Ζακ Λακαριέρ - Ο Φιλέλληνας - Ο ποιητής - Ο οδοιπόρος της ασκητείας

*****************

Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε από τον braintumorguy, στην Αθήνα, ΕΛΛΑΔΑ.

(1) (2) (3) (5)

(4) 01-05-2016 me and my Masters, the Great Ancient Greek Philosophers Plato, and Aristotle.

(5) 30-05-2016 Beautiful Greece & the Greek Islands from Space on a beautiful clear day.Thank you NASA.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με εμένα, παρακαλώ επισκεφθείτε την κύρια ιστοσελίδα μου

(1) 15-08-2015 εγώ με τον Βασιληά Λεωνίδα της Σπάρτης, μπροστά στο Μουσείο της Ακρόπολης.

(2) 22-11-2015 μπροστά στην Ακρόπολη.

(3) 26-11-2015 στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά στο κτίριο της Βουλής.- ανάμεσα στο Συντριβάνι και το Δένδρο των Χριστουγέννων.

https://sites.google.com/site/niactec/

**********

Jacques LACARRIERE

Ο Φιλέλληνας

Ο ποιητής

Ο οδοιπόρος της ασκητείας

Τέσσερις δεκαετίες φιλίας και πνευματικής συνοδοιπορίας είναι δύσκολο να χαραχθούν στα πλαίσια μιας ομιλίας.

Γιατί ο Ζακ Λακαριέρ δεν ήταν μόνο ο ποιητής, ο περιπλανώμενος της ασκητείας, και ούτε μόνον ο μεγάλος Φιλέλληνας, ο εραστής μιας Ελλάδας τριών χιλιάδων χρόνων. Ήταν ένας βαθύς στοχαστής, ένας μοναχικός μύστης της εγκόσμιας περιπέτειας και των υπερβατικών οραμάτων.

Και πάντα, γεμάτος από βιβλία και ταξίδια, από ιδέες και συναντήσεις μετέωρες που χάθηκαν μαζί του. Δύσκολο να σκεφθεί κανείς πως όλα αυτά έγιναν μια τεφροδόχη στα κύματα του Αιγαίου. Τον βασάνιζε η τέφρα. Η σκόνη του κόσμου. Μπορεί και να ήταν προφητικός ο τίτλος στο βιβλίο του «Η σκόνη του κόσμου».

Τον βασάνιζε ακόμα το ταξίδι στη μεγάλη νύχτα, αυτή που προσπαθούσε να την μαντέψει μέσα από την ίριδα των Γνωστικών και μέσα από τα ασκητικά οράματα των μοναχών του Άθω που τόσο αγάπησε.

Πολύ λίγους συγγραφείς έχω μεταφράσει. Ανάμεσά τους ο Σάμουελ Μπέκετ και ο Ζακ Λακαριέρ. Ο Μπέκετ γιατί ήθελα να γνωριστώ με την ανυπέρβατη άβυσσο του έργου του και με την σκοτεινή προϋπαρξιακή διάσταση που το κάνει μοναδικό στο χώρο του παραλόγου. Ο Λακαριέρ γιατί με μαγνήτισε η σαγήνη της ασκητείας που κάνει εξίσου μοναδικό το έργο του, αυτή η ερημία της ύπαρξης, όπου το πλάσμα μονάχο αναζητά το θεό.

Το πρώτο βιβλίο του Λακαριέρ που μετέφρασα ήταν η ποίησή του Ηνίοχος. Εκεί είδα πόσο βαθιά αγάπησε την Ελλάδα. Ο ποιητικός του λόγος δυνατός και διαφανής, κρυστάλλινος, αναδίνει μιαν αγάπη πηγαία, αγάπη οργανική, υπαρξιακή. Ταυτισμένος ο ίδιος με τα στοιχεία του ελληνικού χώρου, με το αρχέγονο πνεύμα που τα διαποτίζει, ξαναγεννιέται μυημένος μέσα από αυτά, γίνεται ο Έλληνας που φέρει μυητικά τη γνώση της περιπλάνησης. Έτσι ταυτισμένος με τον ανώνυμο δελφικό Ηνίοχο, περιδιαβαίνει τον ελληνικό χώρο καλώντας τους θεούς και το ορφικό πνεύμα να τον αναγνωρίσουν, ανώνυμο κι εκείνον μπρος στις χιλιετίες, ικέτη της μεγάλης μύησης.

Γράφει στο θαυμάσιο αυτό ποίημα:

«Δεν έχω από σένα άλλη φωτιά παρά τις λέξεις μου

Δεν έχω άλλο όπλο παρά μια κόψη περηφάνιας

Μάχομαι γυμνός, αλειμμένος λάδι, ενάντια στο Χάρο

Αγάπα με, Ελλάδα, βοήθα με ενάντια στο δικό σου θάνατο»

Έτσι γεννήθηκε Έλληνας από τη μύησή του, από την περιπλάνηση της ψυχής που ήταν περιπλάνηση αυτογνωσίας ποιητικής και ανθρώπινης. Και ξέρουμε πως η μύηση είναι ο μοναδικός δρόμος για την αυτογνωσία. Κι εκείνος από τη νεότητά του είχε μυηθεί στο ορφικό πνεύμα και στη δελφική Ιδέα.

Γι’ αυτό και γράφει στο ποίημα Ηνίοχος:

«Λοιπόν μ’ έκανες να γεννηθώ στον ομφαλό της γης,

άξονας της χαράς, εγώ όπως κι εσύ αμάλγαμα χαλκού,

εγώ όπως κι εσύ Ηνίοχε και αρματηλάτη της φλόγας,

εγώ όπως κι εσύ αιωρούμαι κάτω απ’ την αγέλη των άστρων,

ηλίανθε της ιστορίας, ρόδο έκθαμβο των ανέμων»

Κι ύστερα, όταν αναζητά το πρόσωπο της Ελλάδας, όταν προσπαθεί να την προσδιορίσει στο πέρασμα των χιλιετιών, γράφει στο ποίημα «Πρωρόξυλο της μνήμης»:

«Πού είσαι Ελλάδα; Δε γνωρίζω από σένα

παρά αυτή τη λέξη συλλαβισμένη από χείλη

μακρινά, αυτή τη λέξη από άμμο και άροτρο

πυρροραγής όρθρος

ΕΛΛΑΔΑ

Ήχος από βιβλία κλεισμένα πάνω στο φλοιό

των λέξεων. Τόση σιωπή και τόση νύχτα,

οργώματα πεισματικά στη χέρσα γη των αιώνων

για μιαν ασπίδα τυφλή»

«Έτσι ταξίδεψα για να καταλάβω τις λέξεις», θα γράψει παρακάτω. Κι αλλού, όταν μιλά για την «κραυγή του Ίκαρου καθώς πέφτει / στο γαλάζιο των άστρων», θα πει:

«Από κείνη την κραυγή, από κείνο το όνειρο

γεννήθηκα»

Η φιλία μας άρχισε λίγο πριν από τη χούντα. Η Γαλλική κυβέρνηση μου είχε δώσει μια υποτροφία να παρακολουθήσω μαθήματα θεάτρου στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και ο αείμνηστος Σπύρος Πλασκοβίτης μου έδωσε ένα γράμμα να πάω στο Παρίσι να βρω τον Ζακ Λακαριέρ. Ήταν τότε που είχε μεταφράσει το μυθιστόρημά του «Το Φράγμα» και οι εκδόσεις Γκαλιμάρ ετοίμαζαν την έκδοση. Και πήγα να του δώσω το γράμμα. Η πρώτη εντύπωση που μου έκανε ήταν ότι, ακριβώς τότε, το τμήμα θεατρικών σπουδών του πανεπιστημίου του Παρισιού, της Σορβόννης, όπου φοιτούσα, του είχε ζητήσει να διδάξει αρχαίο δράμα, γιατί λίγο πριν είχε εκδώσει ένα σημαντικό βιβλίο σχετικό με το αρχαίο δράμα, όμως εκείνος αρνήθηκε. Δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Γιατί ήταν πραγματικά φτωχός. Φαινόταν από τη ζωή που είχε. Και τότε, θυμούμαι, ο καθηγητής μου, ο γνωστός θεατρολόγος Bernard Dort, που ήταν φίλος του Λακαριέρ, μου το επιβεβαίωσε. Πως, ναι, τον πρότειναν να διδάξει αρχαίο δράμα και αρνήθηκε. Κι εγώ τόλμησα και τον ρώτησα: Γιατί το έκανε.

Θυμούμαι ακόμα την απάντηση που μου έδωσε ο Ζακ Λακαριέρ, και που μου πήρε καιρό για να την καταλάβω: Θέλω να είμαι ελεύθερος, είπε, να ζήσω όπως εγώ θέλω το χρόνο μου, να ταξιδέψω, να γνωρίσω τα πράγματα που με ενδιαφέρουν, η διδασκαλία στο πανεπιστήμιο θα με δεσμεύει. Αδιανόητο για έναν Έλληνα που επιζητά τη σιγουριά και την ασφάλεια.

Όμως εκείνος αυτό ήθελε. Γι’ αυτό άλλωστε και σε όλη του τη ζωή έμεινε φτωχός. Για να εξομοιωθεί ίσως με τα ταπεινά πλάσματα τα ασκητικά των βιβλίων του, που η μόνη τους αγωνία ήταν η αναζήτηση ενός Θεού, αλλά και η ελευθερία τους να διαθέσουν τη ζωή τους όπως αυτοί ήθελαν.

Η φιλία μας κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Για τον Ζακ η φιλία ήταν ιερή. Φιλία και πνευματική συνοδοιπορία. Ήξερε πάντα τι γράφω. Και ήξερα πάντα τι ετοιμάζει. Ύστερα από τη μετάφραση του Ηνίοχου, ήθελα να μεταφράσω κι άλλα βιβλία του, γιατί ήθελα να γνωρίσω αυτή την ασκητεία της σκέψης του που ήταν διάχυτη στα κείμενά του, να βρω την προϋπαρξιακή περιπλάνηση των Γνωστικών, του Βασιλείδη και του Καρποκράτη, να δω τι νόημα είχαν οι περιπλανήσεις του στην ασκητεία του Άθω.

Και η επιθυμία μου έγινε πραγματικότητα με το μυθιστόρημά του, Μαρία η Αιγυπτία. Αυτό το ποίημα της ερημίας. Η περιπλάνηση του πλάσματος σε μιαν ασκητεία ολόφωτη. Συνμεταφράστρια με τον Μίνωα Πόθο. Και ύστερα το άλλο μυθιστόρημά του, Η Σκόνη του κόσμου, που είναι και αυτό μια ποιητική περιπλάνηση διαφορετικής ασκητείας, μια πορεία στην έρημο, στη στέπα, αναζητώντας και πάλι το θεό. Στην πραγματικότητα και τα δύο ο Μίνως Πόθος τα μετάφρασε. Εγώ ζούσα το λόγο μόνο, και ελάχιστα βοηθούσα να αναδυθεί αυτή η ποίηση από τις φράσεις του.

Ο Μίνως Πόθος μετάφρασε και άλλα βιβλία του Ζακ Λακαριέρ, τη Συγγραφική Πορεία, Chemins d’ écriture, που είναι η ανθρώπινη περιπέτειά του παράλληλα με την συγγραφική – μα που για εκείνον τα δύο αυτά είχαν ταυτιστεί. Επίσης, μετέφρασε το βιβλίο του Τα Φτερά του Ίκαρου. Όλα στις εκδόσεις Χατζηνικολή. Είχε μπει βαθιά στον στοχασμό του. Στον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα. Και ο Λακαριέρ είχε αγαπήσει τις μεταφράσεις του.

Εγώ τα ζούσα έμμεσα όλα αυτά. Τα χειρόγραφα της εκάστοτε μετάφρασης περιφέρονταν για μήνες στους καναπέδες και στα τραπέζια του σπιτιού. Κείμενα που τα διαβάζαμε ξανά και ξανά. Και κάθε φορά μας έθελγαν.

Ποτέ δεν του είχα ζητήσει να μεταφράσει ούτε ένα στίχο μου. Και ας ήξερα ότι εκτιμούσε την ποίησή μου. Και ένα καλοκαίρι, νομίζω του 1994, μου τηλεφώνησε από την Αίγινα, όπου έκανε τις διακοπές του με τη γυναίκα του τη Σύλβια και το γιο τους Αυρηλιανό, και μου είπε: Μεταφράζω την ποιητική σου συλλογή Μυστικό Πέρασμα, για τις εκδόσεις Le Temps qu il fait, και θέλω γυρίζοντας στην Αθήνα να δούμε κάποια πράγματα. Ήταν το ωραιότερο δώρο της φιλίας μας. Με όσα έγραψε στον πρόλογο για την ποίησή μου εκείνη.

Τη φιλία μας με τον Ζακ Λακαριέρ την στήριζε ένα κοινό σημείο : Η προϋπαρξιακή μνήμη. Τώρα που αναθεωρώ το χρόνο, λέω πως από εκεί ξεκίνησε το ενδιαφέρον της σκέψης του άλλου. Είχα γράψει ένα δοκίμιο για το έργο του Σάμουελ Μπέκετ, «Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης», και επειδή δίσταζα να το εκδώσω τον παρακάλεσα να το διαβάσει. Το δοκίμιο το στήριζα ακριβώς στην προϋπαρξιακή περιπλάνηση του πνεύματος. Στη φράση του Μπέκετ «αυτό το μυαλό έχει κιόλας περιπλανηθεί μέσα στην ατέλειωτη νύχτα της αβύσσου», και άλλες σαν αυτή. Και, θα τολμήσω να πω, έδινα μια διαφορετική διάσταση στο έργο του.

Το χειρόγραφο το πήρε μαζί του φεύγοντας από ένα ταξίδι του στην Ελλάδα.

Και λίγες μέρες μετά, μου τηλεφώνησε από τη Γαλλία και μου είπε, να καθυστερήσω την έκδοση, γιατί μου έστελνε έναν πρόλογο. Και το κείμενο εκείνο ήταν μια χειμαρρώδης αποκάλυψη, μια ποιητική έξαρση των όσων πίστευε για την προϋπαρξιακή περιπλάνηση.

«Ναι, χωρίς αμφιβολία, έγραφε, υπάρχει εκεί μία οδός για να φωτίσουμε την άβυσσο. Ένα εύθραυστο φως, που μοιάζει με τη σπίθα εκείνη που οι Γνωστικοί φιλόσοφοι έβλεπαν να λάμπει στο βάθος της κόρης του οφθαλμού -μνήμη από την πρώτη φλόγα του αληθινού κόσμου».

Και τέλειωνε το εισαγωγικό κείμενο με τούτα τα λόγια: «Ευχαριστώ για το δοκίμιο που διάβασα, φώτισε τη σκέψη μου, αλλά και με τράβηξε μακριά από τη γη, ως τα έσχατα όρια ενός σύμπαντος που το είπαν καμπύλο. Με άλλα λόγια, με επανέφερε στον άνθρωπο». Αναφερόταν και σε έναν ύμνο των Γνωστικών: «Ζούσα μυριάδες χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο του ζοφερού σκότους και κανείς ποτέ δεν έμαθε πως ήμουν εδώ».

Θα διαβάσω δυο στίχους του Ζακ Λακαριέρ, που μου δίνουν αυτή τη διάσταση της προϋπαρξιακής περιπλάνησης:

«Κι ο ουρανός λαμποκοπούσε στις εικόνες

Καθώς σε νύχτα από τις άλλες μου ζωές».

Ποιες ήταν οι άλλες του ζωές;

Et le ciel etincelait sur les icones

Comme au soir de mes autres vies.

Κάτι άλλο θέλω να πω. Κάτι διαφορετικό από εκείνο που ήθελε να πιστεύουμε για τον ίδιο. Μια οδός να φωτίσουμε την άβυσσο, είναι πάντα μια ελπίδα να προσεγγίσουμε το μυστήριο, την υπερβατική αλήθεια – που είναι μαζί και υπερβατική πραγματικότητα.

Δεν ήταν τυχαίο που σε ολόκληρο το συγγραφικό του έργο αναζητούσε μια υπερβατική αλήθεια, μια μεταφυσική απόκριση, γέννημα και θρέμμα του δυτικού μηδενισμού αλλά και εραστής των ασκητικών οραμάτων και του θεϊκού παραληρήματος. Δεν ήταν τυχαίο ότι τον γοήτευαν οι ασκητικοί χώροι, όπως ο Άθως, όπως η έρημος των αναχωρητών, όπως η άνυδρη στέπα. Ίσως γιατί ο ίδιος βίωνε πάντα μια προσωπική ασκητεία. Κάπου, στη «Συγγραφική Πορεία», λέει: «Το δωμάτιό μου έμοιαζε με κελί μοναχού (δωμάτιο σε νησί του Αιγαίου): γυμνό, κάτασπρο, με μια εικόνα μόνο στον τοίχο. Πάντα ονειρευόμουν μια τέτοια λιτότητα για να γράψω». Και εγώ τότε έφερνα στη σκέψη μου το γυμνό και λιτό δωμάτιο του Σάμουελ Μπέκετ, το ασκητικό, με κάτι απλά ξύλινα ράφια μόνο στον τοίχο, για τα βιβλία του. Και ύστερα, τον ασκητικό χώρο όπου ζούσε ο Ελύτης. Με τα ίδια ξύλινα απλά ράφια όπου υπήρχε ο Ρωμανός ο Μελωδός και τα βιβλία του. Φαίνεται πως η ασκητεία και η γυμνότητα είναι στοιχεία της αληθινής ποίησης.

Η φιλοσοφική θέση του Ζακ Λακαριέρ ήταν δεδομένη: Συνάθροιση και διάλυση σκόνης, ο άνθρωπος. Ωστόσο, ήταν φανερό πως προσπαθούσε να φτάσει στο βαθύτερο μυστήριο που κρύβουν τα πράγματα, στην άρρητη αλήθεια τους. Δεν ήταν τυχαίο ότι, πλάνητας της ζωής και της διανόησης ο ίδιος, ποιητής και βαθύς στοχαστής, χρησιμοποίησε για ήρωες των μυθιστορημάτων του πρόσωπα της ασκητικής περιπλάνησης. Ολόκληρο το έργο του, από τους «Ένθεους» και τους «Γνωστικούς» ακόμα, το σημαδεύει η βίωση μιας προσωπικής ασκητείας. «Περιπλάνηση και συγγραφή υπήρξαν για μένα οι δύο βασικοί δρόμοι συνάντησης με τους άλλους και αυτογνωσίας», έγραψε. Άλλωστε, πιστεύω πως γι’ αυτό αγάπησε την Ελλάδα. Του πρόσφερε τον τόπο των περιπλανήσεών του - των πνευματικών και των ανθρώπινων περιπλανήσεων του -, τη μαρτυρία και τα οράματα ενός πολιτισμού που τον έθελγε. Του πρόσφερε τον τετρακισχιλιετή χρόνο της, το ταξίδι στη γλώσσα και στις πέτρες των επιγραφών, το ταξίδι στο μύθο, στη δελφική ιδέα. Κι ακόμα, του πρόσφερε την περιπλάνηση στην ασκητεία του Άθω, στις κρύπτες των μοναχών.

Ή, ακόμα, σήμερα λέω, μπορεί, στο βάθος, ο μηδενισμός της δυτικής διανόησης να μην ικανοποιούσε το ανήσυχο πνεύμα του. Και αναζήτησε άλλους δρόμους γνώσης. Παράλληλα με το ταξίδι του στην ελληνική σκέψη και στον ελληνικό μύθο, είχε συντελεσθεί ένα άλλο ταξίδι μυητικό, αυτό στους Ένθεους του Βασιλείδη και του Καρποκράτη, στη μυστική γνώση της Ίριδας. Και η στιγμή ήταν έτοιμη για εκείνον να δεχτεί το καινούριο: Τον χρησμό μιας άλλης γνώσης, μιας άλλης ομορφιάς, αυτής που του πρόσφερε η Ελλάδα, ένα ποίημα σύγχρονο και ένα ποίημα αρχαίο, ένα ποίημα με λέξεις και ένα ποίημα με λιθάρια και αφρό σε γαλανό νησί και άρωμα κρασιού σε μοναχικό ταβερνάκι. «Μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι», σαν το στίχο του Ελύτη.

Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του Ο Λακαριέρ το αφιέρωσε στην Ελλάδα. Ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου. Όμως και η Ελλάδα του χάρισε το ταξίδι της γνώσης, το μυθικό ταξίδι του Οδυσσέα.

Και αν την περιδιάβηκε λιθάρι λιθάρι και λέξη λέξη, από τον Όμηρο και τον Ορφέα ως τον Ακάθιστο Ύμνο, και από τα μοναστήρια του Άθω και τα σπασμένα μάρμαρα έως τη σύγχρονη ποίησή της, είναι γιατί οι δρόμοι εκείνοι ήταν η ανθρώπινη περιπέτειά του. Με όλη την ποίηση αλλά και την αγωνία των υπαρξιακών του ερωτημάτων.

Το μυθιστόρημά του, Μαρία η Αιγυπτία, αυτό το ποίημα της ερήμου, όπως το είπα, ήταν η ποιητική κορύφωση της κοσμικής εγκατάλειψης του πλάσματος. Αλλά και η χαραγή του άλλου φωτός, της άλλης αλήθειας, της υπερβατικής.

Όταν κάποτε βρέθηκα να μιλώ με τον Σάμουελ Μπέκετ, στον ασκητικό του χώρο, και ήμουν τότε συνεπαρμένη από τη μετάφραση του έργου του, που είχα κάνει, «Ω, οι ωραίες μέρες», αλλά και από το δοκίμιο που είχα γράψει «Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης», τόλμησα να του πω πως αφού τα πρόσωπά του αναζητούν ένα θεό, αφού με τόσο πάθος αρνούνται την ύπαρξή του, ίσως αυτό σημαίνει πως εκεί ακριβώς υπάρχει μια διάχυτη μεταφυσική, και πως αυτή είναι η επαφή με το μυστήριο που τα περιβάλλει. Μου απάντησε πως, όχι, εκείνος δεν πιστεύει σε καμιά μεταφυσική. Πως οι άλλοι λένε. Πολλές φορές είχε πει τη φράση «οι άλλοι λένε». Σήμερα, οι νέοι μελετητές και αναλυτές του έργου του Μπέκετ μιλούν όχι μόνο για μεταφυσική αλλά και για θρησκεία.

Ίσως κάτι παρόμοιο να έχει συμβεί και με τον Λακαριέρ.

Όταν έγραψα τον πρόλογο στη Μαρία την Αιγυπτία, όπου καθαρά μιλούσα για την άλλη αλήθεια την υπερβατική, για την ύπαρξη ενός θεού χάρη του οποίου θυσιαζόταν εξαγνιζόμενη η Μαρία, εκείνος είπε πως ήταν σταθερά προσηλωμένος στον δυτικό μηδενισμό. Όμως δέχτηκε αυτό που έγραψα. Του άρεσε η αντίθετη άποψη. Ταίριαζε με τον ύμνο των Γνωστικών που είχε βάλει για μότο στο μυθιστόρημά του: «Είμαι χωρίς θεό και είμαι το μεγαλείο του θεού».

«Είμαι χωρίς θεό και είμαι το μεγαλείο του θεού».

Κάτι ανάλογο, πιστεύω, ήταν και ο Ζακ Λακαριέρ.

Έγραφα στον πρόλογο εκείνον:

«Πλάνητας των εγκοσμίων ο ίδιος, μύστης των πιο απόκρυφων του κόσμου, των πιο σκιερών μυστηρίων της ψυχής, υποδοχέας της ουρανικής λάμψης και γνώσης, βιώνει τον εγκόσμιο χρησμό του – ή την εγκόσμια μοίρα του – ανάμεσα σε δυο πηγές έλξης: Η πρώτη είναι η φιλοσοφία του δυτικού κόσμου, φιλοσοφία της άρνησης των θεών και των υπερβατικών οραμάτων. Η δεύτερη είναι η ελληνική αρχή της φιλοσοφίας, ανοιχτή στα υπερβατικά οράματα. (…) Το κείμενο τούτο δεν είναι η θέση μιας αμφισβήτησης για τον μηδενισμό του συγγραφέα. Περισσότερο είναι μια θέση αντίρροπη και πέρα για πέρα ελληνική, ελληνικής αρχής και φιλοσοφίας, που βγαίνει μέσα από την ίδια την υπαρξιακή και μεταφυσική αγωνία του. Και ας διατείνεται ο ίδιος πως βρίσκεται στην αντίπερα όχθη…»

Αυτά περίπου έγραφα. Και παραθέτω άλλη μία παράγραφο, γιατί και τότε έκανα τον ίδιο παραλληλισμό με το έργο του Μπέκετ:

«Τα πλάσματα του Σάμουελ Μπέκετ πριν βυθιστούν στο σκοτάδι τραγουδούν. Ίσως από αντίδραση στον μεγάλο τελικό φόβο. Ή ίσως γιατί εκείνη η στιγμή είναι μια συνειδητή διάβαση σε μιαν άλλη αλήθεια που το πλάσμα διαισθάνεται. Στις τελευταίες σελίδες της Μαρίας της Αιγυπτίας, πολλές φορές μου ήρθε στο νου η Ουίννυ του Μπέκετ. Μέσα στην αμφισβήτηση των πραγμάτων και της ζωής, η τελευταία στιγμή είναι η μοναδική βεβαιότητα. Και το πλάσμα προετοιμάζεται γι’ αυτή τη βεβαιότητα, που θα την υποδεχτεί τραγουδώντας. Είναι και το τραγούδι ένα φως. Και ποιος ξέρει αν στο βάθος δεν είναι ένα ίδιο φως με αυτό της Μαρίας των άμμων!»

Και να ένα απόσπασμα από τη Μαρία την Αιγυπτία που επαληθεύει την άποψή μου. Γιατί δεν μπορεί να γράψει ένας συγγραφέας τα παρακάτω λόγια, χωρίς να πιστεύει σε αυτό το άλλο φως;

Λοιπόν, λέει στη Μαρία των άμμων – όπως την αποκαλεί :

«Πού είσαι, Μαρία, τώρα; Πού είναι εκείνο που μένει από σένα, αυτή η συνάθροιση από δέρμα, κόκαλα και αίμα – πού μένει αίμα; Συνάθροιση σιωπής που προχωρεί μέσα στη γυμνότητα, αρμενίζει ανάμεσα σε δύο ερήμους, σε δύο πνοές. Αποσαρκωμένη. Έχεις πάρει το χρώμα, τη σύσταση μιας άμμου λεπτής, διάστικτης από νύχτα ή μιας χλαμύδας δεόμενης, που θα ήθελε να μοιάζει με ακάνθινο άγγελο. Και πηγαίνεις, προχωρείς, γλιστράς και αρμενίζεις πάνω στην άμμο, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας τους αμμόλοφους, χωρίς προσπάθεια, σκελετός μουσικός. Η έρημος είναι το ένδυμά σου. Προσεύχεσαι μέρα νύχτα. Χωρίς λέξεις. Σχισμή στοματική, πεισματικά κλεισμένη. Προσεύχεσαι με ψαλμωδίες, με δεήσεις, μια μουσική εσώτερη που σε διατρέχει και σε κατοικεί. Ο άνεμος παίζει κι αυτός, διαπερνώντας την αέρινη σάρκα σου, και όλο σου το κορμί γίνεται καντάτα.

Στην αρχή, όταν προχωρείς, περιπλανώμενη την αυγή, ακούγεται μια πνοή κρατημένη μέσα σου, σαν το αναρρίγημα ενός ιστού αράχνης, πνοή που μεταμορφώνεται σε άσμα, σε μελωδία, σε ψαλμό».

Ιδού το τραγούδι της τελευταίας ώρας – όταν σημάνει για τον ύπνο.

Και παρακάτω γράφει:

«Δυνάμεις ανήκουστες, γεννημένες από την τελλουργική, την υπεδάφια νύχτα, όπως άλλες γεννιούνται από το γαλάζιο. Οι ίδιες δυνάμεις, Μαρία, ακριβώς οι ίδιες. Που συγκρατούν τον ασκητή στον αέρα ή που υψώνουν τα όρη.

Συρόμενη, παρασυρόμενη από τους ανέμους, τώρα τους αγγέλους. Το σώμα σου ένα τελευταίο ψιθύρισμα. Κατεβαίνει απαλά, πολύ απαλά. Σε λίγο θα ακουμπήσει στο χώμα».

Στο δεύτερο μυθιστόρημά του «Η σκόνη του κόσμου», η ασκητεία της ανθρώπινης ύπαρξης, ως οδός άγουσα στην υπερβατική αλήθεια, δεν εστιάζεται στους αναχωρητές της ερήμου ή στις σκήτες του Άθω, αλλά στην Ανατολία, στην ταπεινή ζωή ενός περιπλανώμενου ποιητή τροβαδούρου του 13ου αιώνα, του Γιουνούς Εμρέ.

Με το ίδιο πάθος, και στο έργο αυτό, αναζητά την άλλη αλήθεια. Και δείχνει ότι τον γοητεύουν οι ίδιοι ασκητικοί χώροι, ο Άθως, η έρημος των αναχωρητών, η άνυδρη στέπα.

Στη Σκόνη του κόσμου, όπως και στη Μαρία την Αιγυπτία, ο Λακαριέρ κινείται σε δύο επίπεδα. Το ένα ξετυλίγει την περιπέτεια του προσώπου, τις εσωτερικές διαδρομές, την εξελικτική πορεία προς το ζητούμενο που είναι η τελική γνώση. Στο άλλο επίπεδο σκιαγραφούνται ο ιστορικός περίγυρος, η εποχή, οι θρησκευτικές δοξασίες, η πολιτική των ηγεμόνων, οι μετακινήσεις των λαών.

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται τον 13ο αιώνα, όταν στην Ανατολία κυριαρχούσαν από τη μια οι Σελτζουκίδες σουλτάνοι, που προσπαθούσαν να στεριώσουν τις νομαδικές φυλές των λαών τους, και από την άλλη οι ατέλειωτες ορδές των Μογγόλων κατακτητών.

Ο Γιουνούς Εμρέ, ο ασίκης, είναι μια περιπλάνηση αναζήτησης του Θεού και της αλήθειας, της φωτισμένης γνώσης. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι «ένα ταξίδι στην καρδιά του ανθρώπου που παίρνει τη μορφή μύθου», όπως ο ίδιος έγραψε. «Έλα να γνωριστούμε, λέει ο Γιουνούς Εμρέ στα ταργούδια του, να κάνουμε εύκολο το δύσκολο / να αγαπήσουμε και να προσπαθήσουμε να αγαπηθούμε / αυτός ο κόσμος σε κανέναν δεν ανήκει».

Στην αρχή του μυθιστορήματος, ο Γιουνούς χτυπά απεγνωσμένα την πόρτα ενός τεκέ και περιμένει να του ανοίξουν. Τεκές ήταν ο τόπος λατρείας και προσευχής, θρησκευτικής τελετουργίας. Εκεί υπήρχε πάντοτε κάποιος δάσκαλος, κάποιος αγαπημένος, μυημένος, ο Μεβλανά, που είχε φτάσει ήδη στην πνευματική τελείωση.

Μέρες ολόκληρες χτυπά την πόρτα ο Γιουνούς. Κι όταν ανοίγει, ο Μεβλανά τον υποδέχεται σαν άτομο που θα αφοσιωθεί στην περιπέτεια του διαλογισμού και της αναζήτησης της αλήθειας. Και αυτό πρέπει να το κάνει μόνος. Όμως ο Γιουνούς δεν ξέρει πώς να το κάνει. Και αρχίζει από τα πιο ταπεινά πράγματα. Παίρνει τη σκούπα και κάθε πρωί αρχίζει να σαρώνει την αυλή του τεκέ. Η σκόνη της σκούπας είναι το πρώτο στοιχείο, «το άστατο και φευγαλέο», του διαλογισμού του. Από εκεί ξεκινά το άπειρο που θα κατακτήσει, η περιπλάνησή του, ανάμεσα στο μυστήριο του υλικού κόσμου και στο μυστήριο που καλύπτει την ανθρώπινη ψυχή.

Η πορεία του Γιουνούς προς την τελείωση είναι μαζί και ασκητεία και απέραντη μοναξιά, απέραντη σιωπή. Με λόγο βαθιά ποιητικό, λόγο μιας εύθραυστης κρυστάλλινης αντήχησης, ο Λακαριέρ δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα μαγείας, ένα μυθικό σύμπαν όπου κυριαρχεί το μαγικό στοιχείο, το εξωλογικό. Μια θαυμαστή υπερρεαλιστική σύζευξη του μυθικού με τις νοητικές δυνάμεις που έφτασαν σε τέτοιο στάδιο εσωτερικής γνώσης ώστε να εξουσιάζουν τον υλικό κόσμο. Όμως τότε συμβαίνει τούτο το παράδοξο: Ο Γιουνούς, στο τέλος της περιπλάνησής του, όταν πια γίνεται ο Μυημένος, φτάνει σε μια οδυνηρή διαπίστωση. Τόσο απορροφήθηκε από τα στοιχεία του κόσμου και από την αγάπη του για τους άλλους, που έγινε ο Κανένας. Έχασε το όνομά του, τη σκιά του, το πρόσωπό του.

«Όταν τελικά συναντήσει τον Κανένα, όταν τελικά γίνει ο ίδιος Κανείς, τι απομένει από τη ζωή του ανθρώπου;» αναρωτιέται.

Και λέει στο τελευταίο του τραγούδι:

«Ήταν ο Θεός που λαχταρούσα.

Τον βρήκα. Και μετά;

Θρήνησα μέρα με τη μέρα

κι ύστερα γέλασα. Και μετά;

Στις συνομιλίες των μυημένων

ήμουν μπουκέτο ρόδα κόκκινα

Άνθισα κι ύστερα μ’ έκοψαν

μαράθηκα… Και μετά;

Αν οι σοφοί και οι μορφωμένοι

βρήκαν μέσα στο μεντρεσέ

Εγώ στο βάθος της ταβέρνας

βρήκα. Και μετά;

Άκουσε, άκου τον Γιουνούς

άκου εκείνον τον τρελό Γιουνούς.

Ναι, βυθίστηκα στη γνώση

των μυημένων. Και μετά;»

Η αμφισβήτηση των πάντων. Η ματαιότητα και η υπαρξιακή αγωνία ως την τελευταία ανάσα.

Ο Γιουνούς έγινε ο Μυημένος, έφτασε στην τελειότητα, την πλήρωσε με απέραντη μοναξιά, με απέραντη σιωπή και απάρνηση. Όμως έφτασε επίσης και στην αμφισβήτηση των πάντων. Είναι σαν να λέει: Τα έκανα όλα αυτά. Ε, και τι έγινε.

Θα διαβάσω λίγους στίχους από ένα ποίημα του Ζακ Λακαριέρ που είναι στη «Συγγραφική Πορεία» και πιστεύω πως τον προσδιορίζει:

«Πίστευα πως το ‘βλεπα μπροστά μου

Μα ήταν μέσα μου εκείνο το τοπίο

Ερημίτης περιπλανώμενος σαν όχθη

Που ψάχνει θάλασσα να περικλείσει»

Ιδού ο περιπλανώμενος ερημίτης που ταυτίζεται με τα πρόσωπα της ασκητείας των βιβλίων του.

Για να θέσω τη δική μου σκέψη: Λέω, πως τούτη την ώρα, μπορεί και να υπάρχει κάπου, σε μιαν άλλη διάβαση, σε μια διαφορετική οδοιπορία, ερημίτης περιπλανώμενος μέσα στη μεγάλη νύχτα.

Μπορεί η γνώση του Βασιλείδη που κατέκτησε στους «Γνωστικούς» του και στους «Ένθεους» να είχε μέσα της ένα τρίμμα του άλλου φωτός, εκείνου που ο Ελύτης το είπε «εγκαυστικό».

Γιατί θα τελειώσω με ένα στίχο του Ελύτη: «Το φως δουλεύοντας τη σάρκα», είπε. Κι αυτό κλείνει μέσα του όλη την εξαγνιστική πορεία μιας ασκητείας προς τη διαφάνεια, που είναι το φως το μεταφυσικό του Άλλου Καιρού.

Η ομιλία έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αφιέρωμα στον Jacques LACARRIERE, ημερίδα, 1 Απριλίου, 2006

==

και για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλώ μεταπηδήστε στην επόμενη ιστοσελίδα στα ελληνικά -

( παρακαλώ χρησιμοποιώντας το δεξιό κλικ του mouse, ανοίξτε τον επόμενο σύνδεσμο

( ιστοσελίδα ) σε ξεχωριστό παράθυρο προς τα δεξιά, )

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ ΠΟΘΟΥ - Jacques LACARRIERE

**********

**********

**********

ΒΙΒΛΙΟ

Το Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας δια χειρός Ζακ Λακαριέρ Όταν ο αιώνιος εραστής του ελληνικού τοπίου συνέθετε το δικό του απολύτως ελληνικό λεξικό με λήμματα που αναδείκνυαν τις μεγαλύτερες αρετές και τους σπουδαιότερους ανθρώπους της χώρας μας

ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ 30.8.2017 | 09:20

Στην Ελλάδα η ομορφιά δεν μαθαίνεται ποτέ, είναι αυθόρμητη, αυτόχθονη όπως τ' άσπρα κεντίδια των κυμάτων πάνω στην άμμο, όπως η μελετημένη συμμετρία των κυπαρισσιών σε όλο το μήκος των δρόμων, σαν μια πανδαισία χρωμάτων σε πόρτες και παράθυρα ή σαν το πολύχρωμο έμβλημα των ελληνικών ενδυμάτων και κοσμημάτων. Διότι η ομορφιά είναι μια μάχη, είναι η νίκη του φωτός πάνω στη σκιά.

«Το θέμα ήταν να σας γνωρίσω μια χώρα, την Ελλάδα στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάνοντάς σας να την αγαπήσετε... την Ελλάδα όπως εγώ την έζησα από το πρώτο ταξίδι μου στα 1947 και όπως τη γνώρισα όταν ήμουν ακόμα παιδί από τους αρχαίους ποιητές και συγγραφείς της. Μια Ελλάδα που πάει από τον Όμηρο ως τον Σεφέρη, από τον Ορφέα ως τον Τσιτσάνη μέσα από φωνές, ποιήματα, τραγούδια και έργα που εδώ και τόσα χρόνια επιλέγω και μεταφράζω. Μια Ελλάδα που πηγαίνει επίσης από τον Αναξαγόρα ως το ζεϊμπέκικο, από τη Σαπφώ ως τον Σικελιανό, από τα αμυγδαλωτά ως τα παξιμάδια, από τα ακριτικά τραγούδια ως τα ρεμπέτικα. Περνώντας από τον Ηρόδοτο, τον Διγενή Ακρίτα, τον Μακρυγιάννη και τον Αγγελόπουλο. Με δυο λόγια ένα ταξίδι προσωπικό, ποιητικό, ιστορικό και... γαστρονομικό στη χώρα των ατελείωτων γνώσεων και γεύσεων, την Ελλάδα». Αυτά γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του «Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας» (εκδόσεις Χατζηνικολή, 2001) ο συγγραφέας και ελληνιστής Ζακ Λακαριέρ που λάτρεψε την Ελλάδα, κυρίως τη σύγχρονη, και μέχρι το 1966 περνούσε μεγάλα διαστήματα στην Ύδρα και στην Πάτμο. Βιβλίο απολαυστικό, γεμάτο τρυφερότητα ακόμα και για τα πιο «ταπεινά» απ' όσα πραγματεύεται, το «Λεξικό» του Λακαριέρ είναι η ιδανική συντροφιά για το καλοκαίρι – τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι ενδεικτικά.

Image - 213

Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας, Ζακ Λακαριέρ Μετάφραση: Χάρης Παπαδόπουλος, Ιωάννα Χατζηνικολή και συνεργάτες, Εκδόσεις Χατζηνικολή, 2001

ΑΜΟΡΓΟΣ

Ονειρευόμουν να πάω στην Αμοργό γοητευμένος από την παράξενη μελωδικότητα αυτής της λέξης, όνειρο που πραγματοποίησα το φθινόπωρο του 1958. Το ταξίδι έγινε ακόμα πιο ειδυλλιακό από το γεγονός ότι μια χαριτωμένη Ελληνίδα σπουδάστρια των Καλών Τεχνών που είχα γνωρίσει πριν από μερικές μέρες μπόρεσε να έρθει μαζί μου. Ζήσαμε, λοιπόν, σ' αυτό το νησί, στα απολύτως ερημικά ακρογιάλια του, τις πιο ωραίες ερωτικές νύχτες μας, κοντά σε μια σπηλιά με φώκιες, όπου έβλεπες, ή για την ακρίβεια άκουγες, καθαρά ότι επιδίδονταν στις ίδιες νυχτερινές περιπτύξεις μ' εμάς.

ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ

Παλαιά ελληνική παράδοση που ελπίζω να μην έχει τελείως χαθεί: προσφέρουν στον επισκέπτη, είτε τον περίμεναν είτε όχι, τόσο στα καλά σπίτια όσο και στα πιο ταπεινά καλυβάκια, ένα γλυκό, ένα γλύκισμα φτιαγμένο από την κυρία του σπιτιού, συνήθως από σταφύλι, σύκο ή περγαμόντο. Το σερβίρουν πάνω σ' έναν δίσκο, μαζί με ένα μεγάλο ποτήρι νερό κι ένα κουταλάκι, απ' όπου πήρε και το όνομά του: γλυκό του κουταλιού. Τίποτα το ιδιαίτερο ή το εξωτικό σ' αυτό, έξω από το γεγονός ότι αυτό το τυπικό του καλωσορίσματος συνοδεύεται πάντα από ένα πλατύ χαμόγελο της οικοδέσποινας. Θα πρέπει να κατανάλωσα δεκάδες επί δεκάδων τέτοια «γλυκάκια του κουταλιού» στην Ελλάδα μέσα σε όλα τούτα τα χρόνια, δεν μου μένει όμως τόσο η ελαφρά πικρή γεύση του νεραντζιού ή του σιροπιού από το συκαλάκι όσο η ανάμνηση από εκείνες τις δεκάδες επί δεκάδων χαμόγελα, ορισμένα από τα οποία θα μπορούσαν να συναγωνιστούν εκείνο της Κόρης της Ακρόπολης.

[ Το ελληνικό κάλλος είναι το ίδιο λιτό και εξαγνισμένο όσο ένας κυβιστικός πίνακας, όσο κι ένα παιχνίδι σκιάς και φωτός πάνω σ' έναν τοίχο, σαν γεωμετρικό σχέδιο του Ευκλείδη, σαν το απόλυτο γαλάζιο των τρούλων ή τη λευκότητα μιας εκκλησίας πάνω σ' ένα ερημονήσι. Διότι σ' αυτήν τη χώρα η ομορφιά είναι αυθόρμητη, δεν είναι φτιαγμένη με υπολογισμούς, με μεγαλεία ή με επιτήδευση, αλλά με αέναη ευτυχία στις πιο καθημερινές λεπτομέρειες. ]

ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ

Πώς θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε με όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια αυτό που θα ονόμαζα κατά Διογένην Ευαγγέλιο; Με αυτές τις τέσσερις και ιερές αρχές: * Να ξέρεις να προσαρμόζεσαι στις περιστάσεις αντί να θέλεις να τις αλλάξεις. * Να καταφεύγεις όσο πιο συχνά γίνεται στον εαυτό σου αντί να προσφεύγεις πάντα στους άλλους για να λύνεις δικά σου προβλήματα. * Να είσαι ικανός να σκεφθείς και να πράξεις, αν χρειαστεί, ενάντια στο ρεύμα. * Να γνωρίζεις ότι αυτή η ζωή δεν έχει άλλο στόχο ούτε άλλο λόγο ύπαρξης από το να ασκείς όσο το δυνατόν καλύτερα την τέχνη του ανθρώπου.

Image - dans-les-pas-de-lacarriere

Ο Ζακ Λακαριέρ στην Κρήτη.

ΕΛΛΑΔΑ

Αλλά η ουσία είναι ότι το ελληνικό κάλλος είναι το ίδιο λιτό και εξαγνισμένο όσο ένας κυβιστικός πίνακας, όσο κι ένα παιχνίδι σκιάς και φωτός πάνω σ' έναν τοίχο, σαν γεωμετρικό σχέδιο του Ευκλείδη, σαν το απόλυτο γαλάζιο των τρούλων ή τη λευκότητα μιας εκκλησίας πάνω σ' ένα ερημονήσι. Διότι σ' αυτήν τη χώρα η ομορφιά είναι αυθόρμητη, δεν είναι φτιαγμένη με υπολογισμούς, με μεγαλεία ή με επιτήδευση, αλλά με αέναη ευτυχία στις πιο καθημερινές λεπτομέρειες. [...] Στην Ελλάδα η ομορφιά δεν μαθαίνεται ποτέ, είναι αυθόρμητη, αυτόχθονη όπως τ' άσπρα κεντίδια των κυμάτων πάνω στην άμμο, όπως η μελετημένη συμμετρία των κυπαρισσιών σε όλο το μήκος των δρόμων, σαν μια πανδαισία χρωμάτων σε πόρτες και παράθυρα ή σαν το πολύχρωμο έμβλημα των ελληνικών ενδυμάτων και κοσμημάτων. Διότι η ομορφιά είναι μια μάχη, είναι η νίκη του φωτός πάνω στη σκιά. Κι όπως έλεγε ένας από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους Έλληνες φιλοσόφους, ο Ηράκλειτος, η ομορφιά είναι η αρμονία των αντιθέσεων. Ειδικότερα εδώ, είναι επίσης η συνάντηση και ο καρπός της ένωσης της Ελλάδας του χθες με αυτήν του σήμερα.

ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ

Η μιζέρια, η απελπισία, η μοναξιά, χόρευαν. Μέχρι την ώρα που εγώ ο ίδιος, μια νύχτα, σηκώθηκα, με βαρύ το κεφάλι από το κρασί και βάλθηκα να χορεύω. Ήξερα ότι όλοι οι πελάτες με κοίταζαν, περίεργοι, γιατί ποτέ ένας ξένος δεν είχε τολμήσει να χορέψει αυτόν το χορό. Και διαμιάς, χωρίς να ασχοληθώ με κανέναν, ούτε καν με τους φίλους μου που με φασαρία μ' ενθάρρυναν, άρχισα να στριφογυρίζω, να φέρνω τις βόλτες μου μεταξύ ουρανού και γης στον ρυθμό ενός τραγουδιού που δεν το θυμάμαι αλλά που η τραγουδίστριά του επαναλάμβανε ακούραστα: «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, άσε με, δεν θέλω πια να ζήσω». [...] Παράξενο το συναίσθημα που δοκίμασα τότε: ο κόσμος δεν υπήρχε πια γύρω μου, έκλεινα τα μάτια νιώθοντας να βρίσκομαι στην καρδιά ενός στροβίλου ανάλαφρου και ακατανίκητου. Για μια στιγμή είχα αλλάξει ζωή, σώμα και μνήμη. Βραχύτατη μεταμόρφωση. Μα αλησμόνητη.

ΗΝΙΟΧΟΣ

Την πρώτη φορά που Τον είδα −ναι, του Ηνιόχου του αξίζει ένα Ταυ κεφαλαίο− ήταν το 1947, στο Μουσείο των Δελφών. Η Ελλάδα βρισκόταν στην καρδιά του εμφύλιου πολέμου και όλα τα έργα είχαν κλειστεί σε κιβώτια. Μόνο ένα από αυτά, ανοιχτό, άφηνε να φαίνεται ένα χάλκινο κεφάλι με αδειανό βλέμμα: του Ηνίοχου. Δεν μπόρεσα να Τον δω ολόκληρο παρά στο δεύτερο ταξίδι μου, το 1955. Στεκόταν ορθός, παράμερα, μόνος, αφού ποτέ δεν ξαναβρήκαν τα άλογα, το άρμα ούτε τον ιδιοκτήτη του άρματος, που ασφαλώς στεκόταν στο πλάι του. Μόνος και αλησμόνητος. Το βλέμμα του −που ξανάγινε ζωντανό− είναι αυτό που κυρίως κράτησα στη μνήμη μου. Μια ματιά που φαινόταν να στυλώνει μπροστά σ' έναν δρόμο δόξας, μέσα από ένα πρόσωπο ποτισμένο από ήρεμη σιγουριά: ο Ηνίοχος είχε περάσει καλά τη δοκιμασία, αλλά η νίκη του δεν θα σταματούσε εκεί, γιατί είχε γίνει το ζωντανό, θριαμβικό σύμβολο της Ελλάδας και όλων των Ελλήνων.

Image - 1242189_564

Ο Γιάννης Πετρόπουλος με τον Ζακ Λακαριέρ, το 1976, φωτογραφημένοι από τη σύζυγο του Πετρόπουλου, Μαίρη Κουκουλέ.

ΚΟΜΠΟΛΟΪ

Υπάρχουν παιδιά που θυμούνται την πρώτη τους πιπίλα. Εγώ θυμάμαι πολύ καλά το πρώτο μου κομπολόι που μου χάρισε μέσα σε μια σπηλιά του Αγίου Όρους ένας ερημίτης που το είχε φτιάξει ο ίδιος. Και μπορώ να σας βεβαιώσω, γιατί από τότε το χρησιμοποιώ πολύ συχνά, πως το να ψηλαφείς, να ξεκοκκίζεις, να χαϊδολογάς, να ανακατεύεις, να τρίβεις αυτές τις χάντρες ή αυτούς τους σπόρους, να τους κάνεις να γλιστράνε νωχελικά πάνω στο σχοινάκι ή με μαεστρία μέσα στα δάχτυλα είναι, φαινομενικά, μία από τις πιο άχρηστες ασχολίες, ενώ στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ευχάριστη, ως και σωτήρια.

ΠΑΞΙΜΑΔΙ

Τι είναι, λοιπόν, ένα παξιμάδι; Ψωμί ψημένο, μα ψημένο σπιτικά και όχι βιομηχανικά, από κομμένο σε φέτες ψωμί που δεν έχει πουληθεί και ξαναβάζουν στον ακόμα ζεστό φούρνο, μετά το φούρνισμα της νύχτας. Σχεδόν πάντα έχει το άρωμα του γλυκάνισου, πότε-πότε του κύμινου. Στην Κρήτη, όπου φτιάχνουν ακόμα σε μερικά χωριά κριθαρένιο ψωμί, τα παξιμάδια έχουν μια πολύ ιδιαίτερη γεύση. Στις αρχές, προορίζονταν για μέρες έλλειψης και μπορούσαν να διατηρηθούν για πολύ. Σκληρά και συμπαγή, πρέπει να τα βουτάς σε νερό ή σε κρασί για να φαγωθούν. Το στόμα κρατάει τότε μια λεπτή γεύση από γη, αρωματικό αρτόμελο, αψύ και ντελικάτο κοπρόχωμα. Πιστεύω πως αν υπήρχαν τα παξιμάδια στην αρχαία Κρήτη, θα τα είχαν σίγουρα βάλει μέσα στους τάφους για να τα τρώνε οι πεθαμένοι στη διάρκεια της αιωνιότητας.

Image - 519824_1datserisofia_s

7.7.2013 Το Ελληνικό καλοκαίρι του Λακαριέρ

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

Όταν έλεγα, τότε, στις αρχές ακόμα, σε μερικούς Αθηναίους φίλους πως μου άρεσε το ρεμπέτικο, ως μόνη ανταπόκριση εισέπραττα μειδιάματα συμπάθειας ή συγκατάβασης. Ένας μάλιστα από αυτούς, πολύ γνωστός ζωγράφος, που στη συνέχεια έγινε αληθινός σημαιοφόρος των ρεμπέτικων, μου είχε πει πως «ακόμα και οι αρκούδες δεν θα 'θελαν να χορέψουν μ' αυτήν τη μουσική». Εγώ όμως ήξερα, έχοντας περάσει αλησμόνητες ώρες, ως και ολόκληρες νύχτες μέσα στα κουτούκια του Πειραιά, του Μοσχάτου, της Νέας Σμύρνης, ότι κάτι νέο, ένας νέος κόσμος γεννιόταν. Όπως το γράφω στο «La Grèce de l' ombre»: «Είχα τότε την αίσθηση πως για μερικές ώρες τρύπωνα λαθραία σε μια γη, ένα βασίλειο, μια χώρα που έπρεπε ν' αναζητώ σε χαμένες φτωχογειτονιές, γνωστές μόνο στους μυημένους. Με μια λέξη, μια Ελλάδα που δεν είχε πια καμιά σχέση με εκείνη όπου ζούσαν οι αστοί, οι τουρίστες και οι ελληνιστές! Μια Ελλάδα που ήδη από τότε, επειδή τα τυπικά της, οι γιορτές και τα πανηγύρια της δεν γίνονταν παρά νύχτα, είχα βαφτίσει «Ελλάδα του Σκοταδιού».

ΣΑΠΦΩ

Ποιήτρια αλλά και προφήτισσα, αφού από το νησί της, τη Λέσβο, και κυρίως από τη μακρινή εποχή της −μας χωρίζουν τριάντα ένας αιώνες!− προείδε πως κάθε αληθινή ποίηση αντιμάχεται και αντέχει στη Λήθη και στον Χρόνο. Η Σαπφώ, πρώτη μέσα σ' όλες τις ποιήτριες που αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ωδή και στο ποίημα, ολοκληρωτικά και στον έρωτα. [...] Να μην ξεχάσουμε ποτέ τη Σαπφώ. Να μην λησμονήσουμε πως ήταν η πρώτη γυναίκα που αποτύπωσε μέσα στον χρόνο το εφήμερο σκίρτημα, την εύθραυστη συγκίνηση του έρωτα. Ας προαισθανθούμε σ' αυτόν, μόλις ειπωθεί, τη νεότητα όλων των λέξεων. Και τι δίκιο είχε όταν έγραφε «Ναι, αργότερα, θα μας θυμηθεί κάποιος». Ποτέ να μην ξεχάσουμε τη Σαπφώ.

Image - 1242191_Jacques-Lacarrière-6

Ένας κόσμος δίχως τζιτζίκια θα ήταν σαν ένας ουρανός χωρίς Μούσες, ένας Απόλλωνας χωρίς λύρα, ένα ρυάκι χωρίς κελάρυσμα, μια Πυθία χωρίς χρησμούς. Τα τζιτζίκια είναι ουσιαστικά για τον κόσμο, αυτή είναι η πεποίθησή μου και το πιστεύω μου.

ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ

Μπορούμε με αξιοπρέπεια, μέσα σε μια κοινωνία εργατικών μυρμηγκιών που συσσωρεύουν και αποταμιεύουν −μιλώ για τη δική μας κοινωνία, τη δική σας, άνθρωποι που με διαβάζετε− να περνάμε τη ζωή μας ζώντας με φρέσκο αέρα και με τραγούδι; Προσωπικά, απαντώ ναι, γιατί ένας κόσμος δίχως τζιτζίκια θα ήταν σαν ένας ουρανός χωρίς Μούσες, ένας Απόλλωνας χωρίς λύρα, ένα ρυάκι χωρίς κελάρυσμα, μια Πυθία χωρίς χρησμούς. Τα τζιτζίκια είναι ουσιαστικά για τον κόσμο, αυτή είναι η πεποίθησή μου και το πιστεύω μου.

ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Πρέπει να πω ότι του άρεσε να εκπλήσσει, να προκαλεί αμηχανία, να αιφνιδιάζει. Να εκφράζει με τον απλούστερο τρόπο απροσδόκητες αλήθειες και καταφάσεις διόλου συμβατικές. Μήπως έτσι δεν τελείωσε η συνομιλία μας στο Παρίσι με αφορμή τα σκηνικά των «Τρωάδων» και η συνομιλία μας για τον ελληνικό ουρανό; Συγκεκριμένα, για τον Τσαρούχη ο ελληνικός ουρανός δεν υπήρξε ποτέ γαλάζιος. Ο ουρανός των αρχαίων ήταν λευκός και παραμένει λευκός. Αυτός ο ουρανός όπου πετούν ανάλαφρα, σαν να καταργούν τη βαρύτητα, οι έρωτες, αυτές οι γνώριμες μορφές της μυθολογίας του. Πιστεύω ότι κατά βάθος ο Τσαρούχης ονειρευόταν πάντα μια Ελλάδα άσπιλη. Την πάλλευκη σύζευξη παρθενίας και γήρατος.

==

και για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλώ μεταπηδήστε στην επόμενη ιστοσελίδα στα ελληνικά -

( παρακαλώ χρησιμοποιώντας το δεξιό κλικ του mouse, ανοίξτε τον επόμενο σύνδεσμο

( ιστοσελίδα ) σε ξεχωριστό παράθυρο προς τα δεξιά, )

Το Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας δια χειρός Ζακ Λακαριέρ - LIFO.GR

**********

**********

**********

Το Ελληνικό καλοκαίρι του Λακαριέρ Ενα εικαστικό αφιέρωμα στον Γάλλο φιλέλληνα 7.7.2013 | 13:01

Image - 519824_1datserisofia_s - Το Ελληνικό καλοκαίρι του Λακαρ

Το Ελληνικό καλοκαίρι του Λακαριέρ

Ενα εικαστικό αφιέρωμα στον Γάλλο φιλέλληνα Ζακ Λακαριέρ εγκαινιάζεται στον Ιανό στις 17 Ιουλίου. Αφετηρία , το βιβλίο του Λακαριέρ «Το Ελληνικό Καλοκαίρι». Συμμετέχουν 28 εικαστικοί: Χριστίνα Ακτίδη, Στέλιος Αλεξάκης, Ανδρέας Γεωργιάδης, Άννα Γρηγόρα, Σοφία Δατσέρη, Τάνια Δημητρακοπούλου, Ειρήνη Ηλιοπούλου, Μηνάς Καμπιτάκης, Κωνσταντίνος Καπετανόπουλος, Νίκος Κόνιαρης, Ανδρέας Κοντέλλης, Ένη Κούκουλα, Βασίλης Λιαούρης, Τίμος Μπατινάκης, Παναγιώτης Μπελντέκος, Άννα Μπίλη, Γιώργος Μπουκής, Κώστας Παππάς, Αντώνης Πατεράκης, Γιώργος Σαλταφέρος, Γιώργος Σαμψωνίδης, Κώστας Σιαφάκας, Έφη Σούτογλου, Μαρίνα Στελλάτου, Νίκος Στεφάνου, Βιργινία Φιλιππούση, Γιώργος Χαδούλης. Η επιμέλεια της έκθεσης είναι της Ίριδας Κριτικού.

Image - 519825_2eiriniliopoulou_s

Τι καλύτερο, από το κείμενο του Λακαριέρ ανάμεσα στα έργα;

Image - 519826_3filippousiri_s

«Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ' ένα μοναδικό χωριό· τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυό πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: "Αρμονίη κόσμου παλίντροπος". Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας απ' την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποιου σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σαν σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω; [...]

Image - 519827_4Georgiadis-Andreas-sS

Σε αντίθεση προς τους μύθους, η ελληνική ιστορία, λογοτεχνία και φιλοσοφία δε μου πρόσφεραν παρά μια σειρά από απατηλές εικόνες, συμβατικές αλλά απίστευτα έμμονες αφού, για πολλούς, εξακολουθούν να σημαίνουν Ελλάδα. Ήσαν εικόνες μιας χώρας από ερείπια, κολώνες, σωριασμένες προσόψεις και τάφους ξεκοιλιασμένους πάνω στη χλόη των δασών. Ανθρώπινα όντα κοσμούσαν συχνά αυτά τα ερείπια, αλλά είχαν την ακινησία του μαρμάρου· ντυμένα με άσπρους χιτώνες, κοίταζαν τη θάλασσα ή τον ουρανό, σε στάσεις ιερατικές, λες κι ο χρόνος, η ιστορία, η διάρκεια στην Ελλάδα να υπήρξαν απλώς μια μακρόχρονη ακινητοποιημένη ενατένιση. [...]

Image - 519828_5kostaspappas_s

Ακριβώς, λοιπόν, η ουσία των όσων έμαθα στο πρώτο μου ταξίδι είναι πως η Ελλάδα εξακολουθούσε να υπάρχει. Υπήρχαν πράγματι εδώ κι εκεί ερείπια (δύσκολο και συχνά αδύνατο να τα προσεγγίσεις) αλλά κυρίως υπήρχε και ένα τόπος που λεγόταν ακόμη Ελλάδα και κατοικούνταν από Έλληνες. Κι αυτοί μάλιστα οι Έλληνες, το 1947, ήσαν παγιδευμένοι μέσα στον πολιτικό στρόβιλο, στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου. Στην Αθήνα δεν πολυμύριζε πόλεμο -είχε πια επιβληθεί μια ειρήνη- αλλά έφτανε να φύγεις απ' την πόλη, κυρίως προς τις βόρειες περιοχές, για να δεις παντού την παρουσία του. [...]»

==

11.7.2013 | 09:18 Ισως το πιό όμορφο, ταξιδιάρικο, συγκινητικό βιβλίο που έχει γραφτεί για την Ελλάδα. Διαβάστε το για να καταλάβετε και ν' ξαναγαπήσετε αυτή τη χώρα

==

και για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλώ μεταπηδήστε στην επόμενη ιστοσελίδα στα ελληνικά -

( παρακαλώ χρησιμοποιώντας το δεξιό κλικ του mouse, ανοίξτε τον επόμενο σύνδεσμο

( ιστοσελίδα ) σε ξεχωριστό παράθυρο προς τα δεξιά, )

Το Ελληνικό καλοκαίρι του Λακαριέρ Ενα εικαστικό αφιέρωμα στον Γάλλο φιλέλληνα - LIFO.GR

**********

**********

**********

Πέμπτη, 16 Ιουλίου 2015

Ζακ Λακαριέρ, «Το ελληνικό καλοκαίρι». Jacques Lacarrière, “L’ été Grec”

Μανώλης Καλλιγιάννης, Η ηλιόλουστη Λέσβος, 1956. «... Δεν ξέρω πια πολύ καλά που βρίσκομαι. Δεν έχει και καμιά σημασία εξάλλου. Έχω όλο μου το χρόνο για να φτάσω στη Στυμφαλία που δεν πρέπει να απέχει πάνω από δεκαπέντε ή είκοσι χιλιόμετρα. Γι' αυτές τις στιγμές βαδίζω στην Ελλάδα εδώ και τόσα χρόνια: για να χάνομαι έτσι σε ένα άγνωστο τοπίο, μέσα στην παράφορη ζέστη, διαλέγοντας κάποιο πευκόφυτο άλσος για μία απροσδιόριστη στάση ή για να ξαπλώσω στον ήλιο όταν έχει λίγο αέρα για να στεγνώσει ο ιδρώτας. Αλλά και γι' αυτές τις ώρες της αυγής ή της δύσης που τα χρώματα πάλλονται, που οι μυρωδιές ξυπνούν ή μαζεύονται, τότε που αισθανόμαστε ξαφνικά μέσα μας, γύρω μας, το ακίνητο θρόισμα του χρόνου, την πυράκτωση του παγωμένου αέρα, αυτή τη μεγάλη σιωπή, που, όπως λένε, σκέπασε όλη την Ελλάδα μέχρι που μία αόρατη φωνή φώναξε: ο μεγάλος Πάνας πέθανε !...» (Jacques Lacarrière, «Το ελληνικό καλοκαίρι»).

«Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ” ένα μοναδικό χωριό• τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυό πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: «Αρμονίη κόσμου παλίντροπος». Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας απ” την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποιου σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σαν σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω;

Φωτογραφίες του Jacques Lacarrière από την έκθεση «Η Ελλάδα μέσα από τον φακό του Ζακ Λακαριέρ» που έγινε το 2008 στο Μουσείο Μπενάκη. Ένα σύνολο 100 φωτογραφιών παρουσιάστηκε σε δύο ενότητες: «Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού» και «Μοναχοί και ερημίτες του Άθω».

Σε αντίθεση προς τους μύθους, η ελληνική ιστορία, λογοτεχνία και φιλοσοφία δε μου πρόσφεραν παρά μια σειρά από απατηλές εικόνες, συμβατικές αλλά απίστευτα έμμονες αφού, για πολλούς, εξακολουθούν να σημαίνουν Ελλάδα. Ήσαν εικόνες μιας χώρας από ερείπια, κολώνες, σωριασμένες προσόψεις και τάφους ξεκοιλιασμένους πάνω στη χλόη των δασών. Ανθρώπινα όντα κοσμούσαν συχνά αυτά τα ερείπια, αλλά είχαν την ακινησία του μαρμάρου• ντυμένα με άσπρους χιτώνες, κοίταζαν τη θάλασσα ή τον ουρανό, σε στάσεις ιερατικές, λες κι ο χρόνος, η ιστορία, η διάρκεια στην Ελλάδα να υπήρξαν απλώς μια μακρόχρονη ακινητοποιημένη ενατένιση.

Ο Ζακ Λακαριέρ στους Δελφούς, στις στήλες του Ολυμπίου Διός... Η μικρή φωτογραφία κάτω αριστερά ίσως να είναι από την πεζοπορία των 1000 χμ. που έκανε διασχίζοντας τη Γαλλία.

Ακριβώς, λοιπόν, η ουσία των όσων έμαθα στο πρώτο μου ταξίδι είναι πως η Ελλάδα εξακολουθούσε να υπάρχει. Υπήρχαν πράγματι εδώ κι εκεί ερείπια (δύσκολο και συχνά αδύνατο να τα προσεγγίσεις) αλλά κυρίως υπήρχε και ένα τόπος που λεγόταν ακόμη Ελλάδα και κατοικούνταν από Έλληνες. Κι αυτοί μάλιστα οι Έλληνες, το 1947, ήσαν παγιδευμένοι μέσα στον πολιτικό στρόβιλο, στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου. Στην Αθήνα δεν πολυμύριζε πόλεμο -είχε πια επιβληθεί μια ειρήνη- αλλά έφτανε να φύγεις απ” την πόλη, κυρίως προς τις βόρειες περιοχές, για να δεις παντού την παρουσία του». (από την εισαγωγή του Ζακ Λακαριέρ «Το Ελληνικό Καλοκαίρι»).

Χ. Τα κυπαρίσσια της Αντιγόνης (αποσπάσματα)

Μανώλης Καλλιγιάννης, Κυπαρίσσι, 1971.

Άραγε, να έχουμε ποτέ σκεφθεί σοβαρά αυτό το απλό, το άμεσο θα ’λεγα, το σχεδόν βίαιο γεγονός, ότι η σύγχρονη ελληνική γλώσσα που μιλιέται σήμερα καθημερινά στην Ελλάδα, είναι πάνω από τριών χιλιάδων χρονών;

Μία από τις φωτογραφίες του Ζακ Λακαριέρ. Η συγκεκριμένη ανήκει στην ενότητα «Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού».

Οι Γάλλοι, που πάντοτε φανταζόμαστε τους εαυτούς μας σαν τους χαρισματικούς θεματοφύλακες της κουλτούρας, δεν έχομε για τις άλλες γλώσσες – και κυρίως για τις ανατολικές γλώσσες – παρά πολύ αποσπασματικές, και συχνά τελείως ανύπαρκτες γνώσεις. Τα ελληνικά δεν ξεφεύγουν από αυτή τη διαπίστωση. Η απορία τόσων φίλων Γάλλων μπροστά σ’ αυτή τη διατήρηση των ελληνικών της Αρχαιότητας ως τις μέρες μας, ίσως οφείλεται στο ότι, υποσυνείδητα, παίρνουν σαν μέτρο αναφοράς τη δική μας τη γλώσσα, νεώτερη σε σχέση με τα ελληνικά, και μπάσταρδη επιπλέον αφού βγαίνει απ’ το συναπάντημα πολλών γλωσσολογικών πηγών: τα γαλατικά και τα λατινικά καταρχήν, τα φράγκικα και τα ρωμανικά κατόπιν. Τίποτε τέτοιο δεν έγινε με τα ελληνικά, ποτέ. Ο Σταύρος, εκείνος ο αμπελουργός από τη Νεμέα με τον οποίο κουβεντιάσαμε μία αυγή του Σεπτέμβρη, μιλούσε μία γλώσσα πιο παλιά, κι από μια άποψη καλύτερα διατηρημένη από τον ερειπωμένο ναό του Δία που έβλεπες απ’ την κληματαριά του.

Πήλινη πινακίδα που βρέθηκε στην Ελλάδα φέρει το παλαιότερο αναγνώσιμο κείμενο στην Ευρώπη. Θεωρούμενη ως «μαγική ή μυστηριώδης» στην εποχή της, η γραφή στην πινακίδα αυτή επιβίωσε μόνο και μόνο επειδή πήρε φωτιά ένας σωρός σκουπίδια περίπου 3.500 χρόνια πριν, σύμφωνα με τους ερευνητές. Η πινακίδα, η οποία ανακαλύφθηκε σε έναν ελαιώνα στην περιοχή που τώρα βρίσκεται το χωριό Ίκλαινα, δημιουργήθηκε από μυκηναίο γραφέα που μιλούσε την ελληνική γλώσσα, μεταξύ του 1450 και 1350 π.Χ., σύμφωνα με τους αρχαιολόγους. Οι Μυκηναίοι, οι οποίοι έγιναν θρύλος εν μέρει από την Ιλιάδα του Ομήρου, κυριάρχησαν μεγάλο μέρος της Ελλάδας από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ancient Tablet Found: Oldest ReadableWriting in Europe. Names and numbers fill the back (pictured) of the tablet fragment, found in Greece. PHOTOGRAPH COURTESY CHRISTIAN MUNDIGLER

Στην ουσία μιλούσε τα ίδια ελληνικά που μιλούσαν στα μυκηναϊκά χρόνια, όπως το δείξανε οι επιγραφές που βρέθηκαν στην Πύλο. Λέγοντας τα ίδια ελληνικά εννοώ ότι μιλούσε μια γλώσσα που ήταν ήδη ελληνικά δεκαπέντε αιώνες πριν από τον Ιησού Χριστό (που δεν είναι η περίπτωση με τα γαλλικά) και που απλούστατα, και πολύ φυσικά, εξελίχθηκε, σαν όλες τις γλώσσες, για να καταλήξει στα ελληνικά που μιλιούνται σήμερα.

«Ποτέ δεν ένιωσα τη φωτογραφία ως μια παράλληλη δραστηριότητα,είτε δευτερεύουσα είτε εφαπτόμενη της συγγραφής, αλλά ως μια λειτουργία απολύτως αυτόνομη.Αυτόνομη και ενήλικη. Δεν σκέφτηκα συνεπώς ποτέ ότι η φωτογραφία θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να χρησιμοποιηθεί για να εικονογραφήσει τα κείμενά μου. Αντιθέτως, η φωτογραφία μπορεί ίσως να αναζητήσει ένα κείμενοόχι για να τη συμπληρώσει,αλλά για να τη συνοδεύσει» έγραφε ο Ζακ Λακαριέρ (1925-2005) περιγράφοντας την ερωτική σχέση που είχε με την τέχνη των «κλικ».

… Για την επίμονη διατήρηση αυτής της γλώσσας, θα δώσω ένα παράδειγμα. Βρισκόμουνα στο Πόρτο Γερμενό, κοντά στα Αιγόσθενα, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, σ’ ένα μικρό ακρογιάλι ενός παραμερισμένου χωριού. Κοντά μου, δύο παιδιά ψαράδων, οχτώ με δέκα χρονών το πολύ, έπαιζαν με το καβουράκι που είχαν πιάσει. Θα πρέπει, χωρίς άλλο, να το είχανε μαρτυρήσει, όπως κάνουν όλα τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία, γιατί το κοιτούσαν τώρα να χτυπιέται μέσα σε μία λακκούβα νερό, σε μια γούβα του βράχου.

Σπύρος Βασιλείου Σπύρος, Ο Διγενής και ο Χάροντας, 1965.

Πέρασε ένα λεπτό μέσα στη σιωπή, μετά το ένα από τα δύο παιδιά προχώρησε να βουτήξει. «Τι κάνει;» ρώτησε το άλλο. Κι εκείνο απάντησε: χαροπαλεύει, που στην κυριολεξία θέλει να πει παλεύει με το Χάρο.

«Ο νιός κι ο Χάρος». Βυζαντινό κεραμικό από την Κόρινθο, 11-12ος αιώνας. Ένας νεαρός ιππέας με απλωμένα χέρια περιστοιχίζεται από δυο πουλιά και έναν λαγό, στο περιθώριο υπάρχουν σχηματοποιημένα φυτά, ενώ από τον ουρανό προβάλλει ένας άγγελος.

Θαύμα τούτης της λέξης, της δυνατής, της πλούσιας, που φέρει μια ολόκληρη λησμονημένη ιστορία και που προφέρεται έτσι ανέμελα, φυσικά, από δύο παιδιά που παίζουν. Ο όρος δεν υπάρχει στ’ αρχαία, τον αποτελούν δύο λέξεις που αυτές υπάρχουν από την Αρχαιότητα: Χάρων, όνομα του πορθμέα, ο οποίος στις όχθες του Αχέροντος παραλάμβανε τους νεκρούς και τους περνούσε στον Άδη και παλεύω από το παλαιό παλαίω. Καθαυτός ό όρος θα πρέπει ν’ ανήκει στην ακριτική γλώσσα και ιδιαίτερα σε κείνο τον κύκλο των τραγουδιών του Διγενή που ανατρέχουν ως τον 9ο αιώνα.

Ο νεαρός ήρωας φορά φολιδωτό θώρακα, και "μανικόψελλα" στους καρπούς. Δεν ξέρουμε αν απεικονίζονται τα μαλλιά του ή αλυσσιδωτό κάλυμμα κεφαλής. Το πουλί αριστερά του δεν είναι κυνηγετικό γεράκι, αλλά πέρδικα. Ο άγγελος. Είναι πάνοπλος. Φορά αλυσιδωτό χιτώνιο και μικρό θώρακα στο στήθος. Κρατά κοντάρι στραμμένο προς τα κάτω, με σταυρό στο άλλο άκρο του. Τα φτερά του είναι ιδιαίτερα μικρά.

Ο Χάρων / Χάρος (που στην τελευταία του αυτή μορφή σημαίνει περισσότερο την προσωποποίηση του ίδιου του Θανάτου παρά τον νεκρικό λεμβούχο) και ο Διγενής επάλεψαν, ένα από τα περιφημότερα και δημοφιλέστερα επεισόδια αυτής της μεσαιωνικής εποποιίας. Έτσι, όπως και να’ ναι, ο όρος έχει μια ζωή δώδεκα δεκατριών αιώνων. Προφέροντας τον τα δύο εκείνα παιδιά δεν είχανε φυσικά καμία συνείδηση της μακριάς Ιστορίας της λέξης ούτε της έννοιας των συνθετικών της.

Μία από τις φωτογραφίες του Ζακ Λακαριέρ. Η συγκεκριμένη ανήκει στην ενότητα «Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού».

… Έτυχε ωστόσο –από αθωότητα ή από άγνοια μου– να συλλάβω ξαφνικά εκείνο το πρωί σε κείνο το ακρογιάλι, αυτό που είναι πραγματικά μία γλώσσα σαν φορέας μιας ιστορίας, μιας κουλτούρας και μιας παράδοσης. Είναι η ασυνείδητη δύναμη των λέξεων – αυτός ο αποχωρισμός ανάμεσα στην προέλευση και στη χρήση που μας επιτρέπει να τις μεταχειριζόμαστε χωρίς ν’ αναγκαζόμαστε να γνωρίζομε τα συνθετικά τους – που τους εξασφαλίζει αυτήν την αξιοπαρατήρητη μακροζωία. Αυτά τα παιδιά κάνουν τα ελληνικά να ζούνε, ενώ οι λόγιοι, που θέλουν να ενσταλάξουν μέσα στη γλώσσα τη σύγχρονη συνείδηση έννοιας και Ιστορίας –με τη γλώσσα που λένε καθαρεύουσα και για την οποία θα ξαναμιλήσω– σφυρηλατώντας σοφές λέξεις, δεν κάνουν παρά να την εξασθενούν ή να την κάνουν απαράδεκτη. Περίεργη η μνήμη εκείνων των χειλιών που μπορούν να προφέρουν, να απαγγέλλουν, να μεταδίδουν αυτόματα αυτές τις συλλαβές και αυτήν την αποκαλυπτική ιστορία!

Τα αρχαία σχέδια στα βράχια Αλτάι. The ancient drawings on rocks Altai.The so-called Pazyryk culture. Stone Age. 1000 BC. © Dr.Borodovsky

Φαινόμενο ανάλογο με κείνο που χαρακτήρισα σαν μνήμη χεριών σ’ ένα έργο που έγραψα πριν από έξι χρόνια, στη συνέχεια ενός ταξιδιού στη Ρωσία και στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης του Ζαγκόρσκ. Μνήμη των χεριών: διαιώνιση των επαναλαμβανόμενων κινήσεων, των παραδοσιακών, που με την ύφανση και το κέντημα διατηρούν σχέδια της εποχής των Σκυθών: αντικρυστά όρνια, γυναίκα ή θεά ανάμεσα σε δύο ιππείς, μυθικό πουλί, λουλούδια που μοιάζουν με αυτά που βρέθηκαν στα επιτύμβια του Αλτάι. Ήμουν βέβαιος ότι δεν βρισκόμασταν μπροστά σε μία σχολαστική μεταβίβαση, εντυπωμένη από δασκάλους, αλλά σε μια επανάληψη των κινήσεων του χεριού, που έκανε δυνατή ο απλός και επαναληπτικός χαρακτήρας της τεχνικής που χρησιμοποιείται (που άλλωστε επιτρέπει στις γυναίκες να υφαίνουν και να κεντάνε χωρίς να παύουν να μιλούν, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσοχή στη δουλειά) και αυτή η ανάγκη για πρότυπο, η ανάγκη να στραφείς προς μοτίβα και θέματα χιλιοκεντημένα, αυτή η αυθόρμητη και ασύνειδη άρνηση της αλλαγής που χαρακτηρίζει την παραδοσιακή λαϊκή τέχνη. Σήμερα, όπου αυτή η τέχνη βαδίζει προς το χαμό ή έχει ήδη χαθεί, ψάχνουν να ξαναβρούν αυτά τα μοτίβα και αυτές τις εμπνεύσεις μ’ ένα συνειδητό και σοφό τρόπο. Αλλά ποτέ, στην ιστορία της γλώσσας, δεν μπορείς να ελπίσεις ότι θα κάνεις το ίδιο για τις λέξεις.

Ο Ζακ Λακαριέρ έζησε τρία χρόνια στην Πάτμο, από το 1963 έως το 1966 σε ένα μικρό ερημητήριο που είχε πάρει το όνομα ενός βυζαντινού Αγίου, του Αγίου Απόλλωνα. «Σ' αυτό το μαγικό μέρος που βρισκόταν σε μία προεξοχή του βουνού, ο ασκητής είχε κάτω από τα μάτια του, καθώς ξυπνούσε το πρωί, την άκρη του Παραδείσου. Ο ασκητής ή ο ποιητής». Kαρτ ποστάλ Delcampe.

Και η Ελλάδα είναι ένα χτυπητό παράδειγμα όταν σκεφτούμε τις ανώφελες προσπάθειες των λογίων και των γραμματικών να δημιουργήσουν την επομένη της Ανεξαρτησίας, μια εθνική ελληνική γλώσσα. Ποτέ εκείνη η γλώσσα, η ονομαζόμενη καθαρεύουσα, δεν μπόρεσε να περάσει στη χρήση τη λαϊκή, σαν να υπήρχε κάτι το ασυμβίβαστο ανάμεσα στις προτεινόμενες λέξεις, τη γραμματική που είχε εφευρεθεί από την αρχή και το στόμα, τα χείλια εκείνων που από αιώνες ήδη μιλούσαν μια άλλη γλώσσα, ζωντανή, εκείνην εκεί, τη δημοτική. Σ’ αυτό το στάδιο της ιστορίας ή της επιβίωσης μίας γλώσσας, μόνον η μνήμη των χειλιών εξασφαλίζει τη μεταβίβαση των λέξεων, όχι τα λεξικά, ούτε τα συντακτικά που κατασκευάζουν οπερεττικοί γλωσσολόγοι.

Ο Ζακ Λακαριέρ μιλάει -στα ελληνικά- για τη σχέση του με την Ελλάδα στην εκπομπή Μονόγραμμα (ΕΡΤ) του Γιώργου και της Ηρούς Σγουράκη. Διαβάζει Ελύτη στο Λουμπαρδιάρη και Ρίτσο κάτω από την Ακρόπολη.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν στάθηκε και δεν θα σταθεί στην Ελλάδα άλλη γλώσσα από τη λαϊκή γλώσσα, αυτήν που λένε δημοτική, και που μπόρεσε μόνη να μεταφέρει, χωρίς γλωσσολόγο ή γραμματική ή, έστω, οποιοδήποτε είδος σχολείου, μία λέξη όπως το χαροπαλεύει μέσα από περισσότερους από δώδεκα αιώνες. Σε πείσμα όλων των επιτηδευμένων και στομφωδών ακαδημαϊκών από τους οποίους βρίθει η Ελλάδα, τους καθηγητές τους ποτισμένους από τα αρχαία ελληνικά – αλλά τα νεκρά αρχαία ελληνικά τη στιγμή που υπάρχουν στη χρήση ζωντανά αρχαία ελληνικά – σε πείσμα των οπαδών των καθαρών γλωσσών, δηλαδή των κατασκευασμένων από νεκρές συμφωνίες, εκείνα τα δυο ελληνόπουλα, που έπαιζαν μ’ ένα καβούρι, προκάλεσαν χωρίς να το ξέρουν, τον χρόνο, την εσωτερική δύναμη μίας κουλτούρας που, όπως η ροή του Ηράκλειτου, μένει ίδια μέσα από τις αλλαγές.

***

Το φρούριο των Αιγοσθένων είναι στο Πόρτο Γερμενό της Αττικής, 450 μέτρα από τη θάλασσα. Είναι αρχαίο φρούριο που χρησιμοποιήθηκε και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Θεωρείται το καλύτερα διατηρημένο φρούριο της αρχαιότητας. Την κλασική περίοδο, εποχή που κτίζεται το φρούριο, τα Αιγόσθενα αποτελούσαν κώμη των Μεγάρων. Η ακριβής χρονολόγηση κατασκευής του φρουρίου κυμαίνεται ανάμεσα στον πρώιμο 4ο έως τον πρώιμο 3ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα φαίνεται πολύ πιθανό να κτίστηκε το 343 π.Χ., με την βοήθεια των Αθηναίων έπειτα από τη συμμαχία τους με τους Μεγαρείς για την αντιμετώπιση του Θηβαϊκού κινδύνου. Στο φρούριο εγκαταστάθηκε για τον σκοπό αυτό, αθηναϊκή φρουρά. Η θέση πάντως πρέπει να είχε οχυρωθεί και από παλαιότερα, καθώς η πόλη των Αιγοσθένων γνώρισε μεγάλη ακμή γύρω στο 1500 π.Χ. ως το 700 π.Χ. Λόγω της παραμεθόριας θέσης της η πόλη ανήκε κατά καιρούς στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους. Υπήρξε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας και για σύντομη χρονική περίοδο του Κοινού των Βοιωτών.

… Πάνω ακριβώς από το Πόρτο Γερμενό, μπορούμε ακόμα να δούμε τα ερείπια του κάστρου των Αιγόσθενων. Γκρεμισμένοι τοίχοι, τείχη και πυργέλλες μισορημαγμένες, φωλιές συριστικών εντόμων, σκορπιών και φιδιών. Εκεί που περιδιάβαζα μέσα στην κάψα του μεσημεριού, μέσα σε κείνα τα ερείπια που είχαν κυριέψει τα χόρτα, πάνω σ’ αυτήν την αρχαία ακρόπολη που οι Τούρκοι μεταμόρφωσαν στη συνέχεια σε ντάπιες, σε υπόγεια φρούρια κι αυτά ρημαγμένα (μόνο ένα δωμάτιο είναι ανέπαφο και σ’ αυτό έχει εγκατασταθεί για το φθινόπωρο, για τις ελιές, μια ελληνική οικογένεια), είπα με το μυαλό μου πως δεν θα μπορούσες να φανταστείς αντίθεση ούτε πιο μεγάλη ούτε πιο αποκαλυπτική από των χιλιόχρονων λέξεων μίας γλώσσας –από αυτό το ρήμα που μόλις είχα ακούσει– και αυτών των ρημαγμένων τειχών, των πολύ πιο πρόσφατων, αλλά που αυτά δε μεταδίδουνε τίποτα πια. … Ενώ μία λέξη, μια μοναχή λέξη, μπορεί και μεταφέρει ακόμα μέσα στις συλλαβές της το περιεχόμενο ενός πολιτισμού, το θετικό ή τ’ αρνητικό (αν η έννοια τους έχει αλλάξει) μιας συγκεκριμένης ευαισθησίας κι ενός συγκεκριμένου βλέμματος, όπως αυτά τα κύτταρα – βλαστικά ή όχι – του σώματος μας που είναι το καθένα η μικρογραφία του.

Δε διαβάζω πια τίποτα πάνω σ’ αυτές τις πέτρες – άλλο από το ότι είναι τα δυσανάγνωστα λείψανα μιας φράσης τοίχου, πύργου, ακρωτηριασμένου οχυρού που έγινε σκόνη σε σημείο να μην έχει μείνει τίποτα πια – τις προδομένες και εγκαταλελειμμένες από μια έννοια και μια λειτουργία που εξαφανίστηκαν. Ενώ αρκεί να εμφανιστεί μία και μοναδική λέξη πάνω σε μια απ’ αυτές, μία επιγραφή, ένα όνομα, ακόμα και κάποιο σκοτεινό σημείο, για να ξαναβρεί αυτή η έννοια λιμάνι και στήριγμα σαν μία σημαντική δύναμη –θα ’πρεπε να πούμε μαγνητική;– να συγκρατούσε αυτού την ιστορία, την κουλτούρα, την αλλοτινή ζωή, κλεισμένες μέσα σε θεμέλια, σε κουφώματα, σε γωνίες.

Ποια μήτρα –αλλά και ποια φυλακή– της έννοιας η μνήμη των χειλιών και η μνήμη της πέτρας! Στήριγμα του προφορικού, του γραπτού, στήριγμα του προφερμένου, του εγγεγραμμένου, αυτό το θαύμα, που σήμερα αντιλαμβάνομαι για πρώτη φορά, μιας λέξης πάνω σε χείλια και πέτρες αδειασμένες από την έννοια τους, καύκαλα τζούφια σαν κι αυτά των άφωνων τζιτζικιών που μένουν πάνω στις φλούδες των δέντρων.

Δελφοί, καρτ ποστάλ Delcampe.

Τίποτα δεν υπάρχει ν’ αναζητήσεις εδώ, σ’ αυτά τα ωστόσο κολοσσιαία και παρόντα αντικείμενα, σ’ αυτές τις πέτρες και σ’ αυτούς τους κορμούς των κιόνων των σκορπισμένων μέσα στις ελιές, τ’ αρμυρίκια, σαν κύβοι ενός παλαιού –και ακατάληπτου– παιγνιδιού συναρμολόγησης. Αλλά ίσως μπορούσαν όλα να βρεθούν πάνω στα χείλια εκείνων που, πιο χαμηλά στην αμμουδιά, στους καφενέδες, στα σπίτια του Πόρτο Γερμενό –κι όλων των «Πόρτο Γερμενών» της Ελλάδας– είναι οι αγγελιοφόροι, οι ασύνειδοι φορείς του ζωντανού. Αντιλαμβάνομαι πόσο είναι μάταιη, σε πείσμα της οποιασδήποτε ιστορικής ή επιστημολογικής στήριξης, η αναζήτηση όλων αυτών που επισκέπτονται τα ερείπια, που θέλουν ν’ ακούσουν το μήνυμά τους, που έρχονται να βρουν στην Ελλάδα μια εικόνα που μόνες οι πέτρες δεν μπορούν ποτέ να απεικονίσουν. Η Ελλάδα του άλλοτε, νεκρή μέσα σ’ αυτούς τους ναούς σε τούτες τις πέτρες, ζει πάντα στα χείλια των παιδιών της Ελλάδας. Αλλά ποιος θα πάει να την αναζητήσει εκεί;

*******************************

Το βιβλίο του Jacques Lacarrière, «Το ελληνικό καλοκαίρι», κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1975 από τις εκδόσεις Plon με τίτλο «L’ été Grec». Να σημειωθεί ότι ο Γάλλος ελληνιστής και πολυδιαβασμένος συγγραφέας, που ερχόταν ανελλιπώς στην Ελλάδα από το 1947 έως το φθινόπωρο του 1966 κι έμενε για μεγάλα διαστήματα σε αυτόν τον τόπο «ο οποίος του άλλαξε τη ζωή», δεν επέστρεψε παρά μόνο μετά το τέλος της επτάχρονης Δικτατορίας (1967-1974). Στο ελληνικό καλοκαίρι συγκέντρωσε την εμπειρία της πρώτης εικοσαετίας του σε εκείνη την Ελλάδα την μεταπολεμική –αλλά ακόμα στην δύνη του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής - ψυχροπολεμικής περιόδου – στην Ελλάδα που ζούσε ακόμα «στα χείλια των παιδιών» και των ψαράδων, των βοσκών και των φυλάκων αρχαιοτήτων που φιλοξένησαν στο τσαρδάκι τους τον ξένο, ο οποίος κάτεχε τη γλώσσα τους και τη χαιρόταν όσο κανείς άλλος.

==

και για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλώ μεταπηδήστε στην επόμενη ιστοσελίδα στα ελληνικά -

( παρακαλώ χρησιμοποιώντας το δεξιό κλικ του mouse, ανοίξτε τον επόμενο σύνδεσμο

( ιστοσελίδα ) σε ξεχωριστό παράθυρο προς τα δεξιά, )

Ζακ Λακαριέρ, «Το ελληνικό καλοκαίρι». Jacques Lacarrière, “L’ été Grec” - kostasvakouftsis.blogspot.gr

**********

**********

**********

**********************************************************

***************************************************************

***************************************************************

WEB RING

----------

and for more information, please switch to the same webpage in English -

( please using the right click of your mouse, and Open Link in Next Private Window, )

y para más información, cambie por favor a la misma página web enespañol -

(por favor usando el clic derecho de su ratón, y elvínculo abierto en la ventana privada siguiente,)

et pour plus d'information, commutez svp à la même page Web en français -

(svp utilisant le droit - clic de votre souris, et le lien ouvert dans la prochaine fenêtreprivée,)

und zu mehr Information, schalten Sie bitte zur gleichen Webseite auf Deutsch -

(bitte unter Verwendung des Rechtsklicks Ihrer Maus und öffnen Sie Link im Folgenden privatenFenster,)

e per più informazioni, commuti prego alla stessa pagina Web in italiano -

(per favore facendo uso del cliccare con il pulsante destro del mouse del vostro mouse e delcollegamento aperto in finestra privata seguente,)

e para mais informação, comute por favor ao mesmo Web page noportuguês -

(por favor usando o direito - clique de seu rato, e a relação aberta na janela privada seguinte,)

και για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλώ μεταπηδήστε στην ίδια ιστοσελίδα στα ελληνικά -

( παρακαλώ χρησιμοποιώντας το δεξιό κλικ του mouse, ανοίξτε τον επόμενο σύνδεσμο

( ιστοσελίδα ) σε ξεχωριστό παράθυρο προς τα δεξιά, )

( please using the right click of your mouse, and Open Link in Next Private Window, )

(пожалуйста, щелкнув правой кнопкой мыши и откройте ссылку в следующем приватном окне).

ARABIC

( please using the right click of your mouse, and Open Link in Next Private Window, )

(يرجى استخدام النقر بالزر الأيمن للفأرة، وفتح الرابط في النافذة الخاصة التالية)

يستريح André Malraux - جزية إلى يونان - يونان سرّيّ في القلب من all the رجل من الالغرب.

----------

***************************************************************

***************************************************************

***************************************************************

we WELCOME YOUR ADS, CLASSIFIEDS, ADVERTISING, CLASSIFIED ADS ...

OUR SITE IS YOUR PLACE ...

MAXIMIZE YOUR EXPOSURE BY USING THE HIGHLY EFFECTIVE SERVICES BELOW !

ARE YOU SEARCHING FOR THE PERFECT LOCATION FOR INTERNET ADVERTISING AND PROMOTION ?

Advertise your product or service using our WEB PAGE !

* All Traffic in our site consists of totally unique visitors for FULL CAMPAIGN PERIOD !

* You can DRAMATICALLY IMPROVE YOUR BUSINESS

* We offer wide selection of categories to select from ... including Business, Marketing, Shopping, Health, and much more !

* YOU CAN USE OUR SITE TO MARKET ALL OF YOUR PRODUCTS AND SERVICES !

* OUR SITE IS THE MOST COST-EFFICIENT WAY TO REACH THE MASSES THAT HAS EVER EXISTED !

* TARGETED TRAFFIC TO YOUR SITE GUARANTEED !

PLEASE CONTACT OUR ADS ASSISTANT. email IN ENGLISH LANGUAGE :

braintumor2014@gmail.com

and please send a text message to my mobile phone 0030 6942686838

( 0030 is the international area code of Greece )

in order I connect into the INTERNET and to my www.gmail.com email account and to reply to your email, withing the next 24 hours.

***************************************************************

***************************************************************

***************************************************************

( English ) the StatCounter was installed on 2018-04-25, 17:30 p.m. GMT( Greek ) ( Ελληνικά ) Ο μετρητής εγκαταστάθηκε την 25-04-2018 19:30 μ.μ. ώρα Ελλάδας

***************************************************************

***************************************************************

***************************************************************

***************************************************************

***************************************************************

***************************************************************