Το γένος των βατράχων ανήκει στην τάξη των ανούρων, που υπάγεται στα αμφίβια. Τα πιο συνηθισμένα είδη βατράχου στην Ελλάδα είναι ο βάτραχος ο πράσινος και ο βάτραχος ο κοινός.
Οι βάτραχοι εύκολα γίνονται πειραματόζωα των εργαστηρίων, γιατί και η διατροφή τους είναι εύκολη αλλά και το σώμα τους, αν και διαφέρει από το σώμα του ανθρώπου, παρουσιάζει βασικά την ίδια κατασκευή και ίδιες φυσιολογικές λειτουργίες. Έτσι τα συμπεράσματα από τις έρευνες στους βατράχους μπορούν να επεκταθούν και στο ανθρώπινο σώμα.
Οι βάτραχοι ζουν κοντά ή μέσα στα νερά των ποταμών και των λιμνών. Τα πίσω πόδια του βατράχου είναι μεγαλύτερα και πιο αναπτυγμένα και ανάμεσα στα δάχτυλα έχουν μεμβράνη. Έτσι ο βάτραχος μπορεί να κολυμπάει πολύ καλά, όταν βρίσκεται στο νερό και να μετακινείται με πηδήματα, όταν είναι στην ξηρά. Οι βάτραχοι κοάζουν, όταν είναι σε περίοδο αναπαραγωγής, αλλά και σ' όλες τις εποχές του χρόνου, κυρίως το βράδυ, όταν η ατμόσφαιρα είναι υγρή.
Το σώμα του βατράχου μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: στο κεφάλι και τον κορμό. Το κεφάλι έχει σχήμα τριγωνικό και μπροστά υπάρχει μια σχισμή που φτάνει μέχρι τ' αυτιά και είναι το στόμα. Τα μάτια του βατράχου, αντίθετα από του ανθρώπου, έχουν αναπτυγμένο το κάτω βλέφαρο. Το χρώμα του σώματος των βατράχων είναι από ανοιχτό μέχρι και σκούρο καστανό και στην κοιλιά κιτρινωπό. Ο βάτραχος όμως, όπως και ο χαμαιλέοντας, μπορεί να αλλάζει χρώμα και να προσαρμόζεται καλύτερα στο περιβάλλον του και έτσι αποφεύγει τους εχθρούς του.
Σπουδαιότεροι εχθροί του βατράχου είναι τα φίδια, οι πελαργοί, οι γερανοί και άλλα πουλιά. Εχθρός του βατράχου είναι και ο άνθρωπος, γιατί σε μερικά μέρη της Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία) τα πόδια του βατράχου θεωρούνται εκλεκτός μεζές.
Η αναπαραγωγή των βατράχων γίνεται κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Οι βάτραχοι τρέφονται κυρίως με σκουλήκια και έντομα, που τα πιάνουν με τη βοήθεια της γλώσσας τους.
Δαλματικός βάτραχος (Rana dalmatica)
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως ζωικό είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος του οποίου η διατήρηση επιβάλει τον καθορισμό ειδικών ζωνών διατήρησης), από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος πανίδας υπό αυστηρή προστασία και είδος πανίδας υπό προστασία) και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευτέο είδος).
Είναι είδος βατράχου που ζει σε ρυάκια μέσα ή γύρω από τα δάση. Προτιμά στάσιμα νερά ή σε νερά βραδείας ροής που διαθέτουν βλάστηση (καλάμια, υδρόβια φυτά, κ.λ.π.).
Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Είναι μικρός σε μέγεθος βάτραχος. Το χρώμα του είναι ανοιχτό κίτρινο. Έχει ανοιχτοπράσινες ραβδώσεις στην πλάτη τα πόδια και την κοιλιά. Τα πίσω πόδια είναι μεγάλα και ισχυρά και καταλήγουν όπως και τα μπροστινά σε αιχμηρά δάκτυλα. Η πλάτη είναι λεία (χωρίς εμφανή φύματα) όμως έχει δύο γραμμοειδή εξογκώματα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΑΥΛΟΣ ΖΟΥΛΑΚΗΣ
Σαύρα
Οι σαύρες είναι ζώα της ομοταξίας ερπετά (sauropsida). Τα περισσότερα είδη έχουν 4 πόδια και κινούμενα βλέφαρα (σε αυτά τα σημεία διαφέρουν από τα φίδια, ενώ το σχήμα του σώματός τους μοιάζει με αυτά). Τα είδη τους ποικίλλουν στο μήκος τους από λίγα εκατοστόμετρα (μερικά γκέκο της Καραϊβικής) μέχρι σχεδόν τρία μέτρα (Δράκος του Κομόδου).
Ορισμένα είδη σαύρας δεν διαθέτουν εμφανή πόδια, παρότι υπάρχουν ίχνη τους στον σκελετό τους, αλλά ξεχωρίζουν από τα αληθινά φίδια από την ύπαρξη των βλεφάρων και των εξωτερικών ανοιγμάτων για τα αυτιά. Οι ουρές αυτών και άλλων σαυρών εξάλλου αποσπώνται από το σώμα όταν παγιδευθούν, ως μέσο άμυνας, και μετά αναπτύσσονται και πάλι, κάτι που δεν μπορεί να το κάνει κανένα φίδι. Παρότι φαίνονται γλοιώδεις, το δέρμα τους είναι στην πραγματικότητα πολύ ξηρό, αφού δεν φέρει πόρους που να βγάζουν ιδρώτα ή λιπαντικά υγρά. Μάλιστα οι περισσότερες σαύρες αποφεύγουν το νερό και δεν πρέπει να συγχέονται με τις σαλαμάνδρες, που είναιαμφίβια και όχι ερπετά. Ωστόσο, όλες οι σαύρες είναι ικανές να κολυμβήσουν, αν χρειασθεί, και πολύ λίγα είδη, όπως ο βάρανος του Νείλου, είναι υδροχαρή.
Πολλές σαύρες μπορούν να αλλάξουν χρώμα ώστε να μοιάζουν με το περιβάλλον τους ή σε περιπτώσεις άγχους. Το πιο συνηθισμένο τέτοιο παράδειγμα (και παροιμιώδες για αυτό) είναι ο χαμαιλέοντας.
Οι σαύρες τρέφονται με έντομα ή τρωκτικά. Λίγα είδη τους είναι παμφάγα ή φυτοφάγα. Γνωστό φυτοφάγο είδος είναι η ιγκουάνα, που είναι ανίκανη να χωνέψει ζωικές πρωτεΐνες. Μέχρι πολύ πρόσφατα, πιστευόταν ότι μόνο δύο από τα εκατοντάδες είδη σαύρας ήτανδηλητηριώδη: η Μεξικανική σαύρα και η συγγενής της Σαύρα του Τζίλα (Gila monster), αμφότερες ιθαγενείς του βόρειου Μεξικού και των νοτιοδυτικών ΗΠΑ, και μόνο. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο τηςΠενσυλβάνια απέδειξαν ότι στην πραγματικότητα αρκετές σαύρες της οικογένειας ιγουανίδες και της οικογένειας βαρανίδες έχουν αδένεςπου παράγουν δηλητήριο. Συνήθως αυτές δεν είναι επικίνδυνες για τον άνθρωπο, καθώς το δηλητήριό τους εισάγεται στη στοματική τους κοιλάτητα αργά με τη μάσηση, και δεν εγχέεται από τα μπροστινά δόντια ως ένεση, όπως συμβαίνει με τα φίδια. Εννέα τοξίνεςανακαλύφθηκαν, που μέχρι τότε πιστευόταν ότι υπάρχουν μόνο στα φίδια, καθώς και χημικές ενώσεις που βρέθηκαν για πρώτη φορά σε ζώα.
Τα περισσότερα άλλα είδη σαύρας είναι τελείως αβλαβή για τον άνθρωπο. Μόνο τα πολύ μεγαλύτερα μπορούν να τον σκοτώσουν, όπως (Δράκος του Κομόδου, που είναι γνωστό ότι επιτίθεται σε ανθρώπους (έχει φάει κυρίως βρέφη ή νήπια) και στα κατοικίδια ζώα τους. Οι κυρίως δηλητηριώδεις (σαύρα του Τζίλα, σαύρα του Μεξικού) δεν έχουν αρκετά ισχυρό δηλητήριο ώστε να σκοτώσουν άνθρωπο, αλλά με τα ισχυρά σαγόνια τους μπορεί να ανοίξουν μεγάλες πληγές με τη δαγκωματιά τους. Συνολικά, οι σαύρες είναι περισσότερο ωφέλιμες παρά επιβλαβείς για τον άνθρωπο: είναι σημαντικοί θηρευτές βλαβερών ειδών (εντόμων και τρωκτικών), ορισμένα είδη τους τρώγονται από τον άνθρωπο (π.χ. ιγκουάνα στην Κεντρική Αμερική), και πρόσφατα έγιναν δημοφιλείς και ως κατοικίδια ζώα συντροφιάς.
Οι περισσότερες σαύρες είναι ωοτόκες (ο κανόνας για τα ερπετά), αλλά λίγα είδη είναι ζωοτόκα.
Χελώνα
Ερπετό που ανήκει στην οικογένεια των χελωνίων. Διακρίνονται οι χελώνες σε τρία είδη ανάλογα με τον τρόπο και τον τόπο ζωής τους. Έχουμε τις Χερσαίες, τις αμφίβιες και τις θαλάσσιες.
Χερσαίες χελώνες. Σήμερα υπάρχουν μόνο 50 είδη από αυτές. Ζουν αποκλειστικά στην ξηρά. Τρέφονται με φυτά και είναι από τα πιο αβλαβή ζώα.
Ζουν περισσότερο στα εύκρατα κλίματα και σ' όλες τις ζεστές χώρες εκτός από την Αυστραλία και την Πολυνησία. Οι χερσαίες χελώνες έχουν το θώρακά τους αρκετά θολωτό, ώστε να μπορούν να μαζεύουν όταν χρειάζεται μέσα σ' αυτόν τα πόδια και την ουρά τους. Ζουν από 70 έως 125 χρόνια, καμιά φορά και περισσότερο. Τα πιο γνωστά είδη είναι: η χελώνα η μαυριτανική, η χελώνα η χέρμαννη και η χελώνα η ελληνική.
Οι χερσαίες χελώνες γονιμοποιούνται το καλοκαίρι και γεννούν τα αυγά τους πολλές βδομάδες μετά. Γεννούν από 2 ως 12 αβγά, που τα παραχώνουν κάπου για ασφάλεια και τα αφήνουν μετά στην τύχη τους.
Έχουν πολύ νόστιμο κρέας και τρώγονται σε πολλά μέρη του κόσμου.
Αμφίβιες: Ζουν κυρίως στις όχθες ποταμών και τελμάτων και μπαίνουν στο νερό μόνο για να πλυθούν και να βρουν την τροφή. Οι ερπετολόγοι τις ξεχωρίζουν σε κρυπτόδειρα και πλευρόδειρα. Ο θώρακάς τους, όπως και των θαλάσσιων, είναι πεπιεσμένος και τα δάχτυλά τους είναι ενωμένα για να μπορούν να κολυμπούν.
Η σάρκα τους είναι πολύ εύγευστη και θεωρούνται από τις πιο εκλεκτές τροφές.
Ανισόπτερα οδοντόγναθα έντομα της οικογένειας των λιβελουλιδών, γνωστά με το κοινό όνομα σαλταμπίγκοι και αετομάχοι. Σπουδαιότερο είδος είναι η λιβελούλα η πεπιεσμένη, η τετρακηλιδωτή, η σκοτική, η αιματόχρωμη κ.ά. Τρέφονται με έντομα που τα συλλαμβάνουν πετώντας. Τα πίσω φτερά των λιβελουλιδών είναι μεγαλύτερα, τα μάτια τους μεγάλα και οι ψυχές κάθονται με ανοιχτά φτερά. Η εποχή των ερώτων διαρκεί από την άνοιξη μέχρι το θέρος. Γεννούν τα αβγά τους πάνω στα υδρόβια φυτά ή μέσα στο νερό. Οι προνύμφες που βγαίνουν είναι υδρόβιες και αναπνέουν με τραχειακά βράγχια, που είναι μια σειρά από ελασματοειδή αναπνευστικά όργανα μέσα σε μια κοιλότητα, η οποία βρίσκεται στο εδρικό άκρο του πεπτικού σωλήνα. Στην προνυμφική κατάσταση παραμένουν ένα - δύο χρόνια.
Οι λιβελούλες περιλαμβάνουν 1.000 περίπου είδη εντόμων. Στο κεφάλι τους έχουν δύο κοντές και λεπτές κεραίες, δύο μεγάλα σύνθετα μάτια και τρία οφθαλμίδια. Τα στοματικά τους όργανα είναι μασητικού τύπου, τα φτερά επιμήκη, πλούσια σε δικτυωτές νευρώσεις, διαφανή, άχρωμα ή με βούλες και μεταλλική ανταύγεια. Η κοιλιά είναι μακριά, λεπτή και ζωηρόχρωμη. Το όνομα λιβελούλα προέρχεται από το λατινικό libellus, που σημαίνει βιβλιάριο, φυλλάδιο και αποτελεί υπαινιγμό για το σχήμα των φτερών του εντόμου.΄
ΟΙ ΛΙΒΕΛΟΥΛΕΣ ζευγαρώνουν στον αέρα, ενώ πετούν και ο ερωτικός χορός τους είναι άκρως εντυπωσιακός και αξιοπαρατήρητος.
Αμέσως μετά, το θηλυκό έντομο αποθέτει τα αυγά του πάνω σε φύλλα που επιπλέουν σε υδάτινες επιφάνειες, ή πάνω σε υδρόβια φυτά. Ορισμένα είδη λιβελούλας, δεν αποθέτουν καν τα αυγά τους, αλλά τα αφήνουν να πέσουν, καθώς πετάνε πάνω από την επιφάνεια του νερού.
Τα αρσενικά έντομα είναι εκείνα που επιλέγουν το χώρο και έχουν τον απόλυτο έλεγχό του, προστατεύοντάς τον και από την εισβολή άλλων αρσενικών. Τα αρσενικά ζευγαρώνουν με πολλά θηλυκά στη διάρκεια της Άνοιξης και μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού.
ΤΑ ΑΥΓΑ που αποθέτει το θηλυκό στην επιφάνεια του νερού, εκκολάπτονται συνήθως σε πέντε (5) εβδομάδες.
Από τα αυγά θα εμφανιστούν οι νύμφες της λιβελούλας, που λέγονται λάρβες. Οι λάρβες αυτές είναι παμφάγες, αλλά και πολύ σκληρές και ανθεκτικές, ώστε να καταφέρνουν μόνες τους να επιβιώνουν.
Όσο ζουν στο νερό, βρίσκονται κατά κανόνα στο βυθό και για να κινηθούν εκτοξεύουν νερό από το έντερό τους με δύναμη προς τα πίσω (σαν τουρμπίνα) και μπορούν έτσι να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα, ώστε να αποφύγουν κάποιο διώκτη τους ή και να κυνηγήσουν οι ίδιες την τροφή τους.
Οι λάρβες της λιβελούλας τρέφονται συνήθως με άλλους υδρόβιους οργανισμούς, μικρά ψάρια γόνο, μικρούς γυρίνους ή ακόμη και άλλες …λάρβες!
Στους εχθρούς που θα την πλησιάσουν προβάλλει σθεναρή αντίσταση, ακόμη και αν ο εχθρός της είναι στην πραγματικότητα πιο ισχυρός από αυτή. Η τρίαινα που έχει στην ουρά της η λάρβα προκαλεί φόβο και τρέπει σε φυγή τον κυνηγό της. Η λάρβα ξέρει καλά να οχυρώνεται στο βυθό και να χρησιμοποιεί τα όπλα της στο έπακρο.
Η ΖΩΗ μιας λάρβας μέσα στο νερό, πριν μεταμορφωθεί για να γίνει έντομο, διαρκεί από 2-3 μήνες μέχρι 2-3 χρόνια, ανάλογα με το είδος της λιβελούλας. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν συνολικά πάνω από 3.700 είδη λιβελούλας σε ολόκληρο τον κόσμο και από αυτά, 100 είδη ζουν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Για τα περισσότερα είδη λιβελούλας αυτό το διάστημα της ζωής τους μέσα στο νερό (όσο είναι λάρβα δηλαδή) είναι και το μεγαλύτερο. Όταν πια έρθει η ώρα να μεταμορφωθούν σε έντομα, ο κύκλος της ζωής τους πλησιάζει στο τέλος του.
Μετά από την περίοδο της ζωής τους στο βυθό, οι λάρβες ανεβαίνουν στην επιφάνεια και εκεί, σε κάποιο κλαράκι συντελείται η οριστική τους μεταμόρφωση σε τέλειο έντομο.
Το κέλυφος της λάρβας σκάει και από μέσα βγαίνει το έντομο, που διαθέτει πλέον φτερά και είναι ζήτημα λίγης μόνο ώρας να μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει και να πετάξει.
ΤΑ ΦΤΕΡΑ του εντόμου που μόλις έχει βγει από το κέλυφος μιας λάρβας είναι ζαρωμένα και αδύναμα. Πολύ σύντομα όμως αποκτούν όλες τους τις λειτουργίες.
Μια από τις ιδιαιτερότητες αυτού του εντόμου έχει να κάνει με τα φτερά. Τα πιο πολλά είδη αυτού του εντόμου έχουν διπλά ζευγάρια φτερά, που το ανάπτυγμά τους ποικίλει σε μέγεθος. Τα πιο μικρά έχουν άνοιγμα 25mm, ενώ άλλα αγγίζουν τα 14cm. Ωστόσο, σε απολίθωμα λιβελούλας που έζησε πριν από εκατομμύρια χρόνια, το άνοιγμα των φτερών της έφτανε τα 70 cm.
ΜΙΑ από τις ιδιαιτερότητες που σχετίζεται με τα φτερά της λιβελούλας είναι ότι μπορεί να τα κινεί ανεξάρτητα ή και αντίστροφα το ένα από το άλλο, γεγονός που εξασφαλίζει στο έντομο τη δυνατότητα να αιωρείται, αλλά και να πετάει ανάποδα (να κινείται δηλαδή προς τα πίσω, ενώ πετάει).
Και οι δυο αυτές ιδιαιτερότητες, φαντάζομαι ότι δεν θα είχαν περάσει απαρατήρητες από τους Μινωίτες. Άλλωστε, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά την παράσταση του δακτυλιδιού από τις Αρχάνες θα δούμε ότι τα έντομα που εικονίζονται μάλλον μοιάζουν να αιωρούνται.
Τα φτερά της λιβελούλας είναι και αθόρυβα, σε αντίθεση με άλλα έντομα, που ο ήχος από το πέταγμά τους, τα προδίδει. Η συχνότητα με την οποία κινούν τα φτερά τους αυτά τα έντομα είναι τέτοια, που το αυτί του ανθρώπου δεν μπορεί να συλλάβει τον ήχο τους.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ της λιβελούλας είναι πολύ εντυπωσιακά και κάνουν αυτό το έντομο να ξεχωρίζει. Ο τεχνίτης των προϊστορικών χρόνων δίνει έμφαση, αποδίδοντας αυτό το στοιχείο στην ανατομία του εντόμου, που το κάνει επίσης αξιοπρόσεκτο. Η όρασή της λιβελούλας είναι οξύτατη και μπορεί να δει το θήραμά της από απόσταση 40 μέτρων.
Εκτός των άλλων, αυτό το έντομο έχει ένα ευρύ πεδίο όψεως, σχεδόν σφαιρικό.
ΟΙ ΛΙΒΕΛΟΥΛΕΣ τρέφονται με άλλα έντομα. Συχνά όμως τα θηλυκά εμφανίζουν κανιβαλικές τάσεις και καταβροχθίζουν άλλες λιβελούλες, ακόμη και από το ίδιο είδος.
Από τη στιγμή που θα αποκτήσει τη μορφή του τέλειου έντομου, ο κύκλος της ζωής μιας λιβελούλας αρχίζει να κλείνει. Με τη μορφή του εντόμου ζει μόλις λίγες εβδομάδες, το πολύ 7 με 8. Ορισμένα είδη λιβελούλας δεν ζουν πάνω από 14 μέρες, αφότου γίνουν έντομα.
Ο χρόνος αυτός των δεκατεσσάρων ημερών ή έστω των λίγων εβδομάδων, είναι ο χρόνος της αναπαραγωγής. Μετά επέρχεται ο θάνατος.
ΠΗΓΗ: www.topeiros.gr
www.livepedia.gr
el.wikipedia.org/wiki
zervonikolakis.lastros.net/livelula.html - 28k -
www.digital-camera.gr/index.php?option=photos&action