Το βίντεο είναι έργο του Αχιλλέα Στεφάνογλου και της Κυριακής Οικονομίδου
-----------------------------------------------------------------
ΣΤΟ ΡΕΜΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗΣ
Όταν ήμουν μικρός πήγαινα συχνά εκεί μαζί με τους φίλους μου. Εκεί στο ρέμα περνούσαμε πάντα πολύ ωραία, παίζαμε τους πειρατές, παίζαμε πόλεμο μεταξύ μας με αεροβόλα και άλλα πολλά. Την Καθαρά Δευτέρα πηγαίναμε και πετούσαμε χαρταετό με τους γονείς μου.
Μια μέρα,Παρασκευή απ’ ότι θυμάμαι, αποφασίσαμε με τρεις φίλους μου να πάμε να εξερευνήσουμε όλο το ρέμα μέχρι το τέλος του. Έτσι συναντηθήκαμε την επόμενη που ήταν Σάββατο. Ξεκινήσαμε γύρω στις 10 το πρωί , είχαμε πάρει μαζί μας λίγο φαί από το σπίτι και τα αεροβόλα μας για παν ενδεχόμενο. Ξεκινήσαμε λοιπόν αλλά δεν είχαμε διανύσει 20 μέτρα όταν ακούσαμε κάτι αδέσποτα λυσσασμένα σκυλιά. Τρέξαμε να τους ξεφύγουμε σαν τρελοί. Όταν επιτέλους μπορέσαμε να τους πάρουμε λίγα μέτρα αρχίσαμε να τα σημαδεύουμε με τα αεροβόλα. Αυτά ευτυχώς φύγανε τρέχοντας.
Συνεχίσαμε με τα πολλά την πορεία μας μέσα στα βάτα και τα τρεχούμενα νερά μέχρι που μεσημέριασε και όλοι μας πεινούσαμε υπερβολικά. Ένα από τα παιδιά που ήταν πιο μπροστά από εμάς βρήκε μια παλιά εγκαταλελειμμένη καλύβα και μας είπε ότι μπορούσαμε να κάτσουμε εκεί και να ξεκουραστούμε. Μπήκαμε όλοι μέσα και κάτσαμε στο παλιό μισοδιαλυμένο τραπέζι.
Ήταν πολύ μικρή καλύβα και γεμάτη βρωμιά, σκόνη και ιστούς από αράχνες. Μας είχε ψιλοπάρει ο ύπνος όταν ακούσαμε φωνές και βήματα. Όλοι τρομάξαμε πολύ αλλά μείναμε ψύχραιμοι . Αποφασίσαμε να κρυφτούμε σε ένα μικρό χώρο της καλύβας που έμοιαζε με αποθήκη. Όταν τα δύο άτομα μπήκαν μέσα, κοιτούσαν γύρω λίγο περίεργα. Ακούμπησαν κάτι στο τραπέζι και δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβουμε ότι ήταν κλέφτες. Όλοι πανικοβληθήκαμε και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε κρυμμένοι μέχρι να κοιμηθούν.
Ήμασταν κρυμμένοι πάνω από δύο ώρες. Όταν κοιμήθηκαν βγήκαμε γατοπατώντας έξω και τρέξαμε σαν τρελοί. Αυτοί ξύπνησαν αμέσως από το θόρυβο και μόλις μας κατάλαβαν μας πήραν στο κυνήγι. Εμείς μη έχοντας που να κρυφτούμε – ήταν κιόλας 8 ή 9 το βράδυ και δε βλέπαμε ούτε τη μύτη μας- τους ακούγαμε που πλησιάζανε συνεχώς. Ένας από τους φίλους γλίστρησε και τον άκουσαν οι κλέφτες. Εμείς τους βαράγαμε με τα αεροβόλα μας για να τον αφήσουν ήσυχο αλλά για κακή του τύχη τον πήραν μαζί τους και έφυγαν.Ήμασταν τρομοκρατημένοι μην ξέροντας τι να κάνουμε γι’ αυτό. Ένας από τους φίλους μου πρότεινε να πάρουμε την αστυνομία. Εγώ όμως είπα να πάμε σπίτι και να ψάξουμε για αυτούς και τον φίλο μου την επόμενη μέρα. Έτσι κι έγινε.
Πήγαμε όλοι μαζί αποφασισμένοι και έτοιμοι να σώσουμε το φίλο μας. Κατευθυνθήκαμε στην καλύβα που πρωτοσυναντήσαμε τους κλέφτες. Ψάξαμε παντού αλλά δεν βρήκαμε τίποτα, ούτε τον φίλο μας ούτε και κανένα στοιχείο που θα μας οδηγούσε σε αυτόν. Ξαφνικά βρήκαμε ένα σημείωμα που έλεγε : ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΤΟ ΦΙΛΟ ΣΑΣ ΠΙΣΩ ΝΑ ΜΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΤΕ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ. ΝΑ ΚΡΑΤΑΤΕ ΚΑΙ 10000 ΕΥΡΩ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΑ. ΕΛΑΤΕ ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ. Το διάβασα τρομοκρατημένος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήδη τα πράγματα είχαν μπλεχτεί άσχημα.
Οι γονείς των φίλων μου ήταν τρομοκρατημένοι και ειδικά η οικογένεια του φίλου μου που έπεσε θύμα απαγωγής. Οι γονείς φοβισμένοι έλεγαν να μην πάμε και καλύτερα να το αναλάβει η αστυνομία. Κάθισα και σκέφτηκα ότι έπρεπε να πάω μόνος, εξάλλου εγώ έμπλεξα, εγώ έπρεπε να ξεμπλέξω. Αποφάσισα να πάω βράδυ, κατά τις 8.30. Είχα πει στον πατέρα μου να ειδοποιήσει την αστυνομία να είναι στην καλύβα κατά τις 9.10. Είχα δηλαδή 40 λεπτά για να ελευθερώσω το φίλο μου από αυτούς τους αχρείους και είχα μαζί μου τα χρήματα.
Είχα ήδη φτάσει στην καλύβα όταν είδα έναν από τους απαγωγείς να μου κάνει νόημα να σταματήσω. Ξαφνικά βλέπω το φίλο μου φιμωμένο και τρομοκρατημένο να με κοιτάει με μάτια όλο αγωνία και ανησυχία. Γέμισα την ψυχή μου με κουράγιο και «Σας έφερα τα λεφτά σας. Τώρα θέλω πίσω τον φίλο μου.» Η ώρα είχε πάει ήδη 9.05. Μου απάντησαν όλο κακία: «Θέλουμε πρώτα να τα μετρήσουμε!». Τότε εγώ σκέφτηκα ότι έπρεπε να τους καθυστερήσω πάση θυσία. Πήγα προς την καλύβα τους και μπήκα μέσα. Είδα το φίλο μου με δεμένα τα χέρια και με μαντήλι στο στόμα. Τότε μου λέει ο ένας: « Τα λεφτά τώρα αλλιώς ξέχνα τον.» και έβαλε ένα στιλέτο στο λαιμό του φίλου μου. Εγώ αποφάσισα να το ρισκάρω. Γράπωσα το φίλο μου από τον αγκώνα, πέταξα πάνω τους τη σακούλα με τα λεφτά και άρχισα να τρέχω μαζί με το φίλο μου. Εκείνος όμως με πρόφτασε και με έριξε κάτω. Τότε είδα να βγάζει το στιλέτο και να ετοιμάζεται να με μαχαιρώσει. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα όταν ξαφνικά άκουσα σειρήνες της αστυνομίας και μια σφαίρα έπεσε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που εγώ είχα ακόμα κλειστά τα μάτια.
Όταν τα άνοιξα είδα έναν αστυνόμο και τον πατέρα μου να με κοιτάνε και να μου λένε: «Στέλιο, είσαι καλά; Χτύπησες;» Τους είπα ότι ήμουν καλά και ξαφνικά θυμήθηκα το φίλο μου. «Τι απόγινε; Είναι καλά;». Μου απάντησαν ότι είναι καλά και ότι τον πάνε σπίτι. «Οι ληστές;» ρώτησα. «Ο ένας είναι νεκρός και ο άλλος πάει στη φυλακή», μου είπαν. Οι αστυνομικοί με ευχαρίστησαν για την καλή μου πράξη και μου είπαν να προσέχω. Ο πατέρας μου ανακουφισμένος μετά από όλα αυτά με ρώτησε: «Τα λεφτά τι έγιναν;». Εγώ του είπα: «Η σακούλα δεν είχε λεφτά αλλά ήταν γεμάτη με χαρτιά χωρίς καμία αξία!».
Γελάσαμε και οι δύο. Ήταν μια απίστευτη περιπέτεια με αίσιο τέλος!
Στέλιος Ζωνουδάκης
-----------------------------------------------------------------
Η δεντροφύτευση της ζωής μου
Η καθηγήτρια της θεατρολογίας ήταν η αφορμή για να κάνω την πρώτη μου δεντροφύτευση στην τάξη της Α’ Λυκείου. Είναι μια καθηγήτρια που οι φιλολογικές και θεατρικές της γνώσεις, οι πολλές ανησυχίες της και η οικολογική της συνείδηση την έκαναν να μας δώσει την ιδέα της δεντροφύτευσης.
Ήταν ένα Σάββατο πρωί όταν εγώ και καμιά δεκαριά συμμαθητές και συμμαθήτριές μου από όλες τις τάξεις του λυκείου από εκεί που θα γυρνάγαμε στα γήπεδα και στα πάρκα χωρίς να κάνουμε τίποτα ιδιαίτερο, συναντηθήκαμε στο πίσω προαύλιο του σχολείου γεμάτοι όρεξη και χαρά για δουλειά.
Προμηθευτήκαμε τα δέντρα και τα λουλούδια από το γειτονικό φυτώριο μαζί με όλα τα απαραίτητα και αρχίσαμε να τα φυτεύουμε ένα ένα. Μας πήρε τρεις ολόκληρες ώρες ώσπου όλοι εξουθενωμένοι, λερωμένοι και γρατζουνισμένοι λες και δεχτήκαμε επίθεση από γάτες τελειώσαμε και θαυμάζαμε την προσπάθειά μας.
Έχουν περάσει καμιά εικοσαριά χρόνια από τότε κι εγώ μαζί με το μικρό μου γιο στεκόμαστε μπροστά από το παλιό μου λύκειο κι εγώ του διηγούμαι τα μαθητικά μου κατορθώματα. Καθώς μιλούσαμε, το μάτι μου σταμάτησε σε κάτι γερασμένα και κουρασμένα δέντρα. Αμέσως εκείνη τη στιγμή, διάφορες αναμνήσεις εκείνου του Σαββάτου πέρασαν σαν φωτογραφίες από μπροστά μου. Ξεκινήσαμε να φύγουμε με το γιο μου όταν πρόσεξα μια ηλικιωμένη κυρία με κατεβασμένο κεφάλι να κάθεται σε ένα παγκάκι ,να κρατάει ένα μπουκαλάκι νερό και να είναι βυθισμένη σε σκέψεις…Έμεινα ακίνητος και την κοίταξα. Εκείνη τότε σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε, μετά στράφηκε σε εκείνα τα δέντρα και τα κοιτούσε με ένα βλέμμα όλο τρυφερότητα και παράπονο. Τότε εγώ την αναγνώρισα. Ήταν η καθηγήτρια της θεατρολογίας. Με βουρκωμένα μάτια απομακρύνθηκα, ήθελα τόσο πολύ να της μιλήσω αλλά δε μπορούσα να βγάλω κουβέντα, δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη.
Γυρνούσαμε πίσω στο σπίτι όταν ο γιος μου με ρώτησε: « Ποια ήταν εκείνη η κυρία που κοιτούσες τόσο επίμονα;». Τότε εγώ του απάντησα: «Αναμνήσεις, γιε μου, γλυκές αναμνήσεις…». Εύχομαι την επόμενη φορά που θα την ξαναδώ να κάθεται στην ίδια θέση κοντά σε αυτά τα δέντρα και ίσως τότε μπορέσουμε να κάνουμε μια γλυκιά, γεμάτη αναμνήσεις, συζήτηση.
Όσο για μένα, είμαι 45 χρονών τώρα που σας γράφω αυτά, ο γιος μου πάει πρώτη λυκείου και ακόμα θυμάμαι….
----------------------------------------------------
Παράλληλη συνεργασία της υπεύθυνης καθηγήτριας κ.
Νινιού Σοφίας με την ΣΤ΄Τάξη του 2ου Δημοτικό Σχολείο Περιστερίου με υπεύθυνο Δάσκαλο τον κ.Πατσή Αλέξανδρο
Τα παιδιά έγραψαν το δικό τους παραμύθι με αφορμή το παραμύθι-ποίημα του Κωστή Παλαμά "Η καλαμιά". Η φιλόλογος Νινιού Σοφία τα βοήθησε να προσεγγίσουν ερμηνευτικά το εν λόγω ποίημα και τα εμψύχωσε να γράψουν το δικό τους παραμύθι καθώς και να το εικονογραφήσουν.
1.
(ΟΜΑΔΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ)
Η καλαμιά
Ποιος από εσάς νομίζει πως μόνο οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα, πως μόνο αυτοί είναι ικανοί να χαρούν, να απολαύσουν, να παραπονεθούν, να πονέσουν; Ακούστε λοιπόν την παρακάτω ιστορία και θα καταλάβετε πόσο λάθος κάνετε.
Μια φορά κι έναν καιρό, ίσως και σήμερα, στις όχθες ενός αντρειωμένου, μοναχικού και εντυπωσιακού ποταμού ζούσε μια ψηλή, λεπτοκαμωμένη και όμορφη καλαμιά. Η αγάπη της για τον ποταμό ήταν μεγάλη μα δεν τολμούσε να την εκφράσει με λόγια. Οι κουβέντες τους ήταν λιγοστές και απλά φιλικές.
-Καλημέρα Καλαμιά, φώναζε ο Ποταμός με τη βροντερή του φωνή καθώς περνούσε χωρίς καν να σταματήσει.
-Καλημέρα Ποταμέ καλό ταξίδι, αποκρινόταν εκείνη. Εγώ θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω για πάντα, συμπλήρωνε χαμηλόφωνα για να μην την ακούσει. Κάθε μέρα ίδιες λέξεις, κάθε μέρα ίδιες φράσεις. Τίποτα παραπάνω.
Μία μέρα ο Ποταμός σταμάτησε στα πόδια της και τη ρώτησε:
-Θα μπορούσες να μου απαντήσεις σε κάτι;
Τότε η Καλαμιά πήρε θάρρος κι αποφάσισε να του μιλήσει.
-Ό,τι θέλεις… ό,τι κι αν θέλεις θα σου πω, αποκρίθηκε πρασινίζοντας.
-Πώς τόσα χρόνια στέκεις δίπλα μου, στα καλά και στ’ άγριά μου; Πώς καταφέρνεις να στέκεις δίπλα μου και να υπάρχεις δίχως τρόμο και κακία; Τι ελπίζεις και τι περιμένεις από μένα; Όταν φτάσω στην αγκαλιά της
γαλάζιας θάλασσας με αγναντεύεις. Μα κι όταν στα σύννεφα ψηλά ανεβαίνω ή σαν βροχούλα ψιλή στα άνθη πέφτω, πάλι με νάζι και θλίψη με θωρείς! Όταν αγριεύω και χύνω τα νερά μου ορμητικά δημιουργώντας πολλές καταστροφές, φέρνοντας τον φόβο και τον τρόμο στους ανθρώπους, εσύ στέκεσαι πλάι μου σαν μια όμορφη λαμπερή ηλιαχτίδα. Αν και πολλές φορές τα αγριεμένα μου νερά πέφτουν απάνω σου και σε κάνουν να πονάς, εσύ πάντα δίπλα είσαι!
Και τότε η καλαμιά του απαντά με μια ωραία, γλυκιά φωνή:
-Είναι που τη θάλασσα ζηλεύω που σ’ έχει αγκαλιά της, τα σύννεφα που ενώνονται μαζί σου και τ’ άνθη που πίνουν τη δροσιά σου. Ίσως να μπορούσες να με συνεπάρεις στο μακρύ σου ταξίδι, να ταξιδεύω πλάι σου ζωντανή ή πεθαμένη. Τι να κάνω μια ζωή ριζωμένη σ’ ένα μέρος δίχως αυτόν που η καρδιά μου λαχταρά; Δεν μπορώ να ζήσω, μήτε να πεθάνω μακριά από σένα κι έτσι θα μείνω για πάντα εδώ, μέχρι ο Θεός να με λυπηθεί και να τελειώσει το μαρτύριό μου με οποιονδήποτε τρόπο.
-Ω Θεέ, φώναξε ο Ποταμός, που να ’ξερα πόση αγάπη έχει για μένα η Καλαμιά; Τι να κάνω για να βοηθήσω αυτήν κι εμένα μαζί;
Εκείνη τη στιγμή ο Θεός που συχνά παρακολουθεί τη ζωή στη γη, αποφάσισε να επέμβει και μέσα από τα σύννεφα ακούστηκε η φωνή του:
-Συ Ποταμέ, απαρνήσου την ελευθερία σου κι αφιέρωσέ της τη ζωή σου, και συ Καλαμιά ταξίδευε για πάντα μαζί του σε καλά ή άσχημα ταξίδια, χειμώνα ή καλοκαίρι, με οποιοδήποτε καιρό χωρίς να παραπονεθείς ποτέ γι’ αυτό.
-Σύμφωνοι, είπαν κι δυο με μια φωνή.
Τότε ο Θεός μεταμόρφωσε την καλαμιά σε νεράιδα του ποταμού.
Όπως κάθε παραμύθι έχει ωραίο τέλος, έτσι και η δικιά μας ιστορία τελείωσε με ζευγάρι τον Ποταμό και την Καλαμιά που ζουν μέχρι και σήμερα ευτυχισμένοι και αγαπημένοι με τα παιδιά τους τις Νύμφες των Νερών, μέσα σε κάθε ρυάκι, ποτάμι, μικρή ή μεγάλη λίμνη.
Αλεξόπουλος Θοδωρής
Βέβη Φωτούλα
Γκοτζιάς Βασίλης
Καρακώστα Καλλιόπη
Πανουτσοπούλου Αναστασία
2.
Η καλαμιά
Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε ένας μοναχικός Ποταμός. Το μόνο που έκανε ήταν να κυλά πάνω κάτω, άλλοτε γοργά κι άλλοτε αργά. Ο καιρός του πέρναγε χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Ξαφνικά άρχισε να νιώθει κάτι το διαφορετικό για την Καλαμιά που στεκόταν πλάι του εδώ και χρόνια. Από κει και πέρα η ζωή του άλλαξε.
Έτσι το επόμενο πρωινό πήρε το θάρρος και άρχισε να της μιλά.
« Όπου κι αν πάω κι αν σταθώ εσένα σκέφτομαι όμορφη και ψηλή, Καλαμιά μου. Το ξέρεις ότι από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα ένιωσα ένα φτερούγισμα στην καρδιά μου. Ακόμα κι όταν χύνομαι στη θάλασσα εσύ με αναζητάς να γυρίσω πάλι κοντά σου. Όταν αγριεύω και πετάω τα νερά μου ορμητικά δημιουργώντας πολλές καταστροφές, φέρνοντας τον φόβο και τον τρόμο στους ανθρώπους, εσύ στέκεσαι πλάι μου, σαν μια όμορφη λαμπερή ηλιαχτίδα. Αν και πολλές φορές τα αγριεμένα νερά πέφτουν απάνω σου και σε κάνουν να πονάς, εσύ πάντα δίπλα είσαι. Τι περιμένεις από εμένα; Θα ήθελα πολύ να ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ για μένα.»
Και τότε η Καλαμιά του απαντά με μια ωραία γλυκιά φωνή:
« Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω χωρίς εσένα. Τα συναισθήματα που νιώθω για σένα αμοιβαία.»
Από ’δω και πέρα οι ήρωες της ιστορίας μας έμειναν για πάντα , μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος, αγαπημένοι και ευτυχισμένοι.
Βασίλης Γκοτζιάς
3.
Η καλαμιά
Ποιος από εσάς νομίζει πως μόνο οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα, πως μόνο αυτοί είναι ικανοί να χαρούν, να απολαύσουν, να παραπονεθούν, να πονέσουν; Ακούστε λοιπόν την παρακάτω ιστορία και θα καταλάβετε πόσο λάθος κάνετε.
Στα αρχαία χρόνια των Ολύμπιων Θεών, στις όχθες ενός μεγάλου και αντρειωμένου ποταμού, ζούσε μια όμορφη λεπτοκαμωμένη καλαμιά. Η αγάπη της για τον ποταμό ήταν μεγάλη μα δεν τολμούσε ποτέ να την εκφράσει με λόγια. Οι κουβέντες τους ήταν λιγοστές και απλά φιλικές.
-Καλημέρα Καλαμιά, φώναζε ο Ποταμός με τη βροντερή του φωνή καθώς περνούσε χωρίς καν να σταματήσει.
-Καλημέρα Ποταμέ! καλό ταξίδι!, αποκρινόταν εκείνη. Εγώ θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω για πάντα, συμπλήρωνε χαμηλόφωνα για να μην την ακούσει.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες, οι μήνες, οι εποχές άλλαζαν και η θλιμμένη καλαμιά ήταν πάντα εκεί. Ώσπου μια μέρα ο ποταμός σταμάτησε στα πόδια της και τη ρώτησε:
-Θα μπορούσες να μου απαντήσεις σε κάτι;
-Ό,τι θέλεις…ό,τι κι αν θέλεις θα σου πω, αποκρίθηκε πρασινίζοντας.
-Όποτε περάσω από ’δω στέκεις πλάι μου, όταν φτάσω στην αγκαλιά της γαλάζιας θάλασσας με αγναντεύεις. Μα κι όταν στα σύννεφα ψηλά ανεβαίνω ή σαν βροχούλα ψιλή στα άνθη πέφτω, πάλι με νάζι και θλίψη με θωρείς!
-Είναι που τη θάλασσα ζηλεύω που σ’ έχει αγκαλιά της. Τα σύννεφα που ενώνονται μαζί σου και τ’ άνθη που πίνουν τη δροσιά σου, απάντησε εκείνη μη ξέροντας ούτε η ίδια που βρήκε τόσο θάρρος.
-Μα κι όταν είμαι οργισμένος και σαν το χάρο συντρίβω κόσμο, χαλάω και καταστρέφω, όταν το μόνο που σε τρώει είναι το αγριομουγκρητό μου και τίποτα άλλο, τι περιμένεις από μένα;
-Ίσως να μπορούσες να με συνεπάρεις στο μακρύ σου ταξίδι, να ταξιδεύω πλάι σου ζωντανή ή πεθαμένη. Τι να κάνω μια ζωή ριζωμένη σ’ ένα μέρος χωρίς αυτόν που η καρδιά μου λαχταρά; Δεν μπορώ να ζήσω ούτε να πεθάνω χωρίς εσένα κι έτσι θα μείνω για πάντα εδώ, μέχρι οι Θεοί να με λυπηθούν και να τελειώσουν το μαρτύριο μου με οποιονδήποτε τρόπο.
-Ω Θεοί, φώναξε ο Ποταμός, που να ’ξερα πόση αγάπη έχει για μένα η Καλαμιά; Τι να κάνω για να βοηθήσω αυτήν κι εμένα μαζί της;
Εκείνη τη στιγμή ο Δίας που συχνά παρακολουθούσε τη ζωή στη γη, αποφάσισε να επέμβει και μέσα από τα σύννεφα ακούστηκε η «ολύμπια» φωνή του:
-Συ Ποταμέ, απαρνήσου την ελευθερία σου κι αφιέρωσέ της τη ζωή σου, και συ Καλαμιά ταξίδευε για πάντα μαζί του σε καλά ή άσχημα ταξίδια, χειμώνα ή καλοκαίρι, με οποιοδήποτε καιρό χωρίς να παραπονεθείς ποτέ γι’ αυτό.
-Σύμφωνοι, είπαν κι οι δυο με μια φωνή.
Τότε ο Δίας στέλνοντας ένα κεραυνό μεταμόρφωσε την καλαμιά σε Νεράιδα του Ποταμού και την υποχρέωσε να ταξιδεύει για πάντα μαζί του. Έτσι λοιπόν η καλαμιά, μια ολόλευκη νεράιδα τώρα πια, πετάει ευτυχισμένη μαζί με τον ποταμό σε όλα του τα ταξίδια. Ενώ τα παιδιά τους οι Νύμφες των Νερών ζουν σε κάθε ρυάκι, ποτάμι, μικρή ή μεγάλη λίμνη.
Φωτούλα Βέβη
3.
Η καλαμιά
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μία καλαμιά πολλή άτυχη όπως έλεγε. Πήγαινε συνέχεια να την παρηγορήσουν.
Να πως αρχίζει η ιστορία ... Ήρθε άνοιξη όπως κάθε χρόνο. Κάθε τέτοιο μήνα οι καλαμιές είχαν ,όπως κάθε πλάσμα βρει ταίρι. Όλες οι αδερφές της είχαν βρει εκτός αυτήν. Η καλαμιά που ήταν και η μικρότερη της οικογένειας τα σκεφτόταν αυτά και έκλαιγε.
- Μην κλαις την παρηγορούσαν οι αδερφές της.
- Θα βρεις κι εσύ. Θυμήσου πως γνώρισα εγώ τον θάμνο. Και πραγματικά ήταν τόσο τυχαίο…
Αυτά της έδιναν δύναμη. Οι αδερφές της μια μέρα το αποφάσισαν θα της έβρισκαν εκείνες ταίρι . Πώς; Πού; Ποιον;
Άρχισαν από το δάσος. Εδώ πρέπει να τονίσουμε πως η καλαμιά ήταν πολλή όμορφη. Μόλις την έβλεπαν όλοι έφευγαν. Εντάξει είπαμε ήταν μικρή ακόμα όλα μπορούσαν να διορθωθούν. Ήξερε όμως ότι ήταν δύσκολο . Έτσι τα συναισθήματα της ήταν μόνο θλίψη, μελαγχολία, θυμός.
Η πρώτη μέρα ήταν αποτυχία. Όποιος άκουγε ότι η κοπέλα ή μάλλον η καλαμιά ήταν η Ρίτα, έφευγε.
Μια μέρα οι αδερφές της γεμάτες χαρά και ενθουσιασμό έτρεξαν να την βρουν. κάποιος είχε έρθει. Η καλαμιά τον συνάντησε. Μετά είπε όχι.
-Τι θες να πεις ; Ρώτησαν ομόφωνα, οι μεγάλες αδερφές της.
-Έχει δίκιο, είπε η αμέσως μικρότερη.
-Ένας από τους καλύτερους. Είπε το δίπλα δέντρο που τους άκουσε.
- Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Ξέρετε για εμένα δεν μετράει η εμφάνιση. Μα παρόλο... που ήταν κουτσός ,χωρίς μαλλιά και δόντια θα τον έπαιρνα... αν ένιωθα σίγουρη.
Και πραγματικά ήταν ερωτευμένη με τον ποταμό.
Τον έβλεπε οργισμένο να χύνεται στους δρόμους . Να είναι σε άλλη αγκαλιά.
Εκείνος μια μέρα την ρώτησε
- Γιατί στέκεσαι και με κοιτάζεις;
- Επειδή με πειράζει που είσαι σε άλλη αγκαλιά.
Από τότε τα συναισθήματα του έχουν αλλάξει. Τότε η καλαμιά μεγάλωσε και ομόρφυνε.
Και όπως κάθε παραμύθι έχει ωραίο τέλος ... έτσι και η δικιά μας ιστορία τελειώνει με ζευγάρι τον ποταμό και την καλαμιά.
Αναστασία Πανουτσοπούλου
4.
Η καλαμιά
Μια φορά κι έναν καιρό, αλλά μπορεί και σήμερα, ήταν ένας μεγάλος αντρειωμένος ποταμός . Κάθε μέρα φάνταζε τέλειος και καθαρός κάτω από τις δυνατές ηλιαχτίδες του ήλιου . Καμάρωνε γιατί στο πλάι του υπήρχαν φρέσκια και ανθισμένα φυτά που η μυρωδιά τους μεθούσε όποιον περνούσε από εκεί . Ένιωθε κατακτητής κι ατρόμητος και γινόταν σκληρός με όποιον τα έβαζε μαζί του . Όταν θύμωνε φούσκωνε με μανία τα νερά του που στο πέρασμά τους δεν άφηναν τίποτα όρθιο . Μπορούσε να καταστρέψει με μιας οτιδήποτε όμορφο υπήρχε εκεί κοντά . Κανείς δεν τον συμπαθούσε και το ήξερε αλλά και κανείς δεν του έφερνε αντίρρηση σε τίποτα γιατί τον φοβόντουσαν . Αυτός το είχε καταλάβει και το εκμεταλλευόταν . Γινόταν πάντα το δικό του .
Μοναδική , μόνιμη συντροφιά του, εδώ και χρόνια ήταν μια καλαμιά που έστεκε δίπλα του πολύ διακριτικά . Παρακολουθούσε πάντα αμίλητη τις καλές αλλά και τις κακές του στιγμές . Τις περισσότερες φορές έδειχνε με το βλέμμα της ότι τον νοιαζόταν . Κάποιος λέει ότι αυτός που αγαπάει και ενδιαφέρεται για κάποιον έχει ανεκτικότητα και υπομονή . Τόσα χρόνια η καλαμιά δεν παραπονέθηκε ποτέ παρόλο που καμιά φορά τα κύματα του ποταμού έπεφταν και τη χτυπούσαν αλύπητα με όλη τους τη δύναμη . Το χαμηλό και το διακριτικό βλέμμα της καλαμιάς έκαναν τον ποταμό να στρέψει το ενδιαφέρον του επάνω της που μέχρι τώρα δεν το είχε κάνει επειδή δεν τον ένοιαζε για κανέναν .
Μετά από πολλά χρόνια μπόρεσε να του τραβήξει το ενδιαφέρον . Τουλάχιστον έστω και για λίγο μπόρεσε να τον κάνει να ασχοληθεί μαζί της . Το έβλεπε στο βλέμμα του μια από αυτές τις μέρες ήταν απολύτως σίγουρη ότι θα της μιλούσε. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει . Ποτέ τόσα χρόνια δίπλα του δεν του είχε μιλήσει . Το πρωινό αυτό θα της μείνει αξέχαστο. Ο ποταμός άρχισε να τη ρωτάει αργά μεν αλλά δείχνοντάς της δε ότι αυτός είναι ο κυρίαρχος της κουβέντας .
-Πως τόσα χρόνια στέκεις δίπλα μου στα καλά μου αλλά και στα άγριά μου ; Πως καταφέρνεις να στέκεις δίπλα μου και να υπάρχεις δίχως τρόμο και κακία ; Τι ελπίζεις και τι περιμένεις από εμένα ;
Μόλις τελείωσε την ερώτησή του σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε .Η καρδιά της δεν άντεχε , αργά και σταθερά του απάντησε:
-Δεν μπορώ να ζήσω αλλά ούτε να πεθάνω μακριά από εσένα . Ο ποταμός ξαφνιάστηκε τόσο πολύ . Ποτέ δεν πίστευε ότι κάποιος αισθανόταν κάτι γι’ αυτόν . Τότε κατάλαβε ότι τόσα χρόνια είχε κάποιον δίπλα του που ενδιαφερόταν γι’ αυτόν . Η καλαμιά του μιλούσε με μεγάλη ειλικρίνεια . Κατάλαβε πόσο λάθος είχε κάνει με την αδιαφορία του προς αυτήν
Από εκείνο το πρωινό ο ποταμός και η καλαμιά έχουν ο ένας τον άλλον . Ζούσαν ο ένας για τον άλλο . Κυρίως ο ποταμός που τα μάτια της ψυχής του ήταν η καλαμιά και μόνο η καλαμιά.
Καλλιόπη Καρακώστα
5.
Ο ποταμός και η καλαμιά
Κάποτε ζούσαν δύο εχθρικές οικογένειες σ’ ένα όμορφο χωριό. Η καθεμιά τους είχε ένα παιδί. Το ένα ήταν αγόρι και το άλλο κορίτσι. Χωρίς να το ξέρουν οι γονείς τα παιδιά γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Ανακοίνωσαν στους γονείς τους ότι ήθελαν να παντρευτούν. Εκείνοι δεν το δέχτηκαν επειδή είχαν μίσος μεταξύ τους από παλιά και τους καταράστηκαν, αν συνεχίσουν να είναι μαζί να μεταμορφωθούν σε ποταμό και καλαμιά. Τα παιδιά συνέχισαν να είναι μαζί κι έτσι ήρθε μια μέρα που οι γονείς δεν έβρισκαν πουθενά τα παιδιά τους και κατάλαβαν ότι είχε πραγματοποιηθεί η κατάρα τους.
Δεν έμαθαν ποτέ όμως ότι κάθε βράδυ τα παιδιά ξαναγίνονταν άνθρωποι κι έλεγαν όμορφα λόγια ο ένας στον άλλο.
Ο ποταμός έλεγε στην καλαμιά με απορία:
« Όποτε κι αν στρίψω σε βλέπω εδώ στο πλάι μου. Ακόμη κι όταν είμαι οργισμένος και παρασύρω τα πάντα στο δρόμο μου και κινδυνεύεις εξαιτίας μου. Γιατί το κάνεις αυτό τι περιμένεις πια από μένα;»
Κι καλαμιά του απαντούσε κάθε φορά με τα ίδια λόγια:
« Δεν μπορώ να ζήσω, μήτε να πεθάνω μακριά από σένα.»
Θοδωρής Αλεξόπουλος