Β΄ Ομιλία Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας

Η εφεύρεση της Βαβέλ: Γλώσσα και φαντασία στην αρχαία κωμωδία

Ιωάννης Μ. Κωνσταντάκος

Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας

Τομέας Κλασικής Φιλολογίας

Τμήμα Φιλολογίας

Εθνικόν & Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών

Σύμφωνα με την κλασική διατύπωση του Τόλκιν, ο συγγραφέας φανταστικών διηγήσεων δημιουργεί έναν ολοκληρωμένο και αυτόνομο «δευτερογενή κόσμο» και πρέπει να επινοήσει κάθε πτυχή και λεπτομέρεια της μυθοπλαστικής αυτής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών που μιλούν οι κάτοικοί της. Ο ίδιος ο Τόλκιν κατασκεύασε, με μικρότερη ή μεγαλύτερη πληρότητα, πάνω από δέκα γλώσσες για τους πληθυσμούς του δικού του μυθικού σύμπαντος, της Μέσης Γης. Οι μυθοποιίες του αναπτύχθηκαν κατ’ ουσίανως αφηγηματικό πλαίσιο για να ενταχθούν οι πλαστές αυτές γλώσσες και να αποκτήσουν μυθολογικό υπόβαθρο και βιωματική υπόσταση. Άλλοι συγγραφείς φανταστικών ιστοριών περιορίζουν τη γλωσσική επινοητικότητά τους σε μικρότερη έκταση: αναπτύσσουν μια υπαρκτή φυσική γλώσσα προς αλλόκοτες και δυστοπικές κατευθύνσεις (Όργουελ, Άντονυ Μπέρτζες) ή δίνουν λίγα μεμονωμένα δείγματα των πλαστών ιδιωμάτων στη ροή της αφήγησής τους, χωρίς να συγκροτούν εξ ολοκλήρου το γραμματικό τους σύστημα. Αυτή η τελευταία πρακτική είναι συνήθης στην ευρωπαϊκή ταξιδιωτική μυθοποιία και στην επιστημονική φαντασία, από την Αναγέννηση και τους επιγόνους της (Τόμας Μωρ, Ραμπελαί, Τζόναθαν Σουίφτ) έως τη σύγχρονη εποχή (Κ. Σ. Λιούις, Μπόρχες, Ρόαλντ Νταλ, Τζωρτζ Ρ. Ρ. Μάρτιν).
Οι απώτατες ρίζες του φαινομένου ανιχνεύονται στον αρχαίο κόσμο. Σε ελληνιστικές ταξιδιωτικές μυθιστορίες (Ιαμβούλος, Μυθιστορία του Αλέξανδρου) οι λαοί θρυλικών και φανταστικών χωρών στις εσχατιές του κόσμου παρουσιάζονται να μιλούν περίεργες ή θηριώδεις τοπικές διαλέκτους, αν και δεν περιλαμβάνονται συγκεκριμένα παραθέματα αυτών των τελευταίων στα κείμενα. Στα ομηρικά έπη οι θεοί διαθέτουν δική τους ιδιαίτερη γλώσσα, με λέξεις και ονομασίες ξεχωριστές από εκείνες των ανθρώπων. Ο ποιητής δίνει στο κοινό του την ευκαιρία να ακούσουν μερικά ψήγματα της θεϊκής λαλιάς, χάρη στην παντογνωσία που του εξασφαλίζουν οι Μούσες. Η αττική παραμυθοκωμωδία του πέμπτου αιώνα π.Χ. προσφέρει επίσης ένα πιθανό παράδειγμα επινοημένης γλώσσας για δευτερογενή μεταφυσικό κόσμο. Ο Φερεκράτης, στο έργο του Κραπαταλοί, εφηύρε ιδιαίτερο χρηματικό σύστημα για την εικονιζόμενη πολιτεία του Άδη, με ειδικά ονόματα για τις νομισματικές μονάδες και τις υποδιαιρέσεις τους (ένας κραπαταλός ισούται με δύο ψωθίες που υποδιαιρούνται περαιτέρω σε οκτώ κικκάβους). Οι όροι αυτοί δεν έχουν ανεξάρτητη παρουσία στη λοιπή λογοτεχνική παράδοση και πιθανότατα επινοήθηκαν από τον Φερεκράτη για την κωμική του μυθοποιία του Κάτω Κόσμου. Ίσως στο έργο να μνημονεύονταν και άλλα δείγματα από το κατασκευασμένο λεξιλόγιο της φανταστικής κοινωνίας του επέκεινα.
Εκτός αυτών, οι κωμικοί ποιητές της αρχαίας Αθήνας επιστράτευσαν ποικίλες γλωσσικές και υφολογικές μεθόδους για να ζωντανέψουν και να εικονογραφήσουν δευτερογενείς κόσμους στα δράματά τους. Εφηύραν για τις ουτοπικές τους πολιτείες γκροτέσκα σύνθετα ονόματα, που αποκαλύπτουν τη μυθοποιητική υπόσταση της κωμικής φαντασίας. Η τεχνική της λεκτικής και φραστικής συσσώρευσης χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για την απεικόνιση ιδεατών εναλλακτικών συμπάντων με αμύθητο πλούτο και γαστριμαργική αφθονία. Ο Αριστοφάνης μετήλθε συχνά τη σκηνική υλοποίηση γλωσσικών μεταφορών και παροιμιωδών εκφράσεων, για να καταδείξει την υπερρεαλιστική φύση των κατασκευασμένων κόσμων της μυθοπλασίας. Κατεξοχήν τα λογοπαίγνια, ιδίως τα βασισμένα σε ομωνυμία, ομοηχία και αμφισημία ή πολυσημία των λέξεων, προσφέρουν το έναυσμα για την ίδια τη γένεση του φανταστικού κόσμου, καθώς και τον σκελετό για τη διαμόρφωση πολλών επιμέρους πλευρών του, από τη θεσμική και διοικητική οργάνωση ώς τη δημογραφία και την πολιτική ζωή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Όρνιθες του Αριστοφάνη, όπου το παιχνίδι με δύο σχεδόν ομόηχες λέξεις (πόλοςπόλις) συνιστά το θεμέλιο για την ίδρυση της νέας πολιτείας των πουλιών στον ουρανό. Άλλα λογοπαίγνια με σημασιολογικές και ηχητικές συνάφειες χρησιμεύουν για τον σχεδιασμό περαιτέρω πτυχών του κράτους της Νεφελοκοκκυγίας, όπως το χτίσιμο του εναέριου τείχους της και η επιλογή και πολιτογράφηση των επήλυδων κατοίκων της. Ήπια εκτεταμένη και συστηματική χρήση τέτοιων δημιουργικών λογοπαιγνίων εντοπίζεται στην κωμωδία Ιχθύες του Άρχιππου, το κύκνειο άσμα του αθηναϊκού παραμυθοδράματος στο τέλος του πέμπτου αιώνα. Στο έργο αυτό τα λεκτικά παιχνίδια με τα ονόματα των διαφόρων ψαριών γίνονται κυρίαρχο μοτίβο της πλοκής και παρέχουν τον βασικό κώδικα τόσο για τη διοικητική και πολιτική οργάνωση του κράτους των ιχθύων όσο και για τις εξωτερικές του σχέσεις με τις πολιτείες των ανθρώπων. Καθώς γίνεται φανερό από όλα αυτά τα παραδείγματα, η κατασκευή του δευτερογενούς φανταστικού κόσμου, στο πλαίσιο ενός ποιητικού δράματος, είναι προπάντων γλωσσικός άθλος και κατόρθωμα του ποιητικού λόγου.

ΠΕΜΠΤΗ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022

13.00 - 14.00

Αμφιθέατρο Βιβλιοθήκης, Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών

Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου