Το ρέμα στη Λογοτεχνία

Ένας αντρειωμένος Ποταμός μια μέρα

στη χαριτωμένη Καλαμιά μιλάει:

«Όποτε κι αν στρίψω, σε θωρώ εδώ πέρα

στο δικό μου πλάι.

Κι όταν ζευγαρώνω σ’ αγκαλιά γαλάζια

τ’ άστρ’ από κει πάνω, τ’ άνθη από δω χάμου,

γέρνεις κι αγναντεύεις με καημούς και νάζια

τ’ αγκαλιάσματά μου.

Κι όταν οργισμένος χύνομαι στο δρόμο

Και χαλάω, συντρίβω κόσμο σαν το Χάρο,

Καρτερείς αθώα, στέκεις δίχως τρόμο

να σε συνεπάρω.

Αλλά κι αν σε τρώει τ’ αγριομανητό μου,

Πάντα στο πλευρό μου ζεις αναστημένη·

Από με τι ελπίζεις; Πάντα στο πλευρό μου

Μνήμα σε προσμένει!»

Κι αποκρίθη εκείνη γέρνοντας επάνω

Στα πρασινισμένα πόδια του θλιμμένα:

«Δεν μπορώ να ζήσω, μήτε να πεθάνω

μακριά από σένα!»

(Ποιητική Ανθολογία, Λίνου Πολίτη)

[Image0466.jpg]

2)Το Καλάμι κι η Ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμι.

Η ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά που

κρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνια,

έγερναν από το βάρος του καρπού.

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα, με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού.

Η ελιά καυχιόταν ολοένα:

-Τι είσαι συ μπροστά μου; έλεγε στο καλάμι

Εγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο, δυνατό, ευλογημένο. Οι άνθρωποι με λατρεύουν

γιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου, τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονται,

τους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα. Είμαι μεγάλη, ψηλή, γερή

και συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σ' όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου.

Το καημένο το καλάμι που ήταν από φυσικού του ντροπαλό, τα' άκουγε όλα αυτά και δεν έλεγε τίποτα κι ούτε και θύμωνε γιατί αυτό δεν είχε να καυχηθεί για τίποτα.

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος,

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο τέλος την ξερίζωσε.

Το καλάμι, με το πρώτο φύσημα του ανέμου, έγειρε, λυγερό όπως ήτανε,

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από πάνω του χωρίς να το πειράξει.

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος έπαψε να φυσάει,

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό, όπως και πριν.

Βλέπετε, το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη ν' αντισταθεί, ενώ η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την υπερηφάνειά της.

Γνωστό παραμύθι

3) Ζωής Βαλάση,Η πικροδάφνη

Εκεί που είναι σήμερα ο Μυστράς, ζούσε τον παλιό καιρό μια βασιλοπούλα πολύ όμορφη.

Δυο βασιλόπουλα την αγάπησαν και την ζήτησαν γυναίκα. Μην μπορώντας να διαλέξει ανάμεσα τους, η βασιλοπούλα είπε πως θα παντρευόταν όποιον απ' τους δυο τελείωνε πρώτος τη δουλειά που θα του όριζε.

Στον έναν, λοιπόν, είπε να χτίσει το κάστρο, και στον άλλον, να φέρει το νερό.

Ήρθαν όμως έτσι τα πράματα που και τα δυο βασιλόπουλα τέλειωσαν καθένα τη δουλειά

του την ίδια μέρα και την ίδια ώρα!Το νερό έτρεξε μέσα στο κάστρο, τη στιγμή ακριβώς

που οι μαστόροι τέλειωναν το χτίσιμο!

Τότε,τα δυο βασιλόπουλα αποφάσισαν να χτυπηθούν την άλλη μέρα, και όποιος νικήσει τον άλλον, εκείνος να πάρει την κόρη.

Σαν έμαθε η βασιλόπουλα την απόφαση τους και βλέποντας ότι μπορούν να σκοτωθούν εξαιτίας της, πήρε κι ήπιε φαρμάκι.

Προτού ξεψυχήσει, κοίταξε μια πικροδάφνη που φύτρωνε κει πλάι της, κι είπε:

-Πάρ'εσύ στα λουλούδια σου την ομορφιά μου και στη ρίζα σου την πίκρα της καρδιάς μου...

Από τότε, η πικροδάφνη κάνει όμορφα ροδόκκινα λουλούδια σαν τα μάγουλα της κόρης, μα η ρίζα της εχει χυμό ίδιο φαρμάκι.

ΤΟ ΤΕΣΣΕΡΟΦΥΛΛΟ,ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΜΒΑ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

4)Γ.ΣΕΦΕΡΗ,ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΣ

Έτρεμε τόσο που το πήρε ο άνεμος

έτρεμε τόσο πώς να μην το πάρει ο άνεμος

πέρα μακριά

μια θάλασσα

πέρα μακριά

ένα νησί στον ήλιο

και τα χέρια σφίγγοντας τα κουπιά

πεθαίνοντας την ώρα που φάνηκε το λιμάνι

και τα μάτια κλειστά

σε θαλασσινές ανεμώνες.

Έτρεμε τόσο πολύ

το ζήτησα τόσο πολύ

στη στέρνα με τους ευκάλυπτους

την άνοιξη και το φθινόπωρο

σ'όλα τα δάση γυμνά

θεέ μου το ζήτησα

ΤΑ ΔΑΣΙΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑ

Κάτω στὰ δασιὰ τὰ πλατάνια,

στὶς κρυόβρυσες, Διαμαντούλα μ᾿

στὶς κρυόβρυσες

κάθονταν δυὸ παλικάρια

καὶ μία λυγερή, Διαμαντούλα μ᾿

καὶ μία λυγερὴ

τί ᾿σαι τέτοια λυγερή, Διαμαντούλα μ᾿

τέτοια λυγερὴ

μήνα ἴσκιος σὲ πατάει, Διαμαντούλα μ᾿

μήνα φάντασμα

οὔτε ἴσκιος μὲ πατάει, Διαμαντούλα μ᾿

οὔτε φάντασμα

μὲ πατεῖ ἕνα παλικάρι δεκαοχτὼ χρονῶν

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα

Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα.

ΤΗΣ ΡΗΝΟΥΛΑΣ,Δημοτικό τραγούδι

Κάτω στο ρέ-, Ρήνα, Ρηνούλα μου

κάτω στο ρέμα το βαθύ

πλέν’ η Ρήνού-, Ρήνα, Ρηνούλα μου

πλένει η Ρηνούλα μοναχή.

Δεξιά μεριά, Ρήνα, Ρηνούλα μου

δεξιά μεριά η πλύστρα της

κι αριστερά, Ρήνα, Ρηνούλα μου

κι αριστερά η χωρίστρα της.

Στην κεντημέ-, Ρήνα, Ρηνούλα μου

στην κεντημένη της ποδιά

τσιομπάνος με, Ρήνα, Ρηνούλα μου

τσιομπάνος με τα πρόβατα.

Δε σε θαρρούσα ποταμέ,Δημοτικό Τραγούδι

Δε σε θαρρούσα ποταμέ

Νερό να κατεβάσεις

Και τώρα πώς κατέβασες

Μια θυλωσιά μεγάλη

Φέρνεις δέντρα μωρέ φέρνεις κλαδιά

Ωρέ φέρνεις δέντρα μωρέ φέρνεις κλαδιά

Μηλιά ξεριζωμένη

Και στην κορφή από τη μηλιά(2)

Δυο αδέρφια αγκαλιασμένα

Κι ένας τον άλλον έλεγε

Κι ένας τον άλλον λέει

Τσακώσ' καλά αδερφάκι μου(2)

Να μη μας πάρ' το ρέμα

Το λόγο δεν ε μωρέν απόσωσαν(2)

Ωρέ και το ποτάμ' τους πήρε

Κι η μάνα τους μωρέ θλίβονταν.

Ιτιά

Τραγούδι σε ρυθμό εξάσημο (τσάμικο)

Το ποιητικό κείμενο:

Ιτιά, ιτιά λουλουδιασμένη, συ μου 'χεις την καρδιά καμμένη.

Ιτιά, ιτιά που 'σαι στο ρέμα, σ' αγαπώ, δεν είναι ψέμα.

Ιτιά, ιτιά που 'σαι στον κάμπο, σ' αγαπώ μα τι να κάνω.

Ιτιά ιτιά με τα λουλούδια, για σένα γράψανε τραγούδια.

Ιτιά μου σε παρακαλώ, σκύψε να κόψω τον ανθό.

Στη Ρούμελη και στο Μωριά, όλοι χορεύουν την ιτιά.

ΠΗΓΗ: www.gardiki.net

Απόψε στο περβόλι μου το μαγικό

θα σε τραβήξω αγαπημένη,

κάτω απ’ τη γέρική μου Ιτιά,

κι εκεί σιγά σιγά,

στην αγκαλιά μου ακουμπισμένη,

όσο η Σελήνη θ’ ανεβαίνει

Μυρτιώτισα

Κατου στο ρέμα στις ιτιές,Δημοτικό τραγούδι

Κάτου στο ρέμα στις ιτιές

πλένουν δυό τρεις μελαχρινές

και παρακάτου στο βαθύ

πλένει η Ελένη μοναχή

και στα χρυσά της τα μαλλιά

λαλούν αηδόνια και πουλιά

και παρακάτ’ στα γόνατα

βόσκουν αρνιά και πρόβατα.

Τα σφύραγε, τα μάζευε

και στο μαντρί τους τα 'βαζε,

μα κείνα επρογγίξανε

κι απ' το μαντρί πηδήξανε.

Για έβγα Ρινιώ μου για να δεις

και να 'ρθεις πίσω να μου πεις

το τι προγκάν τα πρόβατα

τώρα τα ξημερώματα;

Μπήκαν οι κλεφτές στο μαντρί

και κλέψανε το λάγιο αρνί.

Γ.ΣΕΦΕΡΗ,ΑΦΗΓΗΣΗ

.......................................................

Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος και ήσυχος

μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα

σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ' το τρένο

ξυπνώντας άσκημα κάποια συννεφιασμένη αυγή.

............................................................

Λιβελούλα

Στίχοι: Νίκος Μπάκας

Μουσική: Νίκος Μπάκας & Ορφέας Περίδης

Πρώτη εκτέλεση: Ορφέας Περίδης

Λιβε- λιβελούλα, τρέξε μια στιγμούλα

τρέξε μια στιγμούλα λίγο να σε δω

διάδρομο δε βρίσκω, ψάχνω μα δε βρίσκω

ψάχνω μα δε βρίσκω ν' απογειωθώ.( χ2 )

Βράδυ και αυγή μου,δε μου πάει η ψυχή μου

να σε παγιδεύω,

το μυαλό μου θόλωσ' είμαι άδειος όλος

και σου το χορεύω.( χ2 )

Αθω- αθωώνω τον γλυκό μου πόνο

τον γλυκό μου πόνο, μόνο όταν σε δω,

σβήνεται το φως μου γύρω μου κι εντός μου

γύρω μου κι εντός μου, δες με, θα χαθώ.( χ2 )

Βράδυ και αυγή μου,δε μου πάει η ψυχή μου

να σε παγιδεύω,

το μυαλό μου θόλωσ' είμαι άδειος όλος

και σου το χορεύω.( χ3 )

Αντώνης Σαμαράκης: Το ποτάμι (διήγημα)

Από τη συλλογή διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).

Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.

Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.

Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι.

Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.

Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.

Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.

Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.

Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.

Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!

Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.

Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε

πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.

Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.

Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...

- Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του

κείνη τη νύχτα.

Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.

Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η δια

ταγή της Μεραρχίας!

Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (...)

Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει...

Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.

Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.

Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.

Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.

Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...

Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.

Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.

Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.

Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.

Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.

Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.

Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.

Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.

Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος

τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Στην ποταμιά σωπαίνει το κανόνι

Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παππάς

Άλλες ερμηνείες: Καίτη Χωματά || Αλκίνοος Ιωαννίδης & Μανώλης Λιδάκης ( Ντουέτο )

Στην ποταμιά

σωπαίνει το κανόνι

στην ερημιά

φτεροκοπάει ένα αηδόνι

Πετούν τα παλιομάχαιρα με χαρές και πάνε

πετούν τα παλιομάχαιρα,

οι γειτονιές αχολογάνε

Γελά ο Θεός

στο φως τ' αποσπερίτη

χαμογελά

στο δρόμο για το σπίτι

Ένα πουλί στην ποταμιά

Γιάννη Σπανού,Λευτέρη Παπαδόπουλου

Εκτελεστής: ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ

(Μέρες αγάπης)

Ένα πουλί στην ποταμιά

δεν φτεροκοπάει δεν τραγουδάει

Κουρνιάζει σε μια καλαμιά

κι όλο τις φτερούγες του μαδάει

Μόνο σαν πέφτει δειλινό

πάνω απ' τους φαντάρους φτερουγίζει

ʼχ το πουλάκι τ' ορφανό

σάμπως να ' ναι άνθρωπος δακρύζει

ʼχ το πουλί που δεν λαλεί

είναι η μάνα του η πικραμένη

που μέρα νύχτα στο σκαλί

το μικρό μου αδέρφι περιμένει

Μάνα δεν έχει γυρισμό

το 'βαλεν ο Χάροντας σημάδι

Μην πλύνεις του πουκάμισο

μη του στρώσεις για να 'ρθει το βράδυ

Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ, Το μοιρολόι της όμορφης

Ποιος σε είδε, νεραιδόκορμη, να πλένης στο ποτάμι

Και δεν του κόπηκε η μιλιά, δε χάθηκε το φώς του;

Ξέζωστη και ξετράχηλη και ξεμαντιλωμένη

Με το κορμί κλωνόγερτο, με τα μαλλιά λυμένα

Του ποταμιού ασπρολίθαρα τα πόδια σου αστράφτουν

Και στο νερό ν’ αφροκτυπούν τα χέρια νεροπούλια:

Ποιος σε είδε νεραιδόκορμη, να πλένεις στο ποτάμι

Με τις αγράμπελες σκεπή, τις ροδοδάφνες φράχτη

Και δεν του κόπηκε η μιλιά, δε χάθηκε το φώς του;

Εγώ σε είδα και σώπασα, να μην κοπή η μιλιά μου,

Και σφάλησα τα μάτια μου να μην χαθή το φώς μου

Κι ουδέ ποτέ σου τό μαθες, κι’ουδέ ποτέ σου τό ειπα….

Τώρα, που δεν τ’ακούς εσύ, το λέω στο μοιρολόϊ.