Πάνω στο βουνό, ζούσε, χρόνια πολλά, τσομπάνης.
Δέν κατέβαινε ποτέ του στην πολιτεία.
Δέν ήξερε να λέη προσευχές.
Μιά φορά ακούει την καμπάνα να χτυπά.
Να προσευχηθή δέν ήξερε.
Βλέπει ένα χαντάκι μπρός του.
Σκέφτηκε το θεό.
’Αρχισε να πηδά το χαντάκι συνέχεια.
Περναέι ο Χριστός και τον ρωτά:
—Τι κάνεις αυτού;
—Τη προσευχή μου.
—Καί τί λες στην προσευχή σου;
—Τίποτις.
—Να λές «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Έτσι του είπε ο Χριστός κι έφυγε.
Δέν προχώρησε δεκαπέντε βήματα.
Ο τσομπάνης τον φώναξε:
—Τά ξέχασα αυτά που μού ’πες. Πές μου τα πάλι.
—«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Τ’ άκουσε ο τσομπάνης και ξανάρχισε να πηδά το χαντάκι.
Ο Χριστός μπήκε στη βάρκα κι έφυγε,
μα ο τσομπάνης την ξέχασε ξανά την προσευχή.
Τρέχει στη λίμνη. Απλώνει την κάπα στο νερό.
Ανεβαίνει πάνω της, και, με τη δύναμη του θεού,
φτάνει στη βάρκα του Χριστού.
—Την ξέχασα πάλι την προσευχή, του λέει.
Ο Χριστός χαμογέλασε και του λέει:
—Άντε και κάνε αυτό που ξέρεις.
[Από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών]