ΑΡΧΑΊΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΌΣΟΦΟΙ 05-08

****************

πίσω στην ιστοσελίδα ...

https://sites.google.com/site/philosofiaellinikiarhaia/arhaoi-ellines-filosofoi-01-04

****************

5. Οι τελευταίοι Προσωκρατικοί: Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας και Δημόκριτος

5.1. Η οδός του συμβιβασμού: Εμπεδοκλής και Αναξαγόρας

Η προσωκρατική φιλοσοφία συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατά τον 5ο αιώνα στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου. Ο Εμπεδοκλής προέρχεται από τον Ακράγαντα της Σικελίας, ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας, ο Φιλόλαος από τη Θήβα, ο Διογένης από την Απολλωνία του Εύξεινου Πόντου, ο Λεύκιππος από τη Μίλητο ή την Ελέα, ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα της Θράκης. Ο φιλόσοφος εξακολουθεί να δουλεύει μόνος του έχοντας κοντά του μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων μαθητών. Ακόμη δεν έχει συνειδητοποιηθεί η ανάγκη της ύπαρξης ενός κέντρου της ελληνικής φιλοσοφίας, όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένας ζωντανός διάλογος ανάμεσα στους φιλοσόφους. Ο πρώτος που αντιλαμβάνεται μια τέτοια ανάγκη είναι ο Αναξαγόρας, όταν αποφασίζει να αφήσει την πατρίδα του και να ενσωματωθεί στον στενό κύκλο των διανοουμένων που διατηρούσε ο Περικλής στην Αθήνα.

Ούτε η θεματολογία της φιλοσοφίας έχει αλλάξει. Ο φυσικός κόσμος και οι μηχανισμοί που τον διέπουν βρίσκεται πάντοτε στο επίκεντρο της προσοχής. Η ψυχή και η μεταθανάτια μοίρα της απασχολεί όσους έχουν επηρεαστεί από την πυθαγόρεια παράδοση. Τέλος, το πρόβλημα της γνώσης, η διάκριση αίσθησης και νόησης, είναι θέματα ιδιαίτερα επίκαιρα μετά τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη. Αν υπάρχει κάτι καινούργιο στους τελευταίους προσωκρατικούς φιλοσόφους είναι η κατάκτηση μιας κοινής φιλοσοφικής γλώσσας. Η διάδοση του γραπτού λόγου στον ελληνικό χώρο φαίνεται ότι συνετέλεσε και στη διάδοση κάθε είδους πληροφοριών και γνώσεων, ακόμη και των φιλοσοφικών πληροφοριών και γνώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σωκράτης στην Απολογία του αναφέρει ότι ο καθένας μπορούσε να προμηθευτεί στην αγορά της Αθήνας το βιβλίο του Αναξαγόρα (Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 26d). Έτσι, αν και δεν υπάρχει άμεση επαφή ανάμεσα στους εκπροσώπους αυτής της γενιάς, τα προβλήματα που τους απασχολούν είναι κοινά και η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι ενιαία.

Σημείο εκκίνησης για τους τελευταίους Προσωκρατικούς είναι η πρόκληση του Παρμενίδη. Το δίλημμά τους θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: πώς να διατηρήσει κανείς την παρμενίδεια θέση ότι αυτό που υπάρχει (το «ον») είναι αμετάβλητο, χωρίς να αρνηθεί την πανταχού παρούσα φυσική μεταβολή; Υπάρχει τρόπος να ακολουθήσουμε το μάθημα του Παρμενίδη ότι δεν υπάρχει γέννηση και θάνατος των όντων, και ταυτοχρόνως να συνεχίσουμε να μελετούμε και να εξηγούμε τις φυσικές μεταβολές;

Ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας, οι πιο σημαντικοί φιλόσοφοι της περιόδου, θα απαντήσουν στον Παρμενίδη με πανομοιότυπο τρόπο. Οι δύο φιλόσοφοι ζουν την ίδια ακριβώς εποχή (περίπου από το 500 ως το 430 π.Χ.), αλλά είναι εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Εμπεδοκλής είναι επηρεασμένος από τον πυθαγόρειο μυστικισμό, ζει με τρόπο μυθιστορηματικό θεωρούμενος ως προφήτης από τους συμπατριώτες του, γράφει σε επικό και υποβλητικό ποιητικό λόγο δύο έργα, το Περί φύσεως και τους Καθαρμούς. Ο Αναξαγόρας από την άλλη μεριά είναι προάγγελος μιας νέας εποχής: συνδέεται με το δημοκρατικό κίνημα στην Αθήνα, διώκεται για τις διαφωτιστικές του απόψεις και εξορίζεται· κάποιοι τον ταυτίζουν με τους σοφιστές. Στο φιλοσοφικό ωστόσο επίπεδο υπάρχει μεταξύ τους συμφωνία.

Και οι δύο είναι πεπεισμένοι για το ότι δεν υπάρχει απόλυτη γέννηση και θάνατος. Τη θέση αυτή την εκφράζουν με απόλυτη βεβαιότητα, υιοθετώντας ακόμη και το λεξιλόγιο του Παρμενίδη:

Από όλα τα θνητά κανένα δεν γεννιέται ούτε χάνεται με τον επάρατο θάνατο. Υπάρχει μόνο ανάμειξη και ανταλλαγή των αναμεμειγμένων, και αυτό το ονομάζουν «γέννηση» οι άνθρωποι.

Εμπεδοκλής, απόσπ. 8

Γιατί είναι αδύνατο να γεννηθεί κάτι από αυτό που δεν υπάρχει καθόλου, και είναι ακατόρθωτο και ανήκουστο να αφανίζεται αυτό που υπάρχει.

Εμπεδοκλής, απόσπ. 12

Οι Έλληνες κάνουν λάθος για τη γέννηση και τη φθορά· γιατί κανένα πράγμα δεν γεννιέται ούτε χάνεται, αλλά συντίθεται από πράγματα που υπάρχουν, και μετά αποσυντίθεται. Συνεπώς, θα είχαν δίκιο αν αποκαλούσαν τη γέννηση μείξη και τη φθορά διαχωρισμό.

Αναξαγόρας, απόσπ.17

Η γέννηση και ο θάνατος εγκαταλείπονται, στη θέση τους όμως βλέπουμε να εμφανίζονται δύο καινούργιες φιλοσοφικές έννοιες: η ανάμειξη και ο διαχωρισμός. Τίποτε δεν μπορεί να γεννηθεί από κάτι που δεν υπάρχει (από το «μη ον» του Παρμενίδη) ούτε πάλι να αφανιστεί εντελώς. Γεννήσεις όμως και θανάτους βλέπουμε κάθε μέρα δίπλα μας. Τι συμβαίνει λοιπόν; Η απάντηση του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα είναι ότι στην πραγματικότητα προϋπάρχει πάντοτε κάποιο υλικό, το οποίο ανασυντίθεται με τέτοιο τρόπο ώστε η ανασύνθεση να εμφανίζεται στους αδαείς ως γέννηση και θάνατος. Για να μπορεί ωστόσο αυτό το προϋπάρχον υλικό να ανασυντίθεται, να αναμειγνύεται και να διαχωρίζεται, σημαίνει ότι δεν είναι κάτι το ενιαίο και μοναδικό αλλά αποτελεί ήδη μια πολλαπλότητα. Στον «μονισμό» των πρώτων Προσωκρατικών, στην αντίληψή τους ότι υπάρχει μια μοναδική πρωταρχική και αμετάβλητη αρχή των πάντων (το νερό του Θαλή, το άπειρο του Αναξίμανδρου, ο αέρας του Αναξιμένη), ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας αντιπαραθέτουν περισσότερες από μία αρχές.

Ο Εμπεδοκλής ισχυρίζεται ότι οι αρχές αυτές είναι τέσσερις: η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά. Τις τέσσερις αυτές αρχές ο ίδιος τις ονόμασε «ριζώματα», αργότερα όμως καθιερώθηκαν με την ονομασία «τα τέσσερα στοιχεία» και αποτέλεσαν μία από τις πιο γόνιμες ιδέες στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας. «Στοιχείο» σημαίνει ελάχιστη μονάδα, κάτι που δεν αναλύεται περισσότερο, και τέτοια ακριβώς είναι τα τέσσερα στοιχεία του Εμπεδοκλή: υπήρχαν πάντοτε και θα υπάρχουν πάντοτε, έχουν τη δυνατότητα να αναμειγνύονται μεταξύ τους και να διαχωρίζονται προκαλώντας όλες τις μεταβολές που παρατηρούνται στη φύση, ακόμη και τις φαινομενικές γεννήσεις και τους θανάτους. Γέννηση ενός όντος είναι στην πραγματικότητα η ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων σε κάποια δεδομένη αναλογία και θάνατος είναι ο διαχωρισμός τους. Μοιάζουν με τα ελάχιστα βασικά χρώματα που χρησιμοποιεί ένας ζωγράφος, για να δημιουργήσει τις άπειρες αποχρώσεις και τις διαφορετικές μορφές ενός πίνακα (Εμπεδοκλής, απόσπ. 23).

Ο Αναξαγόρας από τη μεριά του μιλά και αυτός για πολλές αρχές, αλλά δεν τις προσδιορίζει αριθμητικά. Η θέση του είναι ότι όλα τα βασικά υλικά που παρατηρούμε στο περιβάλλον μας υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντοτε. Τα πάντα δημιουργούνται από αναμείξεις παλαιότερων υλικών, μεταβάλλονται από ανασυνθέσεις αυτών των υλικών και διαλύονται από τον διαχωρισμό τους. Κάθε σώμα λοιπόν αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μείγμα, που αποτελείται από πολλά μικροσκοπικά υλικά ποικίλης μορφής.

Όλα τα πράγματα ήταν μαζί, άπειρα και στο πλήθος και στο μικρό τους μέγεθος.

Αναξαγόρας, απόσπ.1

Στο κάθε πράγμα ενυπάρχει μέρος κάθε άλλου πράγματος.

Αναξαγόρας, απόσπ. 12

Η βασική λοιπόν ιδέα είναι κοινή στον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα. Η μεταβολή στη φύση υπάρχει, όπως υπάρχει και το αιώνιο και αμετάβλητο παρμενίδειο ον. Μόνο που αυτό το ον δεν είναι ένα αλλά περισσότερα, και η φυσική μεταβολή δεν είναι τίποτε άλλο από ανάμειξη και διαχωρισμός υλικών που προϋπάρχουν.

5.2. Η κινητήρια δύναμη της μεταβολής

Από τα πρώτα της βήματα η αρχαία ελληνική φιλοσοφία αντιμετώπισε τις κινήσεις και τις αλλαγές στη φύση ως κάτι δεδομένο. Η ίδια η ύπαρξη της φυσικής μεταβολής είναι αυτονόητη και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εξήγηση. Αυτό που χρειάζεται μελέτη και εξήγηση είναι ο τρόπος που συντελούνται οι φυσικές μεταβολές - θα πρέπει να ανακαλυφθούν οι μηχανισμοί που τις διέπουν. Η πύκνωση και η αραίωση του Αναξιμένη, η ανάμειξη και ο διαχωρισμός του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα είναι προσπάθειες να προσδιοριστούν τέτοιοι μηχανισμοί.

Θα μπορούσαν ωστόσο να τεθούν κάποια επιπλέον ερωτήματα. Υπάρχει άραγε κάποια κινητήρια δύναμη που ρυθμίζει τις αλλαγές στη φύση ή τα πάντα μεταβάλλονται από μόνα τους; Και ακόμη, αν όλα αλλάζουν στη φύση συνεχώς, υπάρχει κάποια σκοπιμότητα σε αυτές τις αλλαγές ή όλα γίνονται τυχαία; Τέλος, η φύση ως σύνολο διέπεται από αταξία ή από τάξη; Θα πρέπει βέβαια να διευκρινίσουμε ότι τα ερωτήματα αυτά είναι υποθετικά. Δεν τέθηκαν με αυτόν ακριβώς τον τρόπο από τους φιλοσόφους του 5ου αιώνα π.Χ., αλλά μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι βρίσκονται πίσω από τις προσπάθειες του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα να εισαγάγουν κοσμικές δυνάμεις στο φυσικό τους σύστημα.

Το στοιχείο που προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση στο βιβλίο του Αναξαγόρα ήταν η υποβλητική παρουσία μιας κοσμικής δύναμης, του Νου. Ο Σωκράτης στον πλατωνικό Φαίδωνα (97b-c) μας διηγείται πόσο εντυπωσιάστηκε όταν άκουσε για πρώτη φορά ότι ο Αναξαγόρας δίδασκε «ότι ο Νους είναι εκείνος που θέτει τα πάντα σε τάξη και είναι υπεύθυνος για όλα». Ελπίζοντας ότι θα βρει επιτέλους απάντηση στο ερώτημα που τον απασχολούσε από τα νεανικά του χρόνια, για ποια δηλαδή αιτία γίνονται όλα στη φύση, έσπευσε να διαβάσει το βιβλίο του Αναξαγόρα, αλλά, όπως λέει, γρήγορα απογοητεύθηκε. Αντί για τη ρυθμιστική επίδραση του Νου, είδε τον Αναξαγόρα να αναφέρει «ως αιτίες αέρες και αιθέρες και νερά και πολλά άλλα αλλόκοτα» (Φαίδων 98c).

Δυστυχώς το βιβλίο του Αναξαγόρα δεν διασώθηκε αυτούσιο. Αν κρίνουμε ωστόσο από τα αρκετά αποσπάσματα που διαθέτουμε, ίσως ο Σωκράτης να μην έχει τελικά άδικο. Ο Νους εισάγεται από τον Αναξαγόρα σαν μια δύναμη που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο και τον εξουσιάζει. Είναι «άπειρος και αυτοδύναμος, δεν αναμειγνύεται με κανένα πράγμα, αλλά μόνος αυτός βρίσκεται σε πλήρη αυτονομία. […] Γνωρίζει τα πάντα για κάθε πράγμα και έχει τη μέγιστη δύναμη. […] Τα πάντα τα έθεσε σε τάξη ο Νους» (απόσπ. 12). Και μόνο το γεγονός ότι ο Αναξαγόρας επιλέγει να ονομάσει την κοσμική του δύναμη «νου» δείχνει ότι αισθάνεται την ανάγκη να προσδώσει στον κόσμο κάποιο έλλογο «νόημα», αποδίδοντας την επικρατούσα τάξη στη δράση μιας ανώτερης διάνοιας, η οποία λογικά θα έπρεπε να είναι άυλη. Η πρόθεσή του όμως αυτή μένει ανεκπλήρωτη. Ο Νους είναι μεν αυτόνομος και πανίσχυρος, αλλά δεν παύει να είναι υλικός, όντας «το λεπτότερο και το καθαρότερο από όλα τα πράγματα» (απόσπ. 12). Δίνει το έναυσμα για τη δημιουργία του κόσμου προκαλώντας την πρώτη περιστροφική κίνηση (τη δίνη) του πρωταρχικού υλικού, αλλά στη συνέχεια θα έλεγε κανείς ότι παραμερίζεται, αφήνοντας ελεύθερο το έδαφος στις διαδικασίες του διαχωρισμού και της ανάμειξης, οι οποίες λειτουργούν με έναν τρόπο μηχανικό και αυτόματο.

Παρόμοια είναι και σε αυτό το σημείο η στάση του Εμπεδοκλή. Εκτός από τα τέσσερα στοιχεία, στον κόσμο υπάρχουν δύο ισοδύναμες και αντίρροπες δυνάμεις: η Φιλότης και το Νεῖκος - η φιλία δηλαδή και το μίσος. Η Φιλότητα είναι η κοσμική δύναμη που συνενώνει τα στοιχεία, ενώ το Νείκος η δύναμη που τα διαχωρίζει. Η ανθρωπολογική καταγωγή των δύο δυνάμεων είναι εμφανής, αφού η μια δύναμη είναι καλή και ευεργετική σαν τη φιλία που δημιουργεί σταθερές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, ενώ η άλλη χαρακτηρίζεται «ολέθρια» σαν το μίσος και τη φιλονικία που δημιουργούν εχθρικές παρατάξεις και στρατόπεδα. Και όπως οι άνθρωποι στις διαπροσωπικές τους σχέσεις άλλοτε περνούν περιόδους αγάπης και άλλοτε περιόδους εχθρότητας, έτσι και στον κόσμο άλλοτε τα πρωτεία παίρνει η Φιλότητα και άλλοτε το Νείκος. Είναι ωστόσο προκαθορισμένο ο κόσμος να περνά διαδοχικά από τη επικράτεια της μιας στην επικράτεια της αντίθετης δύναμης.

Στο Μίσος, όλα είναι διαφορετικά μεταξύ τους και χωρισμένα,

μα στη Φιλία, όλα πηγαίνουν μαζί και ποθούν το ένα το άλλο.

Εμπεδοκλής, απόσπ. 21

Μα όταν το μέγα Μίσος φούντωσε

και πήρε την αρχή, σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου,

που μ᾽ όρκο πλατύ ορίστηκε μία στη πρώτη κι ύστερα στην άλλη.

Εμπεδοκλής, απόσπ. 30

Η πλήρης κυριαρχία της Φιλότητας φέρνει τον κόσμο σε μια κατάσταση έντονης συνεκτικότητας και αμοιβαίας έλξης, όπου όλα τα στοιχεία ενώνονται μεταξύ τους, μια κατάσταση που ο Εμπεδοκλής ονομάζει παραστατικά Σφαῖρον, δηλαδή «σφαίρα». Η κατάσταση αυτή όμως είναι γραπτό να διαρραγεί, όταν βαθμιαία επικρατεί το Νείκος και φέρνει τους αναγκαίους διαχωρισμούς στη φύση. Η διασπαστική τάση του Νείκους έχει και την ευεργετική της επίδραση, αφού από τις διαφοροποιήσεις που επιφέρει παράγονται οι γνωστές μας μορφές της ανόργανης και της οργανικής ύλης.

5.3. Η ατομική θεωρία του Δημόκριτου

Θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί αν η εισαγωγή κοσμικών δυνάμεων στη φύση, και μάλιστα δυνάμεων που εμφανώς έλκουν την καταγωγή τους από την ανθρώπινη κατάσταση, αποτελεί πρόοδο ή οπισθοδρόμηση για τη φιλοσοφία. Αν πιστέψει κανείς ότι ο Νους ή η Φιλότητα και το Νείκος κυριαρχούν στον κόσμο, προβάλλει ανθρώπινες ιδιότητες στη φύση και με τον τρόπο αυτό τη φέρνει πιο κοντά του. Από την άλλη όμως πλευρά το ίδιο δεν συνέβαινε και στη μυθική σκέψη, όταν ο κόσμος αποτελούσε πεδίο δράσης πανίσχυρων ανθρωπομορφικών θεοτήτων;

Τελικά θέλει μεγάλη διανοητική τόλμη για να μπορέσει κανείς να υποστηρίξει ότι το σύμπαν διέπεται από τους δικούς του νόμους και ότι οι νόμοι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου. Ο μόνος που έκανε με συνέπεια αυτό το βήμα στην αρχαία σκέψη ήταν ο Δημόκριτος.

Ο Δημόκριτος υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους αρχαίους συγγραφείς, και είναι μεγάλο δυστύχημα η απώλεια των έργων του. Λέγεται ότι η έκταση των έργων του Δημόκριτου ήταν συγκρίσιμη με την αντίστοιχη των έργων του Πλάτωνα, του μεγάλου θεωρητικού του αντιπάλου. Η επικράτηση της πλατωνικής φιλοσοφίας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και η διάδοση των πλατωνικών σχολών θα πρέπει να είναι η αιτία για τον παραμερισμό της δημοκρίτειας σκέψης.

Η ατομική θεωρία, για την οποία έγινε διάσημος ο Δημόκριτος, αποδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς από κοινού στον ίδιο και στον Λεύκιππο. Για τον Λεύκιππο ωστόσο δεν έχουμε καμιά ουσιαστική πληροφορία, εκτός από το ότι ήταν μεγαλύτερος από τον Δημόκριτο. Και για τον Δημόκριτο, άλλωστε, διαθέτουμε περισσότερα ανέκδοτα και μυθεύματα παρά ασφαλείς πληροφορίες. Πατρίδα του ήταν τα Άβδηρα της Θράκης, όπως και του λίγο μεγαλύτερου Πρωταγόρα. Ταξίδεψε αρκετά, αλλά για κάποιους λόγους απέφυγε την Αθήνα, όπου σύμφωνα με μια μαρτυρία, όταν κάποτε την επισκέφθηκε, κανένας δεν τον αναγνώρισε («ήρθα λοιπόν στην Αθήνα και κανείς δεν με γνώρισε», απόσπ. 116). Γεννήθηκε γύρω στο 460 π.Χ. και έφτασε σε μεγάλη ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι ο Δημόκριτος είναι νεότερος από τον Σωκράτη και τους γνωστότερους σοφιστές και, επομένως, με χρονολογικά κριτήρια, δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Κατατάσσεται στους Προσωκρατικούς, γιατί το φιλοσοφικό του σύστημα αποτελεί από κάθε πλευρά το επιστέγασμα της προσωκρατικής σκέψης.

Και ο Δημόκριτος ξεκινά από τον Παρμενίδη. Πολλά είναι τα κοινά τους σημεία: η καχυποψία απέναντι στην αξιοπιστία των αισθήσεων, η προτεραιότητα της νοητικής οδού, η βεβαιότητα ότι αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι αμετάβλητο.

Υπάρχουν δύο είδη γνώσης: η μια είναι γνήσια και η άλλη νόθα. Στη νόθα γνώση ανήκουν όλα αυτά: η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση, η αφή. Η γνήσια γνώση είναι ξεχωριστή απ᾽ αυτήν.

Δημόκριτος, απόσπ. 11

Το να γνωρίζει κανείς πώς είναι στην πραγματικότητα κάθε πράγμα είναι κάτι απροσδιόριστο.

Δημόκριτος, απόσπ. 8

Συμβατικά υπάρχει το γλυκό, συμβατικά το πικρό, συμβατικά το θερμό, συμβατικά το ψυχρό, συμβατικά το χρώμα. Στην πραγματικότητα υπάρχουν τα άτομα και το κενό.

Δημόκριτος, απόσπ. 9

Στο μοναδικό Ον του Παρμενίδη ο Δημόκριτος αντιπαραθέτει τα άτομα και το κενό. Τα άτομα του Δημόκριτου θα πρέπει να τα φανταστούμε ως τις ελάχιστες μονάδες της ύλης - «άτομο» άλλωστε σημαίνει το άτμητο, αυτό που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μικρότερα μέρη. Το μικροσκοπικό τους μέγεθος τα κάνει αόρατα, απρόσιτα στις αισθήσεις. Για την ύπαρξη των ατόμων και του κενού ο Δημόκριτος δεν έχει καμία αμφιβολία. Και, αφού στα άτομα και στο κενό δεν φτάνει κανείς μέσω των αισθήσεων, υποθέτουμε ότι η βεβαιότητα του Δημόκριτου θα πρέπει να στηριζόταν σε κάποιο νοητικό συλλογισμό, σαν αυτούς που διατύπωσε πρώτος ο Παρμενίδης.

Πράγματι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος δέχτηκαν τη διάκριση του Παρμενίδη ανάμεσα στο «ον» και το «μη ον», ταύτισαν όμως το «ον» με τα υλικά άτομα και το «μη ον» με το κενό (Μετά τα φυσικά985b4-6). Τα υπάρχοντα πράγματα λοιπόν δεν είναι ένα, αλλά πολλά. Και το παρμενίδειο «μη ον» δεν είναι αυτό που δεν υπάρχει, το ανύπαρκτο, αλλά ο κενός χώρος - το κενό είναι κάτι που υπάρχει στην πραγματικότητα, απλώς είναι κάτι το εντελώς άδειο.

Τα άτομα τώρα είναι άπειρα στο πλήθος και διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το σχήμα και το μέγεθος. Αν και κάθε άτομο είναι τόσο μικροσκοπικό ώστε να είναι αόρατο, η συνένωση πολλών ατόμων δημιουργεί τις ορατές μάζες, τα ποικίλα ορατά αντικείμενα που βλέπουμε και αισθανόμαστε. Όπως οι άμεσοι προκάτοχοί του, έτσι και ο Δημόκριτος θεωρεί ότι η γέννηση ενός πράγματος είναι στην πραγματικότητα ανάμειξη προϋπαρχόντων στοιχείων: είναι συμπλοκή πολλών ατόμων, οπότε και ο θάνατος είναι διάσπαση ενός συμπλέγματος ατόμων. Είναι πιθανό ο Δημόκριτος να θεώρησε ότι τα άτομα είναι άπειρα στον αριθμό, στο σχήμα και στο μέγεθος, για να εξηγήσει έτσι την απειρία των ορατών αντικειμένων του κόσμου μας. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να σκεφτεί ότι η βασική τάση του Δημόκριτου ήταν να αναγάγει τις ποιοτικές διαφορές των ορατών πραγμάτων σε ποσοτικές διαφορές (αριθμού, σχήματος και μεγέθους) των ατόμων, όπως έκανε πολύ αργότερα η νεότερη φυσική επιστήμη. Το πρόβλημα ωστόσο με τη δημοκρίτεια ατομική θεωρία ήταν ότι δεν προσδιόριζε τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των ατόμων, και έτσι στην πράξη δεν μπορούσε να προσφέρει ακριβείς εξηγήσεις για τα επιμέρους ορατά φαινόμενα.

5.4. Η αιωνιότητα της κίνησης και η Ανάγκη

Ας μην έχουμε όμως υπερβολικές απαιτήσεις από μια θεωρία του 5ου αιώνα π.Χ. Στόχος του Δημόκριτου δεν ήταν η διατύπωση μιας ακριβούς ποσοτικής επιστήμης, αλλά ενός γενικού μοντέλου εξήγησης της φυσικής πραγματικότητας. Τον στόχο αυτό τον πέτυχε, και μάλιστα με μια πληρότητα που μας εκπλήσσει.

Η γενική αρχή των Ατομικών, ότι το μόνο που υπάρχει είναι τα άτομα και το κενό, ακολουθείται με απόλυτη συνέπεια σε κάθε τομέα φαινομένων. Εμφανώς διαφορετικά φαινόμενα, όπως η δημιουργία των καθημερινών αντικειμένων και του κόσμου, η επίγεια και η ουράνια κίνηση, η ανθρώπινη φυσιολογία, εξηγούνται με τον ίδιο τρόπο.

Ο κόσμος δημιουργείται όταν πολλά άτομα, με ποικίλα σχήματα, συναθροίζονται και παράγουν μια δίνη, η οποία διαχωρίζει τα λεπτά σώματα και τα φέρνει προς τα έξω, ενώ συνενώνει προς το κέντρο τα βαρύτερα σε μια πρώτη σφαιρική δομή, τη Γη (Διογένης Λαέρτιος 9.31). Και μάλιστα επειδή υπάρχουν απειράριθμα άτομα και το κενό είναι επίσης άπειρο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι η δημιουργία του κόσμου μας είναι ένα φαινόμενο μοναδικό, που δεν μπορεί να επαναληφθεί πάλι και πάλι. Οι Ατομικοί είναι λοιπόν οι πρώτοι στοχαστές που διατύπωσαν με σαφήνεια την ιδέα ότι υπάρχουν άπειροι κόσμοι, όχι κατ᾽ ανάγκην πανομοιότυποι με τον δικό μας κόσμο και το αστρικό του σύστημα (Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.13.2).

Τα άψυχα αντικείμενα, οι ζωικοί οργανισμοί και ο άνθρωπος δημιουργούνται από συνενώσεις ατόμων, καθεμιά από τις οποίες έχει τη δική της σύσταση, δομή και πολυπλοκότητα. Το τι είναι αυτό που κάνει διαφορετικά άτομα να συνενωθούν ή να διαχωριστούν δεν προσδιορίζεται επακριβώς, κάποιον ωστόσο ρόλο θα πρέπει να παίζει η αρχή ότι το όμοιο έλκεται από το όμοιο, μια αρχή κοινή στους περισσότερους προσωκρατικούς φιλοσόφους: «Τα ζώα με ομοειδή ζώα συναγελάζονται, τα περιστέρια με τα περιστέρια, οι γερανοί με τους γερανούς και παρομοίως τα άλλα. Το ίδιο ισχύει και με τα άψυχα, όπως βλέπουμε με τους σπόρους που κοσκινίζονται και με τα βότσαλα στην αμμουδιά» (Δημόκριτος, απόσπ. 164). Στο σχήμα των ατόμων αποδίδεται μερικές φορές η ιδιομορφία κάποιων συγκεκριμένων σωμάτων: για παράδειγμα, η φωτιά και η ψυχή αποτελούνται από σφαιρικά άτομα (Αριστοτέλης, Περί ψυχής 405a11). Η ανθρώπινη αίσθηση και η νόηση εξηγούνται κι αυτές με βάση την κίνηση και τη συνένωση ατόμων. Η όραση παράγεται όταν οι απορροές που εκπέμπονται από τα αισθητά αντικείμενα έρχονται σε επαφή, μέσω του περιβάλλοντος αέρος, με αντίστοιχες απορροές του ματιού. Αλλά και η νόηση είναι μια μορφή ενεργοποίησης των ατόμων της ψυχής από τη δράση ανάλογων ατόμων που εισέρχονται στο σώμα από έξω (Αέτιος 4.8.10, Θεόφραστος, Περί αισθήσεως 50).

Η προσέγγιση του φυσικού κόσμου είναι πάντοτε η ίδια. Τα φυσικά φαινόμενα ανάγονται σε μια βαθύτερη δομή, η οποία περιλαμβάνει μόνο τα ποικιλόσχημα άτομα που κινούνται διαρκώς στο κενό. Από τις συγκρούσεις των αεικίνητων ατόμων παράγονται συνενώσεις ανάλογες με τα σχήματα και τις συνάφειες των ατόμων, όπως παράγονται και διαλύσεις συμπλεγμάτων, όταν υπερισχύει η ανομοιογένεια.

Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς, στο σύστημα των Ατομικών τρία είναι τα αιωνίως υπάρχοντα στοιχεία: τα άτομα, το κενό και η κίνηση. Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος θεώρησαν δεδομένο ότι τα άτομα ήταν εξαρχής κινούμενα, και, απ᾽ ό,τι φαίνεται, δεν αισθάνθηκαν την υποχρέωση να αιτιολογήσουν την ύπαρξη αυτής της κίνησης. Γιατί, άλλωστε, να πρέπει να σκεφτούμε ότι υπάρχει κάποιος ή κάτι που προσδίδει την πρωταρχική κίνηση στα άτομα; Δεν είναι πιο λογικό να υποθέσουμε ότι αυτό που ισχύει τώρα, η διαρκής δηλαδή κίνηση των ατόμων στο κενό, θα ίσχυε και πάντοτε στο σύμπαν; Ίσως πάλι, στη σκέψη των Ατομικών, η κίνηση να διασφαλιζόταν αυτομάτως από την ύπαρξη του κενού. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε προς στιγμήν την πρωταρχική κατάσταση του σύμπαντος, όπου απειράριθμα ανόμοια άτομα βρίσκονται μέσα σε έναν άπειρο κενό χώρο. Γιατί σε αυτό το χάος να βασιλεύει η ακινησία και η σταθερότητα; Πολύ πιο εύκολα φανταζόμαστε τα άτομα να κινούνται προς κάθε κατεύθυνση στο κενό, με μια τυχαία και άναρχη κίνηση.

Οι σκέψεις αυτές μας φαίνονται λογικές, μαρτυρούν όμως μεγάλη διανοητική τόλμη. Ο Δημόκριτος ήταν πολύ νεότερος από τον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα και, επομένως, γνώριζε καλά τον ρόλο που διαδραμάτιζαν στα φυσικά τους συστήματα οι κοσμικές δυνάμεις - η Φιλότητα και το Νείκος, ο Νους. Όταν λοιπόν ο ίδιος υποστήριξε την αιωνιότητα της κίνησης απορρίπτοντας όλες αυτές τις δυνάμεις, είχε επίγνωση ότι με τον τρόπο αυτό απομάκρυνε κάθε ανθρωπομορφικό στοιχείο από τον φυσικό κόσμο. Το σύμπαν των Ατομικών είναι γυμνό και απρόσωπο. Η ανθρώπινη ψυχολογία και η ανθρώπινη ηθική δεν έχουν καμία σχέση με τους μηχανισμούς που διέπουν τον κόσμο.

Οι μηχανισμοί της φύσης λειτουργούν χωρίς να ρυθμίζονται από κάποια ανώτερη δύναμη. Αυτό άραγε σημαίνει ότι όλα στη φύση λειτουργούν άτακτα και τυχαία; Αν κρίνουμε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, πολλοί μεταγενέστεροι ερμήνευσαν έτσι την ατομική θεωρία. Οι Ατομικοί ωστόσο ουδέποτε μίλησαν για κυριαρχία της τύχης στο σύμπαν. Η δική τους λέξη-κλειδί είναι η «ανάγκη».

[Ο Δημόκριτος ισχυρίζεται ότι] όλα γίνονται κατ᾽ ανάγκην· γιατί η αιτία που όλα γίνονται είναι η δίνη, την οποία ονομάζει «ανάγκη».

(Διογένης Λαέρτιος 9.45)

Κανένα πράγμα δεν γίνεται μάταια, αλλά όλα για κάποιο λόγο και από ανάγκη.

Λεύκιππος, απόσπ. 1

Η Ανάγκη, όπως φαίνεται από το μοναδικό απόσπασμα του Λεύκιππου, δεν ταυτίζεται με την Τύχη. Κατά μία έννοια μάλιστα, είναι το αντίθετο της Τύχης. Οι Ατομικοί θέλουν να τονίσουν την αναγκαιότητα που διέπει κάθε φυσική μεταβολή. Οι κινήσεις και οι συγκρούσεις των ατόμων, οι βαθύτερες δηλαδή διεργασίες που προηγούνται μιας φυσικής μεταβολής, καθορίζουν με αναγκαιότητα την κατάληξη αυτής της μεταβολής. Το προηγούμενο καθορίζει κατ᾽ ανάγκην το επόμενο.

Ο κόσμος του Δημόκριτου δεν έχει Δημιουργό, δεν υπακούει σε κάποιο σχέδιο ούτε εκπληρώνει κάποιο σκοπό. Δεν είναι όμως και το βασίλειο της Τύχης. Η αναγκαιότητα που καθορίζει κάθε επιμέρους βήμα, κάθε αλλαγή και κάθε φαινόμενο είναι αρκετή για να προσδώσει συνοχή στον κόσμο. Με την ατομική θεωρία φτάνει στη φυσική της ολοκλήρωση η μακρά πορεία της σκέψης που είχε αρχίσει στη Μίλητο 200 χρόνια πριν. Και όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Feyman, ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της εποχής μας: «Αν, σε κάποιο κατακλυσμό, έμελλε να καταστραφεί όλη η επιστημονική γνώση και έπρεπε μόνο μία φράση να σωθεί, ποια φράση θα περιείχε τις περισσότερες πληροφορίες μέσα σε λιγότερες λέξεις; Πιστεύω ότι θα ήταν η «ατομική υπόθεση» - ότι όλα τα πράγματα είναι φτιαγμένα από άτομα και από κενό.»

6. Η φιλοσοφία μετακομίζει στην πόλη: Οι σοφιστές και ο Σωκράτης

6.1. Το νέο πρόσωπο της φιλοσοφίας

Παίρνουμε στα χέρια μας έναν τυπικό πλατωνικό διάλογο και επιχειρούμε να τον διαβάσουμε. Τι εικόνα μάς μεταδίδει; Ας μη βιαστούμε να μιλήσουμε για το φιλοσοφικό νόημα του διαλόγου και, ξεχνώντας προς στιγμήν ότι το κείμενο που έχουμε μπροστά μας το έχει γράψει ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών, ας μείνουμε στο σκηνικό και στους πρωταγωνιστές του. Μεταφερόμαστε λοιπόν στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. και παρακολουθούμε γνωστά πρόσωπα της εποχής να συζητούν με εντυπωσιακή επιμονή και πάθος για ηθικά και πολιτικά προβλήματα. Συγκεκριμένα: Ο σκηνικός χώρος είναι η αγορά της Αθήνας, ένα γυμναστήριο ή ένα πλούσιο αθηναϊκό σπίτι. Ο δραματικός χρόνος είναι η εποχή του Περικλή και του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο ένας πρωταγωνιστής είναι σχεδόν πάντοτε ο αθηναίος φιλόσοφος Σωκράτης και οι συνομιλητές του είναι είτε διάσημοι σοφιστές (ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Ιππίας, ο Θρασύμαχος) είτε σημαντικά πρόσωπα της αθηναϊκής πολιτικής σκηνής (ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας, ο Κριτίας, ο Χαρμίδης). Τα θέματα που συζητούνται είναι φλέγοντα ζητήματα της ζωής σε μια οργανωμένη πολιτεία: τι καθορίζει την ηθική συμπεριφορά του ατόμου, ποια είναι η σωστή διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ποιο πολίτευμα είναι προτιμότερο, ποια είναι η σημασία των νόμων. Ο τρόπος διεξαγωγής, τέλος, της συζήτησης θυμίζει περισσότερο εικόνα μαθήματος ή δικαστηρίου παρά ανταλλαγή απόψεων σε φιλική παρέα: συνεχείς ερωτήσεις και απαντήσεις, διαδοχικές προσπάθειες ορισμού εννοιών, προβολή και απόρριψη επιχειρημάτων.

Οι πλατωνικοί διάλογοι δεν είναι βέβαια ιστορικά ντοκουμέντα. Είναι λογοτεχνικά κείμενα, που στόχο έχουν να προβάλουν φιλοσοφικές θέσεις και όχι να αναπαραστήσουν πραγματικές συναντήσεις ιστορικών προσώπων. Ωστόσο, μας δίνουν μια εικόνα για τον τρόπο άσκησης της φιλοσοφίας στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνα. Η εικόνα αυτή δεν είναι, δημιούργημα μόνο του Πλάτωνα. Προκύπτει και από τα φιλοσοφικά έργα του Ξενοφώντα, από αποσπάσματα χαμένων διαλόγων άλλων συγγραφέων του 4ου αιώνα, αλλά και από τις Νεφέλεςτου Αριστοφάνη, που σατιρίζουν τον Σωκράτη και τους σοφιστές. Ίσως μάλιστα ο Αριστοφάνης να είναι η πιο αξιόπιστη πηγή μας, αφού ανεβάζει τις Νεφέλες το 423 π.Χ., στην εποχή δηλαδή της μεγάλης ακμής του Σωκράτη και της σοφιστικής κίνησης.

Στην κωμωδία λοιπόν του Αριστοφάνη ο αφελής και αγράμματος αγρότης Στρεψιάδης, κυνηγημένος από τα χρέη της σπάταλης γυναίκας και του γιου του, καταφεύγει στον διάσημο «σοφιστή» Σωκράτη και τον παρακαλεί να τον δεχτεί στη σχολή του, για να μάθει εκεί τεχνάσματα που θα τον απαλλάξουν από τους δανειστές του. Ο Σωκράτης τον δέχεται, του γνωρίζει τους νέους θεούς στους οποίους πρέπει να πιστεύει (είναι το Χάος, οι Νεφέλες, που εμφανίζονται ως «προστάτιδες θεές των σοφιστών», και η Γλώσσα) και του υπόσχεται ότι με σκληρή εξάσκηση στη φιλοσοφία και στη ρητορική θα γίνει ικανός όχι μόνο να μεταπείθει τους δανειστές του, αλλά και να κυριαρχήσει στην Εκκλησία του Δήμου και να επιτύχει σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Διδακτικό ρόλο στη σχολή του Σωκράτη αναλαμβάνει προσωποποιημένος και ο «Άδικος Λόγος», που κατατροπώνει τον «Δίκαιο Λόγο», εκπρόσωπο των παραδοσιακών αξιών, παγιδεύοντάς τον με δύσκολες ερωτήσεις και κάνοντας επίδειξη καινοφανών γνώσεων και περίτεχνων επιχειρημάτων. Ο Στρεψιάδης, παρά τα μαθήματα του Σωκράτη, οδηγείται τελικά στην καταστροφή.

Αν εξαιρέσουμε την ταύτιση του Σωκράτη με τους σοφιστές, στην οποία θα επανέλθουμε, η αριστοφάνεια περιγραφή είναι το κωμικό συμπλήρωμα της πλατωνικής. Επιβεβαιώνει την υποψία μας ότι η φιλοσοφία έχει αποκτήσει αυτά τα χρόνια έναν εντελώς νέο ρόλο στην πνευματική ατμόσφαιρα της Αθήνας, είναι πλέον ένας σημαντικός παράγοντας της κοινωνικής ζωής, τόσο ώστε να προκαλεί το ενδιαφέρον και την περιέργεια του ευρύτερου κοινού και να αποτελεί αντικείμενο λαϊκής σάτιρας.

Πού εντοπίζονται όμως οι καινοτομίες σε σχέση με την παλαιότερη πρακτική;

Πρώτον, ο φιλόσοφος εγκαταλείπει το βάθρο του απομονωμένου σοφού και γίνεται πια ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Συναναστρέφεται τους απλούς ανθρώπους, τριγυρνά στους δρόμους και στα στέκια της πόλης, μετέχει στους θεσμούς της, βρίσκεται σε άμεση επαφή με τους πολιτικούς της ιθύνοντες.

Δεύτερον, η φιλοσοφία για πρώτη φορά παρουσιάζεται σαν κάτι το χρήσιμο. Στον φιλόσοφο εξακολουθούν να προσφεύγουν όσοι προβληματίζονται για τη σωτηρία της ψυχής τους και για τα ηθικά θεμέλια της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τώρα όμως ο φιλόσοφος δείχνει να έχει λύσεις και σε πρακτικά προβλήματα. Είναι ο δάσκαλος της έντεχνης χρήσης του λόγου, της ρητορικής, η οποία παρουσιάζεται ως το κλειδί της επιτυχίας σε ποικίλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Για να πείσει κανείς τους συμπολίτες του στην Εκκλησία του Δήμου, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του στο δικαστήριο, ακόμη και για να διοικήσει σωστά το νοικοκυριό του και να αναθρέψει τα παιδιά του, χρειάζεται φιλοσοφική παιδεία. Η συστηματική μαθητεία στους φιλοσόφους αρχίζει να λειτουργεί ως μια μορφή ανώτατης εκπαίδευσης στον αρχαίο κόσμο.

Τρίτον, η θεματική της φιλοσοφίας αλλάζει. Το ενδιαφέρον για τη φύση και το σύμπαν σε αυτή τη γενιά των φιλοσόφων παραμερίζεται, και οι φιλόσοφοι στρέφονται αποφασιστικά προς τα πολύπλοκα προβλήματα που δημιουργεί η ζωή του ατόμου μέσα στις πόλεις. Σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Κικέρωνα, πρώτος ο Σωκράτης (και οι σοφιστές, θα προσθέταμε εμείς) κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό και την εγκατέστησε στις πόλεις και στα σπίτια των ανθρώπων. Από θεωρία του κόσμου, η φιλοσοφία γίνεται τέχνη του βίου.

Τέταρτον, η φιλοσοφία δείχνει να διεκδικεί μια δική της μέθοδο. Η μέθοδος αυτή δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ούτε εμφανίζεται με ενιαίο τρόπο στους φιλοσόφους της εποχής. Στοιχεία πάντως της νέας μεθόδου είναι ο διαλογικός τρόπος έκθεσης των φιλοσοφικών προβλημάτων, η διατύπωση αντιθετικών θέσεων σε κάθε ζήτημα, η αναζήτηση ορισμών, η κριτική απόρριψη των δογματικών θέσεων.

6.2. Μια φιλοσοφία αθηναϊκή;

Θα προσέξατε τις πολλαπλές αναφορές που κάναμε ήδη στην Αθήνα μιλώντας για τη νέα τροπή που πήρε η φιλοσοφία κατά τον 5ο αιώνα. Πράγματι, είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστούμε τη δράση του Σωκράτη και των σοφιστών έξω από το αθηναϊκό κοινωνικό πλαίσιο. Η εδραίωση αυτής της εικόνας μπορεί εν μέρει να οφείλεται και στο γεγονός ότι αντλούμε τις πληροφορίες για την πνευματική κίνηση αυτής της εποχής από αθηναίους συγγραφείς - τον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα, τον Ισοκράτη, τον Λυσία. Ωστόσο, παρά τη μονομέρεια των πηγών μας, η κυριαρχία της Αθήνας στο πνευματικό προσκήνιο της Ελλάδας δεν αμφισβητείται από κανέναν. Ειδικά η φιλοσοφία, η οποία ως τις αρχές του 5ου αιώνα αναπτυσσόταν στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, θα εγκατασταθεί έκτοτε μονίμως στην αθηναϊκή επικράτεια.

Οι Περσικοί Πόλεμοι υπήρξαν αναμφίβολα η μεγάλη στιγμή της Αθήνας. Η γενική αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου των Αθηναίων στις νίκες του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας και η δημιουργία της Αθηναϊκής Συμμαχίας το 477 π.Χ. άλλαξαν ριζικά τη μοίρα της πόλης. Από σχετικά άσημη επαρχιακή πόλη, όπως ήταν καθ᾽ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, η Αθήνα έγινε η πιο ισχυρή, η πιο πλούσια και η πιο μεγάλη πόλη της Ελλάδας. Ακόμη πιο απότομη ήταν η αλλαγή στην πνευματική της ατμόσφαιρα. Ενώ μέχρι τότε η Αθήνα δεν είχε προσφέρει το παραμικρό στην πνευματική ανάπτυξη της Ελλάδας, μέσα σε ελάχιστα χρόνια γίνεται το επίκεντρο μιας καλλιτεχνικής και διανοητικής κοσμογονίας. Ποιητές, καλλιτέχνες και σοφοί από τις αποικίες συρρέουν στην Αθήνα και έρχονται σε επαφή με τη λαμπρή γενιά των αθηναίων ομολόγων τους. Όσα στοιχεία κι αν επικαλεστούμε, δύσκολα μπορούμε να ερμηνεύσουμε την ταχύτητα των εξελίξεων, που φέρνει κατά την ίδια εποχή στην ίδια πόλη τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές και τον Αριστοφάνη, τον Φειδία και τον Πολύκλειτο, τον Θουκυδίδη, τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα και τον Σωκράτη.

Στη μεγάλη αίγλη της Αθήνας του Περικλή οφείλεται και η συνάντηση του αθηναίου Σωκράτη με τους προερχόμενους από τις αποικίες σοφιστές. Για τη μορφή ωστόσο που πήρε η φιλοσοφία με τη γενιά αυτή των στοχαστών, μια πλευρά της αθηναϊκής ιστορίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο: η ανάπτυξη της δημοκρατίας.

Κατά τον 7ο και 6ο αιώνα η Αθήνα σπαράσσεται από έντονες εσωτερικές συγκρούσεις. Η αδυναμία της να μετάσχει στον αποικισμό και ο περιορισμός της στο έδαφος της Αττικής οδήγησε σε οικονομική κρίση και όξυνε τις κοινωνικές διαφορές. Για να φτάσουμε στην άμεση και διευρυμένη δημοκρατία του 5ου αιώνα, όπου όλοι πλέον οι αθηναίοι πολίτες μετείχαν στη διακυβέρνηση της πόλης, απαιτήθηκαν οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα (592 π.Χ.), του Κλεισθένη (508 π.Χ.), του Εφιάλτη (462 π.Χ.) και του Περικλή (457-451 π.Χ.). Κοινό χαρακτηριστικό όλων των μεταρρυθμίσεων ήταν η προοδευτική αφαίρεση των προνομίων των πλούσιων γαιοκτημόνων προς όφελος του «δήμου». Η εξουσία περνά από τον αριστοκρατικό Άρειο Πάγο στην Εκκλησία του Δήμου, το κυρίαρχο σώμα της δημοκρατικής πολιτείας, όπου λαμβάνονται οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις με πάνδημη συμμετοχή και με την ισότιμη ψήφο των αθηναίων πολιτών.

Στην Αθήνα η πλήρωση όλων των δημόσιων αξιωμάτων γινόταν με κλήρωση - μόνο οι στρατηγοί εκλέγονταν από την Εκκλησία του Δήμου. Καθώς τα βασικά θεσμικά όργανα της δημοκρατίας ήταν πολυπληθή, ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Αθήνας ήταν ανά πάσα στιγμή απασχολημένο με τη διοίκηση της πόλης. Έχει υπολογιστεί ότι πάνω από το ένα τρίτο των αθηναίων πολιτών υπηρετούσαν στα θεσμικά όργανα της πόλης και στον στρατό, χωρίς να λογαριάσουμε τη συνέλευση του Δήμου που συνεδρίαζε τουλάχιστον είκοσι φορές κάθε χρόνο. Επομένως, κάθε Αθηναίος, ανεξάρτητα από την καταγωγή, την περιουσία, τη μόρφωση ή το επάγγελμά του, είχε την ευκαιρία πολλές φορές στη ζωή του να περάσει από τη θέση του βουλευτή, του δικαστή, ακόμη και να κληρωθεί άρχοντας ή πρύτανης της Βουλής. Το ευτύχημα για την Αθήνα ήταν ότι η ολοκλήρωση της δημοκρατίας συνέπεσε χρονικά με την περίοδο της μέγιστης πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Δόθηκε έτσι η δυνατότητα στον Περικλή να καθιερώσει «μισθό» για όλα τα δημόσια αξιώματα, επιτρέποντας ακόμη και στον πιο φτωχό Αθηναίο να ασκήσει με αξιοπρέπεια και αφοσίωση τα πολιτικά του καθήκοντα. Ο ρόλος του «πολίτη» γίνεται η πιο σεβαστή ανθρώπινη δραστηριότητα στο εσωτερικό της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Η ζωή του μέσου Αθηναίου αλλάζει ριζικά. Η ουσιαστική συμμετοχή στα κοινά της ισχυρότερης ελληνικής πόλης, και μάλιστα στην κρίσιμη περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου, φέρνει τους πολίτες αντιμέτωπους με νέα ερωτήματα. Είναι το δημοκρατικό πολίτευμα καλύτερο από τα ολιγαρχικά πολιτεύματα του παρελθόντος και των άλλων πόλεων; Ποια είναι τα όρια της δημοκρατίας; Ποιοι πρέπει να ψηφίζουν και ποιοι να εκλέγονται; Πώς διασφαλίζεται η ορθότητα των αποφάσεων του Δήμου και η αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας; Πώς πρέπει να νομοθετούμε και πότε αλλάζουμε τους ισχύοντες νόμους; Πώς μπορούμε να περιορίσουμε τους εκάστοτε ισχυρούς;

Νέα προβλήματα αντιμετωπίζει όχι μόνο ο πολίτης που καλείται για πρώτη φορά να συμμετάσχει στα κοινά, αλλά και αυτός που χάνει τα προνόμιά του. Για τις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες των Αθηναίων, από τις οποίες προερχόταν η συντριπτική πλειονότητα των ιθυνόντων ακόμη και στην εποχή της δημοκρατίας, η πολιτική αποκτά εντελώς νέο νόημα. Η ευγενική καταγωγή και η μεγάλη ιδιοκτησία δεν εξασφαλίζουν πλέον την πρόσβαση στην εξουσία. Για να αποκτήσει κανείς δύναμη στη δημοκρατική Αθήνα, ένας δρόμος μόνο υπάρχει: πρέπει να έχει μαζί του την πλειοψηφία των πολιτών στη Βουλή και στην Εκκλησία του Δήμου. Πρέπει δηλαδή να γνωρίζει πώς να πείθει τους συμπολίτες του για την ορθότητα της άποψής του, και μάλιστα όχι κάθε τέσσερα χρόνια, όπως γίνεται σήμερα, αλλά σε καθημερινή βάση. Στην αθηναϊκή δημοκρατία, στη δημοκρατία των «λόγων», η τέχνη της πειθούς γίνεται η ύψιστη πολιτική αρετή.

Η τέχνη της πειθούς όμως είναι απαιτητική και δεν μαθαίνεται εύκολα. Δεν είναι σαν τις άλλες τέχνες, που περνούν από γενιά σε γενιά με την άσκηση και την εμπειρία. Η οικογένεια, όσο εξέχουσα κι αν είναι, δεν μπορεί να διασφαλίσει μια τέτοια μάθηση, και η πόλη της Αθήνας, όπως όλες οι ελληνικές πόλεις, δεν έχει θεσμούς δημόσιας εκπαίδευσης. Τον ρόλο του δασκάλου της πολιτικής, σε αυτή τη συγκυρία, θα διεκδικήσει ο ρήτορας και ο φιλόσοφος.

Αντιλαμβανόμαστε τώρα γιατί η φιλοσοφία αλλάζει προσανατολισμό κατά τον 5ο αιώνα, και γιατί συνδέει τη μοίρα της με την Αθήνα. Σε ένα περιβάλλον κοσμογονικών πολιτικών μεταβολών θα ήταν παράλογο οι φιλόσοφοι να μείνουν ανεπηρέαστοι. Η ανατροπή της παλαιάς τάξης πραγμάτων δεν αλλάζει απλώς τις κοινωνικές ισορροπίες, δημιουργεί και κρίση αξιών. Τίποτε δεν είναι πλέον δεδομένο όσον αφορά τη θέση του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία και την αποδεκτή ηθική συμπεριφορά. Η φιλοσοφία ανακαλύπτει μια νέα ήπειρο γόνιμου προβληματισμού. Και στον φιλόσοφο δίνεται για πρώτη φορά η ευκαιρία να απευθυνθεί σε ένα διευρυμένο ακροατήριο και να διεκδικήσει έναν λειτουργικό ρόλο στο εσωτερικό της δημοκρατικής πολιτείας.

6.3. Τι είναι η σοφιστική κίνηση;

Οι σοφιστές δεν αποτελούν φιλοσοφική σχολή, σαν τους Πυθαγορείους ή την πλατωνική Ακαδημία. Δεν πρεσβεύουν ένα κοινό δόγμα, δεν αναφέρονται σε κάποιον αρχηγέτη ή ιδρυτή, δεν έχουν τους ίδιους στόχους, την ίδια πολιτική τοποθέτηση και τους ίδιους αντιπάλους. Το πιο πιθανό είναι ότι οι ίδιοι δεν θα ενέτασσαν καν τους εαυτούς σε ένα ενιαίο ρεύμα.

Η αντιμετώπιση των σοφιστών ως διακριτής ομάδας φιλοσόφων με κοινή ταυτότητα είναι σε μεγάλο βαθμό μια κατασκευή του Πλάτωνα, μια κατασκευή που επιβλήθηκε στους μεταγενέστερους. Στον Πλάτωνα επίσης οφείλεται και η αρνητική χροιά που πήρε η λέξη «σοφιστής», μια σημασία που δεν πρέπει να ήταν καθιερωμένη, αν σκεφτεί κανείς ότι, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Σωκράτη, ο μαθητής του Αισχίνης (Κατά Τιμάρχου 125, 173, 175) δεν διστάζει να αποκαλέσει τον Σωκράτη και τον Δημοσθένη «σοφιστές». Ο σκοπός του Πλάτωνα είναι σαφής. Θέλει πάση θυσία να αναδείξει τη μοναδικότητα του Σωκράτη. Στα μάτια όμως του μέσου Αθηναίου, όπως φάνηκε και από τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, η διαφορά του Σωκράτη από τους σοφιστές δεν ήταν καθόλου εμφανής.

Δυστυχώς όλα σχεδόν τα έργα των σοφιστών έχουν χαθεί. Στην αρνητική εικόνα που μας μεταφέρουν οι πλατωνικοί διάλογοι, λίγες είναι οι αντίθετες μαρτυρίες που μπορούμε να επικαλεστούμε για να φτάσουμε σε μια πιο αντικειμενική αποτίμηση. Συνήθως μάλιστα οι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρονται συλλογικά στις θέσεις των σοφιστών, και έτσι είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς την ειδική συνεισφορά κάθε εκπροσώπου της σοφιστικής κίνησης. Δεν μας μένει παρά να κάνουμε το ίδιο κι εμείς.

Αν προσπεράσουμε προς στιγμήν τα ίδια τα φιλοσοφικά επιχειρήματα, η πλατωνική πολεμική προβάλλει με έντονα αρνητικό τρόπο δύο γνωρίσματα των σοφιστών. Ο σοφιστής δεν έχει σταθερό τόπο και σπίτι, είναι περιφερόμενος άπατρις. Επιπλέον, διδάσκει έναντι αμοιβής, είναι «έμμισθος θηρευτής νέων και πλουσίων» (Πλάτων, Σοφιστής 231d, 223b). Ο Πλάτων δεν παραποιεί στο σημείο αυτό την αλήθεια. Οι πιο γνωστοί σοφιστές προέρχονται από την περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας: ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα της Θράκης, ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας, ο Πρόδικος από την Κέα, ο Ιππίας από την Ηλεία, ο Θρασύμαχος από τη Χαλκηδόνα της Προποντίδας. Μόνο ο Αντιφών είναι Αθηναίος. Η δράση των σοφιστών δεν τοποθετείται στις άσημες πατρίδες τους, αλλά στα κέντρα του ελληνισμού, και κυρίως στην Αθήνα. Εκφωνούν επιδεικτικούς λόγους σε πανελλήνιες γιορτές, περιτριγυρίζονται από μαθητές, ζουν από τη διδασκαλία τους, ίσως μάλιστα η απασχόλησή τους αυτή να είναι και ιδιαίτερα επικερδής.

Αν οι κατηγορίες του Πλάτωνα είχαν διατυπωθεί μερικά χρόνια αργότερα, κανείς δεν θα τις έπαιρνε στα σοβαρά. Ο σοφός της ελληνιστικής εποχής αισθάνεται πατρίδα του όλη την οικουμένη. Και θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να πληρώνεται για τη διδασκαλία του, όπως άλλωστε πληρωνόταν ήδη ο Ισοκράτης. Στην εποχή όμως του Σωκράτη και των σοφιστών τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για τους Αθηναίους, η ιδιότητα του πολίτη και η συμμετοχή στα κοινά είναι η ύψιστη τιμή. Ένας ξένος ή ένας μέτοικος, όσο πλούσιος και διάσημος κι να ήταν (και υπήρχαν πάρα πολλοί τέτοιοι κατά τον 5ο αιώνα), δεν έπαυε να θεωρείται κατώτερος, αφού τα πλούτη και η φήμη δεν εξασφάλιζαν πολιτικά δικαιώματα. Από την άλλη μεριά, το να διδάσκεις την υψηλή τέχνη της πολιτικής έναντι αμοιβής σε κατέτασσε αυτομάτως στην κατηγορία του «βαναύσου», αφού μόνο οι χειρώνακτες δέχονταν να εμπορευτούν την τέχνη τους. Οι κατηγορίες επομένως του Πλάτωνα θα πρέπει να έπιαναν τόπο, ιδίως μάλιστα όταν προέβαλλε το αντίθετο υπόδειγμα του Σωκράτη, ο οποίος δεν έκρυβε τη φτώχεια του και ήταν τόσο περήφανος για την αθηναϊκή καταγωγή του, ώστε ποτέ στη ζωή του δεν θέλησε να βγει από τα σύνορα της πόλης του.

Τι διδάσκουν όμως οι σοφιστές στην Αθήνα; Πώς προσελκύουν τους μαθητές τους; Όταν ο Σωκράτης θέτει αυτό το ερώτημα στον Πρωταγόρα (στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο), παίρνει την απάντηση ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η «πολιτική τέχνη», η δυνατότητα να διαμορφώνει κανείς «αγαθούς πολίτες»: «Το μάθημά μου είναι η σωστή αντιμετώπιση των οικείων υποθέσεων (πώς να διοικεί κανείς άριστα το σπίτι του) και των υποθέσεων της πόλης (πώς να γίνει ασυναγώνιστος στην πολιτική πρακτική και στον πολιτικό λόγο)» (Πλάτων, Πρωταγόρας 318e-319a). Όταν η ίδια ερώτηση απευθύνεται στον Γοργία, η απάντηση είναι πιο συγκεκριμένη: ο Γοργίας διδάσκει «την ωραιότερη τέχνη», την τέχνη της ρητορικής. Η ρητορική προσφέρει το σπουδαιότερο αγαθό στον άνθρωπο, γιατί του «εξασφαλίζει την προσωπική του ελευθερία, δίνοντάς του τη δυνατότητα να εξουσιάζει τους άλλους μέσα στην πόλη του». Η εξουσία στη δημοκρατική πόλη στηρίζεται στην πειθώ. Εξουσιάζει, όποιος κατέχει την τέχνη της πειθούς, «όποιος μπορεί να πείσει με τα λόγια τους δικαστές στο δικαστήριο, τους βουλευτές στη Βουλή, τους πολίτες στην Εκκλησία του Δήμου» (Πλάτων, Γοργίας 452d-e).

Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι οι δύο απαντήσεις είναι διαφορετικές. Ο συνετός Πρωταγόρας διδάσκει την καθαγιασμένη στη Αθήνα πολιτική τέχνη, ενώ ο κυνικός Γοργίας την εξουσία της πειθούς Στην ακραία της εκδοχή η στάση του Γοργία οδηγεί στην ταύτιση της αρετής και της δύναμης, σε αυτό που διακήρυξε ένας άλλος σοφιστής ο Θρασύμαχος, λέγοντας ότι «δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρότερου» (Πλάτων, Πολιτεία 338c). Ίσως πάλι η απάντηση του Γοργία να μην είναι τόσο διαφορετική από την απάντηση του Πρωταγόρα. Ο σοφιστής διδάσκει τη σωστή άσκηση της πολιτικής πρακτικής, η οποία εξαρτάται από την ορθή χρήση του πολιτικού λόγου. Σε αυτό συμφωνούν και ο δύο. Ο Γοργίας απλώς προσθέτει ότι η ορθή χρήση του πολιτικού λόγου έχει όνομα: πρόκειται για τη νέα τέχνη της ρητορικής, η οποία ακριβώς ορίζεται ως «δημιουργός πειθούς». Ο Πλάτων, που αναπλάθει την όλη συζήτηση, μας αφήνει να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα.

Για κάποια λοιπόν πράγματα είμαστε σίγουροι. Οι σοφιστές φιλοδοξούν να καλύψουν ένα κενό στην εκπαίδευση των πολιτών, ένα κενό που προέκυψε από την ταχύτατη επικράτηση των δημοκρατικών θεσμών. Η ειδικότητά τους είναι η γνώση της πολιτικής τέχνης. Ισχυρίζονται ότι με τη διδασκαλία της πολιτικής τέχνης κάνουν τους ανθρώπους καλύτερους - συνδέουν επομένως την αρετή με την πολιτική. Και διαβλέπουν την άμεση σχέση της πολιτικής αποτελεσματικότητας με την έντεχνη χρήση του λόγου.

Από εδώ και πέρα αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των σοφιστών. Άλλοι επικεντρώθηκαν στην ανάλυση των κοινωνικών θεσμών και του πολιτισμού, όπως ο Πρωταγόρας και ο Αντιφών, και έφεραν στο προσκήνιο την αντίθεση «φύσης» και «νόμου» - οι σταθερές καταβολές του είδους ή οι κοινωνικές συμβάσεις είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς; Το πρόβλημα της αντικειμενικής γνώσης και της αλήθειας απασχόλησε τον Πρωταγόρα και τον Γοργία. Ο Πρόδικος ήταν ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε για τα γλωσσικά ζητήματα, ενώ ο Γοργίας θεωρείται ο θεμελιωτής της ρητορικής. Ο Ιππίας ίσως αποτελεί σύνδεσμο της σοφιστικής με την παλαιότερη προσωκρατική φιλοσοφία, αφού επιμένει στη διδασκαλία των μαθηματικών και της αστρονομίας. Και μόνο η αναφορά στα παραπάνω προβλήματα αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τη συμβολή των σοφιστών στον μετασχηματισμό της φιλοσοφίας κατά τον 5ο αιώνα.

6.4. Μπορεί να διδαχθεί η αρετή;

Διδάσκοντας την πολιτική τέχνη, οι σοφιστές ισχυρίζονται ότι διδάσκουν την αρετή: δηλώνουν ότι γνωρίζουν πώς να διαμορφώσουν καλύτερους και ικανότερους πολίτες. Η αξίωση αυτή δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Κανείς ως τότε δεν είχε διεκδικήσει τον ρόλο του δασκάλου της αρετής. Δικαιολογημένα λοιπόν προκλήθηκε έντονη αντίδραση. Πολλοί θεώρησαν ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται, αλλά κάτι που κληρονομείται ή δίνεται από τη φύση. Άλλοι πάλι, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων, δεν αμφισβήτησαν ότι η αρετή είναι μια μορφή γνώσης, αλλά θέλησαν να δείξουν ότι οι σοφιστές είναι ανίκανοι να διδάξουν αυτή τη γνώση. Το βέβαιο είναι ότι η έννοια της αρετής βρέθηκε ξαφνικά στο επίκεντρο της φιλοσοφικής διαμάχης.

Τι είναι όμως η αρετή; Για τους παλαιότερους Έλληνες η αρετή συνδεόταν με την τιμή και την αναγνώριση, δεν ήταν όμως κάτι το ενιαίο. Η αρετή του πολεμιστή αναγόταν στη γενναιότητά του και η αρετή του τεχνίτη στη σωστή εκτέλεση της τέχνης του. Ακόμη και ένα άλογο μπορούσε να έχει τη δική του αρετή. Στο πολιτικό επίπεδο, η αρετή προσιδίαζε μόνο σε αυτούς που είχαν πρόσβαση στην εξουσία, στους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών, οι οποίοι είχαν αφομοιώσει ένα σύνολο σταθερών αξιών, όπως η ανδρεία στη μάχη, η αφιλοκέρδεια, η ηπιότητα προς τους φίλους και η αυστηρότητα προς τους εχθρούς - αυτοί ονομάζονταν καλοὶ κἀγαθοί. Ο όχλος δεν μπορούσε εξ ορισμού να είναι ενάρετος.

Όταν οι σοφιστές κάνουν λόγο για αρετή, έχουν στον νου τους ένα νέο παιδευτικό ιδεώδες καθολικής ισχύος. Στη δημοκρατική Αθήνα ενάρετος είναι ο εκπαιδευμένος πολίτης, αυτός που αποδεικνύει την αξιοσύνη του με την αποτελεσματική συμμετοχή του στα κοινά. Η ανάδειξη στον στίβο της πολιτικής δεν εξαρτάται από τις κληρονομημένες αξίες της αριστοκρατικής παράδοσης, αλλά από νέες δεξιότητες και γνώσεις - από τη ρητορική, νομική και ιστορική κατάρτιση του πολίτη. Οι σοφιστές ισχυρίζονται ότι αυτή η κατάρτιση είναι κάτι που διδάσκεται: η πολιτική αρετή είναι διδακτή.

Η νέα αντίληψη της αρετής ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με την «ισονομία», η οποία είχε ήδη επιβληθεί στη δημοκρατική πολιτεία. Στο φιλοσοφικό ωστόσο επίπεδο σήμαινε κάτι περισσότερο, κάτι το επαναστατικό: σήμαινε ότι όλοι οι άνθρωποι ξεκινούν στη ζωή τους από την ίδια αφετηρία, ότι είναι εκ φύσεως ίσοι. Όταν ο Σωκράτης προκαλεί τον Πρωταγόρα να αποδείξει ότι η αρετή είναι διδακτή, ο μεγάλος σοφιστής απαντά με έναν μύθο. Το ανθρώπινο γένος θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει, αν ο Προμηθέας δεν το είχε εξοπλίσει με τη φωτιά και τις τέχνες. Με τα εφόδια αυτά οι άνθρωποι κατάφεραν ως έναν βαθμό να αντισταθούν στην επιθετικότητα των άλλων ζώων, επινόησαν τη θρησκεία και τη γλώσσα, απέκτησαν κάποια βασικά αγαθά και ειδικές τεχνικές δεξιότητες. Τους έλειπε όμως ακόμη η πολιτική τέχνη, και έτσι ήταν ανίκανοι να ζήσουν συλλογικά. Τότε ο Δίας αποφάσισε να τους βοηθήσει και τους χάρισε την Αιδώ και τη Δίκη (δηλαδή, τον σεβασμό προς τον άλλο και τη δικαιοσύνη), «για να οργανώσουν αρμονικές πολιτείες και να αναπτύξουν μεταξύ τους δεσμούς φιλίας». Με την Αιδώ και τη Δίκη εξοπλίστηκαν όλοι οι άνθρωποι, γιατί, κατά τον Δία, η πολιτική δεν είναι σαν τις άλλες τέχνες, που μόνο λίγοι τις κατέχουν. Ο νόμος που επέβαλε ο Δίας στους ανθρώπους ήταν «ότι όποιος δεν θα μετείχε στην Αιδώ και στη Δίκη, θα έπρεπε να εκτελείται, γιατί αυτός είναι η αρρώστια της πόλης» (Πλάτων, Πρωταγόρας 322d).

Όλοι λοιπόν οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους προικισμένοι με τα σπέρματα της πολιτικής αρετής, και, επομένως, δικαιούνται να συμμετέχουν ισότιμα στα κοινά. Αν τώρα φροντίσουν αυτή την καλή πλευρά του εαυτού τους με την άσκηση και τη διδασκαλία, θα διακριθούν στην πολιτική πρακτική. Ο σοφιστής εμφανίζεται ακριβώς ως ο κατάλληλος μεσάζων, αυτός που έχει τη δυνατότητα να αναδείξει και να καλλιεργήσει την έμφυτη αρετή του πολίτη.

6.5. Γλώσσα και αλήθεια

Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τον τρόπο διδασκαλίας των σοφιστών. Οργανωμένες σχολές μάλλον δεν ίδρυσαν - οι πρώτες φιλοσοφικές σχολές είναι αυτές του Πλάτωνα και του Ισοκράτη στις αρχές του 4ου αιώνα. Το πιο πιθανό είναι ότι παρέδιδαν ιδιαίτερα μαθήματα σε εύπορους νέους. Ο Αριστοτέλης μάς αναφέρει ότι ζητούσαν από τους μαθητές τους να αποστηθίσουν γραπτούς λόγους οι οποίοι ήταν συνθεμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύεται η ορθή χρήση των επιχειρημάτων και η πειστικότητα (Αριστοτέλης, Σοφιστικοί έλεγχοι 183b36 κ.ε.). Ένα θαυμάσιο δείγμα τέτοιου λόγου, που έχει διασωθεί, είναι το Ελένης Εγκώμιον του Γοργία. Στο κείμενο αυτό ο Γοργίας επιχειρεί με δεξιοτεχνία να ανατρέψει την κοινώς αποδεκτή άποψη ότι η Ωραία Ελένη ευθύνεται για τον Τρωικό Πόλεμο, δείχνοντας ότι η Ελένη εξαναγκάστηκε από υπέρτερες δυνάμεις να ακολουθήσει τον Πάρη στην Τροία (είτε από τον άλογο έρωτα, είτε από τη θεϊκή βούληση, είτε από την «επίδραση της πειθούς των λόγων που έχει την ίδια δύναμη με τον εξαναγκασμό» [§ 12]). Ο Γοργίας δεν διστάζει να κλείσει τον λόγο του χαρακτηρίζοντας τον «παιχνίδι», δείχνοντας ότι δεν τον ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση η αλήθεια, αλλά η σωστή διάρθρωση των δυνατών επιχειρημάτων.

Το κείμενο του Γοργία φέρνει στον νου τη διαμάχη του Δίκαιου και του Άδικου Λόγου στις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Οι σοφιστές υπερηφανεύονταν ότι σε κάθε ζήτημα ήταν ικανοί να «κάνουν το ανίσχυρο επιχείρημα ισχυρό» (τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν· Αριστοτέλης, Ρητορική1402a23). Δεν εννοούσαν προφανώς ότι σκοπός τους ήταν η συνειδητή επιδίωξη της αδικίας. Ήθελαν να δείξουν ότι υπάρχει πάντοτε τρόπος να υποστηριχθεί εξίσου καλά μια θέση και η αντίθετή της. Αυτό το περιεχόμενο θα πρέπει να είχαν και ορισμένα συγγράμματα με τίτλο Αντιλογίες ή Δισσοί Λόγοι, που αποδίδονται σε σοφιστές. Μια σημαντική διάσταση της σοφιστικής διδασκαλίας ήταν η εξάσκηση των μαθητών στη «διαλεκτική», στην τεχνική δηλαδή συζήτηση κάθε θέσης με την κατάλληλη διατύπωση ερωτήσεων και απαντήσεων. Είναι προφανές ότι μια τέτοια δεξιότητα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στα αθηναϊκά δικαστήρια και στην αγορά. Ταυτοχρόνως όμως η διαλεκτική αποτέλεσε και τη νέα μέθοδο της φιλοσοφίας, μια μέθοδο που διεκδικείται τόσο από τους σοφιστές όσο και από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.

Η σημασία που αποκτούν κατά τον 5ο αιώνα η ρητορική και η διαλεκτική δημιουργεί ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα γλωσσικά ζητήματα. Αναφέρεται ότι ο Πρωταγόρας καλλιέργησε την «ορθοέπεια», την ορθή δηλαδή χρήση των γλωσσικών τύπων. Στην «ορθοέπεια» του Πρωταγόρα θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πρώτη προσπάθεια διατύπωσης γραμματικών και συντακτικών κανόνων της γλώσσας, σε μια περίοδο όπου η γραπτή έκφραση της γλώσσας κερδίζει συνεχώς έδαφος. Την ίδια εποχή ο Πρόδικος επιχείρησε τις πρώτες αναζητήσεις στην ετυμολογία των λέξεων, ένα πεδίο που θα απασχολήσει ιδιαίτερα και τον Πλάτωνα. Η ιστορία των λέξεων, η ελληνική ή η ξενική καταγωγή τους, η ανάλυση σε συλλαβές και γράμματα, οδηγούν στο κρίσιμο πρόβλημα της σχέσης γλώσσας και πραγματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αρχαιοελληνική λέξη στοιχεῖον, που στη φιλοσοφική ορολογία παραπέμπει στα πρωταρχικά συστατικά των όντων, αρχικά σήμαινε τα γράμματα του αλφαβήτου. Τι ισχύει λοιπόν; Η γλώσσα αντανακλά πιστά την πραγματικότητα ή έχει τη δική της αυτονομία;

Από τους προηγούμενους φιλοσόφους μόνο ο Παρμενίδης έθεσε εμμέσως ένα τέτοιο ερώτημα, όταν υποστήριξε ότι η σκέψη και η γλώσσα μάς δίνουν πολύ μεγαλύτερη βεβαιότητα από την εμπειρία. Ο Γοργίας θα υιοθετήσει τη συλλογιστική του Παρμενίδη, αποσυνδέοντας πλήρως τη γλώσσα από την εμπειρική πραγματικότητα.

Το μέσο με το οποίο πληροφορούμε τους άλλους για τα πράγματα είναι ο λόγος, και ο λόγος δεν είναι τα όντα που έχουμε μπροστά μας. Δεν παρουσιάζουμε επομένως στους διπλανούς μας τα όντα, αλλά κάποιο λόγο. […] Κι όπως το ορατό δεν θα μπορούσε να συλληφθεί με την ακοή, έτσι και το ον, που βρίσκεται έξω από εμάς, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος δικός μας.

Γοργίας, Περί του μη όντος

(Σέξτος Εμπειρικός, Προς μαθηματικούς 7.84)

Επικοινωνούμε με τους άλλους ανθρώπους με τον λόγο, και η επικοινωνία μας αυτή είναι ικανοποιητική. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι μεταφέρουμε με τον λόγο κάποιες αντικειμενικές αλήθειες για τα πράγματα. Η ανθρώπινη εμπειρία είναι αναπόφευκτα υποκειμενική - αυτό αντιλαμβάνεται ο Πρωταγόρας, όταν διατυπώνει το περίφημο πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος. Η προσωπική μου εμπειρία στηρίζεται στα δεδομένα των δικών μου αισθήσεων, και είναι εξίσου αληθινή με την εμπειρία κάθε άλλου ανθρώπου. Δεν μπορώ να αποδείξω την αντικειμενική της αλήθεια, μπορώ όμως να αντλήσω τα συμπεράσματά μου από αυτήν και να τα κοινοποιήσω με τον καλύτερο τρόπο στους συνομιλητές μου. Ο ανθρώπινος λόγος κρίνεται όχι ως προς την αλήθεια του αλλά ως προς την εσωτερική του συνέπεια και την πειστικότητα.

Μέτρο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος: για όσα υπάρχουν ότι υπάρχουν, και για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν.

Πρωταγόρας, απόσπ. 1

6.6. Η φύση των θεσμών

Η πεποίθηση ότι δεν είναι προσιτή η γνώση της αληθινής ουσίας των πραγμάτων ονομάζεται στη φιλοσοφία «αγνωστικισμός». Οι σοφιστές επέδειξαν αγνωστικιστική στάση υποβάλλοντας σε κριτική τους καθιερωμένους κοινωνικούς θεσμούς. Ο Πρωταγόρας προκάλεσε το κοινό αίσθημα όταν είχε την τόλμη να υποστηρίξει: «Για τους θεούς, δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτε: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι είδους μορφή έχουν. Πολλά είναι αυτά που μας εμποδίζουν να γνωρίζουμε - τόσο το άδηλο του ζητήματος όσο και η συντομία της ανθρώπινης ζωής» (απόσπ. 4). Η θρησκεία ριζώνει στην τάση των ανθρώπων να αποδεχτούν την ύπαρξη μιας δύναμης η οποία τους υπερβαίνει. Η ανθρώπινη πίστη όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τη γνώση. Λέγεται μάλιστα ότι ο Κριτίας, μαθητής του Σωκράτη και ένας από τους Τριάκοντα τυράννους, ξεκινώντας από την κριτική του Πρωταγόρα στη θρησκεία, έφτασε στη ρηξικέλευθη θέση ότι οι θεοί είναι επινόηση των κυβερνώντων για να εξουσιάζουν τους υπηκόους τους.

Μια τόσο ανατρεπτική στάση, σαν αυτή του Κριτία, δεν θα πρέπει να βρήκε πολλούς μιμητές. Ακόμη και στη δημοκρατική Αθήνα η πλειονότητα των πολιτών παρέμενε συντηρητική στα ζητήματα της θρησκευτικής πρακτικής. Η κατηγορία της ασέβειας θα διατυπωθεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, με στόχο ορισμένα από τα πιο γνωστά πρόσωπα της εποχής - τον Σωκράτη, βέβαια, αλλά και πριν από αυτόν τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα, αλλά και τον Περικλή, τον Φειδία, τον Αλκιβιάδη. Αντιθέτως, απόλυτη υπήρξε η ελευθερία της έκφρασης όσον αφορά την κριτική των θεμελίων του πολιτεύματος και της ηθικής συμπεριφοράς.

Στην Αθήνα της έντονης πολιτικής σύγκρουσης και των μεγάλων πολιτειακών ανατροπών δεν είναι πια εύκολο να υποστηρίξει κανείς τη θεϊκή καταγωγή του πολιτεύματος και των νόμων. Τα πολιτεύματα και οι νόμοι αλλάζουν ανάλογα με τη βούληση των ανθρώπων, και είναι φυσικό στην ίδια πόλη να συνυπάρχουν υποστηρικτές και πολέμιοι της αθηναϊκής δημοκρατίας, της ολιγαρχίας των Σπαρτιατών, ακόμη και της βασιλείας των Περσών. Διαμορφώνεται λοιπόν βαθμιαία η κοινή πεποίθηση ότι η κοινωνία θεμελιώνεται σε μια μορφή συμβολαίου, σε μια συμφωνία των ανθρώπων που αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. Η νομοθεσία είναι προϊόν συναλλαγής και συμβιβασμού αντίθετων συμφερόντων. Είναι ουσιαστικά ανθρώπινο δημιούργημα και, ως ανθρώπινο, εξ ορισμού μεταβλητό - μια θέση εντελώς αντίθετη προς το παλαιότερο αριστοκρατικό ιδεώδες της σταθερότητας.

Η αναγνώριση της συμβατικής φύσης των νόμων θέτει το άτομο μπροστά σε νέα κρίσιμα διλήμματα. Δύο από αυτά θα αποδειχθούν καθοριστικά για τη μεταγενέστερη φιλοσοφική σκέψη. Πρώτο δίλημμα: αν οι νόμοι είναι προϊόντα συμβιβασμού, το άτομο θα πρέπει να υπακούει σε αυτούς ή έχει δικαίωμα να τους παραβαίνει; Δεύτερο δίλημμα: ό,τι χαρακτηρίζει την κοινωνία, χαρακτηρίζει και το άτομο; Είναι και η συγκρότηση του ατόμου προϊόν κοινωνικών συμβιβασμών, ή μήπως υπάρχει μια βαθύτερη, σταθερή φύση του ατόμου, η οποία καθορίζει την ηθική του συμπεριφορά;

Ο προβληματισμός αυτός είναι διάχυτος στη σοφιστική κίνηση. Οι απαντήσεις όμως ποικίλλουν. Ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι όπως δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, έτσι δεν υπάρχει και απόλυτη έννοια δικαιοσύνης και ηθικότητας. Δίκαιο και ηθικό είναι αυτό που αποδέχεται κάθε φορά η κοινωνία ως σύνολο. Τόσο οι νόμοι όσο και οι αξίες διαμορφώνονται από τους ανθρώπους και αλλάζουν από τους ανθρώπους, η ίδια όμως η ύπαρξη της κοινωνίας επιβάλλει τον σεβασμό τους. Η υπακοή στους νόμους θεωρείται απαράβατο καθήκον του πολίτη, είναι το συνεκτικό στοιχείο των ανθρώπινων κοινωνιών. Η απόφαση του Σωκράτη να πιει το κώνειο θα εύρισκε απολύτως σύμφωνο τον Πρωταγόρα. Άλλοι όμως σοφιστές ίσως να μη συμφωνούσαν. Ο Θρασύμαχος, για παράδειγμα, ταύτιζε το δίκαιο όχι με το συμφέρον του συνόλου των πολιτών αλλά με το συμφέρον του ισχυρότερου. Γιατί λοιπόν θα έπρεπε να συμβιβαστεί κανείς με έναν νόμο ή με μια θεσμική απόφαση, που θεωρούσε καταφανώς άδικη; Ο Ιππίας πάλι και ο Αντιφών θα προέβαλλαν άλλη αντίρρηση. Κατά τη δική τους γνώμη, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να καθορίζεται πλήρως από τις κοινωνικές συμβάσεις. Υπεράνω των νόμων και των θεσμών τοποθετούνται κάποιοι ηθικοί κανόνες, που προσιδιάζουν στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, όπως η φιλία, η ομόνοια, ο σεβασμός στους γονείς. Αυτούς τους κανόνες πρέπει κατά κύριο λόγο να ακολουθεί το άτομο, αφού μόνο «οι επιταγές της φύσης είναι αναγκαίες, ενώ οι επιταγές του νόμου είναι αυθαίρετες και συμβατικές» (Αντιφών, απόσπ. 44). Αν λοιπόν ο Σωκράτης θεωρούσε την κατηγορία εναντίον του προϊόν διαβολής, δεν έπρεπε να υπακούσει στην απόφαση του δικαστηρίου - κατά τον Ιππία (απόσπ. 17), οι νόμοι κακώς δεν έχουν προβλέψει κάποια κύρωση για όσους διαβάλλουν τους άλλους, μολονότι η διαβολή είναι φοβερό αδίκημα (δεινόν ἐστιν ἡ διαβολία).

6.7. Ο Σωκράτης απέναντι στους σοφιστές

Μιλώντας για τη φιλοσοφία του 5ου αιώνα, δεν κάναμε ως τώρα καμιά προσπάθεια να διαχωρίσουμε τον Σωκράτη από τους σοφιστές. Όσα αναφέραμε για την πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής, για τις νέες ανάγκες και τα νέα ερωτήματα που έφερε στο προσκήνιο η επικράτηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, αποτελούν στοιχεία για την ερμηνεία τόσο της σοφιστικής κίνησης όσο και της φιλοσοφίας του Σωκράτη. Ο Σωκράτης αναμφίβολα ανήκει στο ίδιο διανοητικό ρεύμα με τους σοφιστές. Είδαμε ότι για τον Αριστοφάνη ο Σωκράτης είναι κι αυτός ένας σοφιστής. Τι συμπέρασμα θα μπορούσε άλλωστε να βγάλει ο μέσος Αθηναίος που θα έβλεπε τον Σωκράτη να κινείται στους ίδιους κύκλους με τους σοφιστές, να συζητά τα ίδια προβλήματα, να χρησιμοποιεί την ίδια εκκεντρική φιλοσοφική διάλεκτο;

Και όμως η ταύτιση αυτή φαντάζει σήμερα παράδοξη. Ο Σωκράτης έχει καταγραφεί στη συνείδησή μας ως ο βασικός αντίπαλος των σοφιστών: είναι αυτός που με τη ζωή του, τη φιλοσοφική του στάση και, κυρίως, με τον υποδειγματικό του θάνατο αντιτάχθηκε έμπρακτα στον αμοραλισμό των σοφιστών. Στη μυθολογία της φιλοσοφίας ο Σωκράτης είναι ένας από τους κεντρικούς ήρωες, ενώ οι σοφιστές είναι αρνητικές φιγούρες. Κανένας άλλος φιλόσοφος δεν έχει εμπνεύσει περισσότερο τους επιγόνους του, κανένας άλλος δεν συνέβαλε τόσο αποφασιστικά στην ανύψωση του κύρους της φιλοσοφίας.

Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να ξεγελάστηκε τόσο πολύ ο Αριστοφάνης, και να μην αντιλήφθηκε την ιδιαιτερότητα του Σωκράτη; Ίσως όμως αυτό να μην είναι και τόσο περίεργο - στο στόχαστρο της σάτιρας βρέθηκαν πολλοί διάσημοι Αθηναίοι, δίκαιοι και άδικοι. Το σημαντικό είναι ότι έπεσε έξω και ο ίδιος ο αθηναϊκός Δήμος, όταν έφτασε στο σημείο να τον καταδικάσει σε θάνατο για τις απόψεις του. Χωρίς αμφιβολία, η καταδίκη του Σωκράτη αποτελεί μία από τις χειρότερες στιγμές της αθηναϊκής δημοκρατίας. Είναι ωστόσο αδιάψευστος μάρτυρας ότι η καθαγιασμένη εικόνα του Σωκράτη δεν ήταν καθόλου δεδομένη στο τέλος του 5ου αιώνα. Για τους συγχρόνους του ο Σωκράτης υπήρξε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο.

Η εξιδανίκευση του Σωκράτη, η οικοδόμηση του μύθου του, έγινε μετά τον θάνατό του από την πρώτη γενιά των αφοσιωμένων μαθητών του. Ο Σωκράτης ήταν ο εμπνευστής όλων των φιλοσοφικών σχολών που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 4ου αιώνα: των Κυνικών, των Κυρηναϊκών, των Μεγαρικών, της πλατωνικής Ακαδημίας. Ενώ ο ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε, οι μαθητές του συνέθεσαν την εκτεταμένη «σωκρατική» γραμματεία, μια πληθώρα δηλαδή διαλογικών κειμένων με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη. Ορισμένα από τα «σωκρατικά» κείμενα ήταν λογοτεχνικά και φιλοσοφικά αριστουργήματα, διαβάστηκαν με πάθος και αφοσίωση από γενιές ολόκληρες αναγνωστών και άσκησαν βαθιά επίδραση στη μεταγενέστερη σκέψη - οι πλατωνικοί διάλογοι είναι το υψηλότερο επίτευγμα αυτής της γραμματείας. Από εδώ αντλούμε τη μορφή του Σωκράτη, με την οποία έχουμε και εμείς εξοικειωθεί. Η μορφή αυτή είναι τόσο υποβλητική, ώστε εύκολα ξεχνούμε ότι ο Σωκράτης του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα δεν είναι ένα ιστορικό πρόσωπο αλλά ένα λογοτεχνικό προσωπείο.

Πρωταρχικός στόχος των σωκρατικών διαλόγων ήταν η αποκατάσταση της μνήμης του δασκάλου. Θα έπρεπε λοιπόν, μέσα από τα κείμενα αυτά, να καταδειχθεί πόσο αβάσιμες και άδικες ήταν οι κατηγορίες εναντίον του, πόσο ο αληθινός Σωκράτης διέφερε από τον «διαφθορέα των νέων» και τον «εισηγητή καινών δαιμονίων» τον οποίο οι Αθηναίοι καταδίκασαν. Για να αποκατασταθεί ο Σωκράτης έπρεπε κυρίως να φανεί η ριζική διαφορά του από τους σοφιστές. Ο πραγματικός κίνδυνος για την Αθήνα και τις αξίες της δεν προερχόταν από τον ολιγαρκή, νομοταγή, αλλόκοτο και ειρωνικό Σωκράτη, από τον Σωκράτη που διακήρυσσε σε κάθε ευκαιρία την άγνοιά του, αλλά από τους επηρμένους, παντογνώστες και τυχοδιώκτες σοφιστές.

6.8. Το «σωκρατικό πρόβλημα»

Ο Σωκράτης είναι η ίδια η ενσάρκωση της φιλοσοφίας, ο πιο γνωστός φιλόσοφος όλων των εποχών. Η αλήθεια όμως είναι ότι για τον πιο γνωστό φιλόσοφο γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Ο ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε - και δεν ξέρουμε ούτε καν γιατί αποφάσισε να μη γράψει. Τη φιλοσοφία του πρέπει επομένως να τη μάθουμε από δεύτερο ή από τρίτο χέρι. Κανένας όμως από τη γενιά του Σωκράτη ή την επόμενη γενιά δεν μας έχει δώσει σαφείς πληροφορίες για τις φιλοσοφικές του απόψεις, γράφοντας ως ιστορικός ή ως φιλόσοφος. Το ίδιο ισχύει και για τα γεγονότα της ζωής του. Μόνο για τη δίκη και τον θάνατό του έχουμε αρκετά στοιχεία. Πρέπει να φτάσουμε στον Αριστοτέλη, ο οποίος γεννήθηκε αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του Σωκράτη, για να συλλέξουμε κάποιες λακωνικές πληροφορίες για τη φιλοσοφία του.

Κανένας λοιπόν αρχαίος συγγραφέας που γνώρισε τον Σωκράτη δεν τον αντιμετώπισε ως ιστορικό πρόσωπο. Κανείς δεν μας εξέθεσε τη ζωή και τη φιλοσοφία του, κανείς δεν αντιδίκησε ευθέως μαζί του. Όσοι γνώρισαν τον Σωκράτη και θέλησαν να γράψουν για αυτόν το έκαναν μέσω της λογοτεχνίας. Ο Σωκράτης που όλοι γνωρίζουμε είναι ένα θεατρικό πρόσωπο. Είναι η κωμική καρικατούρα του σοφιστή στις Νεφέλες και η ηρωική μορφή του φιλοσόφου στους πλατωνικούς διάλογους. Ο πραγματικός Σωκράτης μένει πάντοτε κρυμμένος πίσω από μια μάσκα.

Εδώ εντοπίζεται και το λεγόμενο «σωκρατικό πρόβλημα»: πώς να ξεχωρίσει κανείς τον ιστορικό Σωκράτη από τον Σωκράτη της λογοτεχνίας, και ιδίως από τον Σωκράτη των πλατωνικών διαλόγων; Από τη στιγμή ωστόσο που συνειδητοποιούμε ότι στον πλούτο των λογοτεχνικών μαρτυριών δεν έχουμε να αντιπαραθέσουμε ιστορικά στοιχεία, αντιλαμβανόμαστε ότι το σωκρατικό πρόβλημα είναι καταδικασμένο να μείνει άλυτο. Ο πλατωνικός Σωκράτης, ως αυτόνομη υπόσταση, θα συνεχίσει πάντοτε να αποτελεί πηγή έμπνευσης και θαυμασμού. Όσο για τον ιστορικό Σωκράτη, είναι τόσο λίγα τα πράγματα που μπορούμε να πούμε για αυτόν, ώστε δεν αρκούν ούτε για να σκιαγραφήσουν ένα απλό πορτρέτο.

Ήταν αθηναίος πολίτης. Έζησε από το 470 ως το 399 π.Χ. Θα πρέπει να ήταν μάλλον φτωχός, αλλά όχι υπερβολικά, αφού δεν χρειάστηκε ποτέ να ασκήσει κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα. Έζησε όλη του τη ζωή στην Αθήνα. Στον στενό φιλικό του κύκλο ανήκαν ορισμένα από τα πολύ γνωστά ονόματα της αθηναϊκής αριστοκρατίας, όπως ο Αλκιβιάδης, ο Χαρμίδης και ο Κριτίας. Δεν συμμετείχε ενεργά στα κοινά, αλλά δεν αρνήθηκε τις υπηρεσίες του όποτε κλήθηκε στα όπλα ή όποτε κληρώθηκε σε κάποιο δημόσιο αξίωμα. Ως πρύτανης της Βουλής αντιτάχθηκε στην απόφαση του δήμου να εκτελέσει τους νικητές στρατηγούς της ναυμαχίας των Αργινουσών. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την πτώση των Τριάκοντα, οδηγήθηκε σε δίκη με δύο κατηγορίες: (α) ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς του κράτους και εισάγει νέες θεότητες· (β) ότι διαφθείρει τη νεολαία. Καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε θάνατο και προτίμησε να πάρει το κώνειο παρά να δραπετεύσει.

Δεν γνωρίζουμε πώς στράφηκε στη φιλοσοφία. Κατά πάσα πιθανότητα, ήταν αυτοδίδακτος. Δεν έγραψε τίποτε, δεν δίδαξε συστηματικά ούτε ίδρυσε σχολή. Πολλοί ωστόσο ήταν αυτοί που θεωρούσαν τον εαυτό τους μαθητή του Σωκράτη. Για το θετικό περιεχόμενο της φιλοσοφίας του δεν έχουμε στοιχεία. Γνωρίζουμε όμως το περίγραμμά της. Έθεσε στο κέντρο της φιλοσοφικής αναζήτησης τον άνθρωπο και ενδιαφέρθηκε αποκλειστικά για ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Θεώρησε ηθικό καθήκον την αυτογνωσία και τη μέριμνα για την ψυχή. Ο ίδιος δήλωνε ότι δεν γνωρίζει τίποτε με βεβαιότητα, είχε όμως τη δυνατότητα να ελέγχει τις θέσεις των άλλων. Η φιλοσοφική μέθοδος που εφάρμοσε ήταν μια μορφή διαλεκτικής, που στηριζόταν στη διατύπωση γενικών θέσεων και στην προσπάθεια απόρριψής τους μέσω ερωτήσεων και απαντήσεων.

Αυτά είναι όλα όσα ξέρουμε για τον Σωκράτη. Είναι προφανές ότι από τα στοιχεία αυτά δεν προκύπτει γιατί ο Σωκράτης είναι σημαντικός φιλόσοφος ούτε γιατί άσκησε τόσο μεγάλη επίδραση σε όσους ήρθαν σε επαφή μαζί του. Δεν μπορούμε επίσης να προσδιορίσουμε τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο διάσημο στην εποχή του, ώστε να αποτελεί αντικείμενο δημόσιας σάτιρας. Και το κυριότερο: παραμένει ανεξήγητη η πηγή του «σωκρατικού προβλήματος». Γιατί απέφυγαν όλοι, φίλοι και εχθροί, να μιλήσουν για τον Σωκράτη ευθέως; Γιατί όλοι προτίμησαν τη λογοτεχνική μετάπλαση;

Ένας φιλόσοφος όμως δεν μπορεί να γίνει γοητευτικό λογοτεχνικό πρόσωπο, παρά μόνο αν η ζωή του προκαλεί περισσότερο ενδιαφέρον από τις θεωρίες του. «Είναι εκπληκτικό, αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν μοιάζει με κανέναν, ούτε από τους παλαιότερους ούτε από τους τωρινούς», λέει ο Αλκιβιάδης στο πλατωνικό Συμπόσιο. «Όσο κι αν ψάξεις δεν θα βρεις κανέναν σαν κι αυτόν· τόσο αλλόκοτος (ἄτοπος) είναι και ο ίδιος και οι λόγοι του» (Συμπόσιον 221cd). Περιφρονεί το χρήμα, τις τιμές και τα ακριβά ρούχα και προτιμά να κυκλοφορεί ξυπόλητος· έχει απίστευτη αντοχή στις κακουχίες, στο ξενύχτι και στο πιοτό· δεν χάνει ποτέ την αυτοκυριαρχία του. Δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη σε μια εσωτερική φωνή (στο περίφημο «δαιμόνιο»), που τον αποτρέπει από τις κακοτοπιές. Αν και ζει στην πιο ταραγμένη και κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της Αθήνας, αποφεύγει κάθε ανάμειξη στην ενεργό πολιτική, και παρ᾽ όλα αυτά διατείνεται ότι μόνο αυτός ασκεί την «αληθινή πολιτική τέχνη» (Πλάτων, Γοργίας 521d).Του αρέσει να ειρωνεύεται τους συνομιλητές του, δίνει την εντύπωση ότι παίζει συνομιλώντας, μιλά για σοβαρά θέματα χρησιμοποιώντας παράδοξα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, «κάτι για γάιδαρους σαμαρωμένους και για χαλκωματάδες και παπουτσήδες και βυρσοδέψες». Και όμως στο τέλος οι συνομιλητές του αντιλαμβάνονται ότι «οι δικές του συζητήσεις είναι οι μόνες που έχουν πραγματικό νόημα» (Συμπόσιον 221e-222a), οι λόγοι του «αιχμαλωτίζουν και εκστασιάζουν τους ανθρώπους», έχουν τη δύναμη να τους κάνουν να «αντιλαμβάνονται ότι δεν αξίζει να ζουν όπως ζουν» (Συμπόσιον 215d-216a).

Όλα δείχνουν ότι η μορφή του Σωκράτη προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στους συγχρόνους του. Ελάχιστοι κατανόησαν το ακριβές νόημα της διδασκαλίας του - γι᾽ αυτό και μας παραδίδονται τόσο διαφορετικές περιγραφές των απόψεών του. Ωστόσο, είναι κοινή η πεποίθηση ότι ο Σωκράτης ενσαρκώνει ένα νέο ιδεώδες φιλοσόφου. Στο σωκρατικού ιδεώδες το περιεχόμενο των φιλοσοφικών θεωριών και η μέθοδος έκθεσής τους είναι αναπόσπαστα δεμένα με τον τρόπο ζωής του φιλοσόφου. Η μέριμνα για την καλλιέργεια του εαυτού και τη σωστή ζωή γίνεται το πρωταρχικό καθήκον του φιλοσόφου και επισκιάζει σε μεγάλο βαθμό τις φιλοσοφικές αντιλήψεις. Ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι κατάφερνε να ζει με έναν απολύτως δίκαιο και ενάρετο τρόπο, χωρίς να γνωρίζει τι είναι ακριβώς δικαιοσύνη και τι αρετή. Η φιλοσοφία του Σωκράτη είναι, πρώτα απ᾽ όλα, η ίδια του η ζωή.

6.9. Υπάρχει σωκρατική φιλοσοφία;

Οι σωκρατικοί διάλογοι του Πλάτωνα ξεκινούν συνήθως με τη διατύπωση ενός ερωτήματος της μορφής «τι είναι Χ», όπου το Χ είναι μια γενική έννοια ηθικής προέλευσης - τι είναι ανδρεία, τι είναι ευσέβεια, τι είναι δικαιοσύνη, τι είναι αρετή. Είναι ενδιαφέρον ότι το ερώτημα αυτό δεν γίνεται κατά κανόνα κατανοητό από τους συνομιλητές του Σωκράτη. Όλοι είναι πρόθυμοι να συζητήσουν αν ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, μια πράξη, ένα πολίτευμα είναι δίκαια ή άδικα, αισθάνονται όμως αμηχανία όταν τίθεται το γενικό ερώτημα «τι είναι δικαιοσύνη». Στην πορεία των διαλόγων παρακολουθούμε τις διαδοχικές προσπάθειες των συνομιλητών να δώσουν έναν ικανοποιητικό ορισμό της ζητούμενης ηθικής έννοιας, προσπάθειες που τελικά όλες πέφτουν στο κενό. Ο ρόλος του Σωκράτη σε αυτή την αναζήτηση είναι διευθυντικός και ελεγκτικός. Θέτει το αρχικό ερώτημα και κατευθύνει εντέχνως τη συζήτηση εκεί που επιθυμεί· ο ίδιος δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τη σωστή απάντηση, αναλαμβάνει όμως με ιδιαίτερη επιδεξιότητα τον έλεγχο των προτεινόμενων ορισμών.

Από τους πλατωνικούς διάλογους μαθαίνουμε περισσότερα για τη μεθοδολογία της σωκρατικής έρευνας παρά για τις φιλοσοφικές θέσεις του Σωκράτη. Καταρχήν, βλέπουμε ότι όλα τα προβλήματα που απασχολούν τον Σωκράτη ανήκουν στη σφαίρα της ηθικής και της πολιτικής. Ο Πλάτων υπαινίσσεται ότι ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος που έθεσε τα ερωτήματα της μορφής «τι είναι Χ», ήταν δηλαδή ο πρώτος που αντιλήφθηκε την αξία του ορισμού των εννοιών. Σε αυτό συμφωνεί και ο Αριστοτέλης, αφού ισχυρίζεται ότι «ο Σωκράτης στράφηκε στα ηθικά ζητήματα αδιαφορώντας για την όλη φύση, και αναζήτησε εκεί το καθολικό αναδεικνύοντας πρώτος τη σημασία των ορισμών» (Μετά τα φυσικά987b1). Η απαίτηση του Σωκράτη να οριστούν οι ηθικές έννοιες συνάδει με την πεποίθησή του ότι η αρετή είναι γνώση. Ενάρετος μπορεί να γίνει κανείς, μόνο όταν γνωρίζει τι ακριβώς είναι αρετή. Το παράδοξο βέβαια στην περίπτωση του Σωκράτη είναι ότι ο ίδιος διακήρυσσε σε κάθε περίσταση ότι δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε, χωρίς η άγνοιά του να τον κάνει ανήθικο άνθρωπο.

Το στοιχείο όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο στους σωκρατικούς διάλογους είναι ο τρόπος που διεξάγεται η συζήτηση. Η συζήτηση είναι πάντοτε ζωηρή, αλλά ποτέ άναρχη. Από τους παρευρισκόμενους συμμετέχουν κάθε στιγμή μόνο δύο στη συζήτηση, ένας εκ των οποίων είναι ο Σωκράτης. Ο ένας συνομιλητής υποστηρίζει μια θέση με τα καλύτερα δυνατά επιχειρήματα, και ο άλλος προσπαθεί να αποδείξει ότι η θέση αυτή δεν μπορεί να σταθεί. Ο Σωκράτης αποφεύγει συστηματικά τους μακροσκελείς μονολόγους και συνιστά στους συνομιλητές του να θέτουν διαζευκτικά ερωτήματα και να απαντούν όσο πιο σύντομα μπορούν - αν είναι δυνατό με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Η εντύπωση που αποκομίζουμε είναι ότι ο Σωκράτης έχει ανακαλύψει μια μέθοδο διερεύνησης των ηθικών και πολιτικών προβλημάτων, και θεωρεί ότι η μέθοδος αυτή είναι η μόνη που προσιδιάζει στη φιλοσοφία. Η μέθοδος αυτή είναι «διαλεκτική», αφού στηρίζεται στην ανταλλαγή σύντομων λόγων, ορισμών και επιχειρημάτων, δηλαδή στο διαλέγεσθαι. Τοποθετείται στον αντίποδα της τεχνικής των ποιητών, η οποία στηρίζεται στα λεκτικά σχήματα και στην υποβλητικότητα των ποιητικών εικόνων. Διαφέρει όμως και από την πρακτική που ακολουθούν οι ρήτορες και οι πολιτικοί, όπου το ζητούμενο είναι η μεγιστοποίηση της πειθούς των λόγων, η οποία επιτυγχάνεται με τις μακροσκελείς αγορεύσεις και τις δημηγορίες.

Η διαλεκτική μέθοδος θα γίνει σήμα κατατεθέν όλων των μεταγενέστερων σωκρατικών σχολών - και της φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Θα πρέπει ωστόσο να ξεκίνησε από τον ίδιο τον Σωκράτη, αφού ήδη οι κωμικοί ποιητές σατιρίζουν τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο συζητούν ο Σωκράτης και οι μαθητές του. Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσουμε ότι η σωκρατική διαλεκτική είναι απλώς ένας τρόπος συζήτησης. Στόχος της δεν είναι τόσο η ανακάλυψη κάποιας οριστικής αλήθειας όσο η συμμετοχή σε μια αναζήτηση που οδηγεί στην ηθική βελτίωση των ατόμων. Ενσαρκώνει μια στάση ζωής, αφιερωμένη στην κοινή διερεύνηση ζωτικών προβλημάτων, στην καλλιέργεια της ψυχής και στον διαρκή αυτοέλεγχο.

Το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο είναι αυτό: να μπορεί κανείς να μιλάει κάθε μέρα για την αρετή και για όλα τα άλλα τα πράγματα που με ακούτε κι εσείς να συζητώ, θέτοντας σε δοκιμασία και τον εαυτό μου και τους άλλους - γιατί μια ανεξέλεγκτη ζωή είναι μια ζωή που δεν αξίζει να τη ζει κανένας άνθρωπος (ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ).

Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 38a 1-6

Ο Σωκράτης μιλά συνεχώς για την ηθική, αποφεύγει όμως να προβάλει δικές του ηθικές θέσεις. Περιορίζεται στην ανατροπή των δογματικών αποφάνσεων των άλλων, δίνοντας την εντύπωση ενός ανθρώπου ο οποίος με τα χρόνια έχει αναπτύξει ένα αλάθητο κριτήριο εντοπισμού των εσφαλμένων αντιλήψεων. Η σοφία του, την οποία έχει επιβεβαιώσει και το μαντείο των Δελφών, έγκειται στο γεγονός ότι μόνο αυτός ανάμεσα στους ανθρώπους της εποχής του έχει επίγνωση της άγνοιάς του. Υπάρχει ωστόσο μια περίσταση όπου προτιμά να εγκαταλείψει τη συνηθισμένη του μετριοπάθεια. Στην απολογία του στο δικαστήριο δηλώνει με πάθος στους δικαστές του: «Ένα πράγμα γνωρίζω: το να αδικεί κανείς και να μην υπακούει στον ανώτερό του, είτε θεός είναι αυτός είτε άνθρωπος, είναι κακό και επονείδιστο» (Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 29b6-7). Και όταν οι φίλοι του τον παροτρύνουν να δραπετεύσει από τη φυλακή για να γλιτώσει την άδικη τιμωρία, εκείνος αντιστέκεται σθεναρά με το επιχείρημα ότι, αν δραπετεύσει, θα διαπράξει μεγαλύτερη αδικία απέναντι στην πόλη του και τους νόμους της. Η θέση του είναι ξεκάθαρη: «Δεν πρέπει ποτέ να ανταποδίδουμε μια αδικία, ούτε να βλάπτουμε κανέναν άνθρωπο, οτιδήποτε κι αν έχουμε υποστεί από αυτόν» (Πλάτων, Κρίτων 49c10 κ.ε.).

Για τους αρχαίους Έλληνες η στάση του Σωκράτη είναι ακατανόητη. Το αρχαϊκό αίσθημα του δικαίου στηριζόταν στην αρχή της ανταπόδοσης. Η αδικία έπρεπε οπωσδήποτε να ανταποδοθεί, για να επιτευχθεί η δικαιοσύνη. Αυτό δίδασκε η ελληνική μυθολογία και τα ομηρικά έπη· αυτό ίσχυε στην καθημερινή πρακτική. Γι᾽ αυτό και ήταν ριζικά διαφορετική η στάση των Ελλήνων απέναντι στους φίλους και απέναντι στους εχθρούς. Ο ενάρετος άνθρωπος έπρεπε να είναι επιεικής προς τους φίλους και άτεγκτος προς τους εχθρούς. Ο Αναξίμανδρος μάλιστα, όπως είδαμε, θα αναγάγει την αρχή της ανταπόδοσης σε κοσμικό νόμο - τα πρωταρχικά στοιχεία ισορροπούν ανταποδίδοντας την αδικία που διέπραξαν το ένα στο άλλο με τη στιγμιαία υπεροχή τους.

Απορρίπτοντας την αρχή της ανταπόδοσης, ο Σωκράτης ανοίγει τον δρόμο προς μια νέα ηθική. Θεμέλιο αυτής της νέας ηθικής είναι η ψυχική ακεραιότητα του ατόμου. Η άδικη πράξη βλάπτει ανεπανόρθωτα την ψυχή του δρώντος. Αν λοιπόν θέλει κανείς να είναι δίκαιος και ενάρετος, θα αποφύγει την αδικία, όσο μεγάλο κι αν είναι το κακό που ο ίδιος έχει υποστεί και όσα κι αν είναι τα υλικά οφέλη που θα αποκομίσει με τη διάπραξη της αδικίας.

Ο μύθος του Σωκράτη θεμελιώθηκε κυρίως στο είδος του θανάτου του. Η καταδίκη του, όταν πλέον καταλάγιασαν τα πολιτικά πάθη που στην ουσία την προκάλεσαν, φάνηκε στους μεταγενέστερους άδικη και σκανδαλώδης. Μεγαλύτερη ωστόσο εντύπωση θα πρέπει να προκάλεσε η απόφαση του Σωκράτη να πιει το κώνειο, αποδεχόμενος στωικά την άδικη απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου. Αν ο Σωκράτης είχε για μια ολόκληρη ζωή προκαλέσει τους συγχρόνους του με την «άτοπη» συμπεριφορά του, το τέλος του αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πρόκληση. Ένας άνθρωπος που επιλέγει να πεθάνει για να μην ανταποδώσει μια αδικία, τη στιγμή που η κρατούσα ηθική τού επιτρέπει (ή και του επιβάλλει) να το αποφύγει, αποδεικνύει με τον πιο δραματικό τρόπο ότι είχε κάτι πολύ σημαντικό να διδάξει. Η καλλιέργεια και η ακεραιότητα της ψυχής δίνουν τη δυνατότητα στον πραγματικό φιλόσοφο να ξεπεράσει ακόμη και τον φόβο του θανάτου.

7. Ο Πλάτων και η φιλοσοφική ακαδημία

7.1. Γραφή και προφορικότητα

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Άκουσα μια ιστορία για έναν από τους παλιούς αιγυπτιακούς θεούς, τον θεό Θευθ. Είναι αυτός που ανακάλυψε τον αριθμό και τους υπολογισμούς, τη γεωμετρία και την αστρονομία, ακόμη και τους πεσσούς και τους κύβους, και πάνω απ᾽ όλα τη γραφή. Βασιλιάς τότε όλης της Αιγύπτου ήταν ο Θαμούς - τον Θαμού οι Έλληνες τον ονομάζουν Άμμωνα. Σ᾽ αυτόν λοιπόν ήρθε ο Θευθ, του επέδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι θα έπρεπε να διαδοθούν σε όλους τους άλλους Αιγυπτίους. Ο βασιλιάς τότε τον ρώτησε ποια είναι η ωφέλεια της καθεμιάς, και καθώς εκείνος του εξηγούσε, άλλες από τις εξηγήσεις τις επαινούσε και άλλες τις κατέκρινε ανάλογα με ό,τι του φαινόταν σωστό ή λάθος. Κάποια στιγμή όμως έφτασαν και στη γραφή. «Αυτή η μάθηση, βασιλιά μου,» είπε ο Θευθ, «θα κάνει τους ανθρώπους σοφότερους και θα αυξήσει τη μνήμη τους· γιατί βρέθηκε το φάρμακο της μνήμης και της σοφίας.» Και ο Θαμούς του απάντησε: «Πολύτεχνε Θευθ, άλλος έχει τη ικανότητα να γεννά τις τέχνες και άλλος να κρίνει αν οι τέχνες αυτές θα βλάψουν ή θα ωφελήσουν. Εσύ λοιπόν τώρα, σαν πατέρας που είσαι της γραφής, έδειξες εύνοια σ᾽ αυτήν και της προσέδωσες τις αντίθετες από τις πραγματικές της δυνατότητες. Γιατί η γραφή θα φέρει λήθη στις ψυχές όσων τη μάθουν, μια και αυτοί σίγουρα θα παραμελήσουν τη μνήμη τους· δείχνοντας εμπιστοσύνη στη γραφή, θα φέρνουν στη θύμησή τους κάτι όχι από μέσα τους, από τον ίδιο τον εαυτό τους, αλλά από κάποια ξένα εξωτερικά σημάδια. Αυτό που ανακάλυψες δεν είναι το φάρμακο της μνήμης αλλά της υπόμνησης. Στους μαθητές σου δεν φέρνεις την αληθινή σοφία αλλά μόνο την επίφαση της σοφίας. Τους κάνεις να ακούν πολλά χωρίς να τους διδάσκεις, και τελικά φθάνουν να νομίζουν ότι γνωρίζουν και πολλά, ενώ δεν γνωρίζουν τίποτε· γίνονται μάλιστα φορτικοί σε κάθε συντροφιά, αφού παριστάνουν τους σοφούς, χωρίς να είναι.»

Πλάτων, Φαίδρος 274c-275b

Την ιστορία αυτή την έχει επινοήσει ο Πλάτων, βάζει όμως τον Σωκράτη να μας τη διηγηθεί. Από το στόμα του Σωκράτη, τα επιχειρήματα εναντίον της γραφής ακούγονται πειστικά. Ο Σωκράτης ήταν από τους ελάχιστους σημαντικούς Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. που δεν ενέδωσε στη γοητεία του γραπτού λόγου. Έμεινε αφοσιωμένος στην προφορική επικοινωνία με τους συμπολίτες του, στην καλλιέργεια της φιλοσοφίας ως έμπρακτης τέχνης του βίου. Ο πλατωνικός λοιπόν Σωκράτης υιοθετεί την κριτική του αιγύπτιου βασιλιά, και συνοψίζει τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου σε τρία σημεία: (α) τα γραπτά κείμενα είναι στατικά και μονοσήμαντα, λένε πάντοτε το ίδιο πράγμα· (β) δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από άδικες επιθέσεις, χρειάζονται συνεχώς τη βοήθεια του συγγραφέα-πατέρα τους· (γ) δεν επιλέγουν τα ίδια τους αποδέκτες τους, πέφτουν στα χέρια δικαίων και αδίκων, ενάρετων και διεφθαρμένων.

Στη στατικότητα της γραφής ο Σωκράτης αντιπαραθέτει τη ζωντάνια και την πλαστικότητα της προφορικής επικοινωνίας. Η αληθινή φιλοσοφία ορίζεται ως «ο ζωντανός και έμψυχος λόγος του γνώστη, που γράφεται με πραγματική γνώση στην ψυχή όποιου μαθαίνει» (Φαίδρος 276a). Ο φιλόσοφος πρέπει καταρχήν να κατέχει την πραγματική γνώση για όλα τα σημαντικά ζητήματα - για τη δικαιοσύνη, την ωραιότητα, την αρετή. Θα ολοκληρώσει το έργο του, όταν «βρει την κατάλληλη ψυχή» και λειτουργήσει ως φωτισμένος δάσκαλος. Κάνοντας χρήση της «διαλεκτικής τέχνης» θα σπείρει στις ψυχές των μαθητών του λόγους γόνιμους, «λόγους ικανούς να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και αυτόν που τους έσπειρε, από όπου αναφύονται και νέοι λόγοι σε άλλες ψυχές, και έτσι διατηρείται πάντοτε μέσα τους αθάνατο το σπέρμα και οδηγούν τον κάτοχό τους στην ευδαιμονία» (στο ίδιο 277a).

Όταν η φιλοσοφία ασκείται με αυτό τον τρόπο, τότε και η γραφή μπορεί να αποβεί χρήσιμη. Ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί το γραπτό κείμενο, όπως παίζει ένα σοβαρό και πανέμορφο παιχνίδι. Το παιχνίδι της γραφής θα τον βοηθήσει να ασκήσει τη μνήμη του, να την κρατήσει ζωντανή. Δηλαδή τα γραπτά κείμενα είναι προσωπικές σημειώσεις, « υπομνήματα» - δεν υποκαθιστούν την πραγματική διδασκαλία, μπορούν όμως να βοηθήσουν στην οργάνωση και την προετοιμασία της.

Είναι όμως σωκρατική αυτή η αντίληψη για τη φιλοσοφία; Μόνο ως έναν βαθμό - μόνο όσον αφορά την έμφαση στην προφορική επικοινωνία. Κατά τα άλλα, ο Σωκράτης ουδέποτε θεώρησε τον εαυτό του γνώστη σε κάποιο θεωρητικό ζήτημα, και στην απολογία του στο δικαστήριο αρνήθηκε ότι είχε ποτέ μαθητές. Επιπλέον, ο ίδιος δεν έγραψε κανένα φιλοσοφικό κείμενο, έστω και για να παίξει προς στιγμήν το «πανέμορφο παιχνίδι» της γραφής. Είναι λοιπόν πιθανότερο ότι ο Σωκράτης του Φαίδρου εκθέτει την πλατωνική και όχι τη σωκρατική αντίληψη για τη φιλοσοφία.

7.2. Στο σχολείο της φιλοσοφίας

Για τον Πλάτωνα η φιλοσοφία είναι μια διαδικασία διδαχής, η οποία προϋποθέτει πάντοτε δύο πόλους, κατά βάση ανισότιμους: έναν γνώστη και έναν μυούμενο, έναν δάσκαλο και έναν μαθητή. Ο φιλοσοφικός λόγος είναι ο λόγος του δασκάλου και όχι εν γένει ο λόγος του σοφού. Και είναι ένας λόγος με συγκεκριμένη στόχευση: επιδιώκει τη διαμόρφωση του ήθους του μαθητή, την καλλιέργεια της ψυχής του. Η φιλοσοφία εγγράφεται στην ψυχή του νέου, μετασχηματίζοντάς την, και χαρακτηρίζεται από τον Πλάτωνα ως ψυχαγωγία - αγωγή της ψυχής (Φαίδρος 271c).

Για να λειτουργήσει επομένως ο φιλόσοφος χρειάζεται μια σχολή. Στο εσωτερικό της σχολής θα διαμορφωθεί ο ίδιος και, όταν έρθει η ώρα, θα αναλάβει με τη σειρά του να διαμορφώσει τους δικούς του μαθητές. Η φιλοσοφική εκπαίδευση, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πλάτων, είναι ιδιαίτερα επίπονη και μακρόχρονη διαδικασία. Περιλαμβάνει την ισόρροπη ανάπτυξη του σώματος και της ψυχής του μαθητή, την ανάδειξη των φυσικών του δεξιοτήτων, τη βαθμιαία εξοικείωσή του με τις επιστήμες, και ιδίως με τα μαθηματικά, και τέλος, στην ηλικία της ωριμότητας, τη μύησή του στη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία λοιπόν είναι το ύψιστο «μάθημα», η κορύφωση της εκπαιδευτικής πορείας - ένα μάθημα που απευθύνεται μόνο σε όσους έχουν περάσει με επιτυχία όλα τα προηγούμενα στάδια, έχουν αποδείξει τη φυσική τους προδιάθεση και τις ιδιαίτερες ικανότητές τους και έχουν αποφασίσει να αφιερωθούν στον φιλοσοφικό τρόπο ζωής.

Στην ιδεώδη μάλιστα εκδοχή της, η πλατωνική σχολή φιλοσοφίας γίνεται το μοντέλο οργάνωσης ολόκληρης της κοινωνίας. Στην Πολιτεία, το πληρέστερό του έργο, ο Πλάτων εκθέτει ένα φιλόδοξο σχέδιο πολιτικής μεταρρύθμισης, που προτείνει την ανάληψη της εξουσίας από τους φιλοσόφους. Η ιδανική πλατωνική πολιτεία είναι ένα μεγάλο και πλήρως οργανωμένο σχολείο, το οποίο αναλαμβάνει τις τύχες των πολιτών από τα νηπιακά τους χρόνια και έχει στόχο να οικοδομήσει ένα σταθερό και ισορροπημένο σύνολο, όπου ο καθένας θα ασχολείται μόνο με αυτό που ταιριάζει στη φυσική του προδιάθεση. Το μεγάλο πλήθος των πολιτών λαμβάνει μόνο τη στοιχειώδη εκπαίδευση και οδηγείται στα επιμέρους επαγγέλματα· ένα μικρό ποσοστό ανδρών και γυναικών συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους και γίνονται οι «φύλακες» της πόλης, αυτοί δηλαδή που φροντίζουν για την ασφάλειά της· και από αυτούς επιλέγονται ελάχιστοι που κρίνονται ικανοί για ειδικές επιστημονικές και φιλοσοφικές σπουδές, και στους οποίους ανατίθεται η διοίκηση της πόλης. Χειρώνακτες, φύλακες και φιλόσοφοι αποτελούν τις τρεις τάξεις της πλατωνικής πολιτείας. Από την πολιτεία θα εξοριστούν οι ποιητές, κι αυτό όχι γιατί ο Πλάτων ένιωθε απέχθεια προς την ποίηση, αλλά ακριβώς γιατί είχε αντιληφθεί τον καθοριστικό ρόλο που είχε παίξει η ποίηση στην παιδεία των Ελλήνων. Η φιλοσοφία προτείνεται ως μια νέα μορφή παιδείας, επιζητεί να διαμορφώσει έναν νέο τύπο ανθρώπου και, για τον σκοπό αυτό, προωθεί παιδευτικά ιδεώδη ασυμβίβαστα με τα ιδεώδη της ποίησης.

Στο πλατωνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι εμφανείς οι πυθαγόρειες επιδράσεις. Ο Πλάτων δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον τρόπο οργάνωσης των Πυθαγορείων, πραγματικό του δάσκαλο όμως θεωρεί τον Σωκράτη. Όπως για τον Σωκράτη, έτσι και για τον Πλάτωνα οι δεσμοί της φιλοσοφίας με την πόλη-κράτος είναι άρρηκτοι. Η πλατωνική φιλοσοφία στοχεύει στον μετασχηματισμό των πολιτικών θεσμών και των ηθικών αντιλήψεων των ανθρώπων - είναι μια φιλοσοφία κατά βάση πολιτική. Ο πλατωνικός φιλόσοφος δεν θα επιδιώξει την απομόνωση και την αποχή από τα κοινά προκρίνοντας την προσωπική του σωτηρία. Εκείνο που προέχει είναι η σωτηρία ολόκληρης της πόλης. Η δίκαιη πολιτεία είναι αυτή που επιτυγχάνει τη σωστή συναρμογή και την ισορροπία όλων των μερών της.

Τον νόμο δεν τον ενδιαφέρει πώς μια συγκεκριμένη ομάδα στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη, αλλά αναζητεί τρόπους ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για όλη την πόλη συνενώνοντας τους πολίτες με την πειθώ αλλά και τον εξαναγκασμό, κάνοντάς τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί ο καθένας να προσφέρει στο σύνολο· και πλάθει ο νόμος τέτοιους άνδρες στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατά κει που αρέσει στον καθένα αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης.

Πλάτων, Πολιτεία 519e-520a.

7.3. Ο Πλάτων, η πολιτική και η Ακαδημία

Ο Πλάτων γεννήθηκε στην Αθήνα το 428 π.Χ. και ανδρώθηκε μέσα στην ταραγμένη περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου και των δραματικών γεγονότων που ακολούθησαν την ήττα των Αθηναίων. Η οικογένειά του ήταν μία από τις πιο γνωστές και παλιές οικογένειες της Αθήνας, με ιδιαίτερη παρουσία στα πολιτικά πράγματα, πάντοτε στο πλευρό των ολιγαρχικών. Για τον νεαρό Πλάτωνα καθοριστική θα πρέπει να υπήρξε η άνοδος και η πτώση του Κριτία, εξαδέλφου της μητέρας του και ηγέτη των Τριάκοντα τυράννων. Ο Κριτίας, όπως ο Χαρμίδης και ο Αλκιβιάδης, ήταν σημαίνοντα στελέχη της αντιδημοκρατικής παράταξης. Ανήκαν όλοι στον στενό κύκλο του Σωκράτη, και στους πλατωνικούς διάλογους εμφανίζονται με θετικό τρόπο, ως προικισμένοι και φερέλπιδες νέοι.

Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι ο Πλάτων θα είδε καταρχήν με ευνοϊκό μάτι την κίνηση των Τριάκοντα το 404 π.Χ., η οποία προωθούσε την εγκαθίδρυση ενός αριστοκρατικού καθεστώτος και απέδιδε την ήττα του πολέμου στον εκφυλισμό της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η ωμή βία ωστόσο που επέβαλε το απολυταρχικό καθεστώς και ο κύκλος του αίματος στον οποίο οδήγησε, έπεισαν τον Πλάτωνα ότι κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στον καταναγκασμό. Η συναίνεση των πολιτών και ο σεβασμός των νόμων αποτελούν θεμέλια του δίκαιου πολιτεύματος. Από την άλλη μεριά, ο Πλάτων ουδέποτε αποδέχθηκε την εξισωτική λογική της άμεσης δημοκρατίας, η οποία, κατά τη γνώμη του, απομακρύνει τους έντιμους και τους άξιους πολίτες από την εξουσία και φέρνει στο προσκήνιο τους επιτήδειους και τους δημαγωγούς. Η αρνητική του γνώμη για τη δημοκρατία εδραιώθηκε, όταν είδε τους ηγέτες της παλινόρθωσης, μετά τη πτώση των Τριάκοντα, να σέρνουν σε δίκη τον Σωκράτη το 399 π.Χ. και να τον οδηγούν στον θάνατο.

Απογοητευμένος τόσο από τη δημοκρατία όσο και από την υπαρκτή ολιγαρχία, ο Πλάτων θα μπορούσε να οδηγηθεί στην πολιτική αποχή. Ο φιλόσοφος, ακόμη κι αν ενδιαφέρεται για την πολιτική όπως ο Πλάτων, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να καταφύγει στην ασφάλεια που προσφέρει η καθαρή θεωρία - η ιδανική πλατωνική πολιτεία είναι άραγε τίποτε περισσότερο από μια τολμηρή ουτοπία; Ωστόσο ο Πλάτων προσπάθησε να συνδέσει τη θεωρία και την πράξη. Αυτό μαρτυρούν τα αποτυχημένα ταξίδια του στη Σικελία. Αυτό μαρτυρεί και η καθοριστική του απόφαση να ιδρύσει την Ακαδημία.

Εκείνο που βάρυνε στη σκέψη μου ήταν ότι, αν επρόκειτο κάποτε να επιχειρήσω να εφαρμόσω όσα είχα σκεφτεί για τους νόμους και την πολιτεία, η δοκιμή έπρεπε να γίνει τώρα. […] Ξεκίνησα λοιπόν από την πατρίδα μου κυρίως γιατί ντρεπόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό, μήπως φανεί ότι δεν είμαι παρά μόνο σκέτη θεωρία και ότι ουδέποτε επιλέγω να καταπιαστώ με κάποια πράξη.

Πλάτων, 7η Επιστολή 328b-c

Αν δεν συμβεί αυτό, ή να κυβερνήσουν στις πολιτείες οι φιλόσοφοι ή να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία αυτοί που τώρα ονομάζουμε βασιλείς και δυνάστες, έτσι ώστε η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο, […] δεν θα έχουν τελειωμό οι συμφορές στις πολιτείες ούτε ακόμη και στο ανθρώπινο γένος, κι ούτε τούτο το πολίτευμα που περιγράψαμε στη θεωρία θα λάβει πραγματική υπόσταση και θα βγει στο φως του ήλιου.

Πλάτων, Πολιτεία 473c-d

Στην ισχυρότερη πόλη της Σικελίας, τις Συρακούσες, ο Πλάτων πήγε τρεις φορές, μετά από πρόσκληση των τυράννων της πόλης. Η ελπίδα του ήταν ότι σε αυτή την περιοχή του ελληνισμού, όπου η πυθαγόρεια παράδοση είχε διατηρηθεί ακόμη ζωντανή, θα μπορούσε να επιτευχθεί η ουσιαστική σύζευξη εξουσίας και γνώσης την οποία είχε οραματιστεί. Ένας τρόπος για να έρθουν οι φιλόσοφοι στην εξουσία θα ήταν να δεχτούν οι πολιτικοί ηγεμόνες να γίνουν οι ίδιοι φιλόσοφοι, ή τουλάχιστον να ανεχτούν μια μορφή παρασκηνιακής καθοδήγησης από τους πραγματικούς φιλοσόφους. Οι ελπίδες του Πλάτωνα διαψεύστηκαν και τις τρεις φορές οικτρά, λέγεται μάλιστα ότι μετά το πρώτο του ταξίδι το 388 π.Χ. κατέληξε να πουληθεί δούλος και σώθηκε εντελώς τυχαία, όταν κάποιος γνωστός του τον αναγνώρισε στην Αίγινα.

Η αρνητική εμπειρία του πρώτου σικελικού ταξιδιού έκανε τον Πλάτωνα να αναζητήσει μια εναλλακτική διέξοδο. Αν το όραμα του συνολικού μετασχηματισμού της κοινωνίας έμοιαζε ανέφικτο, αφού θα προσέκρουε πάντοτε στα συμφέροντα των αντίθετων ομάδων και στις φιλοδοξίες των ισχυρών, θα μπορούσε τουλάχιστον να δημιουργηθεί μια μικρογραφία της ιδανικής πολιτείας μέσα στην Αθήνα, ένας πυρήνας αντίστασης στα επικρατούντα ήθη. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της ίδρυσης της πλατωνικής Ακαδημίας το 387 π.Χ. Η Ακαδημία υπήρξε ένας θεσμός καινοτομικός. Θα πρέπει να τη φανταστούμε σαν μια κλειστή οργάνωση ομοϊδεατών, που αποφάσισαν να ζήσουν από κοινού μια ζωή αφοσιωμένη στη φιλοσοφία και στην επιστημονική γνώση. Υπήρξε κατά κάποιο τρόπο το πρώτο πανεπιστήμιο της αρχαιότητας, μια κλειστή σχολή φιλοσοφίας: είχε ιεραρχική δομή με επικεφαλής έναν σχολάρχη, ειδικευμένους ερευνητές, δασκάλους και μαθητές, τακτικά και δόκιμα μέλη. Το γνωστικό ιδεώδες, η αναζήτηση της αλήθειας, λειτουργούσε ως συνεκτικός δεσμός των μελών της πλατωνικής Ακαδημίας. Για τον Πλάτωνα ωστόσο η γνώση είχε αξία μόνο αν οδηγούσε στην ηθική βελτίωση των ατόμων και στην ευδαιμονία του συνόλου. Το κυρίαρχο λοιπόν στοιχείο της Ακαδημίας ήταν ο κοινός τρόπος ζωής των μελών της, η κοινή αναζήτηση, ο δημιουργικός διάλογος, μέσα από τον οποίο η νέα γενιά των μαθητών έβρισκε τον δρόμο της.

Στην Ακαδημία συσπειρώθηκαν ορισμένα από τα πιο δημιουργικά μυαλά του 4ου αιώνα: ο μαθηματικός Θεαίτητος, οι αστρονόμοι Εύδοξος, Κάλλιππος και Ηρακλείδης, οι φιλόσοφοι Σπεύσιππος, Ξενοκράτης, Φίλιππος και, φυσικά, ο Αριστοτέλης, ο οποίος πέρασε είκοσι ολόκληρα χρόνια στο εσωτερικό της Ακαδημίας. Στο δημιουργικό αυτό περιβάλλον βρήκε διέξοδο η ενεργητικότητα του Πλάτωνα μέχρι τον θάνατό του το 347 π.Χ. Με δεδομένη την προτίμησή του για την προφορική επικοινωνία, υποθέτουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του αφιερώθηκε στη διδασκαλία και στη διάπλαση των μαθητών του. Λέγεται μάλιστα ότι τα πιο δύσκολα και κεντρικά ζητήματα της πλατωνικής φιλοσοφίας, αν και αποτελούσαν αντικείμενο διδασκαλίας και συζήτησης σε στενό κύκλο προχωρημένων μαθητών, δεν πήραν ποτέ γραπτή μορφή, για να μην προδοθούν τα νοήματά τους. Το σίγουρο πάντως είναι ότι όλοι οι διάλογοι της ωριμότητας του Πλάτωνα γράφηκαν, διαβάστηκαν και συζητήθηκαν μέσα στην Ακαδημία.

Για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας η ίδρυση και η εδραίωση της πλατωνικής Ακαδημίας αποτελεί σημείο καμπής. Έκτοτε είναι αδιανόητη η μοναχική άσκηση της φιλοσοφίας. Ήδη στο τέλος του 4ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, στην Αθήνα λειτουργούν άλλες τρεις σημαντικές φιλοσοφικές σχολές, πλήρως οργανωμένες (το Λύκειο του Αριστοτέλη, η Στοά, και ο Κήπος του Επίκουρου), χωρίς να υπολογίσουμε τους πολυάριθμους κύκλους των σωκρατικών, οι οποίοι μάλλον δεν απέκτησαν ποτέ αυστηρή οργάνωση. Ο επίδοξος φιλόσοφος σπουδάζει λοιπόν σε κάποια σχολή και, κατά κανόνα, διατηρεί τον δεσμό του με τη σχολή αυτή. Ακόμη όμως κι αν είναι αυτοδίδακτος ή αν έχει διαρρήξει τους δεσμούς του με τους δασκάλους του, αισθάνεται και τότε υποχρεωμένος να ενταχθεί σε μια ομάδα. Η ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας γίνεται πλέον η ιστορία των αντιμαχόμενων φιλοσοφικών σχολών.

7.4. Γιατί ο Πλάτων γράφει διάλογους;

Η φιλοσοφική μύηση του Πλάτωνα πραγματοποιήθηκε μέσα στον κύκλο του Σωκράτη. Ο Πλάτων ήταν ένας από τους λίγους σωκρατικούς, που όχι μόνο άλλαξαν στάση ζωής επηρεασμένοι από την έντονη προσωπικότητα του δασκάλου τους, αλλά και προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τα φιλοσοφικά του διδάγματα. Στην πλατωνική φιλοσοφία ενσωματώνονται στοιχεία από πολλές προγενέστερες πηγές - λ.χ. από τη φιλοσοφία του Παρμενίδη ή των Πυθαγορείων. Καμία όμως επίδραση δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σωκρατική.

Είναι πολύ πιθανό ότι ο Πλάτων γράφει τα πρώτα του έργα αμέσως μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Οι πρώτοι πλατωνικοί διάλογοι αναφέρονται στις τελευταίες μέρες του δασκάλου του, και ο στόχος τους είναι σαφώς απολογητικός: επιζητούν να δικαιώσουν τον Σωκράτη, δείχνοντας πόσο άδικη ήταν η καταδίκη του. Η Απολογία Σωκράτους, ο Κρίτων, ο Ευθύφρωνείναι δείγματα τέτοιων έργων. Θα ακολουθήσει μια ομάδα διαλόγων στους οποίους προβάλλεται η ουσιαστική διαφορά του Σωκράτη από τους σοφιστές και η ευεργετική επίδρασή του στους νέους της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Οι διάλογοι αυτοί είναι σαφώς πιο τεχνικοί και το φιλοσοφικό τους περιεχόμενο βαθύτερο - ο Χαρμίδης, ο Πρωταγόραςκαι ο Γοργίας είναι φιλοσοφικά αριστουργήματα. Ο Πλάτων είναι μάλλον ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα ότι η μορφή του διαλόγου είναι η πιο πρόσφορη επιλογή για να παρουσιαστεί στο κοινό ο Σωκράτης με τη μεγαλύτερη ζωντάνια και ρεαλιστικότητα. Την ίδια εποχή και άλλοι μαθητές του Σωκράτη καταφεύγουν στην ίδια λύση. Έτσι δημιουργείται ένα νέο λογοτεχνικό είδος, ο φιλοσοφικός διάλογος, που γνωρίζει μεγάλη άνθιση κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.

Ο Πλάτων έγραψε γύρω στους τριάντα διάλογους, και όλοι έχουν διασωθεί σε άριστη κατάσταση - γεγονός μοναδικό στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας. Οι ειδικοί ξεχωρίζουν τους διάλογους της ωριμότητας του Πλάτωνα από τους πρώιμους σωκρατικούς διάλογους, θεωρώντας ότι βαθμιαία ο Πλάτων αποδεσμεύθηκε από την επιρροή του Σωκράτη, οπότε από ένα σημείο και μετά εκφράζει στους διάλογους τις δικές του φιλοσοφικές θέσεις. Τοποθετούν μάλιστα συνήθως την τομή το 387 π.Χ., όταν ο Πλάτων επιστρέφει από τη Σικελία και ιδρύει την Ακαδημία. Στην περίοδο της ωριμότητας εντάσσουν τέσσερις σημαντικούς διάλογους, όπου ο Πλάτων εκθέτει τη θεωρία των Ιδεών: τον Φαίδωνα, το Συμπόσιο, την Πολιτεία και τον Φαίδρο. Ακολουθεί η γεροντική φάση της πλατωνικής φιλοσοφίας, που προετοιμάζεται από διαλόγους όπως ο Θεαίτητος και ο Παρμενίδης, και εκτίθεται στον Σοφιστή, τον Πολιτικό, τον Τίμαιο, τον Φίληβο και τους Νόμους. Η κατάταξη αυτή, παρά τον φορμαλιστικό της χαρακτήρα, δεν είναι παράλογη. Αφήνει ωστόσο ανοικτό ένα ερώτημα. Γιατί ο Πλάτων εξακολουθεί σε όλη του τη ζωή να γράφει διαλόγους, ακόμη και όταν έχει απομακρυνθεί από τη σωκρατική κληρονομιά και έχει αναπτύξει τη δική του αυτόνομη προσέγγιση; Είναι προφανές ότι ο διαλογικός τρόπος γραφής αποτελεί συνειδητή επιλογή του Πλάτωνα και συνδέεται με τη φύση της ίδιας της φιλοσοφίας του.

Σε πρώτη προσέγγιση ένας πλατωνικός διάλογος θυμίζει στον σύγχρονο αναγνώστη θεατρικό έργο. Φέρνει μπροστά μας, σε έναν προσεκτικά στημένο σκηνικό διάκοσμο, ιστορικά πρόσωπα του 5ου αιώνα π.Χ. που συζητούν με πάθος σημαντικά προβλήματα της ζωής τους, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα τρέχουσα και κατανοητή. Οι συζητήσεις άλλοτε καταλήγουν σε απορία, και άλλοτε ο πρωταγωνιστής (κατά κανόνα, ο Σωκράτης) επιβάλλει την άποψή του. Όλοι οι διάλογοι είναι γραμμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να διαβάζονται ως αυτοδύναμα έργα· δεν προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις ούτε παραπέμπουν σε άλλα κείμενα του ίδιου ή άλλου συγγραφέα.

θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρήσουμε ότι πρόθεση του Πλάτωνα είναι να μας μεταφέρει σκηνές από την πραγματική ζωή του Σωκράτη και των Αθηναίων του 5ου αιώνα. Τα πρόσωπα των πλατωνικών διαλόγων λειτουργούν αποκλειστικά ως φορείς επιχειρημάτων. Η συζήτηση που παρακολουθούμε είναι μια συνεχής εναλλαγή ερωτήσεων και απαντήσεων. Ένα βασικό ερώτημα τίθεται και ακολουθεί μια πρώτη απόπειρα απάντησης· η απάντηση υπονομεύεται μέσα από εύστοχη σειρά ερωτημάτων, και ακολουθεί μια άλλη απάντηση. Για να προωθηθεί αυτού του είδους η συζήτηση, είναι χαρακτηριστικό ότι στο προσκήνιο των διαλόγων εμφανίζονται πάντοτε μόνο δύο πρόσωπα. Όταν υπάρχουν περισσότερα, αυτά είτε παραμένουν από την αρχή ως το τέλος βουβά είτε περιμένουν τη σειρά τους για να πάρουν τη σκυτάλη του λόγου από τον προηγούμενο συνομιλητή. Όσο για τη συζήτηση, αυτή δεν είναι ποτέ ισότιμη, με την υπεροχή να γέρνει άλλοτε προς τη μεριά του ενός συνομιλητή και άλλοτε προς του άλλου. Γίνεται εξαρχής σαφές ότι ένα μόνο πρόσωπο είναι ο γνώστης, ο δάσκαλος, αυτός που αναλαμβάνει τον ρόλο του ελέγχοντος. Οι άλλοι είναι είτε αδαείς, είτε δοκησίσοφοι, είτε μαθητές, είτε καλοί και βοηθητικοί συνομιλητές. Και στο τέλος υπάρχει πάντοτε νικητής και ηττημένος. Ένας τέτοιος διάλογος θυμίζει όμως περισσότερο μάθημα σε φιλοσοφικό σεμινάριο παρά τυχαία συνάντηση στην αθηναϊκή αγορά - ακόμη κι αν παραδεχτούμε ότι εξαιτίας του πολιτικού τους συστήματος και του λαϊκού χαρακτήρα των δικαστηρίων οι Αθηναίοι ήταν σίγουρα πιο εξοικειωμένοι από εμάς στην προφορική ανταλλαγή επιχειρημάτων.

Στις αρχές του 4ου αιώνα δεν υπήρχε καθιερωμένος τρόπος γραφής της φιλοσοφίας. Ο Πλάτων επιλέγει να γράψει διάλογους, ενώ θα μπορούσε να γράψει πεζές πραγματείες, όπως ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος και οι σοφιστές, ποίηση, όπως ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής, ή και να μη γράψει τίποτα, όπως ο Πυθαγόρας και ο Σωκράτης. Η επιλογή αυτή εναρμονίζεται με την πεποίθησή του ότι η φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο «μάθημα», ζωντανή δηλαδή ανταλλαγή επιχειρημάτων για ζητήματα ζωτικής σημασίας ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή. Ο διάλογος είναι το γραπτό κείμενο που, επειδή είναι πιο κοντά στην προφορική ανταλλαγή, αίρει ως έναν βαθμό τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου.

Το τίμημα ωστόσο αυτής της επιλογής είναι σημαντικό: ο συγγραφέας των πλατωνικών διαλόγων κρατά μια απόσταση από τα γραπτά του, καλυπτόμενος από ανωνυμία. Δεν είναι εύκολο να εκθέσεις σε ένα διαλογικό πλαίσιο, από όπου ο ίδιος απουσιάζεις, μια σταθερή και απόλυτη φιλοσοφική θέση. Αν ο διάλογος είναι πειστικός, πρέπει να είναι ανοιχτός. Ο πρωταγωνιστής του διαλόγου είναι ο κυρίαρχος της συζήτησης, δεν διστάζει όμως να προβάλλει τις αμφιβολίες ή τα διλήμματά του, να υποστηρίζει κάποιες φορές αδύναμα επιχειρήματα, να πέφτει ακόμη και σε αντιφάσεις. Ένα από τα διδάγματα της πλατωνικής διαλεκτικής είναι ότι όλες οι θέσεις είναι ευάλωτες στον έλεγχο. Με τους διάλογους του ο Πλάτων δείχνει να πιστεύει ότι η πραγματική φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να πάρει τη μορφή συστηματικού δόγματος, άκαμπτου δηλαδή και οριστικού συστήματος. Εκείνο που προέχει είναι ο σωστός τρόπος να τίθενται τα σημαντικά προβλήματα και να ελέγχονται οι προτεινόμενες λύσεις.

7.5. Η θεωρία των Ιδεών

Διακριτικό γνώρισμα της φιλοσοφίας είναι η θεωρία. Οι φιλόσοφοι επεξεργάζονται και εφαρμόζουν θεωρίες. Τι είναι όμως η φιλοσοφική θεωρία; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεωρία είναι μια συνοπτική περιγραφή της πραγματικότητας. Στην ιδανική περίπτωση, η θεωρία είναι επιπλέον και εξήγηση της πραγματικότητας. Αν ο Θαλής είπε ότι τα πάντα είναι νερό, τότε διατύπωσε την πρώτη φιλοσοφική θεωρία: με αυτή την απλή σκέψη φιλοδοξούσε να εξηγήσει ποικίλα φαινόμενα της φυσικής πραγματικότητας. Το σίγουρο είναι ότι ο Δημόκριτος κατείχε μια φιλοσοφική θεωρία: η πεποίθησή του ότι η πραγματικότητα αποτελείται από κινούμενα άτομα στο κενό τού έδωσε τη δυνατότητα να διατυπώσει εξηγήσεις για κάθε πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας.

Η αντίστοιχη σύλληψη του Πλάτωνα είναι ότι, πέρα από τη συνεχώς μεταβαλλόμενη αισθητή πραγματικότητα, υπάρχουν κάποιες αυθύπαρκτες, αμετάβλητες και νοητές οντότητες, οι «Ιδέες». Τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου οφείλουν την ύπαρξή τους και την όποια αλήθεια τους στη σχέση τους με τις Ιδέες. Αυτός είναι ο πυρήνας της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών. Στη θεωρία των Ιδεών στηρίζει ο Πλάτων τη συνολική ερμηνεία του της πραγματικότητας.

Ο Πλάτων δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στα δεδομένα των αισθήσεων. Υποστηρίζει ότι ο αισθητός κόσμος είναι ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύμπαν, χωρίς σταθερότητα. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του για να συλλάβει την αισθητή πραγματικότητα, οι αισθήσεις όμως είναι εξ ορισμού υποκειμενικές και αποτελούν πηγή πλάνης. Πώς είναι δυνατό λοιπόν να αποκτήσει κανείς έγκυρη γνώση για οτιδήποτε βασισμένος στις αισθήσεις του; Αν υπάρχει κάποια βεβαιότητα, αυτή πρέπει να αναζητηθεί στη σκέψη και στη γλώσσα - στους «λόγους». Οι πλατωνικές Ιδέες είναι τα αντικείμενα της καθαρής σκέψης.

Σκέφτηκα λοιπόν, συνέχισε ο Σωκράτης, αφού κουράστηκα να μελετώ τα υπάρχοντα πράγματα, ότι θα έπρεπε να προσέξω μήπως πάθω αυτό που παθαίνουν όσοι παρατηρούν και εξετάζουν τον Ήλιο στη διάρκεια μιας έκλειψης. Μερικοί, όπως ξέρετε, καταστρέφουν τα μάτια τους όταν δεν προνοούν να κοιτάξουν την εικόνα του Ήλιου μέσα στο νερό ή σε άλλο παρόμοιο μέσο. Κάπως έτσι σκέφτηκα και εγώ και φοβήθηκα μήπως τυφλώσω εντελώς την ψυχή μου με το να κοιτώ τα πράγματα με τα μάτια μου και με το να προσπαθώ να τα αγγίζω με όλες τις αισθήσεις μου. Θεώρησα λοιπόν ότι έπρεπε να καταφύγω στους λόγους και μέσα σ᾽ αυτούς να εξετάσω την αλήθεια των πραγμάτων.

Πλάτων, Φαίδων 99d-e

Οι Ιδέες του Πλάτωνα θυμίζουν το Ον του Παρμενίδη. Όπως το παρμενίδειο Ον, έτσι και οι Ιδέες έχουν αυθεντική ύπαρξη, συλλαμβάνονται με τη νόηση, είναι αιώνιες, αγέννητες και άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες. Η διαφορά είναι ότι οι πλατωνικές Ιδέες είναι πολλές και διαφορετικές. Όλες οι ηθικές αξίες αποτελούν Ιδέες: η αρετή, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η σωφροσύνη, η ευσέβεια και όλες οι άλλες αντίστοιχες. Ιδέες είναι ακόμη οι μαθηματικές έννοιες και οντότητες: η ισότητα, η ενότητα, η πολλαπλότητα, ο αριθμός, το σημείο, η γραμμή, το γεωμετρικό σχήμα, το στερεό. Και τα φυσικά είδη είναι Ιδέες: το ζώο, το φυτό, ο άνθρωπος, το νερό, η φωτιά, ο χρυσός κτλ. Επομένως, πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πάρα πολλές. Θα έλεγε κανείς ότι είναι τόσες όσα και τα αφηρημένα ουσιαστικά της γλώσσας, όσα τα κατηγορήματα της γραμματικής: «Συνήθως δεχόμαστε ότι υπάρχει μια καθορισμένη Ιδέα για κάθε ομάδα επιμέρους πραγμάτων με το ίδιο όνομα» (Πλάτων, Πολιτεία 596a).

Δείτε μια στοιχειώδη πρόταση της γλώσσας, που περιέχει ένα υποκείμενο και ένα κατηγόρημα: «ο Σωκράτης είναι δίκαιος» ή «ο Σωκράτης διδάσκει» ή «το τραπέζι της κουζίνας μας είναι τετράγωνο». Σε όλες αυτές τις προτάσεις σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο ή ένα πράγμα αποδίδεται μια ιδιότητα - η δικαιοσύνη, η διδασκαλία, το τετράγωνο σχήμα. Σε αντίθεση με το υποκείμενο που είναι κάτι το ατομικό, το κατηγόρημα είναι κοινό, γενικό: και άλλοι άνθρωποι είναι δίκαιοι ή διδάσκουν, πολλά ακόμη αντικείμενα έχουν τετράγωνο σχήμα. Ο Πλάτων λοιπόν ισχυρίζεται ότι το κατηγόρημα (η ιδιότητα) παραπέμπει σε μια αυθύπαρκτη Ιδέα, οπότε αυτό που δηλώνουν οι απλές αυτές προτάσεις είναι η σχέση ενός αισθητού όντος με μια Ιδέα - την Ιδέα της δικαιοσύνης, της διδασκαλίας, του τετραγώνου. Στη γλώσσα του Πλάτωνα, για να είναι ο Σωκράτης δίκαιος πρέπει να «μετέχει» στην Ιδέα της δικαιοσύνης. Οι πράξεις του δηλαδή πρέπει να έχουν κοινότητα με το απόλυτο ιδεώδες, που εκφράζει η Ιδέα της δικαιοσύνης.

Όταν κάποιος μου λέει ότι η ωραιότητα ενός πράγματος οφείλεται στο ζωηρό του χρώμα ή στο σχήμα του ή σε κάτι παρόμοιο, αφήνω κατά μέρος τέτοιου είδους εξηγήσεις γιατί όλες με μπερδεύουν και κρατώ για τον εαυτό μου μόνο αυτή την απλή, άτεχνη και ίσως αφελή εξήγηση: τίποτα άλλο δεν κάνει αυτό το πράγμα ωραίο παρά μόνο η παρουσία ή η συμμετοχή της Ιδέας του ωραίου. Αυτή μου φαίνεται ότι είναι η ασφαλέστερη απάντηση που μπορώ να δώσω και στον εαυτό μου και στους άλλους. Και νομίζω ότι αν στηριχτώ σ᾽ αυτήν δεν διακινδυνεύω ποτέ να πέσω, αλλά, όποτε τίθεται η ερώτηση, για μένα είναι αρκετή η απάντηση ότι τα ωραία είναι ωραία διά μέσου της Ιδέας του ωραίου.

Πλάτων, Φαίδων 100c-d

Άρα ο κόσμος μας είναι διχασμένος. Από τη μια μεριά, υπάρχει η ασαφής και χαοτική πραγματικότητα της καθημερινής μας εμπειρίας, με την οποία είναι εξοικειωμένοι όλοι οι άνθρωποι. Και από την άλλη, υπάρχει το σταθερό σύμπαν των αιώνιων Ιδεών, την ύπαρξη του οποίου ελάχιστοι υποψιάζονται. Ο ένας είναι ο κόσμος της αίσθησης και της ανθρώπινης γνώμης (της «δόξας»), και ο άλλος ο κόσμος της νόησης και της αλήθειας. Η μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλο είναι ο δρόμος της φιλοσοφίας, ένας δρόμος που απαιτεί σκληρή προσπάθεια και κατάλληλη εκπαίδευση. Σε μια υποβλητική μεταφορά ο Πλάτων παρομοιάζει τους ανθρώπους με αλυσοδεμένους δεσμώτες οι οποίοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα υπόγειο σπήλαιο και θεωρούν ότι η πραγματικότητα ταυτίζεται με τις αμυδρές σκιές που βλέπουν να κινούνται στα τοιχώματα του σπηλαίου. Ορισμένοι από τους δεσμώτες έχουν την τύχη να τους ελευθερώσει κάποιος και να τους πείσει με πολύ κόπο να στραφούν προς την έξοδο του σπηλαίου ανεβαίνοντας ένα μακρύ και δύσβατο μονοπάτι. Μόνο όταν βγουν από το σπήλαιο και εξοικειωθούν με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, θα αντιληφθούν την πλάνη μέσα στην οποία έζησαν όλη την προηγούμενη ζωή τους. Η φιλοσοφική ζωή είναι αφιερωμένη στη νόηση και στις Ιδέες.

7.6. Ο ρόλος της ψυχής και του έρωτα

Στον διχασμένο πλατωνικό κόσμο ο άνθρωπος προσπαθεί να ισορροπήσει. Κατά βάση έλκεται από τον κόσμο των αισθήσεων, είναι κι αυτός ευμετάβλητος, παρορμητικός, ατελής. Υπάρχει όμως και ένα αντίθετο στοιχείο μέσα του, κάτι το σταθερό και αιώνιο, που συγγενεύει με τον κόσμο των Ιδεών. Ο άνθρωπος λοιπόν παλινδρομεί ανάμεσα στους δύο κόσμους.

Στον Φαίδωνα, που είναι αφιερωμένος στις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη, ο Πλάτων δείχνει να υιοθετεί το πυθαγόρειο και ορφικό δόγμα της μετεμψύχωσης. Ο άνθρωπος αποτελεί ένωση ενός θνητού σώματος και μιας αθάνατης ψυχής, βιώνει δηλαδή τον ίδιο διχασμό με τον κόσμο. Το σώμα του είναι ολοκληρωτικά παραδομένο στη διαρκή μεταβολή, ενώ η ψυχή του, που είναι ασώματη και αιώνια, είναι από την ίδια τη φύση της συγγενής με τις Ιδέες. Ο Σωκράτης παρουσιάζεται απόλυτα ήρεμος και εξοικειωμένος με την προοπτική του θανάτου του, γιατί για τον φιλόσοφο ο θάνατος δεν είναι συμφορά αλλά απελευθέρωση της ψυχής από τη φυλακή του σώματος. Η φιλοσοφία είναι «μελέτη θανάτου» (Φαίδων 67d). Με την αποδέσμευσή της από το σώμα, η ψυχή απαλλάσσεται από ένα δυσβάστακτο βάρος και μπορεί πλέον να αφιερωθεί απερίσπαστη στη θέαση των Ιδεών.

Η ανθρώπινη ψυχή έχει λοιπόν τη δυνατότητα να έρθει σε άμεση επαφή με τις Ιδέες. Η γνώση των Ιδεών είναι ευκολότερη όταν η αθάνατη ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, μπορεί όμως να επιτευχθεί και κατά τη διάρκεια της επίγειας διαδρομής της, αν η ψυχή καταφέρει να επιβάλει τον δικό της νόμο στο σώμα και να αποφύγει τους περισπασμούς του. Τότε η ψυχή παραμερίζει τα δεδομένα των αισθήσεων και, χρησιμοποιώντας μόνο τη νόηση, διατυπώνει έγκυρες κρίσεις για τα υπάρχοντα πράγματα. Αυτή η έγκυρη γνώση που στηρίζεται στις Ιδέες είναι, κατά τον Πλάτωνα, μια μορφή «ανάμνησης». Η ενσαρκωμένη ψυχή ξαναφέρνει στη μνήμη της την άμεση θέαση των Ιδεών, που βίωσε όταν ήταν απαλλαγμένη από το σώμα. Η μοναδική αυτή εμπειρία έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στην ψυχή, συσκοτίστηκε όμως, και κατά κάποιο τρόπο «ξεχάστηκε», όταν η ψυχή επανενώθηκε με ένα θνητό σώμα. Η φιλοσοφική μύηση είναι επομένως μια διαδικασία βαθμιαίας ανάμνησης των λησμονημένων γνώσεων της ψυχής.

Είναι όμως δυνατόν ένας μεγάλος φιλόσοφος, όπως ο Πλάτων, να πιστεύει πραγματικά ότι η αληθινή γνώση είναι ανάμνηση; Ή μήπως έχουμε κι εδώ εφαρμογή της προσφιλούς τακτικής του Πλάτωνα να προσφεύγει στην αλληγορική γλώσσα του μύθου, όταν πρόκειται να θίξει δύσκολα προβλήματα; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν είναι ποτέ εύκολη. Αν ισχύει πάντως η δεύτερη εκδοχή, τότε αυτό που θέλει να πει ο Πλάτων είναι ότι το ανθρώπινο είδος έχει έμφυτη τη δυνατότητα διανοητικής γνώσης. Εφόσον η γνώση δεν προέρχεται από τις αισθήσεις, πρέπει να προέρχεται από κάπου αλλού. Επομένως, ο άνθρωπος πρέπει να διαθέτει εξαρχής, έστω εν υπνώσει, την ικανότητα να διατυπώνει σωστές κρίσεις. Η πλατωνική ανάμνηση αντιστοιχεί σε αυτό που, πολύ αργότερα, οι φιλόσοφοι της Δύσης θα ονομάσουν a priori γνώση.

Στην Πολιτεία ο Πλάτων θα προχωρήσει σε μια νέα διάκριση. Πιο σημαντική από την αντίθεση σώματος και ψυχής είναι η αντίθεση ανάμεσα στα μέρη της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής. Η ψυχή είναι μια πολύπλοκη ενότητα, που διαθέτει διαφορετικά μέρη και διαφορετικές παρορμήσεις. Ο Πλάτων συνειδητοποιεί ότι, ενώ όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν ψυχή, έχουν δηλαδή συναισθήματα, αισθητηριακές παραστάσεις και στοιχειώδη τουλάχιστον δυνατότητα κρίσης, ελάχιστοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν τελικά να αφιερωθούν στον δρόμο της νόησης. Άρα ο αγώνας δεν διεξάγεται ουσιαστικά ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, αλλά ανάμεσα σε αντίθετες δυνάμεις της ίδιας της ψυχής.

Η ψυχή λοιπόν διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο και κατώτερο ονομάζεται «επιθυμητικό» και είναι η έδρα των ηδονών και των πάσης φύσεως επιθυμιών. Το δεύτερο ονομάζεται «θυμοειδές» και είναι έδρα του πάθους. Και το τρίτο είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής μας, το «λογιστικό», που στεγάζει το λογικό και την ορθή κρίση. Τα τρία μέρη της ψυχής βρίσκονται σε διαρκή διαμάχη, με κυρίαρχη την αντίθεση φρόνησης και ηδονής, «λογιστικού» και «επιθυμητικού». Η σωστή ζωή και η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από την εναρμόνιση των μερών της ψυχής, που επιτυγχάνεται με την ηγεμονία του λογιστικού στα κατώτερα μέρη της ψυχής. Τότε ο άνθρωπος είναι σε θέση να ελέγχει τις επιθυμίες του, με εγκράτεια και σωφροσύνη, να μετασχηματίζει το πάθος του σε ανδρεία και να κατευθύνει τον λογισμό του στη γνώση και στη σοφία. Τρεις βασικές αρετές, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η σοφία, αντιστοιχούν στα τρία μέρη της ψυχής, και χαρακτηρίζουν τον ενάρετο βίο. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και μια τέταρτη, η δικαιοσύνη, που αντιστοιχεί στην ισορροπία του συνόλου. Δίκαιος άνθρωπος είναι αυτός που έχει καταφέρει να εναρμονίσει τα τρία μέρη της ψυχής του, όπως δίκαιη πολιτεία είναι αυτή που έχει βρει την ισορροπία ανάμεσα στις βασικές ομάδες των πολιτών της.

Ο δίκαιος άνθρωπος έχει επιβληθεί στις επιθυμίες του, έχει κατευνάσει τα πάθη του και, με αυτό τον τρόπο, έχει ανοίξει τον δρόμο για την επικοινωνία του αθάνατου μέρους της ψυχής του με τις Ιδέες. Στη δύσκολη αυτή διαδρομή θα αναζητήσει, όπως είδαμε, τη βοήθεια ενός φωτισμένου δασκάλου, μιας σχολής φιλοσοφίας, μιας οργανωμένης πολιτείας. Θα αντλήσει όμως δύναμη και από έναν ανέλπιστο εσωτερικό σύμμαχο. Πρόκειται για τον έρωτα, την πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη από όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες. Η ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Ιδέες. Για τον Πλάτωνα ο έρωτας έχει κάτι το φιλοσοφικό, γιατί όπως ο φιλόσοφος βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην άγνοια έτσι και ο έρωτας, που είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμων που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, στην ασχήμια και στην ωραιότητα, στη θνητότητα και στην αθανασία: «Η σοφία ανήκει στα ωραιότερα πράγματα, ο Έρωτας είναι έρωτας προς το ωραίο, άρα κατ᾽ ανάγκην ο Έρωτας είναι φιλόσοφος. Και ως φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια» (Συμπόσιον 204b). Στο Συμπόσιο, τον ωραιότερό του ίσως διάλογο, ο Πλάτων σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης που διαδοχικά καλύπτει την έλξη προς τα ωραία σώματα, την έλξη προς τις ωραίες ψυχές, την έλξη προς τις ωραίες δημιουργίες και μαθήσεις, για να καταλήξει στην αποκάλυψη ότι το πραγματικό κίνητρο του έρωτα είναι η ταύτισή του με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα του ωραιότητας.

Όποιος λοιπόν διαπαιδαγωγηθεί σωστά στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μία μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φτάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρίσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο - εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες. […] Αυτό το Ωραίο είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο· όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σ᾽ αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή.

Πλάτων, Συμπόσιο 210e-211b

Η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο, που εκδηλώνεται με την έλξη του προς κάθε ωραία αισθητή μορφή, πράξη ή πραγμάτωση, ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Ο Πλάτων παραδέχεται ότι στον κόσμο που ζούμε «είναι δυσθεώρητες η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και όσα άλλα είναι πολύτιμα για τις ψυχές». Από τις πλατωνικές Ιδέες, «μόνο το κάλλος είχε τη μοίρα να είναι κάτι κατάφωτο και αξιαγάπητο» (Φαίδρος 250b-d), και σε αυτό μπορεί να μας οδηγήσει η θεϊκή μανία του έρωτα.

7.7. Πώς ο Πλάτων έφτασε στις Ιδέες;

Οι πλατωνικές Ιδέες έχουν κάτι που μας ξενίζει. Βρίσκονται έξω από τον υπαρκτό κόσμο, αποτελώντας ένα αυτόνομο αιώνιο βασίλειο, το οποίο δεν φαίνεται να επηρεάζεται από το χάος και την ανορθολογικότητα που επικρατούν στην πραγματικότητα των ανθρώπων. Και την ίδια στιγμή, καλούνται να προσφέρουν λύσεις σε όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες, βάσει των οποίων κρίνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά. Θεμελιώνουν ένα κράτος δικαίου. Δίνουν το μέτρο της αλήθειας στις κρίσεις των ανθρώπων. Ενοποιούν τις ανθρώπινες επιστήμες και τις τέχνες.

Είναι φανερό ότι ο Πλάτων είναι ιδιαίτερα οξυδερκής μελετητής της ανθρώπινης κατάστασης και δείχνει πρωταρχικό ενδιαφέρον για την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων των ανθρώπων. Γι᾽ αυτό γοητεύεται τόσο πολύ από την προσωπικότητα του Σωκράτη. Ο Σωκράτης όμως είχε το χάρισμα να υποδεικνύει λύσεις με την ίδια του τη ζωή, είχε καταφέρει να μετατρέψει τη ζωή του σε φιλοσοφία. Μια τέτοια περίπτωση είναι μοναδική - δεν γενικεύεται ούτε μπορεί να διδαχθεί. Η επιμονή του Σωκράτη ότι ο ίδιος δεν κατείχε καμία σταθερή γνώση, έκανε δυσδιάκριτη τη διαφορά της αληθινής φιλοσοφίας από τη σοφιστική.

Με τη σύλληψη των Ιδεών ο Πλάτων προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα που είχαν απασχολήσει και τον Σωκράτη. Πώς διακρίνεται ο δίκαιος άνθρωπος από τον άδικο, η δίκαιη από την άδικη απόφαση της πόλης; Η απάντηση των σοφιστών ήταν ότι δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο διάκρισης, οπότε αυτό που μετράει είναι η γνώμη της πλειοψηφίας, το συμφέρον των ισχυρών ή, στην καλύτερη περίπτωση, η πειστικότητα των επιχειρημάτων των εμπλεκομένων. Ο Σωκράτης απέρριπτε αυτές τις απαντήσεις, επισήμαινε την ανάγκη να δοθεί ένας ορισμός της δικαιοσύνης, αλλά το μόνο που προσέφερε ήταν το παράδειγμα της δικής του δίκαιης συμπεριφοράς. Ο Πλάτων αντιθέτως εκτιμά ότι η μόνη δυνατή απάντηση στους σοφιστές είναι ο προσδιορισμός ενός απόλυτου κριτηρίου δικαιοσύνης. Το κριτήριο αυτό το προσφέρει η Ιδέα της δικαιοσύνης, η οποία, ακριβώς επειδή βρίσκεται έξω από τον κόσμο της μεταβολής, δεν εξαρτάται ούτε από τις εκάστοτε πλειοψηφίες ούτε από τους εκάστοτε ισχυρούς.

Οι πλατωνικές λοιπόν Ιδέες προέκυψαν από την ανάγκη να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των σοφιστών. Γι᾽ αυτό και οι κατεξοχήν Ιδέες είναι ηθικές αξίες: η Δικαιοσύνη, η Ανδρεία, η Ευσέβεια, η Σωφροσύνη και, πάνω απ᾽ όλες, το Αγαθό, η Ιδέα δηλαδή που συνοψίζει το γένος των αρετών. Ο Πλάτων προτίμησε να διχοτομήσει την πραγματικότητα σε δύο ανεξάρτητα βασίλεια, παρά να αφήσει να πλανάται η σύγχυση φιλοσοφίας και σοφιστικής. Με την απόφασή του αυτή απομακρύνεται από τον δάσκαλό του, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, ουδέποτε πρότεινε έναν τέτοιο διχασμό.

Όταν ο Σωκράτης στράφηκε στα ηθικά ζητήματα αδιαφορώντας για την όλη φύση, και αναζήτησε εκεί το καθολικό αναδεικνύοντας πρώτος τη σημασία των ορισμών, ο Πλάτων τον ακολούθησε, θεώρησε όμως ότι αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να έχει αντικείμενο τα αισθητά αλλά κάποιες άλλες οντότητες. Ο λόγος ήταν ότι είναι αδύνατο να υπάρξει ενιαίος ορισμός ενός αισθητού, καθώς τα αισθητά συνεχώς μεταβάλλονται. Ο Πλάτων λοιπόν ονόμασε αυτές τις οντότητες «ιδέες» και υποστήριξε ότι τα αισθητά υπάρχουν ξεχωριστά από αυτές, παίρνουν όμως όλα το όνομά τους από τη σχέση τους με αυτές.

Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά Α6, 987b1-9

Οι «απόκοσμες» Ιδέες προτάθηκαν επομένως για να λύσουν προβλήματα αυτού εδώ του κόσμου: προβλήματα οριοθέτησης της φιλοσοφίας, αλλά και προβλήματα ευθέως πολιτικά. Το ερώτημα ποιος είναι ο δίκαιος άνθρωπος για τους Έλληνες της κλασικής εποχής εντάσσεται στο γενικότερο ερώτημα ποια είναι η δίκαιη πολιτεία - και αυτό είναι ένα διακύβευμα της πολιτικής. Η σύλληψη των Ιδεών επιτρέπει στον Πλάτωνα να πάρει άμεση θέση στα πολιτικά πράγματα, εκεί που ο Σωκράτης κρατούσε μια διακριτική απόσταση. Δίκαιη πολιτεία είναι μόνο αυτή που πραγματώνει την Ιδέα της δικαιοσύνης. Όσες βρίσκονται μακριά από αυτό το ιδεώδες είναι άδικες, ανεξάρτητα από το αν επιβάλλονται από τους ισχυρούς ή από το αν στηρίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας και στην κοινωνική συναίνεση.

Η πολιτική είναι βέβαια πρακτική τέχνη. Για να εφαρμόσεις οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα, πρέπει να βρεις ανθρώπους που θα σε ακολουθήσουν στις βασικές σου επιλογές. Πώς να πείσεις όμως τους άλλους ότι η απόλυτη Ιδέα της δικαιοσύνης όντως υπάρχει; Η φυσική αντίδραση ακόμη και των καλοπροαίρετων συνομιλητών είναι ότι η αντίληψη του δικαίου μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές και τις συνθήκες, όπως μεταβάλλονται και όλες οι ανθρώπινες αξίες. Ο Πλάτων έχει επίγνωση ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξει την ύπαρξη των Ιδεών. Γι᾽ αυτό δεν διστάζει να προτείνει τις Ιδέες ως «υπό-θεση», δηλαδή ως βασική αρχική παραδοχή.

Εν πάση περιπτώσει, μ᾽ αυτό τον τρόπο ξεκίνησα: Κάθε φορά δέχομαι ως αρχική θέση (ως ὑπόθεσιν) εκείνον τον λόγο που κρίνω ισχυρότερο. Όσα τώρα πράγματα πιστεύω ότι είναι σύμφωνα με αυτόν, τα δέχομαι ως αληθή, είτε πρόκειται για αναζήτηση αιτίας είτε για οτιδήποτε άλλο. Όσα όμως δεν είναι σύμφωνα, τα απορρίπτω ως μη αληθή. […] Ξεκινώ λοιπόν και υποθέτω ότι το Ωραίο, αυτό καθεαυτό, υπάρχει, όπως υπάρχει και το Αγαθό και το Μεγάλο και όλα τα άλλα.

Πλάτων, Φαίδων 100a-b

Η «υπόθεση» των Ιδεών δεν μπορεί να αποδειχθεί, μπορεί όμως να γίνει πειστική και αποδεκτή αν φανούν τα πλεονεκτήματά της. Το φιλοσοφικό πρόγραμμα του Πλάτωνα είναι ακριβώς η εφαρμογή της θεωρίας των Ιδεών σε κάθε τομέα του επιστητού. Μόνο που το φιλοσοφικό αυτό πρόγραμμα δεν μπορεί να στηριχθεί στη σωκρατική διαλεκτική, στον απλό δηλαδή έλεγχο των λανθασμένων απόψεων των άλλων. Απαιτείται η θετική ανάπτυξη της θεωρίας. Ο πλατωνικός Σωκράτης αλλάζει στάση, και είναι πλέον αυτός που δίνει απαντήσεις σε όλα τα κρίσιμα ερωτήματα με τη βοήθεια ενός δεκτικού ακροατηρίου. Έτσι στην Πολιτεία ο Σωκράτης ξεκινά απορρίπτοντας τις τρέχουσες αντιλήψεις περί δικαίου, στη συνέχεια όμως αναπτύσσει τη δική του θεωρητική σύλληψη, η οποία, όπως είδαμε, θεμελιώνεται στον ορισμό της Ιδέας της δικαιοσύνης ως συναρμογής των τριών μερών της ψυχής. Και δεν σταματά εκεί. Ζωντανεύει μπροστά μας, με κάθε λεπτομέρεια, μια ολόκληρη πολιτεία, όπως θα είχε συσταθεί αν είχαν επικρατήσει οι δικές του αντιλήψεις περί δικαιοσύνης. Ο αναγνώστης καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην πλατωνική πολιτεία και στις υπάρχουσες πολιτείες - το αν υπάρχει η Ιδέα της δικαιοσύνης είναι κάτι που θα τον απασχολήσει μόνον εμμέσως.

7.8. Οι Ιδέες και τα μαθηματικά

Ο Πλάτων φτάνει στις Ιδέες στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι υπάρχουν απόλυτες ηθικές αξίες - στη φιλοσοφία, η θέση αυτή ονομάζεται «ηθικός ρεαλισμός». Γρήγορα ωστόσο συνειδητοποιεί ότι η θεωρία των Ιδεών ταιριάζει απόλυτα με τη μαθηματική σκέψη. Θα εκμεταλλευτεί λοιπόν όσο κανένας άλλος τη σχέση μαθηματικών και φιλοσοφίας.

Τα μαθηματικά ασκούν ιδιαίτερη γοητεία σε κάθε φιλόσοφο που τάσσεται υπέρ της προτεραιότητας της νόησης - και, αντιστρόφως, προβληματίζουν τους εμπειριστές. Ο οπαδός του ορθολογισμού θαυμάζει την αυστηρότητα και τη συνέπεια της μαθηματικής σκέψης, κυρίως όμως εντυπωσιάζεται όταν διαπιστώνει ότι οι μαθηματικές κατασκευές βρίσκουν εφαρμογή στον πραγματικό κόσμο. Στην εποχή του Πλάτωνα είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα η γεωμετρία (είχαν γραφεί ήδη οι πρώτες αξιωματικές θεμελιώσεις, που ενσωματώθηκαν αργότερα στα Στοιχεία του Ευκλείδη) και είχαν κάνει τα πρώτα τους βήματα η μαθηματική αστρονομία και η θεωρία της μουσικής.

Οι μαθηματικές επιστήμες έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της πλατωνικής πολιτείας. Όσοι από τους φύλακες επιλεγούν για ανώτερες σπουδές θα αφιερώσουν δέκα χρόνια της ζωής τους στη συστηματική εκμάθηση πέντε κλάδων των μαθηματικών: της αριθμητικής, της γεωμετρίας, της στερεομετρίας, της αστρονομίας και της θεωρίας της μουσικής. Η εξοικείωση με τη μέθοδο των μαθηματικών θα αποτελέσει απαραίτητο εφόδιο για τη βαθμιαία εισαγωγή τους στη φιλοσοφία. Υποθέτουμε ότι κάτι ανάλογο γινόταν πράξη στην πλατωνική Ακαδημία, αν αληθεύει η πληροφορία ότι η επιγραφή στην είσοδό της ήταν το γνωστό μηδεὶς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω.

Στην ουσία ο Πλάτων ζητά από τους μελλοντικούς φιλοσόφους να διδαχθούν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ο τρόπος με τον οποίο οι μαθηματικοί περνούν από τα αξιώματα στα θεωρήματα: πώς από το γενικό εξάγεται το ειδικότερο. Για παράδειγμα, πώς από τον ορισμό του τριγώνου αποδεικνύεται ότι το άθροισμα των γωνιών του είναι δύο ορθές. Αυτή η ασφαλής μετάβαση από τη μία αληθή πρόταση στην άλλη είναι απαραίτητη και στη φιλοσοφία. Το δεύτερο είναι ο ιδεατός χαρακτήρας των μαθηματικών οντοτήτων. Όσοι ξέρουν γεωμετρία, γνωρίζουν επακριβώς τι είναι τρίγωνο και τι είναι κύκλος, αφού γνωρίζουν τους ορισμούς τους· δεν περιμένουν να το μάθουν κοιτώντας γύρω τους τα τριγωνικά ή τα κυκλικά αντικείμενα ούτε απογοητεύονται επειδή δεν βλέπουν στον αισθητό τους περίγυρο κανένα τέλειο τρίγωνο και κύκλο. Το μαθηματικό τρίγωνο είναι Ιδέα, διακηρύσσει ο Πλάτων. Ως Ιδέα είναι νοητή και σταθερή, ανεξάρτητη από τα ατελή αισθητά τρίγωνα, μία και μοναδική απέναντι στην πολλαπλότητα των αισθητών τριγώνων.

Οι μαθηματικές Ιδέες είναι το καλύτερο παράδειγμα πλατωνικών Ιδεών. Ακόμη και ο αμύητος στα μαθηματικά αντιλαμβάνεται ότι ο ορισμός του τριγώνου δεν εξαρτάται από τα τριγωνικά αντικείμενα του περιβάλλοντός μας. Άρα το απόλυτο Τρίγωνο κατά κάποιον τρόπο υπάρχει. Ενώ είναι πολύ δύσκολο να πειστεί κάποιος ότι μια πράξη του είναι δίκαιη μόνο αν έχει κάποια σχέση με την απόλυτη Ιδέα της δικαιοσύνης, η οποία είναι αμφιλεγόμενη, είναι έτοιμος να δεχτεί ότι ένα ορατό αντικείμενο είναι τριγωνικό αν έχει τρεις γωνίες και τρεις πλευρές, αν έχει δηλαδή κάποια σχέση με το απόλυτο Τρίγωνο.

7.9. Η μετοχή και η μίμηση

Ο Πλάτων λέει ότι τα αισθητά αντικείμενα «μετέχουν» στις αντίστοιχες Ιδέες και ότι «μιμούνται» τις αντίστοιχες Ιδέες. Η «μετοχή» και η «μίμηση» είναι οι δύο τρόποι επικοινωνίας αισθητών και νοητών. Η μετοχή είναι μια λογική σχέση, η σχέση γενικού και επιμέρους. Η μίμηση είναι μια σχέση ιεραρχική, η σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου, υποδείγματος και εικόνας. Πρέπει να κατανοήσουμε και τις δύο αυτές σχέσεις, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το νόημα του πλατωνισμού. Θα μας βοηθήσουν και πάλι τα μαθηματικά. Λέμε ότι το τριγωνικό τραπέζι που βλέπουμε μπροστά μας μετέχει στην Ιδέα του τριγώνου, γιατί έχει κάποια χαρακτηριστικά (τις τρεις γωνίες και τις τρεις πλευρές) που εμπεριέχονται στον ορισμό του τριγώνου, που ορίζουν το ιδεατό Τρίγωνο. Το τριγωνικό τραπέζι ανήκει σε μια τάξη επιμέρους αντικειμένων, η οποία καθορίζεται από τη γενική έννοια του τριγώνου. Από την άλλη πλευρά, πιο αυθόρμητα, λέμε ότι αυτό το τραπέζι είναι τριγωνικό γιατί το σχήμα του μας θυμίζει τρίγωνο, γιατί μοιάζει με τρίγωνο. Έχουμε δηλαδή στο μυαλό μας ένα υπόδειγμα τριγώνου και το συγκρίνουμε με τα σχήματα των αντικειμένων που βλέπουμε.

Τη μετοχή μπορεί να τη δεχτεί ακόμη και κάποιος που απορρίπτει την ύπαρξη των Ιδεών. Η σχέση γενικού και επιμέρους είναι συστατική της σκέψης και της γλώσσας μας. Θα μπορούσαμε λοιπόν να βάλουμε στη θέση των Ιδεών γενικές έννοιες, νοητικές γενικεύσεις σε σχέση με τα επιμέρους αντικείμενα, χωρίς να προβούμε σε καμία ιεράρχηση ή αξιολογική κρίση. Όταν όμως ο Πλάτων ισχυρίζεται ότι τα αισθητά μιμούνται τις Ιδέες, το βάρος πέφτει στην ατέλεια των αισθητών σε σχέση με τις Ιδέες, στην κατωτερότητά τους, στην προβληματική τους ύπαρξη.

Πρέπει λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, να κάνουμε πρώτα την εξής διάκριση. Τι είναι αυτό που πάντοτε είναι και δεν υπόκειται στο γίγνεσθαι; Και τι είναι αυτό που συνεχώς μεταβάλλεται και ουδέποτε είναι; Το αντικείμενο της έλλογης νόησης είναι αυτό που παραμένει πάντοτε αμετάβλητο· ενώ το αντικείμενο της γνώμης και της άλογης αίσθησης είναι αυτό που γεννιέται και χάνεται, αυτό που δεν έχει αυθεντική ύπαρξη.

Πλάτων, Τίμαιος 28d-29a

Ο Πλάτων, σε κάποιες ακραίες εκφράσεις όπως αυτή που παραθέσαμε, φτάνει μέχρι την αμφισβήτηση της ύπαρξης των αισθητών προκειμένου να τονίσει την ανωτερότητα των Ιδεών. Ως έναν βαθμό, αυτό οφείλεται στην έλλειψη εμπιστοσύνης που έχει στις αισθήσεις, στο γεγονός ότι συνδέει την αλήθεια μόνο με τη νόηση. Τι σημαίνει όμως ότι η Ιδέα της δικαιοσύνης ή του τριγώνου είναι ανώτερη από τις αισθητές πραγματώσεις τους; Μπορεί να συγκριθεί μια Ιδέα, η οποία είναι κατά βάση μια νοητική σύλληψη, με ένα αντικείμενο ή μια πράξη; Και όμως ο Πλάτων επιμένει σε αυτή τη σύγκριση (Πρωταγόρας 330b, Φαίδων 74d, Πολιτεία 508e). Στον βαθύτερο πυρήνα του πλατωνισμού ριζώνει η πεποίθηση ότι η κατάκτηση των Ιδεών δεν είναι μόνο γνωστική πρόοδος αλλά και ηθική βελτίωση, είναι ο δρόμος προς την ευδαιμονία. Δεν διστάζει λοιπόν να χαρακτηρίσει την Ιδέα της δικαιοσύνης υπόδειγμα όλων των δίκαιων πράξεων, γιατί εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να υποδείξει έναν δρόμο προς την επίγεια πραγμάτωση της δικαιοσύνης. Θέλει να διατηρήσει το δικαίωμα να χαρακτηρίζει, λ.χ., την τυραννία πιο άδικη από την ολιγαρχία και τον Θρασύμαχο πιο άδικο από τον Κέφαλο, καθώς απέχουν περισσότερο από το ιδεώδες της δικαιοσύνης.

Ο Πλάτων υιοθετεί πλήρως το σωκρατικό πρόταγμα ότι η αρετή είναι γνώση· δέχεται όμως και την αντιστροφή του: η γνώση είναι αρετή. Γι᾽ αυτό υπάρχει ιεράρχηση ανάμεσα στις Ιδέες, οι οποίες δεν είναι απλές γενικεύσεις αλλά αυθύπαρκτες οντότητες, γι᾽ αυτό στην κορυφή της πυραμίδας των Ιδεών τοποθετείται η κατεξοχήν ηθική Ιδέα, η Ιδέα του Αγαθού. Εδώ έγκειται ουσιαστικά και η κριτική του προς τους μαθηματικούς. Η μαθηματική γνώση είναι έγκυρη, αλλά είναι αξιολογικά ουδέτερη. Στηρίζεται σε αυθαίρετες υποθέσεις, στα αξιώματα, ενώ θα έπρεπε να ξεκινά από πραγματικές πρώτες αρχές. Η φιλοσοφία που ο ίδιος ευαγγελίζεται, η πλατωνική διαλεκτική, είναι η ανάβαση της νόησης προς το Αγαθό, την «ανυπόθετη πρώτη αρχή του παντός» (Πολιτεία 511b-c), και η οργάνωση όλου του πεδίου των Ιδεών με βάση το Αγαθό - στους ύστερους διάλογους του ο Πλάτων θα επεξεργαστεί τη μέθοδο της «διαίρεσης» και της «συναγωγής», δηλαδή τη συστηματική χαρτογράφηση των Ιδεών και τη μελέτη των μεταξύ τους σχέσεων.

Το Αγαθό είναι η ανώτερη Ιδέα, αλλά και η προϋπόθεση της ύπαρξης και της γνώσης των άλλων Ιδεών. Ως προς την ιεραρχία και τη δικαιοδοσία το Αγαθό τοποθετείται, όπως λέει ο Πλάτων, πάνω από τις Ιδέες, βρίσκεται ἐπέκεινα τῆς οὐσίας.

Αυτό λοιπόν που παρέχει την αλήθεια σε ό,τι κατακτάται γνωστικά και δίνει σε όποιον προσοικειώνεται γνώση τη δύναμη να γνωρίζει είναι η Ιδέα του αγαθού. Είναι το αίτιο της γνώσης και της αλήθειας. Να το συλλογίζεσαι ως κάτι που κατακτάται γνωστικά, κι ενώ και τα δύο αυτά, η γνώση και η αλήθεια, είναι όμορφα πράγματα, εσύ, την Ιδέα του αγαθού να την θεωρήσεις σωστά ως κάτι διαφορετικό και ακόμη πιο όμορφο και από αυτά τα δύο. […] Έτσι λοιπόν για τα αντικείμενα της γνώσης μπορείς να πεις πως από το Αγαθό δεν προέρχεται μόνο το ότι γίνονται γνωστά αλλά και ότι και το είναι τους και την ουσία τους την έχουν από αυτό, χωρίς το ίδιο το Αγαθό να αποτελεί ουσία αλλά κάτι ακόμη πιο πέρα από την ουσία, ανώτερο από αυτήν ως προς το αξίωμα και τη δύναμη.

Πλάτων, Πολιτεία 508e-509b

Στην κρυπτική έκφραση ἐπέκεινα τῆς οὐσίας στηρίχθηκε η πεποίθηση ότι ο Πλάτων ανέπτυξε μια « άγραφη» φιλοσοφία, μαθηματικής έμπνευσης, μόνο για τους μυημένους της Ακαδημίας, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η οντολογική πρόταξη του Αγαθού (που ταυτίζεται με το Ένα), και η παραγωγή των Ιδεών και των μαθηματικών οντοτήτων από αυτό. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η τοποθέτηση του Αγαθού ἐπέκεινα τῆς οὐσίαςδεν παύει να σημαίνει και κάτι πιο απλό: ότι, για τον Πλάτωνα, όλη η γνώση έχει ηθική θεμελίωση, ότι η ηθική προηγείται της γνωσιολογίας.

7.10. Ο κόσμος και ο άνθρωπος

Η θεωρία των Ιδεών είναι αναμφίβολα η κορυφαία σύλληψη του Πλάτωνα και το ενοποιητικό στοιχείο της φιλοσοφίας του. Οι πλατωνικές Ιδέες σηματοδοτούν το ανώτερο επίπεδο του Όντος, προσφέρουν το κριτήριο της αλήθειας, λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες - ενοποιούν δηλαδή τα φιλοσοφικά πεδία της οντολογίας, της γνωσιολογίας και της ηθικής.

Η κατάκτηση των Ιδεών οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία. Μόνο που η κατάκτηση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ελάχιστοι έχουν τη φυσική προδιάθεση και την υπεράνθρωπη επιμονή να ακολουθήσουν τις δύσβατες διαδρομές, που συμβολικά υποδεικνύει ο Πλάτων (τον δρόμο του θανάτου, τις βαθμίδες του πλατωνικού έρωτα, τα τριάντα χρόνια της αυστηρής πειθαρχίας και εκπαίδευσης), και να φτάσουν στις απρόσιτες Ιδέες. Ο μέσος άνθρωπος αισθάνεται εντελώς αποκομμένος από το σύμπαν των Ιδεών. Ο Πλάτων του δείχνει ότι ζει μέσα στην αδικία και την ανορθολογικότητα, του ανατρέπει τις γνωστικές του βεβαιότητες, τον καλεί να καταπιέσει τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες του, με μόνο αντίβαρο την υπόσχεση μιας πολύ μακρινής και πολύ αμφίβολης επιβράβευσης.

Στα περισσότερα έργα του ο Πλάτων δείχνει συμβιβασμένος με την άποψη ότι η αληθινή φιλοσοφία απευθύνεται τελικά σε μια μικρή μειοψηφία. Οι φιλόσοφοι, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, ανήκουν σε μια κοινωνική ελίτ. Μόνο προς το τέλος της ζωής του μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια αλλαγή στάσης. Στον Τίμαιο στρέφει το ενδιαφέρον του προς τον φυσικό κόσμο, τον οποίο τόσο αυτός όσο και ο δάσκαλός του είχαν περιφρονήσει. Στον Φίληβο υποστηρίζει ότι η σωστή ζωή συνίσταται σε ένα αρμονικό μείγμα φρόνησης και ηδονής. Και στους Νόμους, το τελευταίο του έργο, η ηθική και πολιτική τάξη δεν ανατίθεται στον φωτισμένο φιλόσοφο-βασιλέα αλλά στον συνετό και προνοητικό νομοθέτη. Η πλατωνική φιλοσοφία γίνεται λιγότερο απόκοσμη, το δυνητικό της ακροατήριο διευρύνεται. Κάποιοι λένε ότι ο Πλάτων απογοητεύτηκε από την αποτυχημένη ανάμειξή του στην πολιτική, και προτίμησε να συμβιβαστεί. Ίσως να επηρεάστηκε από τις κριτικές στη θεωρία των Ιδεών, που διατυπώθηκαν ακόμη και μέσα στην ίδια την Ακαδημία (ο πλατωνικός διάλογος Παρμενίδης μας δίνει μια εικόνα τέτοιων ενστάσεων). Ίσως πάλι, απλώς η σκέψη του να μετεξελίχθηκε.

Στον Τίμαιο ο Πλάτων υιοθετεί τον μυθικό τρόπο αφήγησης για να εξιστορήσει τη δημιουργία του κόσμου από έναν γεωμέτρη θεό. Ο ουρανός παρουσιάζεται ως ένα πεδίο τελειότητας, αφού η μοναδική μεταβολή που τον χαρακτηρίζει είναι η αιώνια και τακτική περιστροφική κίνηση, το αλάνθαστο ρολόι του χρόνου. Ο Πλάτων επιστρατεύει την τελευταία λέξη της μαθηματικής αστρονομίας, προκειμένου να αποδείξει ότι κάθε κίνηση στον ουρανό, ακόμη και η περίπλοκη κίνηση των πλανητών, είναι στην πραγματικότητα κυκλική και ομαλή. Στον άτακτο και ανορθολογικό κόσμο μας υπάρχει επομένως ένας χώρος όπου βασιλεύει η τάξη. Στον άνθρωπο τώρα, που παρουσιάζεται ως ένα ατελές δημιούργημα, ως μια μικρογραφία του κόσμου, ο αντίστοιχος χώρος είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής, εκεί όπου εδρεύει η νόηση. Δυνητικά, τουλάχιστον, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να αναπτύξουν αυτό το μέρος της ψυχής τους, να κινητοποιήσουν σωστά τις νοητικές τους δυνάμεις. Ενώ όμως παλαιότερα ο Πλάτων θα υποστήριζε ότι αυτό γίνεται μόνο με τη γνώση των Ιδεών, τώρα υποδεικνύει μια πιο προσιτή διέξοδο, μια διέξοδο μάλιστα που αξιοποιεί και τις απατηλές ανθρώπινες αισθήσεις.

Η παρατήρηση της μέρας και της νύχτας, των μηνών, της εναλλαγής των ετών, των ισημεριών και των τροπικών, μας οδήγησε στην επινόηση του αριθμού, μας έδωσε την έννοια του χρόνου και μας ώθησε στη διερεύνηση της φύσης του σύμπαντος. Από αυτή την πηγή αντλήσαμε τη φιλοσοφία, το μεγαλύτερο αγαθό που δώρισαν ή θα δωρίσουν ποτέ οι θεοί στους θνητούς. […] Ας πούμε απλώς και μόνον ότι η όραση είναι η αιτία του μέγιστου αγαθού: ο Θεός την ανακάλυψε και μας τη δώρισε για να μπορούμε να παρατηρούμε στον ουρανό τις αδιατάρακτες κυκλικές κινήσεις του νου και να τις προσαρμόζουμε στις συγγενικές αλλά ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας.

Πλάτων, Τίμαιος 47a-c

Αν οι άνθρωποι στρέψουν τα μάτια τους στον ουρανό και τον παρατηρήσουν υπομονετικά και προσεκτικά, θα ανακαλύψουν την κανονικότητα και την περιοδικότητα των κινήσεών του, θα συλλάβουν την έννοια του χρόνου. Ο χρόνος όμως είναι η ρυθμική κίνηση του σύμπαντος, είναι συνυφασμένος με τον αριθμό. Και οι αριθμοί, για τον Πλάτωνα, είναι η βασιλική οδός προς τη φιλοσοφία.

Η φιλοσοφική γνώση, και η ευδαιμονία που τη συνοδεύει, γίνεται τώρα πιο προσιτή, και μάλιστα προσιτή σε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο σε μια μικρή ομάδα προικισμένων φιλοσόφων. Συντελείται μέσα στο αισθητό σύμπαν και όχι σε έναν υπερουράνιο τόπο. Δεν επιζητεί τον εκμηδενισμό του σώματος και των αισθήσεων, αλλά απλώς την άσκηση του νου, συνδυάζεται μάλιστα και με την ηδονή, όπως θα μας πει ο Πλάτων στον Φίληβο.

Ο Πλάτων αποφασίζει στην τελευταία φάση της ζωής του να στραφεί στην κοσμολογία και τη φυσική, αναιρώντας στην πράξη την περιφρόνησή του προς τα φαινόμενα, γιατί αντιλαμβάνεται ότι με το να «παραχωρήσει» αυτό τον τομέα της γνώσης στους αντιπάλους του, αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον ολέθριο σχετικισμό στο πεδίο της ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Αν δεχτούμε ότι όλο το φυσικό σύμπαν είναι άλογο και χαοτικό (και για τον Πλάτωνα άλογο και χαοτικό είναι οτιδήποτε στερείται σχεδίου και σκοπού), τότε με ποιον τρόπο, σε ποια θεμέλια και με ποια πειθώ θα υπερασπιστούμε την ορθολογικότητα της ανθρώπινης πράξης; Αντί να διασώσουμε μια ειδική ομάδα ανθρώπων με εξαιρετικές προδιαγραφές από το γενικό χάος, ευελπιστώντας ότι η απόδοση της εξουσίας σε αυτούς θα επιφέρει εντέλει τάξη και στην πόλη, είναι προτιμότερο να αντιστρέψουμε την εικόνα της φύσης. Κλειδί σε αυτή την αντιστροφή της εικόνας είναι η μαθηματική αστρονομία που αποκαθιστά την τάξη του ουρανού. Σε ένα έλλογο και τακτικό σύμπαν η κατά γενική ομολογία ανορθολογική συμπεριφορά των ανθρώπων φαίνεται πλέον και παράταιρη και ιάσιμη.

8. Ο Αριστοτέλης και η εγκυκλοπαίδεια της γνώσης

8.1. Αριστοτέλης, ο σύγχρονός μας

Παρά την αναμφισβήτητη γοητεία τους, ο Σωκράτης και ο Πλάτων μάς είναι ουσιαστικά ξένοι. Η απόσταση που χωρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο από τα πολύπλοκα προβλήματα της αθηναϊκής κοινωνίας του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ., από τα προβλήματα που διαμόρφωσαν τη σωκρατική και την πλατωνική φιλοσοφία, είναι τεράστια και αγεφύρωτη. Εξακολουθούμε ακόμη και σήμερα να διαβάζουμε με ενδιαφέρον τους πλατωνικούς διάλογους, τους διαβάζουμε όμως περισσότερο σαν μια μορφή λογοτεχνίας, σαν ψηφίδες στο μωσαϊκό μιας εξωτικής εποχής που έχει οριστικά παρέλθει. Η φιλοσοφία έχει γίνει για μας μια ατομική αναζήτηση, προϋποθέτει την απομόνωσή μας από τα τρέχοντα ζητήματα και τις μέριμνες της καθημερινής ζωής, στηρίζεται στην επίπονη σχέση του μοναχικού αναγνώστη με το τυπωμένο κείμενο ενός βιβλίου. Η φιλοσοφία είναι πρωτίστως κατανόηση και γνώση - δεν είναι πλέον ούτε ζωντανός διάλογος ούτε τέχνη του βίου.

Με τον Αριστοτέλη, αντιθέτως, ο σύγχρονος αναγνώστης αισθάνεται περισσότερο οικείος. Πρώτα απ᾽ όλα, ο Αριστοτέλης γράφει με έναν τρόπο που θυμίζει τον σημερινό τρόπο γραφής της φιλοσοφίας· για την ακρίβεια, είναι αυτός που πρώτος καθιερώνει την επιστημονική πραγματεία ως όχημα μετάδοσης της φιλοσοφίας. Στα αριστοτελικά κείμενα κυρίαρχος δεν είναι ο συγγραφέας ή τα λογοτεχνικά προσωπεία του, αλλά τα προβλήματα που συζητούνται και οι θέσεις που εκτίθενται. Στην αφετηρία κάθε αριστοτελικής πραγματείας βρίσκεται ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Πριν προχωρήσει στην έκθεση των δικών του θέσεων, ο Αριστοτέλης παραθέτει τις απόψεις των άλλων φιλοσόφων (πολλές φορές, και τις διαδεδομένες αντιλήψεις των κοινών ανθρώπων), προχωρεί στην ανάλυση και την κριτική τους, για να καταλήξει σε ορισμένες θεμελιώδεις απορίες - σε φιλοσοφικά και επιστημονικά διλήμματα. Η δική του τώρα συμβολή παίρνει κατά κανόνα τη μορφή μιας αποδεικτικής διαδικασίας: προηγείται η διατύπωση των γενικών θέσεων, των «πρώτων αρχών» ή των αξιωμάτων κάθε επιστημονικού κλάδου, και έπεται η εξαγωγή συμπερασμάτων από αυτές τις πρώτες αρχές με έναν αυστηρό συλλογιστικό τρόπο. Διαβάζοντας τα γραπτά του Αριστοτέλη, παρακολουθούμε έναν ερευνητή που ανοίγει μια θεωρητική συζήτηση με τους προγενέστερους και τους συγχρόνους του, που δηλώνει με σαφήνεια τις πηγές του και τις επιρροές του, και που διεκδικεί για τον εαυτό του μια νέα αυστηρή φιλοσοφική μέθοδο.

Το φάσμα τώρα των ενδιαφερόντων του είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Αν εξαιρέσει κανείς τα καθαρά μαθηματικά και την πρακτική ιατρική, σε όλους τους άλλους γνωστικούς τομείς ο Αριστοτέλης έχει καθοριστική συμβολή. Στη φιλοσοφία επιχειρεί τον επιτυχή συνδυασμό της πλατωνικής ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας με τη φυσική φιλοσοφία των Προσωκρατικών και εγκαινιάζει τον κλάδο της Λογικής. Στις επιστήμες θέτει τις βάσεις για τη φυσική, τη χημεία και τη μετεωρολογία και αναδεικνύει τη σημασία και την κεντρική θέση της βιολογίας. Συστηματοποιεί την πρακτική της ρητορικής, θεμελιώνει τη θεωρία της λογοτεχνίας (την «Ποιητική») και ξεκινά ένα πρόγραμμα συστηματικής καταγραφής των πολιτευμάτων των ελληνικών πόλεων. Με δυο λόγια, τα αριστοτελικά συγγράμματα αντιπροσωπεύουν την εγκυκλοπαίδεια των γνώσεων του 4ου αιώνα π.Χ., αλλά και αποτελούν θησαυρό γνώσεων για τους επόμενους αιώνες.

8.2. Από τα Στάγειρα στο Πανεπιστήμιο του Πλάτωνα

Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος έλληνας φιλόσοφος με πολυετείς συστηματικές σπουδές - και σ᾽ αυτό ακόμη μας θυμίζει σύγχρονο φιλόσοφο. Από τα δεκαεπτά του χρόνια εισάγεται στην πλατωνική Ακαδημία και παραμένει μέλος της για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Θα πρέπει να φανταστούμε ότι πέρασε απ᾽ όλα τα στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας· ξεκίνησε από δόκιμο μέλος, στη συνέχεια εντάχθηκε στον στενό κύκλο των μαθητών του Πλάτωνα που διατηρούσαν προσωπική σχέση με τον δάσκαλο, και στα τελευταία χρόνια έγινε κι αυτός μέλος του διδακτικού προσωπικού της Σχολής. Η θέση του στον πλατωνικό κύκλο ήταν σίγουρα ηγετική, αφού, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, διεκδίκησε τη θέση του σχολάρχη της Ακαδημίας, χωρίς όμως επιτυχία. Την πρώτη φορά, το 347 π.Χ., σχολάρχης έγινε ο Σπεύσιππος, ο ανιψιός του Πλάτωνα, και τη δεύτερη, το 335 π.Χ., ο Ξενοκράτης. Μετά και τη δεύτερη αποτυχία ο Αριστοτέλης αποφάσισε πλέον να αποστασιοποιηθεί από την Ακαδημία και να οργανώσει τον δικό του κύκλο μαθητών. Η σχολή του, το Λύκειο, πήρε την οριστική της μορφή από τον Θεόφραστο, τον βασικό συνεργάτη και μαθητή του Αριστοτέλη, μετά τον θάνατο του φιλοσόφου το 322 π.Χ. Τα μέλη της Σχολής ονομάστηκαν «Περιπατητικοί», γιατί, όπως λέγεται, η διδασκαλία γινόταν στο ύπαιθρο κατά τη διάρκεια περιπάτων.

Είναι κρίμα ότι, αν εξαιρέσει κανείς τον Αριστοτέλη, γνωρίζουμε λίγα πράγματα για τους άλλους σημαντικούς φιλοσόφους του πλατωνικού κύκλου. Και από τα λίγα όμως πράγματα που γνωρίζουμε προκύπτει ότι η πλατωνική σχολή δεν ήταν δογματική ούτε ιδιαίτερα πιστή στο γράμμα της διδασκαλίας του ιδρυτή της. Το πιο πιθανό είναι ότι και ο ίδιος ο Πλάτων θα πρέπει να ενθάρρυνε τις θεωρητικές διαφωνίες και την ανεξαρτησία της σκέψης των μαθητών του. Δημιουργήθηκε έτσι μια ζωντανή κοινότητα στοχαστών, που έδινε ερεθίσματα τόσο στον ίδιο τον Πλάτωνα για την ανάπτυξη της τελευταίας φάσης της φιλοσοφίας του όσο και στους μαθητές του για να ανοίξουν τα δικά τους φτερά. Όλοι λοιπόν ξεκινούσαν από κάποιο κοινό υπόβαθρο, από μια βασική εκδοχή της πλατωνικής φιλοσοφίας, στη συνέχεια όμως ακολουθούσαν αποκλίνουσες διαδρομές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αριστοτέλης στα πρώτα του γραπτά, ορισμένα μάλιστα από τα οποία είχαν διαλογική μορφή, μιλά για τους πλατωνιστές χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Από την αρχή ωστόσο κρατά μια κριτική απόσταση από τις θεωρίες του Πλάτωνα και γρήγορα θα προχωρήσει στην απόρριψη της θεωρίας των Ιδεών και στην προβολή της δικής του σύλληψης της πραγματικότητας.

Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγειρα της Χαλκιδικής, μια αποικία των Χαλκιδαίων που βρέθηκε στην επικράτεια του κράτους των Μακεδόνων. Και οι δύο γονείς του προέρχονταν από ιατρική οικογένεια, ο πατέρας του μάλιστα, ο Νικόμαχος, υπήρξε γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα. Στις ιατρικές του καταβολές αποδίδουν πολλές φορές την έλξη του Αριστοτέλη προς την παρατήρηση της φύσης και την εμπειρική έρευνα. Παρά τις σχέσεις της οικογένειάς του με τη μακεδονική αυλή, η παιδεία που πήρε ο νεαρός Αριστοτέλης ήταν σύμφωνη με τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη του 5ου αιώνα, που προέβαλλαν την ελευθερία του ατόμου, την ισονομία και τη συμμετοχή στην πολιτική κοινότητα. Τα ιδεώδη αυτά ο Αριστοτέλης τα ενστερνίστηκε πλήρως και τα ενσωμάτωσε στην πολιτική του φιλοσοφία, παραβλέποντας τα μηνύματα των καιρών που έδειχναν προς άλλη κατεύθυνση. Στα χρόνια του κλείνει οριστικά μια μακρά περίοδος της ελληνικής πολιτικής ιστορίας: η πόλη-κράτος θα παρακμάσει κάτω από τη μακεδονική ηγεμονία, οι αυτόνομες ελληνικές πόλεις θα ενταχθούν σε εκτεταμένα ισχυρά κράτη με απολυταρχική κεντρική εξουσία, και το επίκεντρο των πολιτικών και διανοητικών εξελίξεων θα μετατοπιστεί βαθμιαία από τον ελλαδικό χώρο προς την Ανατολή. Ο Αριστοτέλης δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται ούτε και από τη νέα μορφή διακυβέρνησης που εγκαινίασε ο Μέγας Αλέξανδρος μετά τις κατακτήσεις του, επιδιώκοντας τη μόνιμη συνύπαρξη Ελλήνων και «βαρβάρων» κάτω από το ίδιο νομικό και πολιτικό πλαίσιο. Κατά τη δική του γνώμη, η φύση των Ελλήνων ήταν ριζικά διαφορετική από τη φύση των άλλων ανατολικών λαών, οπότε και η αντίθεση ανάμεσα στους ελληνικούς πολιτικούς θεσμούς και την ανατολική δεσποτεία παρέμενε ασυμφιλίωτη. Μάλλον λοιπόν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Αριστοτέλης δεν επηρέασε ιδιαίτερα τον Αλέξανδρο, όταν, μετά από πρόσκληση του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου, ανέλαβε για επτά χρόνια την εκπαίδευση του νεαρού διαδόχου του μακεδονικού θρόνου.

Η θεωρητική αντίθεση του Αριστοτέλη στα νέα ήθη που έφερε η μακεδονική κατάκτηση δεν ήταν αρκετή για να αναιρέσει τη δυσπιστία των Αθηναίων στο πρόσωπό του. Στην Αθήνα ο Αριστοτέλης παρέμεινε πάντοτε ένας ξένος, στενά συνδεδεμένος στα μάτια του κόσμου με την αυλή των Μακεδόνων, οπότε ήταν φυσικό να αποτελέσει στόχο της αντιμακεδονικής παράταξης. Φαίνεται λοιπόν ότι πολλές φορές αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα, ανάλογα με τις τροπές που πήρε η πολιτική αντιπαράθεση στην πόλη. Μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, έζησε για τρία χρόνια στην Άσσο της Μικράς Ασίας, κοντά στον φιλόσοφο τύραννο Ερμεία, και για δύο χρόνια στη Μυτιλήνη, πριν αναλάβει στη συνέχεια την εκπαίδευση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στην Αθήνα μπόρεσε να γυρίσει μόνο το 335 π.Χ., όταν πλέον η πόλη βρισκόταν κάτω από τον ζυγό των Μακεδόνων και ο φίλος του Αντίπατρος είχε διοριστεί κυβερνήτης της Ελλάδας. Με τον θάνατο όμως του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., κατά τις ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα, απειλήθηκε σοβαρά η ζωή του, οπότε αναγκάστηκε να καταφύγει στη Χαλκίδα, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο σε ηλικία 62 ετών.

8.3. Τα γραπτά του Αριστοτέλη

Όσο ζούσε ο Αριστοτέλης δημοσίευσε έναν περιορισμένο αριθμό έργων, κάποια από τα οποία ήταν διάλογοι που απευθύνονταν στο ευρύ κοινό και κάποια άλλα πραγματείες με επίκεντρο την πλατωνική θεωρία των Ιδεών. Από τα έργα αυτά κανένα δεν σώθηκε ολόκληρο. Έφτασαν όμως στα χέρια μας τα αδημοσίευτα διδακτικά του συγγράμματα, ή μάλλον οι προσωπικές του σημειώσεις επάνω στις οποίες στήριζε τη διδασκαλία στους μαθητές του. Οι αρχαίες πηγές μάς μεταφέρουν μια μυθιστορηματική εκδοχή της διάσωσής τους. Τα χειρόγραφα του Αριστοτέλη κληροδοτήθηκαν μετά τον θάνατό του στους διαδόχους του στο Λύκειο, μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στη Σκήψη της Μικράς Ασίας όπου έμειναν θαμμένα σε μια σπηλιά και ξεχασμένα για περισσότερο από διακόσια χρόνια, ώσπου αγοράστηκαν από κάποιον πλούσιο Αθηναίο στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. και επέστρεψαν στην Αθήνα. Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Ρωμαίους το 86 π.Χ., μεταφέρθηκαν σαν πολύτιμη λεία στη Ρώμη, και πενήντα περίπου χρόνια αργότερα εκδόθηκαν από έναν προικισμένο φιλόλογο και γνώστη της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο. Με την έκδοση του Ανδρόνικου τα αριστοτελικά συγγράμματα πήραν την οριστική τους μορφή, αυτή που έχουμε και εμείς σήμερα μπροστά μας όταν διαβάζουμε τον Αριστοτέλη.

Οι λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία - δεν αποκλείεται να είναι ως έναν βαθμό φανταστικές. Είναι πάντως γεγονός ότι η μεγάλη διάδοση της σκέψης του Αριστοτέλη αρχίζει μόνο όταν εκδίδονται τα διδακτικά του συγγράμματα, τρεις αιώνες μετά τον θάνατό του. Αν τα χειρόγραφα είχαν χαθεί, η ιστορία της μεταγενέστερης φιλοσοφίας θα ήταν διαφορετική, αφού το έργο του Αριστοτέλη αποτέλεσε τη βάση της φιλοσοφίας των Βυζαντινών, των Αράβων και των Σχολαστικών της Δύσης. Πιο σημαντική όμως είναι μια άλλη συνέπεια της περίεργης αυτής ιστορίας. Το υλικό που έφτασε στα χέρια του Ανδρόνικου δεν προοριζόταν για δημοσίευση· φανταζόμαστε ότι περιείχε σημειώσεις των μαθημάτων του Αριστοτέλη, με διάσπαρτες προσθήκες, αναθεωρήσεις και απορίες, κάποιες ημιτελείς πραγματείες, σχεδιάσματα μελλοντικών έργων, συλλογές εμπειρικών δεδομένων. Ο Ανδρόνικος συνένωσε τα διάφορα μαθήματα του Αριστοτέλη σε ενιαίες πραγματείες με κριτήριο την κοινότητα της θεματολογίας, ίσως να συμπλήρωσε και ο ίδιος κάποια κενά ή να διόρθωσε γλωσσικές ατέλειες, και έδωσε τελικά στις πραγματείες αυτές τον τίτλο που φέρουν και σήμερα - για παράδειγμα, στα Φυσικά περιέλαβε τις παραδόσεις του Αριστοτέλη για τις έννοιες της φύσης, της κίνησης, του χρόνου, του χώρου κτλ. Έτσι οργανώθηκε το έργο του Αριστοτέλη σε μια πλειάδα αυτόνομων συγγραμμάτων, η εμβέλεια των οποίων καλύπτει όλο το φάσμα των γνώσεων και η συνολική τους έκταση είναι περίπου τριπλάσια από τους διάλογους του Πλάτωνα.

Η αίσθηση που έχει όποιος προσεγγίζει το μνημειώδες αυτό έργο είναι ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα πλήρες φιλοσοφικό σύστημα, στην πρώτη συνεκτική θεωρία που ερμηνεύει κάθε πλευρά της πραγματικότητας. Προηγούνται τα λογικά συγγράμματα, στα οποία ο Ανδρόνικος έδωσε τον τίτλο Όργανον, δηλαδή εργαλείο της γνώσης. Ακολουθούν τα φυσικά συγγράμματα, καθένα από τα οποία αφιερώνεται σε έναν τομέα φυσικών φαινομένων: τα Φυσικά μελετούν τις γενικές αρχές της φυσικής επιστήμης· το Περί ουρανού, τα Μετεωρολογικά, και το Περί γενέσεως και φθοράς μελετούν αντιστοίχως την κοσμολογία, τη μετεωρολογία και τη δομή της ύλης· το Περί ψυχής μελετά τη φυσιολογία του ανθρώπου, και τα πολυάριθμα βιολογικά του συγγράμματα μελετούν τα έμβια όντα. Μετά τα φυσικά συγγράμματα, ο Ανδρόνικος τοποθέτησε ένα έργο που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, τις βασικές του θέσεις για τη φύση των όντων. Το ονόμασε Μετά τα φυσικά, ακριβώς γιατί έρχεται μετά τη μελέτη της φύσης - κι έτσι προίκισε τη μεταγενέστερη φιλοσοφία με μια νέα θεμελιώδη έννοια, την έννοια της «μεταφυσικής». Η πρακτική πλευρά της φιλοσοφίας, η μελέτη της ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων καλύπτονται αντιστοίχως με τα Ηθικά και τα Πολιτικά του Αριστοτέλη. Τέλος, το αριστοτελικό έργο συμπληρώνεται με πραγματείες που αφιερώνονται σε διάφορες τέχνες, όπως η Ρητορική, που καθορίζει τους τύπους της πειστικής επιχειρηματολογίας, και η Ποιητική, που μελετά τη θεωρία της ποιητικής δημιουργίας και ειδικότερα της αρχαίας τραγωδίας.

Αποτελεί όμως η φιλοσοφία του Αριστοτέλη ένα τόσο ενιαίο σύστημα όσο δείχνει η κατάταξη των έργων του; Η μελέτη μιας αριστοτελικής πραγματείας αρκεί για να αναιρέσει την εικόνα της αυστηρής συστηματικότητας. Η ειδικότητα του Αριστοτέλη, το ιδιαίτερο ταλέντο του, είναι η ανάδειξη κρίσιμων προβλημάτων. Ο Αριστοτέλης ξεκινά πάντοτε από ένα πρόβλημα, από ένα πρόβλημα που του δίνει την ευκαιρία να κρίνει τις υπάρχουσες απαντήσεις, να προχωρήσει σε λεπτές διακρίσεις, και να εντοπίσει τον πυρήνα του σε ένα φιλοσοφικό δίλημμα, σε μια κρίσιμη «απορία». Ακολουθεί κατά κανόνα η δική του απάντηση, συχνά όμως προτείνονται περισσότερες από μία εναλλακτικές λύσεις που αφήνονται ανοιχτές. Ο Αριστοτέλης δείχνει να θεωρεί πιο σημαντική τη συζήτηση που οδηγεί στη διατύπωση μιας φιλοσοφικής θέσης από την αξία της ίδιας της θέσης. Γι᾽ αυτό και πολύ συχνά οι μελετητές του έργου του διαφωνούν για την ουσία των αριστοτελικών θέσεων.

Επιπλέον, ο Αριστοτέλης είναι πεπεισμένος ότι κάθε επιστήμη έχει τις δικές της αρχές (τα δικά της αξιώματα), τη δική της μέθοδο και, ως έναν βαθμό, τη δική της γλώσσα. Δεν μπορεί ούτε πρέπει λοιπόν κανείς να επιχειρήσει μια ενοποίηση της ανθρώπινης γνώσης πάνω σε ενιαία θεμέλια. Η αριστοτελική ηθική, για παράδειγμα, δεν μπορεί να εναρμονιστεί με την αριστοτελική φυσική, γιατί η ανθρώπινη πράξη δεν υπόκειται στη φυσική νομοτέλεια και ρυθμίζεται από τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες. Αλλά και μέσα στον χώρο της φύσης οι επιμέρους φυσικές επιστήμες διατηρούν την αυτονομία και την αξία τους: η βιολογία έχει διαφορετικές αρχές και διαφορετική μέθοδο από την κοσμολογία - και οι δύο όμως είναι εξίσου σημαντικές.

Και οι δύο έρευνες έχουν τη χάρη τους. Στην πρώτη περίπτωση η γνώση των αιώνιων ουσιών [των άστρων] έχει τόση αξία, ώστε ακόμη και η ελάχιστη επαφή μαζί τους προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση από κάθε άλλη γνωστή μας ηδονή, όπως ακριβώς και το να διακρίνεις έστω και μια φευγαλέα και αποσπασματική εικόνα του έρωτά σου σου δίνει μεγαλύτερη χαρά από την πλήρη θέα πολλών άλλων και σπουδαίων πραγμάτων. Στη δεύτερη περίπτωση η διαφορά είναι ότι η γνώση μας είναι πολύ πιο έγκυρη, αφού γνωρίζουμε καλύτερα πολύ περισσότερες πλευρές των φθαρτών όντων [των ζώων και των φυτών]. Θα έλεγε κανείς ότι το γεγονός ότι είναι πιο κοντά μας, και η φύση τους μας είναι πιο οικεία, εξισορροπεί κατά κάποιο τρόπο την αξία της επιστήμης των θεϊκών ουσιών. […] Γιατί ακόμη και αυτά που δεν παρουσιάζουν την παραμικρή χάρη στην όψη, η φύση τα δημιούργησε έτσι ώστε η θεωρία τους να προσφέρει ασύλληπτες ηδονές σε εκείνους που μπορούν να συλλάβουν τις αιτίες, σε όσους είναι πραγματικοί φιλόσοφοι. […] Σε όλα τα έργα της φύσης υπάρχει κάτι αξιοθαύμαστο.

Περί ζώων μορίων 644b22-645a230

Τα γραπτά του Αριστοτέλη δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικά ούτε απευθύνονται στον μέσο αναγνώστη. Η κατανόησή τους προϋποθέτει γνώση της προγενέστερης φιλοσοφικής παράδοσης αλλά και εξοικείωση με το πυκνό, δύσβατο και ξηρό ύφος του φιλοσόφου. Ο Αριστοτέλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, δείχνει να μην εμπιστεύεται την καθημερινή γλώσσα με τις ασάφειες της και τα στολίδια της. Πιστεύει ότι για τη φιλοσοφία απαιτείται ειδικό λεξιλόγιο και ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης, που στηρίζεται στη σαφήνεια. Μάλιστα, όπως λέει, «μερικές φορές είναι αναγκαίο να πλάθουμε καινούργιους όρους, όταν δεν υπάρχει λέξη που να μπορεί να αποδώσει σωστά κάποιο νόημα» (Κατηγορίαι 7a6-7). Ένα μεγάλο μέρος από τη φιλοσοφική ορολογία που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα έχει καθιερωθεί από τον Αριστοτέλη (λ.χ. οι όροι «ύλη», «κατηγορία», «συλλογισμός», «ενέργεια», «δύναμις», «φυσική», «λογική», «εντελέχεια», «συμβεβηκός»).

8.4. Λογική και πραγματικότητα

Η Λογική αποτελεί προσωπική ανακάλυψη του Αριστοτέλη. Δεν είναι επιστήμη, αφού δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο μελέτης, αλλά καθορίζει ένα σύνολο κανόνων, καθολικής ισχύος, με το οποίο σκεφτόμαστε, συνεννοούμαστε και επιχειρηματολογούμε, όταν εξετάζουμε οποιοδήποτε γνωστικό πεδίο. Πρωτίστως η Λογική αποτελεί συστηματοποίηση της σωστής χρήσης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Για τον Αριστοτέλη υπάρχει στενή σχέση γλώσσας και πραγματικότητας: η σωστή χρήση της γλώσσας αντανακλά τη σωστή λειτουργία της σκέψης, και η σωστή λειτουργία της σκέψης αποκαλύπτει στοιχεία για την αντικειμενική δομή του κόσμου.

Η αριστοτελική λογική ξεκινά από την ανάλυση των απλών προτάσεων της γλώσσας. Μια απλή πρόταση της μορφής «ο Σωκράτης είναι φιλόσοφος», δηλαδή μια πρόταση που συνδέει ένα υποκείμενο με ένα κατηγορούμενο δίνοντάς μας μια πληροφορία, είναι το ελάχιστο στοιχείο της γλώσσας που παρουσιάζει λογικό και φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Τι μπορεί όμως να βγάλει κανείς από την ανάλυση τέτοιων στοιχειωδών προτάσεων; Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι μπορεί να βγάλει πολλά. Πρώτα απ᾽ όλα μπορεί να παρατηρήσει ότι λέξεις όπως «Σωκράτης», «Γιάννης» ή «Αθήνα» μπορούν να έχουν μόνο τη θέση του υποκειμένου σε μια πρόταση. Αντιθέτως, λέξεις όπως «φιλόσοφος», «ψηλός», «δημοκράτης» κτλ. είναι συνήθως κατηγορήματα. Μπορεί λοιπόν κανείς να αρχίσει να σκέφτεται σε τι διαφέρουν αυτές οι δύο ομάδες λέξεων. Και να αντιληφθεί ότι η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι ενώ η λέξη «Σωκράτης» δηλώνει κάτι ατομικό (ο συγκεκριμένος Σωκράτης είναι ένας), η λέξη «φιλόσοφος» δηλώνει κάτι το γενικό - πολλοί είναι αυτοί που είναι ή νομίζουν ότι είναι φιλόσοφοι.

Οι προτάσεις λοιπόν συνδέουν συνήθως ένα ατομικό υποκείμενο με ένα γενικόκατηγορούμενο. Ο Αριστοτέλης, πεπεισμένος για τη στενή σχέση γλώσσας και πραγματικότητας, θα προχωρήσει περισσότερο. Αφού οι προτάσεις μας αποτελούνται από ένα ατομικό υποκείμενο και ένα γενικό κατηγορούμενο, αυτό σημαίνει ότι και η σκέψη μας, που λειτουργεί με έννοιες, λειτουργεί με δύο κατηγορίες εννοιών: τις ατομικές έννοιες και τις γενικές έννοιες. Η στοιχειώδης λειτουργία της σκέψης συνίσταται στη σύνδεση μιας γενικής και μιας ατομικής έννοιας, στην απόδοση μιας ιδιότητας (μιας γενικής έννοιας) σε ένα άτομο. Αντιστοίχως, και η ίδια η πραγματικότητα αποτελείται από δύο κατηγορίες όντων: τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ζώα και πράγματα που μας περιτριγυρίζουν, όπως ο Σωκράτης (ο Αριστοτέλης τα ονομάζει όλα αυτά «καθ᾽ έκαστον»)· και το σύνολο των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων που αποδίδουμε σε αυτές τις ατομικές οντότητες, λέγοντας λ.χ. ότι ο Σωκράτης είναι άνθρωπος, φιλόσοφος, αθηναίος κ.ο.κ. (αυτά ο Αριστοτέλης τα ονομάζει «καθόλου»).

Επομένως η γλώσσα χρησιμοποιεί υποκείμενα και κατηγορούμενα, η σκέψη λειτουργεί με ατομικές και με γενικές έννοιες, και η πραγματικότητα αποτελείται από «καθ᾽ έκαστον» και από «καθόλου». Η κύρια διαφορά ενός «καθ᾽ έκαστον» και ενός «καθόλου» είναι ότι το «καθ᾽ έκαστον» είναι ένα συγκεκριμένο και ατομικό ον, ενώ το «καθόλου» είναι κάτι το γενικό που χαρακτηρίζει πολλά ατομικά όντα. Υπάρχει όμως και μια βαθύτερη διαφορά. Για να υπάρξουν φιλόσοφοι, πρέπει πρώτα να έχουν υπάρξει άνθρωποι σαν τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Χαρακτηρίζουμε «φιλοσόφους» μια ομάδα συγκεκριμένων ανθρώπων που συμπεριφέρονται και σκέφτονται με έναν τρόπο που μας φαίνεται ενιαίος. Ενώ δηλαδή ο Σωκράτης και ο Πλάτων είναι αυθύπαρκτες ατομικές οντότητες, πρόσωπα που κάποιος μπορούσε να συναντήσει στην αγορά της Αθήνας, τον «φιλόσοφο» δεν θα τον συναντήσει κανείς πουθενά. Ο «φιλόσοφος» είναι μια έννοια που συλλαμβάνουμε με τη σκέψη μας και την αποδίδουμε σε κάποια πρόσωπα. Ο Αριστοτέλης θα εκφράσει αυτή τη διαφορά λέγοντας ότι μόνο τα «καθ᾽ έκαστον», τα συγκεκριμένα ατομικά όντα, τα αισθητά πράγματα και πρόσωπα που συναντούμε στην καθημερινή μας ζωή, είναι «ουσίες». Οι γενικές έννοιες, τα «καθόλου», χρειάζονται τα «καθ᾽ έκαστον» για να υπάρξουν, όπως στη γλώσσα τα κατηγορήματα χρειάζονται τα υποκείμενα για να σταθούν.

Η «ουσία» είναι η κυριότερη από τις «κατηγορίες» της αριστοτελικής λογικής. Δείχνει την ιδιαίτερη θέση του υποκειμένου σε μια στοιχειώδη πρόταση της γλώσσας. Η αριστοτελική ουσία εκφράζει όμως και μια οντολογική τοποθέτηση: οι μόνες αυθύπαρκτες οντότητες, οι μόνες ουσίες, είναι τα ατομικά, αισθητά πρόσωπα και πράγματα. Οι πλατωνικές Ιδέες δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό βασίλειο του Όντος για τον Αριστοτέλη· είναι απλώς ιδιότητες των πραγμάτων, γενικές έννοιες που αποδίδονται σε ατομικές ουσίες, κατηγορήματα που αποδίδονται σε υποκείμενα.

Η πλατωνική Ιδέα μετασχηματίζεται στον Αριστοτέλη σε «μορφή» (ή «είδος»). Η αριστοτελική όμως μορφή δεν είναι αυθύπαρκτη οντότητα που εδρεύει σε κάποιο υπερουράνιο τόπο, αλλά το σύνολο των ιδιοτήτων που ορίζουν ένα συγκεκριμένο ον - χωρίς τις οποίες θα έπαυε να είναι αυτό που είναι. Κάθε ατομική ουσία είναι σύνθεση «μορφής» και «ύλης». Η μορφή του Σωκράτη είναι οι γενικές του ιδιότητες, αυτές οι ιδιότητες που τον καθορίζουν: το ότι είναι άνθρωπος, το ότι είναι φιλόσοφος. Η ύλη του είναι ό,τι τον εξατομικεύει: το ότι έχει αυτή τη σάρκα και αυτά τα οστά, το ότι γεννήθηκε στον συγκεκριμένο τόπο τη συγκεκριμένη στιγμή από τους συγκεκριμένους γονείς, το ότι είναι δάσκαλος του Πλάτωνα, κτλ.

Μια πρόταση μας δίνει πάντοτε μια πληροφορία, σωστή ή λανθασμένη. Το είδος της παρεχόμενης πληροφορίας προσδιορίζεται από τις υπόλοιπες αριστοτελικές κατηγορίες, κυριότερες από τις οποίες είναι το «ποσόν», το «ποιόν», ο «τόπος», ο «χρόνος», η «σχέση», το «ποιείν», το «πάσχειν». Σε μια πρόταση όπως ο Σωκράτης έζησε στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., αποδίδονται στον Σωκράτη προσδιορισμοί (κατηγορήματα) που ανήκουν στις κατηγορίες του πάσχειν (έζησε), του τόπου (στην Αθήνα) και του χρόνου (του 5ου αιώνα π.Χ.). Κάποιοι υποστήριξαν ότι οι αριστοτελικές κατηγορίες αντιστοιχούν στα γραμματικά γένη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας - και μάλλον έχουν δίκιο. Το σημαντικό είναι να αντιληφθούμε ότι, ενώ η αλήθεια ή το λάθος μιας πρότασης είναι θέμα περιεχομένου και θα κριθεί από την εμπειρία, η σωστή δομή της πρότασης δεν εξαρτάται από την εμπειρία, είναι θέμα λογικής.

8.5. Ο συλλογισμός και η επιστημονική γνώση

Ό,τι ισχύει για τη δομή της πρότασης, ισχύει και για τη δομή του ανθρώπινου λόγου. Περιγράφουμε τον κόσμο, εκφέρουμε κρίσεις για πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, χρησιμοποιώντας σύνολα προτάσεων. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις ισχυριζόμαστε ότι οι κρίσεις μας αυτές είναι αληθείς, ότι είμαστε σε θέση να δώσουμε μια απολύτως βέβαιη περιγραφή και εξήγηση της πραγματικότητας, ότι κατέχουμε έγκυρη γνώση. Ο λόγος μας, στις περιπτώσεις αυτές, φιλοδοξεί να είναι επιστημονικός.

Επιστήμη λοιπόν ονομάζουμε ένα σύστημα προτάσεων που περιγράφει και εξηγεί μια περιοχή της πραγματικότητας. Ο Αριστοτέλης προχώρησε πάρα πολύ στην κατανόηση του φαινομένου της επιστήμης, σε τέτοιο σημείο ώστε να θεωρούμε ακόμη και σήμερα τις αναλύσεις του καίριες και διαφωτιστικές. Αντιλήφθηκε λοιπόν ότι όλες οι προτάσεις της επιστήμης δεν είναι ισότιμες. Κάποιες προτάσεις έχουν τον ύψιστο βαθμό γενικότητας, διατυπώνουν τις πρώτες αρχές ή τους γενικούς νόμους κάθε επιστημονικού κλάδου και έχουν απόλυτη ισχύ. Χωρίς αρχές είναι αδύνατη η επιστήμη. Αν δεν ορίσουμε τι είναι αριθμός, δεν μπορούμε να κάνουμε αριθμητική. Χωρίς τους νόμους του Νεύτωνα, δεν μπορεί να υπάρξει η νευτώνια φυσική. Ξεκινώντας τώρα από τις πρώτες αρχές, μπορούμε να φτάσουμε με τον κατάλληλο τρόπο στις υπόλοιπες προτάσεις της επιστήμης, που είναι πλέον πιο ειδικές και αναφέρονται σε συγκεκριμένες πλευρές της πραγματικότητας.

Η μετάβαση από τις γενικότερες προτάσεις της επιστήμης στις ειδικότερες γίνεται με έναν μηχανισμό που ονομάζεται επιστημονικός ή αποδεικτικός «συλλογισμός». Η εισαγωγή και η ανάλυση των συλλογισμών είναι ίσως η μεγαλύτερη συμβολή του Αριστοτέλη στη φιλοσοφία. Το βασικό χαρακτηριστικό της επιστήμης, αυτό που την διακρίνει από κάθε άλλη μορφή γνώσης, είναι ότι καταλήγει στα συμπεράσματά της με έναν απολύτως ασφαλή τρόπο, το γεγονός ότι χρησιμοποιεί «αποδείξεις». Ο επιστήμονας έρχεται αντιμέτωπος με μια πληθώρα φαινομένων, και έργο του είναι η εξήγηση αυτών των φαινομένων. Για να το επιτύχει θα χρησιμοποιήσει έγκυρους συλλογισμούς, μέσω των οποίων το συγκεκριμένο φαινόμενο συνδέεται με τους γενικά αποδεκτούς νόμους της αντίστοιχης επιστήμης.

Τι είναι όμως ακριβώς ο συλλογισμός;

Συλλογισμός είναι ένα είδος λόγου, όπου, όταν τεθούν ορισμένα πράγματα, κάτι άλλο από αυτά που έχουν τεθεί ακολουθεί κατ᾽ ανάγκην, εξαιτίας αυτών ακριβώς που έχουν τεθεί.

Τοπικά 100a25-27

Ονομάζω απόδειξη τον επιστημονικό συλλογισμό· και επιστημονικό συλλογισμό αυτό τον συλλογισμό δια μέσου του οποίου αποκτούμε έγκυρη γνώση.

Αναλυτικά ύστερα 711b18-19

Υποθέστε ότι κάποιος σάς δείχνει το βιβλίο που διαβάζετε αυτή τη στιγμή λέγοντας: Το βιβλίο αυτό είναι βαρετό. Στην ερώτησή σας γιατί είναι βαρετό, απαντά λέγοντας: Γιατί είναι φιλοσοφικό βιβλίο, και όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά. Εσείς μπορείτε να συμφωνείτε ή να διαφωνείτε με τον ισχυρισμό του, δεν μπορείτε όμως να αμφισβητήσετε ότι ο άνθρωπος αυτός σας μίλησε λογικά, προσπάθησε δηλαδή να υποστηρίξει τη θέση του με έναν σωστό τρόπο. Στην ουσία χρησιμοποίησε έναν αριστοτελικό «συλλογισμό», ένα σύστημα δηλαδή τριών συνδεόμενων προτάσεων.

1η πρόταση: Όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά.

2η πρόταση: Το βιβλίο αυτό είναι φιλοσοφικό βιβλίο.

3η πρόταση: Το βιβλίο αυτό είναι βαρετό.

Στον σωστό συλλογισμό, η 3η πρόταση (το «συμπέρασμα») προκύπτει κατ᾽ ανάγκην από τις δύο πρώτες προτάσεις (τις «προκείμενες» του συλλογισμού). Αν ισχύουν δηλαδή οι προκείμενες, δεν μπορεί παρά να ισχύει και το συμπέρασμα. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζατε την ακριβή σημασία των λέξεων βαρετό και επιστημονικό βιβλίο, στην υποθετική περίπτωση που τα ελληνικά σας ήταν μέτρια, και πάλι θα αναγνωρίζατε ότι αυτός που σας μίλησε σας μίλησε λογικά, αφού το συμπέρασμά του προκύπτει από τις προκείμενες. Τότε βέβαια ο συλλογισμός του θα ήταν κάπως έτσι:

1η πρόταση: Όλα τα Α είναι Β.

2η πρόταση: Το Γ είναι Α.

3η πρόταση: Το Γ είναι Β.

Οι τρεις αυτές προτάσεις, μολονότι περιέχουν σύμβολα που μας θυμίζουν την αφηρημένη γλώσσα των μαθηματικών, αποτελούν έναν έγκυρο συλλογισμό. Στους συλλογισμούς λοιπόν περισσότερη σημασία έχει η κατασκευή των προτάσεων, ο τρόπος σύνδεσής τους, και λιγότερο οι πληροφορίες που μας δίνουν για τα πράγματα (το εμπειρικό τους περιεχόμενο).

Από τις δύο προκείμενες η πρώτη (όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά, ή όλα τα Α είναι Β) είναι πρόταση γενική, θυμίζει τους γενικούς νόμους της επιστήμης για τους οποίους μιλούσαμε. Δώσαμε λοιπόν μια εξήγηση ενός γεγονότος (γιατί το βιβλίο αυτό είναι βαρετό), συνδέοντάς το μέσω ενός συλλογισμού με μια γενική αρχή, που θεωρήσαμε αποδεκτή.

Κάτι παρόμοιο πρέπει να φανταστούμε ότι κάνει και ο επιστήμονας. Αν πέσω από τον πύργο της Πίζας θα φτάσω στο έδαφος σε 5 δευτερόλεπτα, γιατί και στη δική μου περίπτωση ισχύει ο νόμος της ελεύθερης πτώσης του Γαλιλαίου. Αντιστοίχως, ο γεωμέτρης θα αποδείξει ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι δύο ορθές, εξάγοντας το ζητούμενο από πιο γενικά θεωρήματα (από τον ορισμό του τριγώνου, από τα θεωρήματα για την ισότητα των γωνιών).

Ο Αριστοτέλης μάς έκανε να αντιληφθούμε ότι το μεγάλο μυστικό του επιστήμονα είναι ο τρόπος που σκέφτεται (ο τρόπος που συλλογίζεται, ο τρόπος που προβαίνει σε αποδείξεις). Οι γενικές αρχές της αριστοτελικής επιστήμης δεν είναι βέβαια επισφαλείς προτάσεις σαν τον ισχυρισμό ότι όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά. Ο Αριστοτέλης δεν διανοήθηκε ποτέ να αποδεσμεύσει την επιστήμη του από την αλήθεια. Αντιθέτως, απαίτησε οι πρώτες αρχές της επιστήμης να είναι αληθείς, καθολικές και αναγκαίες.

8.6. Η αριστοτελική επαγωγή

Εδώ όμως ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Πώς φτάνει κανείς στη γνώση των πρώτων αρχών; Για να αρχίσει να λειτουργεί το δίκτυο των συλλογισμών και των αποδείξεων, πρέπει προηγουμένως να έχουν τεθεί οι πρώτες αρχές της επιστήμης. Οι επιστημονικοί συλλογισμοί μάς επιτρέπουν να εξηγήσουμε πλευρές της πραγματικότητας με βάση τις αρχές αυτές, δεν μπορούν όμως οι ίδιοι να μας οδηγήσουν στις αρχές. Ο Αριστοτέλης είχε το θάρρος να παραδεχθεί αυτό που, ακόμη και σήμερα, οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες διστάζουν να ομολογήσουν: οι αρχές κάθε επιστήμης, οι γενικότεροι νόμοι της, δεν μπορούν να αποδειχθούν - είναι προτάσεις «πρωταρχικές και αναπόδεικτες» (Αναλυτικά ύστερα 71b27).

Μας χρειάζεται λοιπόν μια άλλη μέθοδος για να φτάσουμε στις πρώτες αρχές, μια μέθοδος αντίστροφη από τον συλλογισμό. Με τον συλλογισμό μεταβαίνουμε από το γενικό στο ειδικό, ενώ τώρα θέλουμε να δούμε πώς κάποιος φτάνει στη σύλληψη του γενικού. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε από τον Αριστοτέλη «επαγωγή». Με την επαγωγή ο επιστήμονας ξεκινά από τα περίπλοκα και ανομοιογενή δεδομένα της εμπειρίας του και καταφέρνει να τα τιθασεύσει, ανακαλύπτοντας πίσω από αυτά γενικούς νόμους και αρχές.

Η επιστημονική λοιπόν γνώση περιλαμβάνει δύο στάδια.

Στο πρώτο στάδιο ο επιστήμονας λειτουργεί ερευνητικά και επαγωγικά. Καταρχήν συλλέγει κάθε είδους παρατηρήσεις και εμπειρικά δεδομένα ανάλογα με τον τομέα που μελετά. Ο Αριστοτέλης μάλιστα θεωρεί ότι η πρωταρχική αυτή διερεύνηση δεν πρέπει να περιοριστεί στα στοιχεία που αποκομίζει κανείς από τις αισθήσεις του. Ιδιαίτερα χρήσιμες και διαφωτιστικές θα αποδειχθούν και οι προϋπάρχουσες κοινές αντιλήψεις για οποιοδήποτε θέμα, η συσσωρευμένη παλαιότερη γνώση, η πείρα του κοινού νου (τα λεγόμενα «ένδοξα»). Αλλά και η ίδια η γλώσσα κρύβει πολύτιμα μυστικά, αφού, όπως είδαμε, συνδέεται άρρηκτα με τη σκέψη και την πραγματικότητα. Αν, για παράδειγμα, κάποιος θέλει να μελετήσει την ανθρώπινη ψυχή, θα πρέπει να παρατηρήσει συστηματικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω του, θα πρέπει όμως να αντλήσει στοιχεία και από τις αντιλήψεις της εποχής του για την ψυχή, όπως και από τον τρόπο που μιλάνε οι άνθρωποι για την ψυχή και τα ψυχικά φαινόμενα.

Ο συστηματικός παρατηρητής δεν είναι όμως ακόμη επιστήμονας. Η επιστήμη και η φιλοσοφία είναι σύλληψη του «καθόλου», και η συλλογή δεδομένων δεν οδηγεί αυτομάτως στις πρώτες αρχές. Απαιτείται ένα διανοητικό άλμα, η μετάβαση από τα πολλά και πολύμορφα στα λίγα και γενικά, όπου δοκιμάζεται η κριτική ικανότητα και η φαντασία του ερευνητή. Το βέβαιο είναι ότι ο επιστήμονας γενικεύει, ότι λειτουργεί επαγωγικά. Όλες όμως οι γενικεύσεις δεν είναι κατ᾽ ανάγκην σωστές. Οι πρώτες αρχές της επιστήμης πρέπει να είναι αληθείς και αναγκαίες, και επιπλέον να μπορούν να εξηγήσουν την ολότητα των φαινομένων του σχετικού κλάδου - να αποτελούν «αίτια» των φαινομένων.

Η επιστημονική γνώση είναι αιτιακή γνώση. «Γνωρίζουμε κάτι,» λέει ο Αριστοτέλης, «μόνο όταν συλλάβουμε το γιατί του» (Φυσικά 194b19). Το αίτιο όμως ενός γεγονότος ή ενός φαινομένου δεν είναι ένα και μοναδικό. Ο Αριστοτέλης μάλιστα υποστηρίζει ότι, αν αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο εξηγούμε τα πράγματα, θα διακρίνουμε τέσσερις μορφές αιτίων: την «ύλη», το «είδος», το ποιητικό αίτιο και το τελικό αίτιο. Αν μελετήσουμε λ.χ. το φαινόμενο της γέννησης ενός ζώου, θα πρέπει να αναφερθούμε στις σάρκες και στα οστά του νεογνού (στην «ύλη» του), αλλά και στο ζωικό «είδος» που αναπαράγεται. Θα πρέπει ακόμη να προσδιορίσουμε ποιος γεννά το νεογνό, ποιοι είναι δηλαδή οι γεννήτορές του (το ποιητικό αίτιο). Τέλος, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος είναι ο σκοπός της συγκεκριμένης γέννησης, και μια πιθανή απάντηση θα ήταν ότι είναι η διατήρηση του είδους (το τελικό αίτιο). Θα φτάσουμε, επομένως, σε μια πλήρη εξήγηση του φαινομένου, όταν καταφέρουμε να προσδιορίσουμε όλους τους παράγοντες που το επηρεάζουν αποφασιστικά.

Στο δεύτερο στάδιο της επιστημονικής διαδικασίας θα κριθεί η αλήθεια και η επάρκεια των πρώτων αρχών και των αιτίων. Ο επιστήμονας θα χρησιμοποιήσει τις πρώτες αρχές για να διατυπώσει συλλογισμούς που θα εξηγούν και θα ταξινομούν τα επιμέρους φαινόμενα που έχει ήδη συγκεντρώσει. Αν οι πρώτες αρχές είναι κατάλληλες, θα αποτελέσουν το θεμέλιο για την οικοδόμηση του συστήματος των προτάσεων της συγκεκριμένης επιστήμης.

8.7. Η διαίρεση των επιστημών

Στην εγκυκλοπαίδεια της γνώσης του Αριστοτέλη κάθε επιστήμη, τέχνη και δεξιότητα έχει τη θέση της. Όλες οι γνώσεις είναι σημαντικές και χρήσιμες, δεν είναι όμως όλες ισότιμες. Ο Αριστοτέλης προτείνει λοιπόν μια τριμερή κατάταξη των γνώσεων: η ανθρώπινη γνώση διακρίνεται σε «ποιητική», «πρακτική» και «θεωρητική».

Στο κατώτερο επίπεδο τοποθετούνται οι «ποιητικές γνώσεις», οι τεχνικές δεξιότητες που αποσκοπούν στην παραγωγή υλικών αντικειμένων και δράσεων. Εδώ εντάσσεται το σύνολο των τεχνών, από τις πιο ταπεινές ως τις πιο πολύπλοκες και αξιοσέβαστες, όπως η ιατρική. Όλες αυτές οι δεξιότητες στηρίζονται στη συσσωρευμένη εμπειρία των ανθρώπων και συνιστούν ένα σύνολο κανόνων, που θα πρέπει κανείς να διδαχθεί και να αφομοιώσει για να τις ασκήσει. Στην κατηγορία της «ποιητικής» γνώσης ο Αριστοτέλης εντάσσει και την καλλιτεχνική δημιουργία, ακολουθώντας την καθιερωμένη πρακτική των αρχαίων Ελλήνων, που με τη λέξη «τέχνη» περιέγραφαν τόσο τις κατασκευαστικές όσο και τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες.

Στη δεύτερη κατηγορία τοποθετούνται οι «πρακτικές γνώσεις», οι γνώσεις που έχουν αντικείμενο την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Αριστοτέλης έχει στον νου του κυρίως την ηθική και πολιτική θεωρία, τη μελέτη δηλαδή της ανθρώπινης «πράξης» είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο - γι᾽ αυτό οι γνώσεις αυτές ονομάζονται «πρακτικές». Αν δει κανείς την «πρακτική» γνώση με γνώμονα την ανθρώπινη συμβίωση και ευδαιμονία, η γνώση αυτή είναι η πιο σημαντική (ο Αριστοτέλης ονομάζει την πολιτική επιστήμη «κυριωτάτη και αρχιτεκτονική», Ηθικά Νικομάχεια 1094a26-27). Αν ωστόσο κριτήριο της έγκυρης γνώσης είναι η αλήθεια, η άμεση σχέση των πρακτικών επιστημών με τη σύνθετη και ευμετάβλητη ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί παρά να επιδρά αρνητικά στην ακρίβεια και στη βεβαιότητα των συμπερασμάτων τους.

Στο ανώτερο τέλος επίπεδο τοποθετούνται οι τρεις «θεωρητικές γνώσεις»: τα μαθηματικά, η φυσική και η «πρώτη φιλοσοφία» (Μετά τα φυσικά 1025b24). Το διακριτικό γνώρισμα της θεωρητικής γνώσης είναι η αυτονομία της, η ανεξαρτησία της από κάθε εφαρμογή ή πρακτική χρησιμότητα. Η αναζήτηση της αλήθειας, η κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι το μοναδικό κίνητρο του θεωρητικού επιστήμονα. Για τον Αριστοτέλη η αναζήτηση της άδολης και καθαρής γνώσης χαρακτηρίζει την ίδια τη φύση του ανθρώπου.

Όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιζητούν τη γνώση.

Μετά τα φυσικά 980a1

Οι άνθρωποι άρχισαν να φιλοσοφούν από θαυμασμό. Στην αρχή τον θαυμασμό τους προκάλεσαν τα πρόδηλα περίεργα φαινόμενα, και σιγά σιγά, προχωρώντας με αυτό τον τρόπο, άρχισαν να προβληματίζονται και για τα πιο σημαντικά. Αυτός όμως που απορεί και θαυμάζει, αντιλαμβάνεται ότι αγνοεί. […] Αν λοιπόν οι άνθρωποι φιλοσόφησαν για να αποφύγουν την άγνοιά τους, είναι φανερό ότι επιζήτησαν την επιστήμη χάριν της γνώσης και όχι εξαιτίας της οποιασδήποτε χρησιμότητας.

Μετά τα φυσικά 982b11-21

Από τις θεωρητικές επιστήμες, τα μαθηματικά μάς προσφέρουν χωρίς αμφιβολία την ακριβέστερη γνώση. Η αυστηρή μέθοδος των μαθηματικών λειτουργεί ως υπόδειγμα για κάθε επιστήμη και έχει επηρεάσει την αριστοτελική ανάλυση του αποδεικτικού συλλογισμού. Ο Αριστοτέλης ωστόσο δεν συμμερίζεται τον ανεπιφύλακτο ενθουσιασμό του Πλάτωνα και της Ακαδημίας για τα μαθηματικά και δείχνει να ενοχλείται από την τάση των φιλοσόφων της εποχής του να μετατρέψουν τη φιλοσοφία σε μαθηματικά (Μετά τα φυσικά 992b32-33). Ο ίδιος πιστεύει ότι τα μαθηματικά είναι απλές αφαιρέσεις, κατασκευές του ανθρώπινου μυαλού, αφού, όπως δεν υπάρχουν πλατωνικές Ιδέες, δεν υπάρχουν και αυτόνομες μαθηματικές οντότητες. Επομένως, τα μαθηματικά δεν μας μαθαίνουν κάτι για την πραγματική δομή του κόσμου.

Τον ρόλο αυτό στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη τον επωμίζεται η φυσική. Αυτή είναι η βασική επιστήμη, γιατί αυτή μελετά την αντικειμενική πραγματικότητα, το σύνολο δηλαδή των μεταβαλλόμενων, αισθητών, ατομικών ουσιών. Οι διάφοροι κλάδοι της αριστοτελικής φυσικής (από την κοσμολογία ως τη βιολογία και την ανθρώπινη φυσιολογία) βάζουν τάξη στους αντίστοιχους τομείς του επιστητού, προσφέροντας αιτιακές εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων.

Και η φυσική επιστήμη όμως δεν είναι απολύτως αυτόνομη. Τις βασικές έννοιες και κατηγορίες με τις οποίες προσεγγίζει την πραγματικότητα (έννοιες όπως «αίτιο», «ουσία», «ύλη», «είδος», «τέλος», «ενέργεια», «δύναμη»), τις βρίσκει κατά κάποιον τρόπο έτοιμες. Ο προσδιορισμός αυτών των εννοιών είναι έργο της αριστοτελικής μεταφυσικής ή «πρώτης φιλοσοφίας». Η πρώτη φιλοσοφία δεν μελετά κάποια συγκεκριμένη πλευρά της πραγματικότητας, αλλά την ολότητα της ύπαρξης και όσα συνδέονται ουσιαστικά με αυτήν - «το ον ως ον», όπως το διατυπώνει ο Αριστοτέλης (Μετά τα φυσικά 1003a21-22). Η πρώτη φιλοσοφία «είναι η θεωρητική γνώση των πρώτων αρχών και αιτίων» της πραγματικότητας (Μετά τα φυσικά 982b9-10).

8.8. Ο φυσικός κόσμος

Η φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανθεκτική στον χρόνο. Καθόρισε τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι έβλεπαν τη φύση για 20 ολόκληρους αιώνες. Η μεγάλη επιτυχία της οφείλεται στη συνοχή της, στο ότι κατάφερνε να εξηγεί με έναν ικανοποιητικό τρόπο όλα τα γνωστά φυσικά φαινόμενα, οφείλεται όμως ως έναν βαθμό και στο γεγονός ότι βρισκόταν πολύ κοντά στον κοινό νου. Ο Αριστοτέλης έχει τη σπάνια ικανότητα να αξιοποιεί τις αντιλήψεις των κοινών ανθρώπων, ενσωματώνοντάς τες σε συνεκτικά θεωρητικά πλαίσια.

Η κίνηση είναι η θεμελιώδης έννοια της αριστοτελικής φυσικής. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την κίνηση με μια διευρυμένη έννοια, που συμπεριλαμβάνει τη γέννηση και τη φθορά, την αύξηση και τη μείωση, την ποιοτική αλλαγή - στην ουσία η κίνηση ταυτίζεται με τη μεταβολή. Η κίνηση λοιπόν, με αυτή την έννοια, είναι το συστατικό γνώρισμα του φυσικού κόσμου, υπήρχε πάντοτε και θα υπάρχει πάντοτε, η ύπαρξή της μάλιστα είναι τόσο προφανής που δεν χρειάζεται απόδειξη. Η ίδια η φύση ορίζεται ως η αιτία της κίνησης, ενώ τα φυσικά όντα είναι εκείνα τα όντα που έχουν τη δυνατότητα να κινούνται και να μεταβάλλονται (Φυσικά 193b8-23).

Παρά την κυριαρχία της συνεχούς μεταβολής στη φύση, ο αριστοτελικός κόσμος ως σύνολο είναι αγέννητος και αιώνιος. Αιώνια είναι και τα φυσικά είδη που τον απαρτίζουν: τα είδη των ζώων και των φυτών, που όλοι γνωρίζουμε, οι σταθεροί συνδυασμοί της ανόργανης ύλης. Η σταθερότητα των φυσικών ειδών δεν αποκλείει τη διαρκή αλλαγή στο εσωτερικό του κάθε είδους. Υπάρχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, κανένας άνθρωπος δεν είναι απολύτως όμοιος με κάποιον άλλο, όλοι έχουν γεννηθεί και κάποτε θα πεθάνουν, όλοι αλλάζουν διαρκώς σωματικά, ψυχικά και πνευματικά, και παρ᾽ όλα αυτά όλοι ανήκουν στο σταθερό είδος του ανθρώπου. Το κλειδί για την εξήγηση της σταθερότητας μέσα στην αλλαγή είναι το φαινόμενο της αναπαραγωγής: «άνθρωπος άνθρωπο γεννά» επαναλαμβάνει διαρκώς ο Αριστοτέλης. Και εννοεί ότι η φύση έχει προικίσει κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο με μια ενιαία μορφή (το «είδος» του, αυτό που καθορίζει τι είναι άνθρωπος), την οποία προσπαθεί να πραγματώσει και να διαιωνίσει. Το έμβρυο έχει τις φυσικές προδιαγραφές για να γίνει ένας ώριμος άνθρωπος, και για να αναπαραχθεί. Το έμβρυο, στη γλώσσα του Αριστοτέλη, είναι «δυνάμει» άνθρωπος.

Η φύση επομένως λειτουργεί «τελεολογικά». Κάθε φυσικό ον τείνει να πραγματώσει τον προδιαγεγραμμένο σκοπό του, το «τέλος» του. Τελεολογική είναι η ανάπτυξη των ζωντανών οργανισμών προς την πραγμάτωση της μορφής τους. Τελεολογική είναι, κατά μία έννοια, και η φυσική και ανεμπόδιστη κίνηση των ανόργανων σωμάτων. Τα βαριά σώματα, όσα αποτελούνται από γη και νερό, τείνουν να καταλάβουν τη φυσική τους θέση στο κέντρο του σύμπαντος και, επομένως, αν αφεθούν ελεύθερα, κινούνται κατακόρυφα προς τα κάτω. Υπάρχουν όμως και τα ελαφρά σώματα, αυτά που αποτελούνται από αέρα και φωτιά· τα σώματα αυτά, αν αφεθούν ελεύθερα, ανεβαίνουν προς τα επάνω, γιατί τείνουν και αυτά προς τη φυσική τους θέση που βρίσκεται στον ουράνιο θόλο. Οι περισσότερες πάντως κινήσεις των σωμάτων δεν είναι φυσικές και ελεύθερες, αλλά «βίαιες»: ένα κινούμενο σώμα επιδρά επάνω σε ένα άλλο σώμα, και του μεταδίδει την κίνησή του.

Το σύμπαν του Αριστοτέλη είναι σφαιρικό και κλειστό. Στο κέντρο του βρίσκεται η ακίνητη Γη, γύρω από την οποία περιστρέφονται οι πλανήτες και οι απλανείς αστέρες, στερεωμένοι σε ομόκεντρες σφαίρες. Η σφαίρα της Σελήνης, του εγγύτερου πλανήτη, αποτελεί και το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στο επίγειο και στο ουράνιο βασίλειο. Ο αριστοτελικός φυσικός κόσμος είναι διαιρεμένος στα δύο. Ο επίγειος χώρος είναι ο χώρος της γέννησης και της φθοράς, των υλικών όντων που κινούνται με όλες τις δυνατές κινήσεις και υφίστανται κάθε είδους μεταβολή. Στον ουρανό αντιθέτως επικρατεί τάξη και κανονικότητα. Η μοναδική μεταβολή που παρατηρείται στον χώρο αυτό είναι η κυκλική και ομαλή κίνηση των σφαιρών. Το δομικό υλικό των ουρανίων σωμάτων είναι άφθαρτο, διαφορετικό από τα τέσσερα επίγεια στοιχεία (ο Αριστοτέλης το ονομάζει «πρώτο σώμα» ή «πέμπτη ουσία»), και επιτρέπει μόνο την κυκλική κίνηση.

Υπάρχει άραγε ρόλος για τον θεό στο αριστοτελικό σύμπαν; Για τους ανθρωπομορφικούς θεούς του ελληνικής μυθολογίας σίγουρα δεν υπάρχει. Ούτε όμως και για τον παντοδύναμο θεό-δημιουργό της χριστιανικής θρησκείας. Η φύση, για τον Αριστοτέλη, έχει τη δυνατότητα να αυτορυθμίζεται. Και όμως υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις στις οποίες η αριστοτελική μεταφυσική ονομάζεται και «θεολογία». Ο Αριστοτέλης δέχεται την ύπαρξη μιας οντότητας, πλήρως απαλλαγμένης από κίνηση και ύλη, την οποία ονομάζει άλλοτε «θεό» και άλλοτε «κινούν ακίνητο». Οι λόγοι που επικαλείται για την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας τέτοιας οντότητας είναι καθαρά λογικοί. Στη φύση παρατηρούμε μια συνεχή μετάδοση κινήσεων από σώμα σε σώμα (από σώματα που κινούν σε σώματα που κινούνται), μια συνεχή πραγμάτωση δυνατοτήτων. Πώς θεμελιώνεται λογικά αυτή η αλυσίδα των κινήσεων; Δεν θα πρέπει να υπάρχει μια αρχή, μια αιτία της κίνησης; Μπορούμε λοιπόν να συλλάβουμε τη δυνατότητα ύπαρξης μιας οντότητας που θα προκαλεί κίνηση χωρίς η ίδια να κινείται, μιας οντότητας που θα βρίσκεται έξω από τον κύκλο των μεταβολών. Αυτό είναι το αριστοτελικό «κινούν ακίνητο». Δεν δημιουργεί το σύμπαν ούτε επεμβαίνει με κανέναν τρόπο σε αυτό. Εγγυάται απλώς την αλυσίδα των μεταβολών του. Αν ο θεός του Αριστοτέλη αποφάσιζε να αποχωρήσει από τον κόσμο, δεν θα άφηνε πίσω του έναν κενό πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα ακυρωνόταν απλώς μια λογική δυνατότητα.

8.9. Η πρακτική φιλοσοφία

Οι διαφορές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη φαίνονται καθαρότερα από παντού στο πεδίο της πολιτικής και της ηθικής θεωρίας. Η τοποθέτηση του Αριστοτέλη διέπεται γενικά από μετριοπάθεια και ρεαλισμό. Στην ιδανική πλατωνική πολιτεία ο Αριστοτέλης αντιπαραθέτει ένα πολιτικό σύστημα που συνδυάζει κάποιες βασικές αρχές της δημοκρατίας με την αριστοκρατική αξιοκρατία. Και στις απόλυτες ηθικές αξίες του Πλάτωνα, ένα σύστημα αρετών με βασικό γνώρισμα την αποφυγή των ακραίων στάσεων.

Η πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα της ελληνικής πόλης-κράτους και απευθύνεται σε έναν μόνο τύπο ανθρώπου: στον μέσο ελεύθερο πολίτη. Το σύστημα αξιών που επεξεργάζεται ο Αριστοτέλης δεν εφαρμόζεται ούτε στον δούλο ούτε στον αλλοεθνή, ούτε στη γυναίκα. Η αρετή του πολίτη επηρεάζεται καταρχήν από τη βούλησή του να συμμετέχει στα κοινά. Δεν υπάρχει δικαίωση του ανθρώπου έξω από την κοινωνική και πολιτική ζωή - γι᾽ αυτό άλλωστε ο άνθρωπος ορίζεται ως «ζώο πολιτικό» (Πολιτικά 1253a9-11). Η μετάβαση από τις πρωτόγονες μορφές ζωής στην κοινωνική συμβίωση, η ανάπτυξη των πόλεων και της πολιτικής ζωής, αποτελεί φυσική διαδικασία για τον Αριστοτέλη, διέπεται από αναγκαιότητα ανάλογη με αυτή που καθορίζει τη βιολογική ανάπτυξη των ειδών. Ο ελεύθερος λοιπόν πολίτης θα επιζητήσει την ευδαιμονία μέσα στους θεσμούς της πόλης, θα επιδιώξει το «αγαθό». Το αριστοτελικό αγαθό δεν έχει καμία σχέση με το απόλυτο Αγαθό του Πλάτωνα. Χαρακτηρίζει τη μετρημένη και έλλογη ζωή, που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να ασκήσει σωστά τα κοινωνικά και πολιτικά του καθήκοντα και του διασφαλίζει εκτίμηση, φιλία και αναγνώριση από τους ομοίους του.

Η ύψιστη αρετή του πολίτη είναι η «φρόνηση». Η φρόνηση είναι «διανοητική» αρετή, συνίσταται στην ικανότητα του ατόμου να διαχωρίζει με ορθή κρίση τη σωστή από τη λανθασμένη πράξη, το καλό από το κακό. Δεν ταυτίζεται με την έγκυρη γνώση (την επιστήμη), γιατί έχει άμεση σχέση με την ανθρώπινη πρακτική, και επομένως εμπεριέχει κάτι το μερικό και περιπτωσιακό. Είναι η εύστοχη εκτίμηση των περιστάσεων. Η αριστοτελική φρόνηση θυμίζει το δελφικό «μηδέν άγαν» ή τη σωκρατική τέχνη του βίου: κατευθύνει την ανθρώπινη συμπεριφορά συλλαμβάνοντας σε κάθε περίσταση το σωστό μέτρο, προσφέρει ένα κριτήριο σωστού προσανατολισμού στη ζωή.

Οι υπόλοιπες αρετές έχουν ηθικό χαρακτήρα. Ορίζονται πάντοτε ως «μεσότητες» ανάμεσα σε δύο άκρα: στην «υπερβολή» και στην «έλλειψη». Η ανδρεία βρίσκεται στο μέσο ανάμεσα σε μια υπερβολή, που είναι το θράσος, και σε μια έλλειψη, που είναι η δειλία. Ο ενάρετος πολίτης αποκτά, με την προσωπική του άσκηση στον αυτοέλεγχο και με την καθοριστική συμβολή της παιδείας, μια «έξη», δηλαδή μια στάση ζωής που του επιτρέπει να υποτάσσει τις ακραίες επιθυμίες και τα πάθη του. Επιλέγει την ηθική στάση ζωής, με κριτήριο, λέει ο Αριστοτέλης, την κοινή λογική και «αυτό που επιτάσσει ο φρόνιμος άνθρωπος» (Ηθικά Νικομάχεια 1107a1-2). Ο Αριστοτέλης λοιπόν δεν φαίνεται να πιστεύει στην αναγκαιότητα καθορισμού αντικειμενικών και απόλυτων ηθικών κανόνων. Η ηθική του είναι μάλλον επικεντρωμένη στην ανάδειξη ενός ιδεώδους τύπου ανθρώπου, του φρονίμου, που αποτελεί ο ίδιος το υπόδειγμα και το μέτρο της ηθικής συμπεριφοράς.

Η έρευνά μας δεν στοχεύει, όπως οι άλλες έρευνες, στην καθαρή θεωρία. Επιχειρούμε τη διερεύνησή μας όχι για να γνωρίσουμε τι είναι η αρετή, αλλά για να γίνουμε οι ίδιοι αγαθοί.

Ηθικά Νικομάχεια 1103b26-28