Της φυλακής τα σίδερα είναι γιά τους λεβέντες,
και τα ψηλά παράθυρα είναι γιά τις κοπέλες.
Ανέβηκα στα σίδερα να δω την κοινωνία,
κι ο φύλακας με τράβηξε ντουγρού στα πειθαρχεία.
Ο 'σαγγελεύς κι ο πρόεδρος τα δυό τα χελιδόνια,
ο ένας δικάζ' ισόβια, κι ο άλλος κόβει χρόνια.
Μεσ' το κελί πού κάθομαι στο φοβερό σκοτάδι,
άλλοι μ' ανοίγουν το πρωί κι άλλοι με κλειούν το βράδυ.
Σήκω το γελεκάκι μου να δεις τη μαχαιριά μου,
γιά σένα μου τη δώκανε βαθιά μεσ' στην καρδιά μου.
Τα σίδερα της φυλακής θα πάρω να ενώσω,
να κάνω σιδηρόδρομο, νά'ρθω να σ' ανταμώσω.
Σαν το κερί τα νιάτα μου η φυλακή τά λειώνει,
κι εσύ το μάγκα που περνά κοιτάς απ' το μπαλκόνι.
Πάντα σκυμένος πορπατώ κι όλο τη γης κοιτάζω,
μιά και με φυλακίσανε, ζωή δε λογαριάζω.
Τη γόπα την εβλέπαμε σα νά 'τανε λαχείο,
κι όταν την εφουμάραμε, ντουγρού για το κουρείο.
Πρωί-πρωί σηκώθηκα το τσάγι γιά να πάρω,
κι ο φύλακας με τράβηξε, στο πειθαρχείο πάω.
Στη φυλακή με ρίξανε, να βάλω τάχα γνώση,
μ' αυτός που με φυλάκισε θα μου το ξεπληρώση.
Η φυλακή είναι βάσανο, η φυλακή είναι λάβρα,
κι η φυλακή μου τά 'βαψε τα σωθικά μου μαύρα.