ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑΝ ΕΠΟΧΗ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΕΣΜΕΛΗΣ
Ο «Πατριάρχης των Καπεταναίων»
Για όσους δεν τον ξέρουν-εάν υπάρχουν τέτοιοι στην πιάτσα- ο τίλος, που εδώ και 30 χρόνια περίπου χρόνια τον συνοδεύει, τα λέει όλα! Για όσους τον ξέρουν, και που δεν είναι άλλοι από αυτούς που του έδωσαν αυτή την προσωνυμία, το «Πατριάρχης» λέει λίγα…
Μέσα του υπήρχε πάντα αυτό που κάπουε είχε γράψει στο βιβλίο του «Νιάτα», ο Τζότζεφ Κόνραντ: «…ο ισχυρός δεσμός της θάλασσας και η επαγγελματική αλληλεγγύη, που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα πάθος, όσο δυνατό κι αν είναι…ούτε ακόμα και με το πάθος των διασκεδάσεων, γιατί όλ’ αυτά δεν είναι παρά απολαύσεις της ζωής, ενώ ο ισχυρός δεσμός της θάλασσας… είναι η ίδια η ζωή!»
Κάπως έτσι, ο Καπετάν Ανδρέας έκανε τη θάλασσα ζωή του και η θάλασσα βρήκε στο πρόσωπό του έναν ακόμη ανιδιοτελή εραστή. Μια προσωπικότητα τόσο αληθινά ναυτική, που δεν λογάριασε στόρμια και καιρούς και που μέσα από βομβαρδισμούς και τυφώνες βγήκε νικητής, μη κάνοντας τη χάρη στο θάνατο.
Καπετάν -Ανδρέας Τσεσμελής-, Καπετάνιος…δίχως αρχή, δίχως οριοθετήσεις και σύνορα Καπετάνιος…
Με τον ορισμό της αφετηρίας του να ριζώνει κάπου στις απαρχές αυτού του αιώνα και την τοποθέτηση της δύσης της καριέρας του, στο βασίλεμα κοντά, αυτής της δεκαετίας, μιας και ακόμα συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του ενεργά, στα 84 χρόνια του, στα γραφεία της εταιρείας Σταύρου Νιάρχου.
Ένας κοινός γνωστός μας είχε πει κάποτε: «Αυτός, παιδί μου, αν δεν βλέπει το «Ν» στην τσιμινιέρα του βαποριού του, δεν αντέχει, δεν μπορεί…». Ίσως να είναι κι έτσι. Ίσως, όμως, το «Ν» γι’ αυτόν να αντιπροσωπεύει το αρχικό της λέξης «Νever» (Ποτέ). Τουλάχιστον αυτό πέρασε μέσα μου, μετά από τα τόσα και τόσα που είπαμε σε κείνο το τρίωρο. Ένα δικό του «Ποτέ», που σήμαινε πολλά. Ποτέ χωρίς τη θάλασσα… Ποτέ μακριά της… Ποτέ χωρίς αυτήν και τη μαγεία της…
Η ΔΟΥΛΕΙΆ ΜΟΥ ΜΕ «ΞΕΧΡΕΩΣΕ» ΗΘΙΚΑ
«Από μικρό παιδί, 7-8 χρονών, οπότε και θυμάμαι τον εαυτό μου, αρχίζει η δυνατή αυτή σχέση μου με τη θάλασσα. Έπαιρνα τότες ένα μικρό βαρκάκι μ’ ένα λατίνι, που είχα κάτω στο χωριό μου στη Λίμνη Ευβοίας, κι ανοιγόμουνα έξω…στη θάλασσα. Καθόμουνα ώρες ολόκληρες εκεί έξω. Αυτό ήταν για μένα το παιδικό μου «παιχνίδι». Αυτή ήταν η μεγαλύτερή μου χαρά να παίρνω το βαρκάκι μου και να αρμενίζω.
Μα κι αργότερα, στα 12 μου, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών, ναυτολογήθηκα ως «παις» στο Α/Π. ΜΑΝΑ, το οποίο ανήκε στον πατέρα μου, εμποροκαπετάνιος και αυτός, το Καπετάν Κώστα Τσεσμελή. Ήταν το 1925, όταν έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο για να εργαστώ στο ποστάλι αυτό» και μας το δείχνει γεμάτος προσοχή και ευλαβικότητα στις κινήσεις του.
Ένα φυλλάδιο πραγματικό κειμήλιο, που ακόμα και η φωτιά που ξέσπασε στο Μ/Τα ATLANTIC DUSHESS-όπως ο ίδιος μας περιέγραψε-του άφησε τα σημάδια της, χωρίς όμως να το καταστρέψει, «σεβόμενη» την ιστορία του.
«Δεν χρειάστηκε και πολύ για να το πάρω απόφαση, τι επάγγελμα θ’ ακολουθούσα. Ίσως, αν κρίνω από την αγάπη που είχα για τη θάλασσα από μικράκι, να μη χρειάστηκε καν να αποφασίσω. Κι έτσι το 1929, ξεκινάω τη ναυτική μου καριέρα, ως ναύτης στο Α/Π ΒΑΝΑ, ιδιοκτησίας, και πάλι, του στγχωρεμένου του πατέρα μου, στο οποίο έκατσα μέχρι τον παροπλισμό του-αφού κρίθηκε ως «υπερήλικο»- το 1931. Ακολούθησαν μετά 30 χρόνια θαλάσσιας ενεργού υπηρεσίας, με τα 20 από αυτά περασμένα με το βαθμό του πλοιάρχου. Και φθάσαμε σήμερα να παίρνουμε μια σύνταξη από το ΝΑΤ που επιεικώς χαρακτηρίζεται «ως πενιχρή».
Αλλά ας είναι… Η δουλειά που έκανα μου πρόσφερε ανεπανάληπτες στιγμές, που ηθικά «ξεχρεώθηκα». Ναι, πάντα μα πάντα αγαπούσα αυτή τη δουλειά και ήθελα ό,τι δουλειά και εάν έκανα, να έχει πάντα σχέση με τη θάλασσα. Γι’ αυτό και λέω σε όλους, πως αν όντως υπάρχει μετεμψύχωση, εγώ θα ήθελα γυρνώντας ξανά σ’ αυτόν τον κόσμο να ερχόμουνα πάλι πίσω ως ναυτικός…να ξαναγινόμουν…καπετάνιος!» και την τελευταία αυτή λέξη την τονίζει με μια γλυκύτητα, που απέρεε θαρρείς μέσα από τα βάθη της ψυχής του, με το βλέμμα του, στη μικρή αυτή παύση, να σκοτεινιάζει από τη θάλασσα των αναμνήσεων.
Μια «θάλασσα» απέραντη, στην οποία η καλύτερη, η δυνατότερη πένα δεν τολμάει να ρίξει το «σκαντάλιο» της, όχι φοβούμενη μήπως δεν πάρει «βόλισμα», αλλά σεβόμενη την αυθεντικότητα αυτών των αναμνήσεων, που μόνο από το στόμα ενός παλιού θαλασσοπόρου μπορούν να αποδοθούν στην εντέλεια.
Οι εποχές όμως έχουν αλλάξει, δυστυχώς, προς το κακό για τη ναυτιλία μας. Θα θέλαμε, λοιπόν, ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα, να γινόσασταν καπετάνιος;
«Βεβαίως! Σας είπα πως αγαπώ τη θάλασσα. Τα φαινόμενα των σημερινών καιρών με λειπίζουν. Δεν με σκιάζουν, με λυπίζουν. Και με στεναχωρεί, όταν μας βλέπω σήμερα να σβηνόμαστε ως έθνος από τον οαγκόσμιο ναυτικό χάρτη. Μείναμε λέει με 600-700 πλοία. Ποιοι; Εμείς! Που κάποτε φτάσαμε να αριθμούμε παραπάνω από 6.000 ελληνόκτητα πλοία με τα 5.000 από αυτά να ανήκουν σε ελληνικό νηολόγιο. Και γι’ αυτό τον ξεπεσμό δεν φταίνε μόνο οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Αυτές κάνανε κάποια πράγματα. Φταίνε και οι εφοπλιστές, οι οποίοι την σήμερον ημέρα είναι αδηφάγοι. Και κατά πώς το βλέπω εγώ το πράγμα, δεν πρόκειται να υπάρξει ανάκαμψη».
Στο σημείο αυτό κάνει μία μικρή παύση. Τα λόγια του και οι κινήσεις του προσώπου του αφήνουν να αναδυθεί μια σιγουριά στις ατμόσφαιρα, ως προς τις απόψεις του αυτές, για τις οποίες θα προτιμούσε να διαψευστεί. Και αυτό ήταν κάτι που πολύ εύκολα θα μπορούσε να το διακρίνει κανείς στο ύφος του.
«Δυστυχώς. Έτσι έχει η κατάσταση σήμερα. Ανάκαμψη…πολύ δύσκολα. Ανόρθωση ίσως, αλλά κι αυτή…τραβηγμένη από τα μαλλιά. Στο χώρο των πετρελαιοφόρων, εκείνα που θα επιζήσουν κατά τη γνώμη μου είναι τα μεγάλα, τα tankers. Και οι μεγάλες κομπανίες. Οι μικρές εταιρείες εν γένει…θα πάνε …»στον καιρό». Ακόμα, για να πω και την αλήθεια, εμένα προσωπικά τα tankers των 70-80.000 τόννων, τα λεγόμενα και handy-size, ήταν και ο τύπος βαποριού που αγάπησα, όπως επίσης από τα φορτηγά μου άρεσαν τα τύπου panamax”.
ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΝΟΦΑΣΚΙΑ ΤΟΥΣ
Από εκείνα τα όμορφα, τα καλά χρόνια-ας τα ονομάσουμε έτσι-τι είναι αυτό που έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη σας;
«…Τι να πρωτοξεχωρίσω. Θα έλεγα…την «ελληνικότητα» που χαρακτήριζε τότε τα βαπόρια. Γιατί τότες ήταν μέσα όλο Έλληνες. Βλέπετε, κάποτε μένανε οι ναυτικοί πολύ καιρό μέσα στα καράβια. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να σας πω, πως μένανε και χρόνια μέσα σε αυτά. Μετά, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από το τελευταίο τζοβενάκι μέχρι τον καπετάνιο ήσαν όλοι ναυτικοί, είχαν ναυτοσύνη μέσα τους… είχαν πολλές φορές-χωρίς να είναι σπουδαγμένοι-μια κάποια ναυτική παιδεία, αν μου επιτρέπετε να το πω έτσι, ένα ναυτικό πνεύμα που το ακολουθούσαν μέσα από την ημέρα που γεννήθηκαν, τολμώ να πω. Έπειτα, οι περισσότεροι προέρχονταν από ναυτικές οικογένειες, από φαμίλιες με μεγάλη ναυτική παράδοση πίσω τους ή προέρχονταν από νησιά και γενικά όλοι τους ανεξαιρέτως ήταν-να το πούμε έτσι-με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ναυτικοί από τα γεννοφάσκια τους, άνθρωποι που ήξεραν τη θάλασσα, φτωχοί μεν αλλά δουλευτάδες, που εκτιμούσαν το ψωμί που έβγαζαν στη θάλασσα.
Χαιρόσουνα να τους έχεις μαζί σου. Τους έβλεπες, μπαίνανε στην καμπίνα του καπετάνιου, για να πάρουνε το pay τους, για παράδειγμα, και βγάζανε το καπέλο τους, από σεβασμό προς το πρόσωπό του. Ενώ τώρα… έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Η τήρηση της παράδοσης αυτής που υπήρχε και ακολουθούνταν με ευλάβεια, χάθηκε, μας ξέφυγε και μαζί της μαράζωσε και το ναυτικό επάγγελμα.
Ήταν βέβαια και οι αλλαγές των καιρών που ενδυνάμωναν αυτήν την κατάσταση παρακμής. Δηλαδή μετά Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η ναυτιλία χρειαζόταν επειγόντως, και για πολλά χρόνια, εργατικά χέρια, έμπαιναν σ’ αυτήν όλοι οι άσχετοι και οι περιστασιακοί με αποτέλεσμα να πέφτουνε διαρκώς τα standards».
Και – για να περάσουμε έτσι, σ’ ένα πιο «γλυκό» θέμα- θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα λιμάνια εκείνων των εποχών, που αποτελούσαν και τη μοναδική διασκέδαση των ναυτικών, τα μέρη όπου ξεχνούσαν για λίγο τις δυσκολίες του επαγγέλματος;
«ΤΟ ΑΜΑΡΤΩΛΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ»
«Ναι, έχω πολλές και όμορφες αναμνήσεις… όπως όλοι μας άλλωστε. Εκείνα που ξεχωρίζω, όμως, είναι τα λιμάνια της Βραζιλίας και της Αργεντίνας. Το κάθε λιμάνι εκεί ήταν ένας μικρός παράδεισος! Εμείς οι ναυτικοί κάναμε και όνομα για την Ελλάδα, όχι μόνο εκεί αλλά όπου κι αν πηγαίναμε ανά τον κόσμο. Και αυτό γιατί είμαστε από τη φύση μας άνθρωποι ανοιχτοί, εύθυμοι, κεφάτοι, γαλαντόμοι και ζεστοί.
Μάλιστα, επάνω σ’ αυτό το θέμα γράφω και ένα βιβλίο, στα τελειώματα είμαι τώρα, το οποίο έχω ονομάσει «Το αμαρτωλό Παρελθόν». Ήταν τότε άλλες εποχές, όπως κι αν το δει κανείς. Παρ’ όλες τις κακομοιριές και τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε ο Έλληνας μέσα στα «κάτεργα», ήξερε να διασκεδάζει και έξω αλλά και μέσα σ’ αυτά- όποτε μπορούσε στην τελευταία περίπτωση».
Η καριέρα σας στη στεριά ως αρχικαπετάνιος, όταν πια αφήσατε τα βαπόρια, πότε και πώς ξεκίνησε;
«Σε γραφείο έξω στη στεριά εργάστηκα για πρώτη φορά το 1951, στην εταιρεία του Σταύρου του Λιβανού και συγκεκριμένα στα γραφεία του στο Λονδίνο. Όμως με το μισθό που έπαιρνα τότε, δεν «έβγαινα». Αρκεί να σκεφτείτε πως το 1/3 μου έφευγε στο νοίκι του σπιτιού που είχα τότε πιάσει μαζί με τη γυναίκα μου.
Ζήτησα λοιπόν αύξηση και εγώ, όμως ο κύριος Λιβανός δεν μου την έδωσε κι έτσι το Φθινόπωρο του 1952 αναγκάστηκα να αποχωρήσω. Φεύγοντας, θυμάμαι τον κύριο Λιβανό να μου λέει: «Ξέρω, θα πας στον μπάσταρδο τον γαμπρό μου… Μα να ξέρεις, αν καμιά φορά βουλιάξει η εταιρεία μου κι εσύ θα είσαι εκείνος που θα τη σώσει, δε θα σε ξαναπάρω!». Κι έτσι ήρθα στην εταιρεία του Σταύρου Νιάρχου στα γραφεία που είχε στο Λονδίνο, όπου αρχικά δούλεψα ως βοηθός Διευθυντή του Ναυτιλιακού Τμήματος, δίπλα στον συγχωρεμένο τον Λογοθέτη, παίρνοντας σχεδόν διπλάσιο μισθό απ’ ότι έπαιρνα πριν. Μέσα στα παραπάνω καθήκοντά μου, ήταν και οι επισκέψεις μου σε καράβια της εταιρείας κατά τη διάρκεια της φορτοεκφόρτωσής τους, καθώς και η παρουσία μου σε βαπόρια, είτε εν πλω, είτε εν όρμω, ώστε να μεριμνώ για τη γρήγορη επίλυσή τους. Ο τελευταίος μου αυτός ρόλος, μάλιστα, μου πρόσφερε μια μεγάλη ποικιλία εμπειριών, μοναδικών θα μπορούσα να πω»
Καπετάν Ανδρέα, θα θέλαμε να μας μιλήσετε για τη συνεργασία σας αυτή με τον Σταύρο Νιάρχο, του οποίου αποτελέσατε στενό συνεργάτη για 25 ολόκληρα χρόνια, καθώς και τις εντυπώσεις σας γι’ αυτόν τον σύγχρονο Έλληνα μεγιστάνα, που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή με τις δραστηριότητες του.
«Όπως σας είπα και ριν, όλα αυτά τα χρόνια ήταν χρόνια που κύλησαν εποικοδομητικά για μένα. Έζησα πάρα πολλά, μέσα στην εταιρεία του Νιάρχου.
Ο συγχωρεμένος ο Νιάρχος, τώρα, ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος με μεγάλη διορατικότητα. «Μυριζόταν» αμέσως τις δουλειές που μπορούσε να «χτυπήσει», όμως είχε και το χάρισμα να «μυρίζεται» και το προσωπικό που προσλάμβανε, για να δουλέψει γι΄αυτόν. Ήξερε να εκτιμάει τις ικανότητες των συνεργατών του. Αυτά κατά τη γνώμη μου ήταν τα μεγαλύτερα προσόντα του. Θα σας πω κι ένα περιστατικό που μου συνέβη, σχετικά με αυτό το τελευταίο.
Ήταν γύρω στα 1958, όταν ο Σταύρος Νιάρχος μου ανέθεσε να βρω έναν άνθρωπο ο οποίος θα δούλευε για την εταιρεία στον έλεγχο των υπηρεσιών των αξιωματικών γέφυρας και μηχανής και πληρωμάτων των βαποριών του.
Αρχικά πρότεινα τον πλοίαρχο Τρύφωνα Παπαγεωργίου, τον οποίο όμως οι διευθυντές στο Λονδίνο δεν ενέκριναν. Την ίδια τύχη είχε και ο επόμενος που πρότεινα, ο υποπλοίαρχος Νίκος Βελιάδης.
Ένας άλλος ναυτικός για τον οποίο είχα μιλήσει, ο Γιάννης ο Φίκαρης, δεν άρεσε και αυτός στη διεύθυνση. Κι όλ’ αυτά επειδή-νομίζω- ο ισχυρός τότε άντρας των γραφείων του Λονδίνου, ο Gregory, ήθελε να δώσει τη θέση αυτήν σε Άγγλο.
Μετά από κανά μήνα ο Νιάρχος επέστρεψε και καλώντας με στο γραφείο του μου λέει: «Σου είπα να βρεις έναν άνθρωπο για ελεγκτή υπερωριών και εσύ δεν έκανες τίποτα!». Επειδή δεν ήθελα να εκθέσω του διευθυντές, του απάντησα:
«Μάλιστα, κύριε Νιάρχο, προσπαθούμε να βρούμε τον πιο κατάλληλο». Μα εκείνος εξακολουθώντας, το ίδιο θυμωμένος, μου λέει: «Τι σε πληρώνω, ρε… Να πας να φύγεις!».
Ε!, κάπου εκεί κι εγώ μην αντέχοντας και αισθανόμενος αδικημένος του λέγω μπροστά στον Τρυπάνη: «Σας δίνω μια εβδομάδα ειδοποίηση να φέρετε αντικαταστάτη μου και να πάτε να… Εγώ δεν ξεσκονίζω για την καρέκλα μου!» Είχα σκοπό να πάω στον γαμπρό του Σταύρου του Λιβανού τον Μίχαλο. Όμως φαίνεται ότι στο διάστημα που μεσολάβησε, οι διευθυντές κατάλαβαν πως είχαν κάνει λάθος και άρχισαν να προσπαθούν να μου αλλάξουν τη γνώμη λέγοντάς μου «ο Νιάρχος όποιον αγαπάει τον βρίζει». «Ούτε να μ’ αγαπάει θέλω αλλά και ούτε να με βρίζει» τους απάντησα. Τέλος πάντων… με τα πολλά με κατάφεραν. Μου έκαναν και μια αύξηση μισθού και στο τέλος παρέμεινα στην εταιρεία».
ΕΝΑΣ ΕΞΥΠΝΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ.
Αφήνει ένα ελαφρύ χαμόγελο να σχηματιστεί στο πρόσωπό του, κουνάει το κεφάλι του νοηματικά και συνεχίζει.
«Ο Νιάρχος ήξερε να εκτιμάει το προσωπικό του. Ήταν επίσης σωστός και στις πληρωμές του. Πλήρωνε κανονικά τον κόσμο του και κανείς δεν είχε παράπονο για λεφτά. Έπειτα είχε φροντίσει να κάνει πρωτοποριακά πράγματα για την εποχή του. ΝΑ σκεφτείτε, πως εμείς τότε στην εταιρεία είχαμε οδηγίες για αποφυγή και αντιμετώπιση σε θέματα pollution τις οποίες τις είχαμε δώσει σε όλα μας τα καράβια. Και σας ρωτώ εγώ: ποιος τα είχε τότε αυτά; Ήταν πρωτοπόρος στο είδος του. Γενικά ήταν ένας άνθρωπος έξυπνος, ο καταλληλότερος για τον χώρο των business. Αυτός ήταν ο Νιάρχος, ένας έξυπνος μπίζνεσμαν και όχι τόσο ένας εφοπλιστής! Εφοπλιστής, για μένα, ήταν ο άλλος ο Σταύρος, ο Λιβανός».
Με τι σκεπτικό το λέτε αυτό, πώς το δικαιολογείτε δηλαδή;
«Ο Λιβανός ήτανε εφοπλιστής με την πραγματική έννοια του όρου! Και ξέρετε γιατί; Γιατί αγαπούσε τα βαπόρια του σαν παιδιά του. Ήτανε πολύ ωραίος άνθρωπος, έξυπνος και δραστήριος, αλλά εκείνο που τον έκανε εφοπλιστή με όλη τη σημασία της λέξεως, ήταν ο γεγονός ότι αγαπούσε τα βαπόρια του, κι αυτό το γνωρίζει όλη η πιάτσα. Πώς να το πω… τα πονούσε τα βαπόρια του. Να φανταστείτε, έμπαινε μέσα σε ένα βαπόρι του και με το που πατούσε στην κουβέρτα, πήγαινε και έψαχνε ψηλαφώντας με τα χέρια του την κουπαστή από κάτω, για να δει εάν υπήρχαν σκουριές, εάν ήταν ματσακονισμένα εκεί και συντηρημένα. Τόσο πολύ σχολαστικός-με την καλή έννοια του όρου-ήταν.
Αν έμενε δε ευχαριστημένος από τη συντήρηση και τη γενική εικόνα που είχε το βαπόρι, πήγαινε λίγο πριν φύγει ευθύς στον καπετάνιο, και του άφηνε ένα γερό bonus. Αγάπαγε τα πλοία του και δε χόρταινε να τα βλέπει και να τα καμαρώνει, Θυμάμαι μια φορά ρίχναμε ένα βαπόρι του τότε, από τα ναυπηγεία, το ATLANTIC DUKE 25.000 τόννων D.W. κι ήταν εκεί παρών και ο Λιβανός. Εκεί που το θαύμαζε, κοιτάζοντάς το γυρνάει σε μια στιγμή και μου κάνει: «Ρε Ανδρέα, σαν πιο μεγάλο μου φαίνεται το βαπόρι». Δεν κατάλαβα κι εγώ αμέσως τι εννοούσε και του λέγω: « Πόσο πιο μεγάλο, κύριε Λιβανέ, αφού τα σχέδιά του το λένε καθαρά, πως είναι 25.000 τόννων…».
Το’πιασα αμέσως… Κατάλαβα τι ήθελε. Γυρνώ, το κοιτάζω ξανά κάπως προβληματισμένος και για να μην τον στεναχωρήσω, του κάνω: «Σαν να έχετε δίκαιο νομίζω, κύριε Λιβανέ. Δείχνει κάπως πιο μεγάλο». «Δηλαδή, πόσο πιο μεγάλο;» με ρωτάει με διερευνητικό βλέμμα. Πρέπει να είναι γύρω στις 27-28.000 τόννους D.W.» του απαντώ. Και τον έβλεπες εκείνη τη στιγμή ν’ αστράφτει το πρόσωπό του από χαρά και ικανοποιημένος από την απάντηση, με χτυπάει φιλικά στην πλάτη και μου λέει γεμάτος υπερηφάνεια: «Ναι, ρε συ Ανδρέα! Μπράβο! Κι εγώ-μάρτυς μου ο Θεός-για κάπου τόσο το έκανα…». Έτσι ήταν ο Λιβανός με τα πλοία του».
ΜΙΑ ΖΩΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
«Γενικά ήταν ωραίος άνθρωπος. Θα σας πω ένα ακόμα περιστατικό που μου’ ρθε τώρα» μας κάνει ακριβώς της ώρα που ήμασταν έτοιμοι να περάσουμε στην επόμενη ερώτηση.
Όμως με τι διάθεση να διακόψεις αυτόν τον άνθρωπο, τον τόσο περιγραφικό στο σύνολο-με κινήσεις και με λόγια-που στο άκουσμα όλων αυτών που μας διηγείται, μείναμε με την απορία αν ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας τη ς εμπορικής μας ναυτιλίας αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του ή εάν αυτός ο άνθρωπος αποτελούσε ο ίδιος από μόνος του, ένα μεγάλο ζωντανό κεφάλαιο αυτού του μέρους της ιστορίας μας.
Παρά το γεγονός πως διάβασα αχόρταγα την πρώτη του συγγραφική προσπάθεια με τίτλο «Το οδοιπορικό ενός παλιού ναυτικού, του Καπετάν Ανδρέα Τσεσμελή», που εκδόθηκε το 1994, μπορώ να πω πως απάντηση δε βρήκα. Αντίθετα, το ερώτημα γιγαντώθηκε πυρακτωμένο στο μυαλό μου. Τον αφήσαμε να συνεχίσει το ταξίδεμά μας στο πέλαγος των αναμνήσεων του:
«Ήμασταν στη Βενεζουέλα (με το ίδιο βαπόρι) και μου λέγει ο Λιβανός να πάρω παραπάνω φορτίο. Στην αρχή σκέφτηκα πως με τις αρχές στις Η.Π.Α., γιατί εκεί θα ξεφορτώναμε, θα είχαμε προβλήματα. Όμως στις επιφυλάξεις μου αυτές, ο ίδιος ο κύριος Λιβανός με καθησύχασε. Πήραμε λοιπόν κάμποσο φορτίο παραπάνω και έτσι πατήσαμε την μπάλα γύρω στα δύο ποδάρια. Φτάνοντας στη Philadelphia , ήρθε στο βαπόρι ο καπτά Μιχάλης ο Πειθής ο οποίος και θα με αντικαθιστούσε, γιατί είχε έρθει ο καιρός πια να ξεμπαρκάρω.
Βλέποντας πως είχαμε φτάσει, με την μπάλα «πατημένη», γυρνάει ο Μιχάλης-με τον οποίο ήμασταν και καλοί φίλοι και μάλιστα ήταν από το ίδιο χωριό με τον Λιβανό-και μου λέει: «Τι μου έκανες, ρε συ Ανδρέα… Θα έχουμε προβλήματα τώρα εδώ με δαύτους…» εννοώντας την υπερφόρτωση. Εκείνη τη στιγμή, γυρνάει ο Λιβανός-ο οποίος παρέλειψα να σας πω πως ήταν μαζί μας εκείνη την ώρα-προς τον παραλαμβάνοντα την πλοιαρχία και του απαντάει με τη χαρακτηριστική τραχιά φωνή του: « Άσ’ τα ρε Μιχάλη! Αμάν! Πως κάνεις έτσι… Άμα σου βάλουνε πρόστιμο, ε, σου βάλανε. Το φορτίο τους μια φορά ήρθε!» Και είχε όντως δίκαιο. Μήτε πρόστιμο, μήτε παρατήρηση μήτε… τίποτα.
Βλέπετε, τότε ήταν εποχές που η Αμερική «τράβαγε» σαν ρουφήχτρα τα φορτία, λόγω των αυξημένων αναγκών της, κάνοντας πολλές εισαγωγές διαφόρων προϊόντων, γι’ αυτό και κάνανε τα στραβά μάτια. Κάτι ήξερε λοιπόν ο Λιβανός. Γιατί σας είπα, ήταν πανέξυπνος…».
Η ζωή του ναυτικού μέσα στα βαπόρια είναι μια ζωή που συμβαδίζει με τον κίνδυνο δίπλα δίπλα. Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε μια εμπειρία σας από τις πολλές που ήρθατε αντιμέτωπος με μια ακραία, μια επικίνδυνη κατάσταση.
«Στην πορεία μας ως θαλασσινοί, συναντιόμαστε πολλές φορές και με τον κίνδυνο και κοιταζόμαστε κατάματα μαζί του αρκετές φορές από αυτές. Μια τέτοια ήταν και όταν βρισκόμουν στο Μ/V ATLANTIC DUCHESS της εταιρείας Σ. Λιβανού. Στο πλοίο αυτό ανέλαβα την πλοιαρχία τον Νοέμβριο του 1950, όταν και παραλάβαμε από τα ναυπηγεία του West Hartlepool , της Αγγλίας.
Παραλαμβάνοντας λοιπόν τότε τα spare μηχανής, το ναυπηγείο μας ξεφόρτωσε στο κατάστρωμα εφτά κιβώτια απ’ αυτά χρωματισμένα μαύρα. Ο κύριος Λιβανός, ο οποίος σε κάθε ευκαιρία επισκεπτόταν-όντως ένας πολύ ενεργητικός άνθρωπος-τα βαπόρια του, ήταν και σ’ αυτήν την παραλαβή και με το που τα βλέπει μου λέει: «τι είναι τούτα τα μαύρα κιβώτια; Να τα βάψετε άλλο χρώμα, δεν θέλω εγώ στο καράβι μου φέρετρα…». Έτσι κι έγινε. Τα βάψαμε γκρι.
Έχω το λόγο μου που σας την αναφέρω αυτή τη λεπτομέρεια. Το βαπόρι αυτό, εκτός του ότι είχε ένα πρόβλημα στο «ανάποδα», παρουσίαζε και συχνά βλάβες στις μηχανές του.. Αλλά ας είναι, αυτά είναι πια περασμένα. Ήρθε η ώρα να ξεμπαρκάρω για να πάω στην παραλαβή ενός άλλου νεότευκτου τάνκερ της εταιρείας. Παραδίδω λοιπόν την πλοιαρχία στον συγχωρεμένο τον καπτά Μάνθο τον Καμίνη, ο οποίος με είχε παρακαλέσει να παραμείνω μέσα στο πλοίο, μέχρι να τελειώσει το σαβούρωμα των κεντρικών κυτών-αφού είχαμε ήδη ξεφορτώσει όλο το φορτίο-που ήταν Butanized Crude (ένα αρκετά επικίνδυνο φορτίο).
Έκατσα λοιπόν για να μη χαλάσω –για μια μέρα-το χατίρι του φίλου μου καπτά Μάνθου. Εκείνη τη μοιραία νύχτα, καθώς σαβουρώναμε, έγινε τα ξημερώματα μια τρομερή έκρηξη στη Νο 5 κεντρική δεξαμενή, η οποία βρισκόταν κάτω ακριβώς από τις ενδιαιτήσεις των αξιωματικών γέφυρας. Από τη φοβερή αυτή έκρηξη, το καράβι κόπηκε στα δυο! Τρεις άντρες του πληρώματος που βρίσκονταν κοντά στο Νο 5 τανκ κατά τη στιγμή της έκρηξης σκοτώθηκαν ενώ όσοι κοιμόντουσαν στο αμέσως επάνω από το Νο 5 κατάστρωμα (υποπλοίαρχος, ανθυποπλοίαρχος, ένας επιβλέπων Α΄ μηχανικός και ένας θαλαμηπόλος) βρέθηκαν μόνο οι σκελετοί τυους απανθρακωμένοι. Σύνολο επτά άνθρωποι, όσα ήταν και τα μαύρα κιβώτια με τα ανταλλακτικά, που πήραμε κατά την παραλαβή.
Παρόλο που τα χρωματίσαμε γκρι, σεβόμενοι την πρόληψη του κυρίου Λιβανού, το μοιραίο δεν έμελλε ν’ αποφευχθεί! Είναι το ριζικό που λέμε καμιά φορά… Εγώ, αν δεν ήταν εκεί ο αδερφός μου ο Γιάννης, που ήταν στο βαπόρι Γ΄ μηχανικός, να κατευθύνει τους πυροσβέστες προς την καμπίνα μου για να με απεγκλωβίσουν, θα είχα καεί ζωντανός. Ύστερα από τις απεγνωσμένες προσπάθειες των ανθρώπων αυτών, τη γλίτωσα, με μερικά πλευρά μόνο σπασμένα και κάποια μικροτραύματα. Είχα σωθεί …για Πέμπτη φορά…»
ΟΠΟΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΛΕΙ ΝΑ ΠΝΙΓΕΙ…(ΠΟΤΕ ΤΟΥ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ…)
«Το 1939, με βρίσκει ναυτολογημένο σ’ ένα κεφαλλονίτικο φορτηγό, 9.000 τόννων, το Α/Π ΚΑΛΥΨΩ ΒΕΡΓΩΤΗ. Φορτωμένοι με μετάλλευμα από το Ρίο Ντι Τζανέιρο, φτάσαμε στη Γδύνια της Πολωνίας, την 1η Σεπτεμβρίου του έτους αυτού. Εκείνη ακριβώς την ημέρα, οι Γερμανοί επιτέθηκαν στην Πολωνία. Το λιμάνι όπου βρισκόμασταν, άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τα γερμανικά βομβαρδιστικά, με τις βόμβες να σφυρίζουν δίπλα μας. Όλες οι αρχές του λιμανιού βρίσκονταν σε χαώδη κατάσταση κι έτσι αναγκαστήκαμε μόνοι μας με το πλήρωμα μόνο, να λύσουμε τους κάβους και να φύγουμε χωρίς πλοηγό, βάζοντας πλώρη για τη Δανία η οποία ήταν ουδέτερη.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει! Εκεί, στην Κοπεγχάγη όπου και δέσαμε, εγώ μαζί με μερικούς άλλους από το πλήρωμα ξεμπαρκάραμε. Μετά από κάμποσο καιρό μάθαμε πως το ΚΑΛΥΨΩ ΒΕΡΓΩΤΗ, ταξιδεύοντας για εκφόρτωση προς την Αγγλία, τορπιλίστηκε και χάθηκε αύτανδρο. Κατά μία συγκυρία της τύχης είχα γλιτώσει. Δεν ήταν, απ’ ότι φάνηκε και στη συνέχεια, στο ριζικό μου να χαθώ στον πόλεμο.
Η πτώση της Ελλάδας στα χέρια των Γερμανών, μετά από δυο χρόνια, με βρήκε στην Αίγυπτο. Εκεί ναυτολογήθηκα ως υποπλοίαρχος στο Α/Π ΗΡΩΝ. Με το πλοίο αυτό, φορτώσαμε από την Αλεξάνδρεια βαρέλια με βενζίνη, τρόφιμα και πυρομαχικά για να τα πάμε στους μαχόμενους Άγγλους και Αυστραλούς του Τομπρούκ, οι οποίοι πολεμούσαν λυσσαλέα για να το κρατήσουν. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, το ένα από τα υπόλοιπα τρία πλοία με τα οποία συγκροτούσαμε νηοπομπή, βούλιαξε, όταν μας επιτέθηκαν ιταλικές τορπιλάκατοι και αεροπλάνα. Με τα πολλά, φτάσαμε και φουντάραμε έξω από το Τομπρούκ όπου θα ξεφορτώναμε με μαούνες.
Οι έξι ημέρες που διήρκησε η εκφόρτωση ήσαν εφιαλτικές. Σχεδόν 8-10 φορές τη μέρα δεχόμασταν, χωρίς να έχει προηγηθεί συναγερμός ,συνεχείς βομβαρδισμούς από εχθρικά αεροσκάφη. Μοναδικό μέσο αυτοπροστασίας μας ήταν τα δύο πυροβόλα τύπου Oerlicon, τα οποία δεν ρίχνανε πάνω από 300 m. Στο ένα χειριστής ήταν ένας Αυστραλός λοχίας και στο άλλο εγώ. Μόνο που… κάθε φορά που επρόκειτο να αναλάβουμε καθήκοντα πολυβολητή, πίναμε κι από μια κούπα ρούμι ο καθένας , με αποτέλεσμα να βλέπουμε τα επερχόμενα βομβαρδιστικά σαν… κουκίδες στον ουρανό!
Τέλος πάντων, τα καταφέραμε και φύγαμε δίχως θύματα και ζημιές από αυτήν την τρέλα δίχως όριο. Για δεύτερη συνεχή φορά γλίτωνα –χωρίς υπερβολή- από του χάρου τα δόντια!
Το τρίτο όμως ταξίδι του θρυλικού αυτού βαποριού μας έμελλε να είναι και το μοιραίο του. Η μαούνα όπου ξεφορτώναμε βαρέλια με βενζίνη επλήγη από εχθρική βόμβα , η οποία σκάζοντας προκάλεσε μεγάλη έκρηξη βυθίζοντας τη μαούνα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει στο ΗΡΩΝ μεγάλης έκτασης πυρκαγιά. Όμως και εδώ – μίλησε- η παλικαριά και η ναυτοσύνη του Έλληνα. Καταφέραμε όχι μόνο να σβήσουμε τη φωτιά, αλλά επιπλέον να ρυμουλκήσουμε το καράβι μας από το Τομπρούκ στην Αλεξάνδρεια, όπου και παρέμεινε για επισκευές. Ήταν η Τρίτη φορά που ο θάνατος μου - χτύπησε την πόρτα- κι έφυγε.!
Η τέταρτη και τελευταία, κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα ερχότανε με το Α\Π KAWSAR-αιγυπτιακή σημαία, επιταγμένο από τους συμμάχους- όπου υπηρέτησα ως ανθυποπλοίαρχος. Αποπλεύσαμε με το 20.000 τόννων φορτηγοποστάλι από την Αλεξάνδρεια για το Durban μέσω Port Said χωρίς συνοδεία. Παρέδωσα βάρδια στον Άγγλο υποπλοίαρχο, με την παρατήρηση ότι είχα εντοπίσει δυτικά μας ένα αεροπλάνο αγνώστου ταυτότητος. Το αεροπλάνο αυτό απεδείχθη λίγο μετά πως ήταν εχθρικό.
Κατέβηκα από τη γέφυρα στο κατάστρωμα και κατευθυνόμενος προς την τραπεζαρία, πέρασα από το αμπάρι No2, όπου εκεί γευμάτιζαν περίπου 12 Ινδοί. Μερικά μόνο βήματα παρακάτω , ήταν η πόρτα της τραπεζαρίας. Μόλις την είχα ανοίξει, όταν το μουγκρητό των κινητήρων του αεροσκάφους που πέρασε από πάνω μας, το διαδέχτηκε ο εκκωφαντικός ήχος των εκρήξεων των βομβών , που αυτό είχε αφήσει, πάνω από το κύτος No 2. Όλοι οι Ινδοί που γευμάτιζαν εκεί ήσαν νεκροί, ενώ εμένα τα αέρια της έκρηξης με είχαν πετάξει στο πάτωμα της τραπεζαρίας.
Η φωτιά που ακολούθησε, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες μας, δεν έλεγε να σβήσει κι έτσι αναγκαστήκαμε να μπούμε στις βάρκες και να εγκαταλείψουμε το πλοίο, κατόπιν διαταγής του πλοίαρχου. Αφήσαμε το καράβι πίσω μας να καίγεται, ενώ αλλεπάλληλες εκρήξεις σημειώνονταν από τη φωτιά , που είχε πια φτάσει στον χώρο των μηχανών και στα τάγκια του πετρελαίου. Εμάς στις βάρκες , μας περισυνέλεξε ένα αλιευτικό του Ναυτικού, το οποίο και μας μετέφερε στο Port Said. Είχα σταθεί και πάλι τυχερός. Για τέταρτη φορά.
Τι να πω… Φαίνεται πως δεν ήταν γραφτό μου, είχα την τύχη με το μέρος μου και τίποτα παραπάνω, Και τις τέσσερις αυτές φορές θυμήθηκα τη λαϊκή παροιμία και την έλεγα στον εαυτό μου «Όποιου του μέλλει να πνιγεί… ποτέ του δεν πεθαίνει…». Και τώρα, όποτε τα φέρνω στο μυαλό μου, αυτά που έζησα στον πόλεμο, την ίδια ρήση με πιάνω να μονολογώ… «όποιου του μέλλει να πνιγεί…».
Οι ώρες είχαν περάσει δίχως να το καταλάβουμε. Ο καπετάν Ανδρέας μας είχε ταξιδέψει μέσα σε μια ζωή που πότε θύμιζε σκηνές από ταινία δράσης και πότε το ήπιο και γλαφυρό του ύφος σε συμπαρέσυρε στα άδυτα των σελίδων ενός μοναδικού μυθιστορήματος. Κάπως έτσι θ’ άρμοζε να κλείσω αυτή τη συζήτηση, δανειζόμενος ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γιενς Μπιέρνεμπου, «Καρχαρίες»: «Γιατί στ’ αλήθεια δεν ωφελεί σε τίποτα να είναι ναυτικός ένα βουνό από μούσκουλα, αν δεν έχει τη θάλασσα στο αίμα του, αν δεν μπορεί ν’ ακούσει τα λόγια του τραγουδιού που τραγουδάει ο αέρας στα στράλια, αν δεν μπορεί να νιώσει, τι ψιθυρίζουν τα κύματα στην πλώρη και στα πλευρά του πλοίου, αν δεν μπορεί να διαβάσει τη γραφή που υπάρχει στον έναστρο ουρανό… Κοντολογίς: οι δυνατές γροθιές δεν ωφελούν, αν όλοι οι χυμοί του κορμιού και του εγκεφάλου, δεν συγγενεύουν με την αρμύρα της θάλασσας, αν δεν έχει διεισδύσει μέσα τους, αυτό το φοβερό στοιχείο, που όσο το μισούμε, άλλο τόσο τα’ αγαπούμε…». (Γιώργος Κιβωτός, Περ. Εφοπλιστής, Τ.: ;, σελ. 114-118)
– Για τη μεταγραφή του κειμένου: Παλάντζα Μαρία.