[Ιδιόχειρη, κατοχής Νίνας Σπανίδου. Μεταγραφή στο μονοτονικό από τον ΚΚΖ, με διατήρηση τόνου στο ήτα μονοφωνηέντου Δοτικής: το πρωτότυπο τηρεί υπογεγραμμένη και δασυνόμενο ρω.]
Ειμί πατρός μεν Παναγιώτου μητρός δε Γεθσημανής ούσης εκ της οικογενείας των Δζολοζογλέων των επ' αρετή, φρονήσει, και ειλικρινεία διαπρεψάντων και διαπρεπόντων. Ηρξάμην εξ ετών ων να μαθητεύω. Εν τω αλληλοδιδακτικώ σχολείω έμαθον τας πρώτας Ελληνικάς λέξεις, αδελφός, αδελφή, πατήρ, μήτηρ· λέγω δε τας πρώτας Ελληνικάς λέξεις, διότι οι εν τω πατρίδι μου Έλληνες ορθόδοξοι καθώς και οι εν άλλαις πόλεσι της Μικράς Ασίας απώλεσαν την χρυσήν αυτών γλώσσαν και ηναγκάσθησαν να ανταλλάξωσιν αυτήν με χαλκήν Τουρκικήν γλώσσαν, ούσαν κράμα τριών γλωσσών, της Τουρκικής, Αραβικής και Περσικής.
Η πατρίς μου είναι μία μέχρι σήμερον ασήμαντος πόλις της Μικράς Ασίας της επαρχίας Πισιδίας απέχουσα πέντε ώρας της Σπάρτης, κειμένη προς νότον αύτης και ονομαζομένη Βουρδούριον, όπερ έχει δέκα οκτώ χιλιάδας κατοίκων, ων τέσσαρες χιλιάδες είναι Έλληνες ορθόδοξοι καί τρεις χιλιάδες Αρμένιοι, οι δε λοιποί Τούρκοι. Οι Έλληνες ομιλούσι την Τουρκικήν, ενώ οι Αρμένιοι ομιλούσι και την Τουρκικήν και την Αρμενικήν. Αγνοώ πώς [ουτοι] οι Έλληνες [αντί] να αφομοιώσωσι προς εαυτούς τους κατακτητάς και κατά την γλώσσαν και κατά τα ήθη και έθιμα, καθώς εις τους Ρωμαϊκούς χρόνους, καθ' ους οι κατακτηταί μετά πόθου εσπούδαζον την Ελληνικήν γλώσσαν, την παιδείαν, ήθη και έθιμα, συνέβη να αφομοιωθώσιν οι εν τη πατρίδι μου Έλληνες προς τους κατακτητάς Τούρκους· οίτινες δια να κατορθώσωσι τούτο τίς οίδε τίνας βασάνους μετεχειρίσθησαν· αφού μάλιστα, καθώς διηγούνται, εγλωσσοκόπησαν τους κατοίκους της Σύλλας πλησίον του Ικονίου κειμένης διά να μη ομιλούσι την Ελληνικήν. Τούς Έλληνας χαρακτηρίζει ευφυία και φιλεργία, εν τούτοις είναι αμαθέστατοι εις τόσον βαθμόν ώστε δεν γνωρίζουσιν εις ποίαν εθνικότητα ανήκουσι. Ομολογουμένως και εγώ μέχρι της δεκάτης πέμπτης ηλικίας καίτοι εφοίτων τακτικώτατα εις το σχολείον και ήμην ο άριστος της τάξεώς μου δεν εγνώριζον τί εστί Έλλην. Τούτου δε αιτία είναι ότι οι κατά καιρόν διδάσκαλοι ήσαν εντελώς απροπαράσκευοι· αφού και μαθητής του Ελληνικού σχολείου έκαμνε και κάμνει μέχρι της σήμερον τον διδάσκαλον.
Εν τοιαύτη παχυλή αμαθεία και ασυνειδησία ευρισκομένη η πατρίς μου έχει πάσας τας προς ανύψωσιν ελπίδας εις ημάς τους ενταύθα εις το διδασκαλείον σπουδάζοντας, οίτινες ήλθομεν να σπουδάσωμεν το θείον τούτο έργον με τον πόθον, καθώς γενήσεται δήλον, να ανυψώσωμεν την πατρίδα εκ της χαμηλής θέσεως, εν ή κείται και να εμπνεύσωμεν τον εντελώς ελλείποντα Ελληνισμόν και τον πατριωτισμόν πρώτον, είτα δε τα άλλα συναισθήματα. Η πατρίς μου δείται χειραγωγών, ίνα οδηγήσωσιν αυτήν εκ του μεσαίωνος εις τον παρόντα αιώνα και τοιούτοι και νομίζω και πέπεισμαι ότι θα είμεθα ημείς οι μέλλοντες διδάσκαλοι, οίτινες προύθεντο αυτόν τον σκοπόν ερχόμενοι ενταύθα εις την εστίαν των φώτων το πάλαι του κόσμου όλου νυν δε της Ανατολής της ούσης θυγατρός αυτής, ήτις, καθώς μήτηρ αγαθή πλουσίως παρέχει το γάλα αυτής εις το τέκνον, ούτω και αύτη η εστία των φώτων, δηλονότι αι Αθήναι, συνδράμη πνευματικώς τε και υλικώς εις πνευματικάς και υλικάς ανάγκας αυτής ού μόνον λόγω αλλά και έργω.
Κατά το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας μου απεπεράτωσα τα σχολεία της πατρίδος μου. Επειδή δε οι γονείς μου δεν ηδύναντο να με εκπαιδεύσωσι, διότι μόλις ηδύναντο να πορίζουσι τα προς το ζειν, ανέλαβε να με συντηρήση ο εκ μητρός θείος ο αξιοσέβαστος Ιωάννης Δζολόζογλου εις ον έδοξε να με στείλη εις την Σπάρτην την απέχουσαν της πατρίδος μου ως είπομεν ανωτέρω πέντε ώρας, ένεκα οικονομικών λόγων. Εν τή Σπάρτη υποστάς εξετάσεις εκρίθην άξιος της πρώτης τάξεως του ενταύθα γυμνασίου. Ότε δε μετά τας εξετάσεις εις το τέλος του σχολικού έτους αριστεύσας και βραβευθείς επανήλθον εις την γενέθλιόν μου πόλιν, εύρον τους γονείς και συγγενείς μου διαφωνούντας· οι μεν έλεγον, αφ' ου αποπερατώσω το γυμνάσιον να σπουδάσω εις τας Αθήνας την ιατρικήν, οι δε έλεγον να σπουδάσω την ιατρικήν εις Κων/πολιν, οι δε γονείς μου μη δυνάμενοι να αποφανθώσι θετικώς, διότι εστερούντο των προς την συντήρησίν μου μέσων, ανέθεσαν εις τον ρηθέντα θείον μου να αποφανθή γνώμην και να ποιήση ότι βούλεται, ούτος δε μετά πολυήμερον σκέψιν εύρεν ότι μόνον ο διδάσκαλος εδύνατο να ωφελήση την πατρίδα μάλλον των άλλων, προς τούτο απεφάσισε να με σπουδάση το διδασκαλικόν επάγγελμα. Διό έγραψε εις τας Αθήνας δια να μάθη από ποίαν τάξιν του γυμνασίου δύνανται να έλθωσι εις το διδασκαλείον και πόσας τάξεις έχει αυτό, μαθών δε τα καθέκαστα επέστειλεν ημίν από το Δενιζλί, ένθα διέμενε και διαμένει ως σιτέμπορος, ότι θα με στείλη εις τας Αθήνας δια να σπουδάσω εν τω διδασκαλείω. Την χαράν, την οποίαν ησθάνθην ότε ήκουσα τη θεάρεστον ταύτην είδησιν δεν δύναμαι να εκφράσω δια λέξεων. Εχάρην σφόδρα επί τή αγγελία ταύτη -- ουχί δε διότι θα εγενόμην διδάσκαλος-- διότι θά ηρχόμην εις τας Αθήνας, τας οποίας εφανταζόμην ως θεών, μουσών κατοικίαν, (το πραγματικόν όμως ήτο πολύ κατώτερον της φαντασίας) -- αλλά τουναντίον ελυπούμην διότι θα εγενόμην διδάσκαλος πρώτον μεν διότι δεν εγνώριζον τον προορισμόν του διδασκάλου, δεύτερον δε διότι έβλεπον ότι οι διδάσκαλοι ευρίσκοντο εν πολύ χαμηλή διανοητική αναπτύξει.
Τήν πρώτην Σεπτεμβρίου εξεκίνησα εκ της πατρίδος μου διευθυνόμενος προς το Δενιζλί ένθα, ως είπομεν ανωτέρω, διαμένει ο συντηρητής μου ο Ιωάννης Δζολόζογλου, ούτινος το όνομα χρυσοίς γράμμασι γραπτέον εν τη βίβλω των ευεργετών της πατρίδος· αφού δε διέμεινα εντάυθα επι πέντε ημέρας, δια σιδηροδρόμου ήλθον εις την Σμύρνην ένθα διέμεινα τρείς ημέρας, εξ αυτής δε εκκινήσας δι ατμοπλοίου έφθασα εις τον Πειραιά. Ω το παράδοξον! Κίνησις, ευγένεια, πολιτισμός πληρούσιν αυτόν και ουδείς φεσοφόρος εφαίνετο, τούτο ιδών εγώ αμέσως κατέρριψα το φέσι, όπερ εφόρουν μέχρι της ώρας εκείνης, και εφόρεσα τον πίλον, ον είχον προμηθευθή από της Σμύρνης. Διά σιδηροδρόμου δε ήλθον εις τας Αθήνας.
Έδωκα ενταύθα τας συστατικάς επιστολάς εις τόν αντάξιον βλαστόν της Μικράς Ασίας, της κοιτίδος της φιλοσοφίας, θρησκείας και των λοιπών επιστημών και τεχνών, εις τον πατέρα δηλονότι των ενταύθα Μικρασιατών και αξιοσέβαστον κύριον Μ. Ευαγγελίδην, όστις με ωδήγησεν αμέσως εις το διδασκαλείον ίνα με συστήση εις τον τότε διευθύνοντα το διδασκαλείον σεβαστόν κύριον Βρατσάνον και ίνα μάθη πότε θά γίνη η εξέτασις των μελλόντων να δώσωσι εισαγωγικάς εξετάσεις εις την πρώτην τάξιν.
Την υπό του τότε διευθυντού του διδασκαλείου ορισθείσαν ημέραν υποστάς εξετάσεις και κριθείς άξιος της πρώτης τάξεως, ενεγράφην υπο του κηδεμόνος αμέσως εις αυτήν, εν ή προσπαθήσας όσον το επ' εμοί διά [να] [μην] [είμαι] προδότης της τύχης, ήτις ηξίωσέ με να είμαι τέκνον της τοιαύτης αγλαού χώρας ως της Μικράς Ασίας της ανατολής ηλίου και κατοικίας Μουσών, και του έθνους όπερ ως πολυχείμωνες ποταμοί υπερεκχειλίσαν διέδωκε εις την απάσαν οικουμένην τον πολιτισμόν, το φώς και τον χριστιανισμόν, και [τελευταίον] προδότης του διδασκαλικού επαγγέλματος, ούτος συνεργούντος θεού και υποστάς εξετάσεις κατά το τέλος του σχολικού έτους 1897 εκρίθην άξιος της δευτέρας με βαθμόν 9 13/32. Νύν δε όσον μοι δυνατόν επιμελούμενος των μαθημάτων και εις την εν τή συνοικία Πλάκα οδώ Διογένει αριθμώ 1ω οικίαν οικών διατελώ.