.
Αν πεις και για την Ναυσικα, την ομορφη μαργιολα,
ητανε μεγας πουτανος, μια τρομερη καριολα,
Σ ολα τα σπιτια ετρεχε, εμπαινε πριν βραδιασει,
και κανενος δεν αφηνε τον πουτσο να σκουριασει.
Διαλεγε ομορφες ψωλες, τις χαιδευε με τρελα,
κι υστερα τις πιπιλαγε σαν να ταν καραμελα.
Παιδουλα ακομα απραγη με μεταξενιες μπουκλες,
τοτε που ολα τα παιδια παιζουνε με τις κουκλες,
αυτ ειχε για παιχνιδι της μικρο ενα τακουνακι
κι ολημερις το εχωνε στ ωραιο της μουνακι.
Κι οταν ποτε βαριοτανε να παιζει το τακουνι,
επιδινοταν σ ενα σπορ, γνωστο σαν πλακομουνι.
Στη Ναυσικα τριγυρναγε ο νους του, την κουφαλα,
οταν πανω στον πουτσο του γκελαρισε μια μπαλα.
Ηταν μια μπαλα ομορφη, γεματη μπιχλιμπιδια,
κι απ το γερο το χτυπημα του ζαλισε τ αρχιδια.
Αμεσως ακουστηκανε φωνες, κραυγες και γελια,
και να κοπελλες φανηκαν μ ολογυμνα τα σκελια,
και πρωτη−πρωτη απ ολες τους, πανωρια η Ναυσικα του,
ιδια οπως την ειχε δει πριν λιγο στ ονειρο του.
Ητανε κατασπρη, ψηλη, ομορφη σαν μαντονα,
κι ητανε πληθος τα παιδια που κανανε σφεντονα
το πουτσο τους για χαρη της κρατωντας με μανια,
και τραβαγαν βραδυ−πρωι με λυσσα μαλακια.
Τα χειλη της μαργιολικα σου λεγαν παντα οχι,
το ναι της ομως το βλεπες μες των ματιων την κoχη.
Τα στηθη της δροσοπηγες, κι απ της φωνης τον τονο
εβλεπες πως εγνωριζε παμπολλα για τον φονο.
Με καλωσυνη ρωτησε, ποιος ειναι, τι γυρευει,
αλλα αυτος αρχινισε κι ολας να χανουμευει.
Σε ολα της απαντησε ψεματα απο δολο,
κι σαν περνουσε διπλα της, της επιανε τον κωλο.
Αυτη τοτε καταλαβε πως ηθελε να σπρωξει,
και προφαση εγυρευε, τις δουλες της να διωξει.
Τις διαβολοστειλε λοιπον να πανε μανι−μανι
να δουνε αν κουνιωντουσαν οι βαρκες στο λιμανι.
Μεσα στις φτερες ξαπλωσε και του ριξε ενα βλεμμα
που ηταν σαν να του ριχνε φωτια μεσα στο αιμα.
Ο Οδυσσευς δεν αντεξε να περιμενει αλλο,
κι ωρμησε σαν ελεφαντας του πατησε τον καλο.
Παρ ολο που η καυλα του ηταν πολυ μεγαλη,
κρατηθηκε κι ακουμπησε στα μπουτια το κεφαλι.
Στα δυο του χερια χουφτιασε τα τορνευτα της στηθη,
κι ολες τις αλλες σκεψεις του τις σκεπασε η ληθη.
Σιγα−σιγα τον πουτσο του μεσ στο μουνι της βαζει,
και κεινη απ την καυλα της αρχιζει να ουρλιαζει.
Ομως ο πολυμηχανος δεν της τον βαζει ολο,
κι οταν αυτη εσπαραζε, της χαιδευε τον κωλο.
Μεσ του μουνιου της τριβοντας ο πουτσος τα καπακια,
γιατ ηξερε ο μπασταρδος τερτιπια και κολπακια,
που τα μαθε τοσο καιρο που χε τα πηγαιν ελα,
κι ειχε φοιτησει ανελλιπως στα πιο καλα μπουρδελα.
Τα χερια του της χαιδευαν τις πιο κρυφες γωνιες της,
κι εκεινη ξεφωνιζοντας δαγκωνε τις γροθιες της.
Κι ενω αυτη σκεφτοτανε <<τωρα θα μου τον χωσει>>,
αυτος τον ξαναεβγαζε σαν να χε μετανιωσει.
Το γλυψιμο αρχινισε σε ολο το κορμι της,
μα ομως δεν επρολαβε να φτασει στο μουνι της.
Τ αρπαζει την ψωλαρα του με το λευκο της χερι,
και στο μουνι την κοπανα σαν να ναι γουδοχερι.
Με ψαλιδια τα ποδια της στη μεση του τυλιγει,
κι απανω του γαντζωνεται, μηπως και της ξεφυγει.
Ο Οδυσσευς δεν αντεξε αλλο να περιμενει,
γιατ ειχε αρχισει και αυτος βαρια να ανασαινει.
Σα λυσσασμενος εσπρωξε τον τρωμερο του ψωλο,
κι η Ναυσικα ξεφωνισε, <<σκισε με, βαλ τον ολο!>>.
Η καυλα την πλημμυρισε, λαχανιασμα την πιανει,
κι ολο τον κοσμο γυρω της αρχιζει να τον χανει.
Κι αρχιζει σκαμπανεβασμα σα να τανε φρεγαδα,
και το μουνι της το τρεμε μ ανηκουστη σβελταδα.
Το ρυθμικο της κουνημα βασταξε πολλη ωρα.
Τελος ομως δυναμωσε κι ειχαν παρει φορα.
Στη μια στιγμη ενωνονταν, στην αλλη χωριζονταν,
σα φιδια στριφογυριζαν και σφιχταγκαλιαζονταν.
<<Μανα μου!>> σκουζ΄ η Ναυσικα, <<απο την καυλα σβηνω>>.
<<Βιασου!>> μουγγριζει ο Οδυσσευς, <<κι εγω σε λιγο χυνω>>.
Μα κεινη το καταλαβε, δεν ηταν δα χαζη,
<<Χυσε αγαπη μου γλυκεια, να χυσουμε μαζι>>.
Και σ εναν υστατο σπασμο, τρεμουλιασαν σαν ψαρια,
καθως αυτη του χαιδευε τα τριχωτα παπαρια.
Ακομη του εχαιδευε τ αριστερο παπαρι,
και δεν επρολαβε καλα χαμπαρι να το παρει,
για ποτε την εγυρισαν τα στιβαρα του χερια,
κι ο πουτσος του καρφωθηκε στ αφρατα κωλομερια.
Σαν της γαριδας βγηκανε της Ναυσικας τα ματια,
απ την ψωλια την φοβερη την εκανε κομματια.
Απο τον πονο τον πολυ, στην πλουμιστη χλαμυδα
καταχαμα εσπαραξε σα να ταν παλαμιδα.
Ομως ο πολυμηχανος που τη δουλεια του ξερει,
τ αυτακι της πιπιλαγε. Με τονα του το χερι
χαιδευει τ αναιδεστατα, τα μυτερα της στηθη,
ενω το αλλο ευκινητο μεσ στο μουνι εχυθη.
Της τριβει ασταματητα το μακρουλο γλωσσιδι,
και μπαινει−βγαινει συνεχως, γλυστραει σαν το φιδι.
<<Τσογλανε!>> σκουζ η Ναυσικα, <<Μαλακα μου, με τσουζει.
Μου εσκισες τον κωλο μου σαν να τανε καρπουζι.
Εγω τον εκαμαρωνα και το χα καυχημα μου,
τον κουναγα κι εσειωτανε η γη στο περασμα μου,
κι εσυ μου τον σακατεψες, μαλακα, αει σιχτιρι,
δεν ειναι κωλος πια αυτος, μα τρυπιο σουρωτηρι>>.
Ομως του πολυμηχανου τ αυτι του δεν ιδρωνει.
Σφυραει του πουτσου το χαβα και πιο βαθεια τον χωνει.
Νιωθει του κωλου την δροσια, τα σαλια του μαζευει,
<<Κουνα γλυκα τον κωλο σου, κουνα τον κυκλικα
θελω να χυσ αγαπη μου, να χυσω τελικα>>.
Η Πηνελοπη μονη της εκλαιγε η καημενη,
μερα και νυχτα η καψερη πως ειναι καυλωμενη.
Κι οταν η καυλα το μουνι ασφυκτικα προσταζει,
πως θα γαμιεται ηδονικα τους αλλους τι τους νοιαζει.
Κι η παραμανα η γρια που ηταν απ τον Βολο
την εσπρωχνε να γαμηθει απο μουνι και κωλο.
Γιατι στ΄ αληθεια ο Οδυσσευς ητανε διπορτιτης,
μα τωρα εσκουριασανε που ειναι μακαριτης.
Δυσκολα προσαρμοζεσαι σαν εχεις συνηθισει
πρωι και βραδυ να ρουφας το ζουμερο γαμησι.
Βλεπεις, και ο μακαριτης μας ηταν πολυ μαργιολος,
στα σκερτσα και στο κρατημα απιθανος σαν ψωλος.
Η Πηνελοπη σκεπτεται τα βραδυνα παιχνιδια,
οταν τον κραταγε σφικτα μαζι με τα αρχιδια,
και τοτε αυτος ακαθεκτος με γλυκα πως ορμουσε,
και μεσ στα σκελια τα καφτα τον ψωλαρο πετουσε.
Αργουσε και δεν εχυνε, κρατιοταν ο καημενος,
κι ενω κουνιοταν μανιακα συνεχεια καυλωμενος,
συνεχεια επροσπαθαγε να τον εμπανοβγανει,
κι απο την καυλα την πολλη δεν ημπορει να κανει.
Αλλάζει στάση στη στιγμή,τον πούτσο του σαλιώνει,
χαιδεύει τα παπάρια του, τον κώλο της τουρλώνει
κι' αυτός σιγά την φέρμαρε, πρώτα με το κεφάλι .
Κι' αφού όλον τον έχωσε, ξανακαυλώνει πάλι.
Πόνος και καύλα στο κωλί, τα μάτια της δακρύσαν ,
είχ' ένα ρίγος στο κορμί, τα πόδια της λυγίσαν.
Μα κανει λιγ΄ υπομονη, ζεστα κι αυτος να χυσει,
να νιωσει καυλα ζηλευτη σ ενα τρελο γαμησι.
Βλεπεις, στη γλυκα του μουνιου μπροστα τ΄ ειναι ενας πονος,
και οπως λενε οι ομορφες, στην καυλα ανηκει ο θρονος.
Αυτα σκεφτοταν μονη της στο στρωμα η καημενη,
μερα και νυχτα η καψερη, και ειναι καυλωμενη.
Μα η πιστη παντα γυρναγε στη φινα Πηνελοπη,
που΄ θελε παντα φρονιμη να μεινει, κι ας εκοπη
το ζηλευτο γαμησι της που το χε συνειθισει,
και νυχτες το σκεφτοτανε, την ειχε βασανισει.
Και σκεφτεται μοναχη της, κι αποφαση λαβαινει
να κρατηθει ανεγγιχτη. Κι ολημερις υφαινει.
Χωρις ψωλη στο σπιτι της κλεισμενη θε΄ να ζησει,
κι απο μνηστηρα αν βιασθει, μαζι του δεν θα χυσει.
Οι Φαιακες τον εφεραν στη νησο την Ιθακη,
με πλοιο πρωτοταξιδο φτιαγμενο με μερακι,
κι αφου εγαμησε ξανα πενηντα νουμεραδα
τους ναυτες του Αλκινοου, του ηρθε σαν ζαλαδα.
Κι αυτοι τον μεταφερανε ψοφιο και κοιμισμενο,
κι απιθωσαν τον βαρυ, νεκρο και μαραμενο.
Σαν πτωμα απο τον κοπο του, που δουλευε τον ψωλο,
δυο μηνες τωρα των ναυτων τους εσκαβε τον κωλο.
Τ αφησαν δωρα χρησιμα κι ακριβοπληρωμενα,
κι αμεσως εσαλπαρανε να πανε για τα ξενα.
Ειναι γνωστο ιστορικα πως αλλαξε και φατσα,
για να μπορεσει στους εχθρους να κανει τα στραπατσα.
Και πως τον εβοηθησε η θεια Αθηνα,
πως γυρισε ο Τηλεμαχος απ τα πολλα δεινα,
πως συναντηθηκαν κρυφα, βοσκοι και υπηρετες,
και τους μνηστηρες ειπανε να κοψουνε σε φετες.
Αυτα ειναι πασιγνωστα απο την Ιστορια,
μα δεν θα ηταν ασκοπη και λιγη φλυαρια,
γιατι διχαζονται ορθα οι γνωμες και οι αποψεις
των πιο γνωστων Ιστορικων, ακου και οτι κοψεις.
Η μια λεει τους σκοτωσε, τους εσφαξε ενα−ενα,
κι αυτοι στην παραζαλη τους τα ειχανε χαμενα
κι υστερα αφου πλυθηκε κι εντυθη προσεγμενα,
ορμησε στο διαμερισμα να βγαλει τα σπασμενα,
της Πηνελοπης το μουνι αχορταγα να σκιση,
και μεσα στο βελουδο του ο πουτσος του να χυσει.
Η αλλη ιστορικη πηγη αλλιως τα διηγειται,
με βαση το σεξουαλικο απ την αρχη κινειται,
και λεει πραγματα σωστα, μα λιγο τραβηγμενα,
αρχιζοντας περιληψη σ ολα τα πεπραγμενα:
Ενω αυτος κινδυνευε, οπως κι αλλου σας ειπα,
και καθε μερα κοιταγε του κωλου του την τρυπα
στα μακρινα παλατια του, στην ομορφη πατριδα,
στο σπιτικο του δηλαδη, ξαπλωναν την αριδα
ματσο τα αρχοντοπουλα απο γονεις βαρβατους,
και καθε μερα τρωγονταν χειροτερα απ τους γατους.
Την Πηνελοπη ηθελε καθενας τους για ταιρι,
για να της γλυφει τα βυζια και να της βαζει χερι.
Ομως αυτη δεν πειθεται πως εχει πια χηρεψει,
και μ ολο που στον υπνο της συχνα παθαινει ρευση,
κρατα την τρυπα της κλειστη για τα καυλια τα ξενα,
καυλια π αν τα βαζε μαζι για να τα κανει ενα,
κι αυτο το ενα το καυλι στην τρυπα της να χωσει,
παλι δεν θα την εφτανε για να την ξεκαυλωσει.
Παρ ολη ομως την καυλα της, κι ειναι προς επαινο της,
ψωλη δεν αγγιξε ποτε ουτε τον πισινο της
Ορκο τους βαζει φοβερο πως την καρδια θα δωσει
σ οποιον μπορεσει με κλειστα τα ματια να τον χωσει.
Ητανε δυσκολο πολυ για τουτη τη φατρια.
Της το χε μαθει ο Οδυσσευς πριν φυγει για την Τροια:
την Πηνελοπη εγδυνε κι εσφαλιζε τα ματια,
επαιρνε φορα κι ωρμαγε σαν τα βαρβατα τ΄ ατια,
και πηγαιν ετσι τρεχοντας στην τρυπα συστημενα,
παρ ολο που τα ματια του ητανε σφαλισμενα.
Και με το κολπο τωρα αυτο τους εχει πια στο χερι,
και παιρνει ορκο πως κανεις δεν θα τα καταφερει.
Κι ηρθε η κρισιμη στιγμη, πλησιασε η ωρα
που βασιλια θ αποχταγε του Οδυσσεα η χωρα.
Σε χαμηλο ανακλιντρο, στα κοκκινα στρωμενο,
η Πηνελοπη στηθηκε με κωλο τουρλωμενο.
Λιγο πιο περα οι γαμπροι στεκονται στη γωνια,
και τη σειρα του ο καθεις προσμενει μ αγωνια.
Πρωτος ειν ο Ψωλαρυγχος. Τα ματια του χουν δεσει,
μα το πανι ειναι μακρυ και κρεμεται σαν φεσι.
Χυμα σε λιγο βιαστικος για την κωλοτρυπιδα,
περναει διπλα της ξυστα και χανει καθε ελπιδα.
Δευτερος ο Μουνιχιος, κραταει απ την Τροιζηνα,
μα παιρνει λαθος διευθυνση και μπαινει στην κουζινα.
Κι ο κωλος παντα ανεγγιχτος τουρλωνεται με ναζι,
και την ψωλη του τυχερου στα βαθη του φωναζει.
Τριτος ειν ο Αρχιδαμος με τα μεγαλα αρχιδια,
αλλα σκονταφτει στα μισα και παει στα τσακιδια.
Τεταρτος, πεμπτος, εβδομος, κανεις δεν εχει τυχη,
και την πληρωνουν παντοτε οι πορτες και οι τοιχοι.
Μα ξαφνου καποιος προβαλε: κανενας δεν τον ξερει,
κι ουτε και να ναι φαινεται απ τα δικα τους μερη.
Στον κωλο ριχνει μια ματια π ασπριζει εκει στο βαθος,
γυρναει και λεει στους γαμπρους ολο καημο και παθος:
<<Ειμαι κι εγω ενας αρχοντας κι εχω γαλαζιο αιμα
να μαραθει ο πουτσος μου εαν σας λεω ψεμα.
Τον κωλο αυτον τον αναιδη θα θελα να δαμασω.
Παρακαλω επιτρεψτε μου κι εγω να δοκιμασω>>.
Τον αφησαν και του δεσαν τα ματια και τον γδυσαν,
κι ο πουτσος του σαν φανηκε τον ειδαν κι απορησαν.
Μ αυτος κιναει αγερωχος με γρηγορο το βημα,
κι ο πουτσος στην κωλαρα της, σφηνωνεται σαν βλημα.
Ακουστηκε ενα τριξιμο σαν πορτα οταν κλεινει:
ειχε ξεχασει η δυστυχη να βαλει βαζελινη.
Ολοι οι μνηστηρες τα χασαν, τους ζωσανε τα φιδια,
εξ απ τον κωλο μοναχα κρεμοντουσαν τ αρχιδια.
Της Πηνελοπης η φωνη τους βγαζει απο την πλανη,
τον εχει ακομη μεσα της κι απο τις παντες κλανει.
<<Ειν ο Οδυσσευς, κι οποιος μπορει εμε να διαψευσει,
λαθος δεν κανω εγω ποτε, τον γνωρισα απ τη γευση>>.
Τοτε, τι θαυμα φοβερο, αυτοι οι ψωλαραδες,
καταχαμα ξαπλωσανε σα να τανε κυραδες.
Ανοιγουνε τα ποδια τους, τουρλωνουνε τον κωλο
και περιμενουν να δεχθουν τον τρομερο του ψωλο.
Μα αυτος δηλωνει ασπλαχνα πως ειναι κουρασμενος,
πως ειν τ αρχιδια του κενα και ο πουτσος του πεσμενος.
Υποσχεση ομως εδωσε στους τουρλωμενους κωλους
πως καποια μερα και αυτους θα τους γαμουσε ολους.
Στερνη μου θεληση λοιπον, ακουστε: σαν πεθανω,
εκατονταδες γυναικων στον ταφο μου επανω,
να γαμηθουν ολογυμνες απο μπροστα και πισω,
μηπως καυλωσω και εγω στον ταφο μου και χυσω.
Επανω απο τον ταφο μου, να ρθουνε αγγελουδια.
Να ναι μικρα, ξεβρακωτα, με φινα κωλαρουδια.
Να γινουν γλεντια και γιορτες, χαρες και πανηγυρια,
και να γαμουν καλογεροι μεσα στα μοναστηρια
τις ομορφες καλογριες και καλογεροπαιδια.
Να γεμιστουν ψωλοχυμα χιλιαδες τενεκεδια.
Τα κοκκαλα μου κλυσματα και ψωλαρους να κανουν,
που οι γυναικες ολες τους στον κωλο τους να βανουν,
μεσ στα σγουρα τους τα μουνια και τον αφρατο πατο.
Και να θυμουνται καποτε κι εμενα το βαρβατο,
που ζωντανος σαν ημουνα τις δροσιζα ο καημενος,
και τωρα δεν τις ξεχασα, κι ας ειμαι πεθαμενος.
Οση εχω επιπλωση, κτηματα και παραδες,
να μοιραστουν στους ψωλαρους και στους κωλομπαραδες.
Τα κινητα κι ακινητα θα τα κληροδοτησω,
σ οσες μικρουλες παχουλες το κανουν απο πισω.
Στην κουρασμενη πουτσα μου να βαλουνε στεφανι,
γιατι δεν αφησε μουνι και κωλο πριν πεθανει.
Κλαψτε με κωλοι και μουνια και μαυροφορεθειτε,
τον πιο πιστο σας συντροφο δεν θα τον ξαναδειτε.
Η διαθηκη γραφτηκε χωρις συμβολαιογραφο,
κι οποιονα εχει αντιρρηση στ αρχιδια μου τον γραφω.
Και σεις γιατροι και χειρουργοι με τα πολλα ψαλιδια,
κλαψτε μου ολοι την ψωλη και κλαστε μου τ αρχιδια.
Ο ΟΜΗΡΟΣ,
Ο ΟΜΗΡΟΣ,
Ο πουτσος μου ο κακομοιρος.
[Πολυμητις προφορικη παραλλαγη ιαμβικου 15συλλάβου εργου Γ. Σουρη (; πρβλ. ιδιολεκτον <<φινος>>). (Αποδοση Κ. Βαρναλη ;).
Καταγραφη Βαρταν Ναρινιαν, 6/93. Επιμελεια ΚZ, 3/99]
Προλογος.
Πανω στης Τροιας τα βουνα που ναι σαν κωλομερια
καθοτανε ο Ομηρος με την ψωλη στα χερια.
Καθως μαλακιζοτανε και σκορπαγε το χυσι,
του ρθε η θεια εμπνευση το επος του ν αρχισει.
Αυλιδα.
Μαζευτηκε λοιπον στρατος με δορατα κι ασπιδες
στην Τροια να μπουκαρουνε και να τα κανουν βιδες.
Την ωρα που πηγαινανε στα πλοια για να μπουνε,
ρωταν τον Καλχα να τους πει τι τρεχει και αργουνε.
Την κορη του Αγαμεμνονα ο Διας την γουσταρει
Με φικι−φικι θεικο την καυλα να καλμαρει.
Τηλεφωναει στο χωριο και λει στην Κλυταιμνιστρα,
<< Ο Διας την κορη μας ζητα, γρηγορα και στα ισα.>>
Και η Ιφιγενεια εφτασε μετα πο μια ωρα,
και ζητησ απο δαυτονε να τηνε σφαξουν τωρα.
Γιατι πολυ το γουσταρε ο Διας να την παρει,
να νοιωσουνε τα σκελια της το θεικο παπαρι.
Πρωι π΄ αρχιζουν να γαμουν τις κοτες τα κοκορια,
απ την Αυλιδα φυγανε σαρανταδυο βαπορια.
Ο ψωλαρας Μενελαος κι ο Μεγας Αχιλλεας
ο Οδυσσευς κι ο Πατροκλος, ο πουστης της παρεας.
Πολιορκια
Καθως ο Παρης ξεσκιζε την ομορφη Ελενη,
μαντατοφορος ερχεται και στο παλατι μπαινει.
Πλακωσανε οι Ελληνες κι εχονται καυλωμενοι
να τους γαμησουν ωρμηξαν δηθεν για την Ελενη.
Ηχησανε οι σαλπιγγες, σαστισανε οι Τρωες
ομως ο Παρης τιποτε, γαμουσε με τις ωρες.
Κατεβηκε ο Πριαμος για να τον απειληση
πως αμα δεν ξεσηκωθη θε να τον ευνουχισει.
Κι ο Παρης εσηκωθηκε κι αφησε το γαμησι,
στ καστρα πανω ανεβηκε τους Ελληνες να σκισει.
Ξεχυθηκαν οι Ελληνες απ τα μεγαλα πλοια,
κι ωρμηξανε ομαδικα να παρουνε την Τροια.
Παραταχτηκανε λοιπον να ξηγηθουν αντρικια
κι αρχισανε οι αρχηγοι να ριχνουν μπινελικια.
Μενελαος:
<< Παρη εισαι κωλοπαιδο και κερατο μεγαλο
γουσταρω την ψωλαρα μου στον κωλο σου να βαλω.>>
Παρης:
<< Ξεφωνημενη αδρεφη, πολεμιστη της πλακας
μου το πε σημερα η Λενιω πως εισαι ψωλαρπαχτρας.
Αλητη Αγαμεμνωνα, τσαχπινογαργαλιαρη,
κανενας μεχρι σημερα δε γαμησε τον Παρη. >>
Αγαμεμνων:
<< Βλεπεις εκεινο το βουνο που ναι γεματο ρυζι,
Θυμασαι που σε γαμαγα και μου λεγες μυριζει ; >>
Παρης:
<< Θωρεις στο καστρο το ψηλο που αραπης κατεβαινει,
βαστα τον πουτσο του σφιχτα κι εσενα περιμενει.>>
Τα μπινελικια πεφτανε, μην τα πολυλογουμε,
υπαρχουνε κι ανηλικα και παρεξηγηθουμε.
Κι ως αρχισε η συγκρουση, ωρμηξαν οι φανταροι,
και δεκαπεντε Ελληνες κυκλωσανε τον Παρη.
Μενελαος:
<< Κρατατε τονε τον μπινε, ανοιχτε του τα ποδια,
να του φαρδυνω τον πρωκτο για να χωρανε βωδια.>>
Τη ωρα κεινη πινανε στον Ολυμπο δυο ουζα,
και ειδανε απο ψηλα πως παει για παρτουζα,
ριξανε τοτε κεραυνους κι επεσε σκοταδι,
ακουστηκε και μια φωνη, << Αφηστε τον τον Παρη!>>
Η Αφροδιτη φανηκε μεσα απο τη θολουρα,
και εριξε στους Ελληνες μια γερη μαστουρα.
Κι ετσι ο Παρης γλυτωσε τον κωλο του μη σκισουν,
μεσα στο καστρο κρυφτηκε, να μην τονε γαμησουν.
Δουρειος Ιππος
Στα γυρω τα περιχωρα μουνι δεν ειχε μεινει,
κι ολος ο κοσμος γενικα μπουρδελο ειχε γινει.
Ατρυγητο καταφεραν μουνι να μην αφησουν,
την πολη δεν καταφεραν ομως να την πατησουν.
Αγαμεμνων:
<<Γαμω την τρελλα μου, γαμω, τι κανω εδω ο μαλακας,
μακρια απο το σπιτι μου μ ενα στρατο της πλακας?
Μενελαε, κωλοπαιδο, φτυσ τηνα την Ελενη,
γιατι αν κατσουμε εδω, την εχουμε χεσμενη.
Οι Τρωες μας δουλευουνε, και παρε το χαμπαρι,
τα τειχη τους δεν πεφτουνε μ΄ αξινα και με φτυαρι.>>
Σκηνη Αθηνας.
<< Ασε με κατω Αθηνα, στο διαβολο να παω,
σου εχω πει απο παλια, παρθενες δεν γαμαω.>>
<< Μα μη με παιρνεις για μικρη,
εχω τον κωλο μου παχυ και το μουνι πηγαδι,
που αρχιζει απ τον Ολυμπο και φτανει ως τον Αδη.>>
<< Ε, τοτε βγαλε το βρακι σου,
Και στην κολωνα αντε στησου.>>
Ο Οδυσσεας το σκεφτηκε μοναχα ωρα λιγη,
κι ειδε πως ηταν δυσκολο πολυ να τ΄ αποφυγει…..
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ιστορία τέλειωσε, κι ήταν πολύ μεγάλη
ο Όμηρος την έγραψε μα την αλλάξαν άλλοι.
Κι όλοι αυτοί που κόπιασαν για τούτα τα στιχάκια
να χαίρονται και να γαμούν τα πιο όμορφα μουνάκια.
Μ’ αφράτους κώλους και βυζιά να παίζουν όλη μέρα
και να ’ναι ο πούτσος τους σκληρός κι όρθιος σα φλογέρα.
Ως τα βαθιά γεράματα να ’χουν καυλί ατσάλι
και στην επόμενη ζωή γαμιάδες να ’ναι πάλι.
Ο Νίκος Σαραντάκος έχει δύο επιπρόσθετες ραψωδίες: