ΑΡΧΑΊΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΌΣΟΦΟΙ 01-04

*****************

Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε από τον braintumorguy, στην Αθήνα, ΕΛΛΑΔΑ.

(1) (2) (3) (5)

(1) 15-08-2015 εγώ με τον Βασιληά Λεωνίδα της Σπάρτης, μπροστά στο Μουσείο της Ακρόπολης.

(2) 22-11-2015 μπροστά στην Ακρόπολη.

(3) 26-11-2015 στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά στο κτίριο της Βουλής.- ανάμεσα στο Συντριβάνι και το Δένδρο των Χριστουγέννων.

(4) 01-05-2016 me and my Masters, the Great Ancient Greek Philosophers Plato, and Aristotle.

(5) 30-05-2016 Beautiful Greece & the Greek Islands from Space on a beautiful clear day.Thank you NASA.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με εμένα, παρακαλώ επισκεφθείτε την κύρια ιστοσελίδα μου

==========

01-09-2016 η ιστοσελίδα είναι υπό κατασκευή

==========

14-04-2016 : ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΑΡΑΚΑΛΩ : ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΥΠΟ-ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ ...

ΑΡΧΑΊΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΌΣΟΦΟΙ 01-04, 05-08, Κ.Ο.Κ. ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΩ ...

παρακαλώ επισκεφτείτε την επόμενη ιστοσελίδα ...

( παρακαλώ χρησιμοποιώντας το δεξιό κλικ του mouse, ανοίξτε τον επόμενο σύνδεσμο

( ιστοσελίδα ) σε ξεχωριστό παράθυρο προς τα δεξιά, )

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/filosofia/page_002.html?prev=true

****************

****************

****************

Ι. ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

1. Σοφία και φιλοσοφία: Θαλής ο Μιλήσιος

1.1. Η «σοφία» και η «φιλοσοφία»

Η λέξη φιλοσοφία, που σημαίνει «αγάπη για τη σοφία, επιδίωξη της σοφίας», εμφανίζεται αρκετά αργά στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Απαντά σποραδικά κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. και μόνο την εποχή του Πλάτωνα, στις αρχές του 4ου αιώνα, γίνεται προσπάθεια να καθοριστεί η ακριβής σημασία και το εύρος της εφαρμογής της. Η γενική ωστόσο πεποίθηση, τόσο των αρχαίων όσο και η δική μας, είναι ότι η φιλοσοφία έχει γεννηθεί πολύ νωρίτερα, από τις αρχές ακόμη του 6ου αιώνα. Ο Αριστοτέλης θα αποδώσει τον τίτλο των πρώτων φιλοσόφων σε τρεις στοχαστές από τη Μίλητο, στον Θαλή, στον Αναξίμανδρο και στον Αναξιμένη, και έκτοτε θα τον ακολουθήσουν όλοι οι ιστορικοί της φιλοσοφίας. Στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, αρχικά στις ιωνικές αποικίες και αργότερα στις ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας, θα συντελεστεί η μετάβαση «από τον μύθο στον λόγο», η αντικατάσταση δηλαδή του μυθολογικού τρόπου σκέψης που χαρακτηρίζει την αρχαϊκή ποίηση από τον ορθό λόγο της φιλοσοφίας και της επιστήμης.

Από τον Θεόφραστο, τον μαθητή του Αριστοτέλη, ξεκινά και η διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο πεποίθηση ότι οι τρεις μιλήσιοι φιλόσοφοι συνδέονται ο ένας με τον άλλο με σχέση μαθητείας. Ο Αναξίμανδρος υπήρξε μαθητής του Θαλή και ο Αναξιμένης μαθητής του Αναξίμανδρου.

Αρκετά νωρίς λοιπόν διαμορφώνεται η εικόνα της φιλοσοφίας που θα κυριαρχήσει σε όλη την αρχαία σκέψη: η φιλοσοφία γεννιέται στην Ιωνία του 6ου αιώνα, όταν ένας νέος ορθολογικός τρόπος εξήγησης της φυσικής πραγματικότητας υιοθετείται από μια ομάδα στοχαστών, όταν δημιουργείται μια πρώτη σχολή φιλοσόφων. Η φιλοσοφία είναι στενά συνδεδεμένη με τη διδασκαλία, αναπτύσσεται μέσα από την κοινή αναζήτηση δασκάλου και μαθητή.

Ιδιαίτερος φαίνεται να είναι ο ρόλος του Θαλή του Μιλήσιου σε αυτή τη θεωρητική επανάσταση. Είναι αυτός που, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, «ίδρυσε αυτή τη φιλοσοφία», όταν θεώρησε ότι πίσω από τα συνεχώς μεταβαλλόμενα φαινόμενα υπάρχει μια «αρχή» (μία φύσις, μία οὐσία) «από την οποία συνίστανται όλα τα πράγματα, από την οποία καταρχάς προήλθαν και στην οποία τελικά με τη φθορά τους θα καταλήξουν» (Μετά τα φυσικά Α 983b6-27). Κατά τον Θαλή, η σταθερή, αιώνια και αναλλοίωτη αυτή ουσία είναι το νερό. Αν η μαρτυρία του Αριστοτέλη είναι σωστή, τότε ο Θαλής δικαίως θεωρείται ο πρώτος φιλόσοφος. Η φιλοσοφία γεννιέται όταν στο μυαλό των ανθρώπων δημιουργείται η πεποίθηση ότι πίσω από το φαινομενικό χάος των γεγονότων υπάρχει μια κρυφή τάξη, μια τάξη που προέρχεται από απρόσωπες δυνάμεις. Το νερό του Θαλή είναι μια τέτοια απρόσωπη δύναμη: είναι η πρώτη φιλοσοφική έννοια.

Δυστυχώς τη σκέψη του Θαλή, όπως και όλων των πρώτων φιλοσόφων, τη γνωρίζουμε μόνο από δεύτερο χέρι. Κείμενα του ίδιου του Θαλή δεν έφτασαν ως τα χέρια μας - άλλωστε είναι εντελώς απίθανο να έγραψε οτιδήποτε ο Θαλής, αφού στην εποχή του ελάχιστοι Έλληνες μπορούσαν να διαβάσουν. Έτσι είμαστε αναγκασμένοι να ανασυνθέτουμε τη σκέψη του από πολύ μεταγενέστερες, και όχι πάντοτε αξιόπιστες, πηγές.

Ο Πλάτων, για παράδειγμα, μας μεταφέρει ένα ανέκδοτο όπου ο Θαλής εμφανίζεται ως ο τυπικός αφηρημένος φιλόσοφος: «Λένε ότι κάποτε ο Θαλής κατάφερε να πέσει σε ένα πηγάδι, καθώς προχωρούσε παρατηρώντας τα άστρα και κοιτάζοντας προς τα πάνω· τότε μια ομορφούλα και ξύπνια θρακιώτισα υπηρέτρια τον πείραξε λέγοντάς του ότι επιθυμεί να μάθει τι συμβαίνει στον ουρανό και αγνοεί το τι γίνεται πίσω του και πλάι στα πόδια του» (Θεαίτητος 174a). Σε μια ιστορία πάλι του Αριστοτέλη ο Θαλής προβλέπει από τα άστρα μεγάλη σοδειά ελιάς και καπαρώνει εγκαίρως όλα τα ελαιοτριβεία της Μιλήτου και της Χίου, θέλοντας να αποδείξει σε όσους τον περιφρονούσαν για τη φτώχεια του ότι οι φιλόσοφοι θα μπορούσαν εύκολα να πλουτίσουν αν το ήθελαν, δεν ήταν όμως αυτός ο σκοπός τους (Πολιτικά 1259a9).

Παράλληλα με την εικόνα του πρώτου φιλοσόφου, πλήθος μαρτυριών μάς ζωντανεύουν έναν διαφορετικό Θαλή, προσγειωμένο, πρακτικό και εφευρετικό. Για τους Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. ο Θαλής είναι σύμβολο επινοητικότητας και πολυπραγμοσύνης, είναι ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Δεν μας είναι απολύτως σαφές τι κοινό είχαν οι επτά αυτές προσωπικότητες. Οι περισσότεροι είχαν πολιτική δράση, κάποιοι ήταν νομοθέτες, κάποιοι άλλοι υπήρξαν και ποιητές. Το σίγουρο πάντως είναι ότι από τους επτά μόνο ο Θαλής διεκδικεί τον τίτλο του φιλοσόφου. Ο σοφός προηγείται του φιλοσόφου, όπως η σοφία είναι προγενέστερη της φιλοσοφίας. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει «σοφία» την εμπνευσμένη από την Αθηνά τέχνη του ναυπηγού (Ιλιάδα Ο 411) και ο Σόλων την εμπνευσμένη από τις Μούσες ποιητική τέχνη (Ελεγ. 1.52). Στη συνάντηση του Κροίσου με τον Σόλωνα, που μας περιγράφει ο Ηρόδοτος, ο Κροίσος αναρωτιέται ποια είναι η πηγή της σοφίας του Σόλωνα και σπεύδει να τη συνδέσει αμέσως με τα πολλά ταξίδια του και την επιθυμία να δει καινούργια πράγματα (Ιστορίαι 1.30). Η «σοφία» λοιπόν της αρχαϊκής εποχής, η οποία είναι ταυτοχρόνως εμπνευσμένη από τους θεούς πρακτική δεξιότητα, χειρισμός του ποιητικού λόγου και επιτόπια έρευνα (ιστορία), κάποια στιγμή θα οδηγήσει στη «φιλοσοφία». Ο Θαλής φαίνεται να συμβολίζει ακριβώς αυτή τη μετάβαση. Αξίζει λοιπόν να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν πρέπει να κατατάξουμε τον Θαλή στους σοφούς ή στους φιλοσόφους.

1.2. Η Ελλάδα και η Ανατολή

Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία γέννησης του Θαλή. Το όνομά του συνδέθηκε πάντως με την έκλειψη ηλίου του 585 π.Χ., την οποία λέγεται ότι προέβλεψε, άρα θα πρέπει να γεννήθηκε τα τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα. Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι 1.170) ισχυρίζεται ότι η καταγωγή των γονιών του ήταν από τη Φοινίκη· άλλωστε και ο πατέρας του, ο Εξάμυος, έχει ξενικό όνομα. Αν και η γνώμη του Ηροδότου αμφισβητείται, το σίγουρο είναι ότι ο Θαλής είχε πολλές επαφές με τους γειτονικούς ανατολικούς λαούς. Συμβούλεψε τον Κροίσο πώς να περάσει τον στρατό του από έναν αδιάβατο ποταμό, μετέφερε αστρονομικές γνώσεις των Βαβυλωνίων στην Ελλάδα, έστρεψε την προσοχή των ναυτικών στον αστερισμό της Μικρής Άρκτου, που χρησιμοποιούσαν οι Φοίνικες για τον προσδιορισμό του βορρά, ενώ επισκέφθηκε πολλές φορές την Αίγυπτο. Από τους αιγύπτιους ιερείς λένε ότι διδάχθηκε τη γεωμετρία, ενώ διετύπωσε μια εξήγηση για τις πλημμύρες του Νείλου με βάση τους βόρειους ανέμους που πνέουν στις εκβολές του και κατάφερε να μετρήσει το ύψος των πυραμίδων από την ισομήκη σκιά τους.

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μεγάλη εκτίμηση για τη σοφία των ανατολικών λαών, και ιδίως των Αιγυπτίων. Στην Αίγυπτο τοποθετούσαν την ανακάλυψη της γραφής και της γεωμετρίας, στη Βαβυλωνία την ανακάλυψη της αστρονομίας. Έχοντας συνείδηση της αρχαιότητας των ανατολικών πολιτισμών, οι Έλληνες δεν δίσταζαν να αποδίδουν ακόμη και δικές τους θεωρίες στους Αιγυπτίους, θεωρώντας ότι έτσι οι γνώσεις αυτές αποκτούν κύρος. Ταξίδια λοιπόν στην Αίγυπτο, ταξίδια έρευνας και μαθητείας, υποτίθεται ότι έκανε κάθε έλληνας σοφός που έφερνε κάτι νέο: ο Σόλων, ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, αργότερα ο Πλάτων και ο Εύδοξος. Τις πληροφορίες αυτές πρέπει γενικά να τις αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη. Δεν έχει τόση σημασία αν ένας έλληνας φιλόσοφος επισκέφθηκε κάποτε την Αίγυπτο, όσο το να εκτιμήσει κανείς τι θα μπορούσε να έχει διδαχτεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος από τους Αιγυπτίους, με άλλα λόγια, αν οι θεωρίες του έχουν κοινότητα με ανατολικές δοξασίες, αν έχουν ενσωματώσει στοιχεία γνωστά από άλλους πολιτισμούς, αν μπορούμε να μιλήσουμε για ανατολική καταγωγή της σκέψης του.

Ειδικά για τον Θαλή, δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε τα ταξίδια του στην Αίγυπτο· και γιατί οι σχετικές μαρτυρίες είναι πολλές και λεπτομερείς, και, κυρίως, γιατί οι σχέσεις της Μιλήτου με την Αίγυπτο είναι δεδομένες. Η Μίλητος μετρά ήδη πεντακόσια χρόνια ζωής την εποχή που ζει ο Θαλής, και θα πρέπει να είναι η πιο πλούσια, η πιο κοσμοπολίτικη και η πιο ενδιαφέρουσα ελληνική πόλη του 6ου αιώνα. Ιωνική αποικία, εξελίσσεται στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της αρχαϊκής Ελλάδας και δημιουργεί με τη σειρά της τις δικές της αποικίες στα παράλια της Μεσογείου, μία από τις οποίες είναι και η Ναύκρατις στο Δέλτα του Νείλου. Επομένως, οι εμπορικές σχέσεις της Μιλήτου με την Αίγυπτο ήταν ανεπτυγμένες, πράγμα που σημαίνει ότι ένας επιφανής Μιλήσιος, όπως ο Θαλής, θα είχε πολλές ευκαιρίες να επισκεφθεί την Αίγυπτο. Για τις επαφές ωστόσο του Θαλή στην Αίγυπτο και τη δραστηριότητά του εκεί μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.

Η αλήθεια είναι ότι στις αρχές του 6ου αιώνα ένας Έλληνας είχε πολλά να διδαχτεί από τους γείτονές του. Η γραφή είχε ανακαλυφθεί από την 4η χιλιετία π.Χ. στα μεγάλα ανατολικά βασίλεια. Πάπυροι με ιατρικό περιεχόμενο χρονολογούνται από το 2300 π.Χ. στην Αίγυπτο. Η συστηματική παρατήρηση και καταγραφή των αστρονομικών φαινομένων αρχίζει στη Μεσοποταμία από το 1600 π.Χ., ενώ την ίδια εποχή καθιερώνονται τα πρώτα ακριβή ημερολόγια και επινοούνται πολύπλοκες λογιστικές μέθοδοι για τη φορολόγηση των πολιτών. Την εποχή που ο Θαλής επισκέπτεται την Αίγυπτο, η ιατρική, η αστρονομία και τα μαθηματικά έχουν ιστορία τουλάχιστον χίλιων χρόνων. Σε πρώτη ματιά η σύγκριση με τη νεανική αρχαϊκή Ελλάδα είναι συντριπτική και δικαιολογεί το δέος που αισθάνονται οι Έλληνες για την πανάρχαια Ανατολή. Αν οι πολιτισμοί αποτιμώνται με βάση το απόθεμα των εμπειρικών γνώσεων που έχουν ενσωματώσει, τότε οι αρχαίοι Έλληνες ήταν κυριολεκτικά στα σπάργανα σε σχέση με τους σύγχρονούς τους Αιγύπτιους και Βαβυλώνιους. Τα δικά τους συγκριτικά πλεονεκτήματα εντοπίζονται αλλού. Οι Έλληνες διέθεταν ήδη τη νέα τους αλφαβητική γραφή, μια γραφή ορθολογική και εύκολη στην εκμάθηση, που μπορούσε να γίνει κτήμα όλου του κόσμου. Και είχαν οργανώσει τις κοινότητές τους με βάση την πόλη-κράτος, μια πολιτική δομή ασταθή και ευάλωτη σε σχέση με τις ανατολικές αυτοκρατορίες, η οποία όμως από τη φύση της οδηγούσε όλο και περισσότερους ανθρώπους στη συμμετοχή στα κοινά. Το πόσο σημαντικοί και γόνιμοι ήταν αυτοί οι παράγοντες για όλες τις πλευρές της πνευματικής και της κοινωνικής ζωής της αρχαίας Ελλάδας έμελλε να αποκαλυφθεί κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Τότε θα διαμορφωνόταν βαθμιαία και η αίσθηση της υπεροχής των Ελλήνων σε σχέση με τους άλλους λαούς, που αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό του ξένου ως «βαρβάρου». Στην εποχή ωστόσο του Θαλή βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή αυτής της πορείας. Είχε βέβαια προηγηθεί η εντυπωσιακή εμπορική και αποικιακή ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων και είχε διαμορφωθεί η κοινή ελληνική συνείδηση μέσα από τα ομηρικά και ησιόδεια έπη, τα στοιχεία όμως αυτά δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την αρχαιότητα, τη συνέχεια και τη συσσώρευση γνώσεων των ανατολικών πολιτισμών. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν γιατί τα ταξίδια και η γνωριμία με ξένους τόπους και ανθρώπους ήταν απαραίτητο γνώρισμα της δραστηριότητας ενός έλληνα «σοφού».

Ο Θαλής θα πρέπει να ταξίδεψε αρκετά ακολουθώντας την τάση της εποχής του και σίγουρα θα κέρδισε πολλές εμπειρίες και γνώσεις από τα ταξίδια του. Η προσοχή του λογικά στράφηκε στη γεωμετρία και την αστρονομία, στους τομείς δηλαδή εκείνους όπου οι συμπατριώτες του ήταν ακόμη πολύ πίσω. Ο θαυμασμός προς το πρόσωπό του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του να εφαρμόζει τις μαθηματικές του γνώσεις στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων - αυτό δείχνει και η παροιμιακή έκφραση «σωστός Θαλής» που οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν έναν εφευρετικό άνθρωπο (Αριστοφάνης, Όρνιθες 1009). Η μέτρηση του ύψους των πυραμίδων, ο υπολογισμός της ενδιάμεσης απόστασης των πλοίων στη θάλασσα, η παρατήρηση των αστερισμών και ο ακριβής προσδιορισμός του βορρά για τη ναυσιπλοΐα, ο υπολογισμός των εποχών με βάση την πορεία του Ήλιου, είναι μερικές από τις διαπιστωμένες δραστηριότητες του Θαλή. Το γεγονός ωστόσο που φαίνεται να εντυπωσίασε περισσότερο τους συγχρόνους του ήταν η πρόβλεψη της ηλιακής έκλειψης του 585 π.Χ. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου, στη διάρκεια μιας μάχης Λυδών και Περσών η μέρα έγινε ξαφνικά νύχτα. Το φαινόμενο αυτό το είχε προβλέψει ο Θαλής· για την ακρίβεια είχε προσδιορίσει με χρονική ακρίβεια ενός έτους την αναμενόμενη έκλειψη (Ηρόδοτος, Ιστορίαι1.74).

Οι ηλιακές εκλείψεις αποτελούν ένα από τα πιο σπάνια και θαυμαστά φυσικά φαινόμενα, ιδίως όταν είναι ολικές, όπως φαίνεται να ήταν η έκλειψη του 585 π.Χ. για τους κατοίκους της Ιωνίας. Η αναπάντεχη μετατροπή της μέρας σε νύχτα προκαλεί δέος στους ανθρώπους και είναι φυσικό να ερμηνεύεται ως θεϊκό σημάδι, και μάλιστα δυσοίωνο. Το πρώτο στοιχείο που μας εντυπωσιάζει στην πρόβλεψη του Θαλή είναι ότι κατάφερε να αποδεσμεύσει το αξιοπερίεργο φυσικό φαινόμενο από τη δικαιοδοσία της θεϊκής βούλησης. Και μόνο αυτό το γεγονός φανερώνει την πρόοδο προς την ορθολογική σκέψη που είχε συντελεστεί από ανθρώπους σαν τον Θαλή. Ακόμη πιο αξιοσημείωτη βεβαίως είναι η ίδια η δυνατότητα της πρόβλεψης των εκλείψεων. Στο σημείο αυτό τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Σήμερα θα λέγαμε ότι για να προβλέψει κάποιος μια έκλειψη ηλίου θα πρέπει να γνωρίζει την εξήγηση του φαινομένου - με δυο λόγια, ότι η έκλειψη συμβαίνει όταν η Σελήνη παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Ήλιο και στη Γη, οπότε η σκιά της Σελήνης πέφτει σε μια περιοχή της σφαιρικής επιφάνειας της Γης. Η εξήγηση ωστόσο των εκλείψεων ήταν άγνωστη την εποχή του Θαλή, και μόνο εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, με τον Αναξαγόρα, έχουμε κάποιες ενδείξεις ότι το φαινόμενο έχει στοιχειωδώς κατανοηθεί. Για την πρόβλεψη ωστόσο των εκλείψεων υπάρχει και ένας άλλος δρόμος. Μπορεί κανείς να προβλέψει ένα φυσικό φαινόμενο, όταν αυτό ακολουθεί κάποια περιοδικότητα, ακόμη κι αν δεν μπορεί ακριβώς να το εξηγήσει. Μπορεί δηλαδή κανείς να στηριχτεί σε προσεκτικές παρατηρήσεις και να βγάλει το συμπέρασμα ότι οι εκλείψεις ακολουθούν μια πολύπλοκη αλλά σταθερή χρονική ακολουθία. Αυτός φαίνεται να ήταν ο δρόμος των Βαβυλωνίων, οι οποίοι, ακριβώς επειδή η θρησκεία τους ήταν αστρική, κατέγραφαν συστηματικά τα ουράνια φαινόμενα από πολύ παλιά και είχαν καταφέρει να προσδιορίσουν μια χρονική ακολουθία εμφάνισης των εκλείψεων. Ίσως λοιπόν και ο Θαλής να έκανε το ίδιο. Μια πρόβλεψη όμως ηλιακής έκλειψης, ορατής σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Γης, προϋποθέτει, ακριβή γνώση της κίνησης των ουρανίων σωμάτων μετά από εμπειρικές παρατηρήσεις αιώνων, μια συστηματική εργασία που κανείς ποτέ δεν έκανε στην αρχαία Ελλάδα, όχι μόνο κατά την εποχή του Θαλή αλλά και πολύ αργότερα. Επομένως, η μόνη μας λύση, αν δεν θεωρήσουμε την όλη ιστορία της πρόβλεψης απλό παραμύθι, είναι να υποθέσουμε ότι ο Θαλής, αξιοποιώντας τις επαφές του με τους ανατολικούς λαούς, μετέφερε στους συμπατριώτες του την πρόβλεψη των βαβυλώνιων ιερέων για μια επικείμενη έκλειψη ηλίου. Με λίγη τύχη, η έκλειψη έγινε ορατή και στην περιοχή της Ιωνίας και, καθώς συνέπεσε με τη μάχη που περιγράφει ο Ηρόδοτος, συνετέλεσε στην εμπέδωση της φήμης του Θαλή.

Μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε γιατί οι Έλληνες κατέτασσαν τον Θαλή στους Επτά Σοφούς. Ήταν πολυταξιδεμένος, πολυμαθής και πολυπράγμων. Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του σε μαθηματικές και αστρονομικές γνώσεις. Ασχολήθηκε με αξιοπερίεργα φυσικά φαινόμενα, όπως οι πλημμύρες του Νείλου, οι εκλείψεις, ο μαγνητισμός (Αριστοτέλης, Περί ψυχής 405a19), και δοκίμασε την ικανότητά του στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων. Ακόμη και τα πολιτικά ζητήματα δεν τον άφηναν αδιάφορο, αφού είχε την προνοητικότητα να συμβουλεύσει τις ιωνικές πόλεις να ενωθούν σε μία πολιτική κοινότητα για να ισχυροποιηθούν απέναντι στον μόνιμο κίνδυνο εξ ανατολών (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 1.170).

Όλα αυτά δείχνουν έναν άνθρωπο που έχει ξεφύγει από τον κλειστό κόσμο της αρχαϊκής ελληνικής σκέψης, που έχει αντιληφθεί το τι έχουν να κερδίσουν οι Έλληνες από τις επιτεύξεις των άλλων πολιτισμών και που αναζητά ορθολογικές λύσεις σε όλα τα προβλήματα. Φθάνουν όμως αυτά για να χαρακτηρίσουμε τον Θαλή φιλόσοφο;

1.3. Είναι ο Θαλής ο πρώτος φιλόσοφος;

Αναφέραμε ήδη ότι η ένταξη του Θαλή στους φιλοσόφους συνδέεται με τις θεωρίες του για το νερό. Για να εξακριβώσουμε το τι μπορεί να είπε ο Θαλής για το νερό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχτούμε αποκλειστικά στον Αριστοτέλη. Βέβαια ο Αριστοτέλης γράφει διακόσια πενήντα χρόνια αργότερα χωρίς να έχει στα χέρια του κάποιο κείμενο του Θαλή ή των άμεσων επιγόνων του, και γι᾽ αυτό είναι πολύ επιφυλακτικός όταν μεταφέρει τις απόψεις του. Ας δούμε τι λέει:

Ο Θαλής, ο ιδρυτής αυτής της φιλοσοφίας, λέει ότι η αρχή είναι το νερό (γι᾽ αυτό και υποστήριξε ότι και η Γη επιπλέει στο νερό). Θα πρέπει μάλλον να κατέληξε σ᾽ αυτή την αντίληψη επειδή παρατήρησε ότι η τροφή των πάντων είναι υγρή και ότι η ίδια η θερμότητα γεννιέται και διατηρείται ζωντανή από την υγρασία (αυτό όμως από το οποίο γεννιούνται όλα τα πράγματα, αυτό είναι και η αρχή τους). Αυτή πρέπει να ήταν η προέλευση της αντίληψής του για το νερό, και ακόμη το γεγονός ότι τα σπέρματα όλων των όντων έχουν υγρή φύση, ενώ η αρχή της φύσεως των υγρών πραγμάτων είναι το νερό.

Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 983b20-27

Κατά τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ο Θαλής θα πρέπει να ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι η τροφή όλων των όντων αλλά και τα σπέρματα όλων των οργανισμών βρίσκονται σε υγρή μορφή. Αυτό όμως που κάνει τα πράγματα υγρά είναι το νερό. Άρα το νερό αποτελεί προϋπόθεση της ζωής: από το νερό γεννιούνται τα πάντα. Το νερό λοιπόν είναι η αρχή των πάντων, είναι αυτό που ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα και διατηρείται σταθερό ενώ όλα τα άλλα μεταβάλλονται. Έχοντας αντιληφθεί τη σημασία του νερού, ο Θαλής υποστήριξε επιπλέον ότι και η Γη ισορροπεί πάνω στο νερό, όπως μια ξύλινη βάρκα επιπλέει πάνω στη θάλασσα.

Ο Αριστοτέλης λοιπόν αποδίδει τρεις θέσεις στον Θαλή:

1η θέση: Τα πάντα γεννιούνται από το νερό.

2η θέση: Το νερό είναι αρχή των πάντων.

3η θέση: Η Γη επιπλέει πάνω στο νερό.

Οι τρεις αυτές θέσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι επιγραμματικές, συνοψίζουν δηλαδή σε μια σύντομη πρόταση πληθώρα πολύπλοκων φυσικών φαινομένων και διαδικασιών. Διέπονται δηλαδή από λεκτική οικονομία, και η οικονομία των λέξεων είναι συνήθως ένδειξη οικονομίας της σκέψης - στη φιλοσοφική γλώσσα αυτό ονομάζεται «αφαίρεση». Ταυτοχρόνως όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι τρεις αυτές θέσεις δεν είναι ισοδύναμες, δεν μας λένε το ίδιο πράγμα. Ούτε η μια προκύπτει κατ᾽ ανάγκην από την άλλη. Μπορεί δηλαδή κάποιος να φτάσει σε μία από αυτές τις θέσεις, χωρίς ποτέ να προχωρήσει στην επόμενη. Αξίζει επομένως τον κόπο να εξετάσουμε την καθεμία ξεχωριστά.

Η πεποίθηση ότι το νερό βρίσκεται στην αφετηρία της ζωής, ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της ζωής, μπορεί πράγματι να προέκυψε από εμπειρικές παρατηρήσεις. Όποιος ασχολείται με την καλλιέργεια της γης είναι απολύτως εξοικειωμένος με την αναγκαιότητα της ύπαρξης του νερού στη διαδικασία της βλάστησης. Σε περιοχές μάλιστα άνυδρες, όπως είναι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, η σημασία του νερού είναι λογικό να υπερτονίζεται. Η ύπαρξη ενός ποταμού σε μια περιοχή αποτελούσε πάντοτε σημαντικό πλεονέκτημα, ενώ η συχνότητα της βροχής ήταν το μετεωρολογικό φαινόμενο που βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση. Με λίγη παρατηρητικότητα, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη λειτουργικότητα του υγρού στοιχείου και στη διαδικασία γέννησης και αναπαραγωγής των ζωικών οργανισμών - αρκεί, για παράδειγμα, να παρατηρήσει τον οργασμό της ζωής που συντελείται σε ένα έλος. Η διαπίστωση λοιπόν ότι το νερό διευκολύνει την ανάπτυξη της ζωής προκύπτει από απλά φαινόμενα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Πόση απόσταση χωρίζει αυτή την κοινή διαπίστωση από τη θέση του Θαλή ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό; Ίσως όχι πολύ μεγάλη, αρκεί βεβαίως κανείς να έχει ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να βάλει σε μια χρονολογική, γενεαλογική τάξη τα υπάρχοντα πράγματα. Το να πει κανείς «χωρίς το νερό δεν υπάρχει ζωή» είναι κάτι σημαντικό, αφού προϋποθέτει μια αφαιρετική λειτουργία της σκέψης: εξάγεται ένα γενικό συμπέρασμα από ένα πλήθος διαφορετικών γεγονότων. Το να πει κανείς «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» είναι ένα βήμα παραπέρα: το νερό δεν είναι μόνο τροφοδότης της ζωής, αλλά γίνεται και μια κοσμογονική δύναμη, είναι ο πρώτος κρίκος σε μια αλυσίδα γεννήσεων που οδηγεί στη σημερινή πραγματικότητα.

Η κοσμογονία, η τάση δηλαδή να αναχθεί η γέννηση του κόσμου σε μια πρωταρχική δύναμη, σε ένα πρωταρχικό στοιχείο ή υλικό, αποτελεί ουσιαστική πλευρά της πρώιμης φιλοσοφικής σκέψης. Μετά τον Θαλή, ο Αναξίμανδρος θα υποστηρίξει την προτεραιότητα του «απείρου», ο Αναξιμένης του αέρα, ο Ηράκλειτος της φωτιάς. Η κατάδειξη ενός πρωταρχικού υλικού, από το οποίο γεννιούνται όλα τα άλλα πράγματα, προσδίδει στην πραγματικότητα μια στοιχειώδη τάξη και οργάνωση. Η προσπάθεια αυτή των πρώτων φιλοσόφων είναι αναμφίβολα καινοτομική. Θα ήταν ωστόσο λάθος να μην επισημάνουμε ένα σημαντικό προηγούμενο. Όταν ο Ησίοδος συνθέτει την επική του Θεογονία έναν αιώνα πριν από τον Θαλή, επιδιώκει ουσιαστικά κάτι ανάλογο με τους πρώτους φιλοσόφους: θέλει να εναρμονίσει τις διάσπαρτες μυθολογικές διηγήσεις των αρχαίων Ελλήνων σε ένα συνεκτικό πλαίσιο, να βάλει τάξη στο χαοτικό σύμπαν των θεών. Και το επιτυγχάνει ακριβώς μέσω μιας συστηματικής γενεαλογίας, μιας «θεογονίας», η οποία μάλιστα ξεκινά από προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις (το Χάος, η Γη, ο Έρωτας) για να φτάσει χωρίς λογικά χάσματα στο γνωστό Δωδεκάθεο. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η φιλοσοφική κοσμογονία αξιοποιεί μια γραμμή σκέψης που προϋπήρχε στην ησιόδεια θεογονία, μεταφέροντας βέβαια το βάρος από τον κόσμο των θεών στον φυσικό κόσμο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν προχωρά με απότομα και ανεξήγητα άλματα. Ο μύθος προηγείται του λόγου, αποτελεί τη μήτρα από όπου αναδύθηκε ο λόγος. Η μετάβαση από τη μυθική στην ορθολογική σκέψη, η γέννηση της φιλοσοφίας, είναι μια περίπλοκη και αργή διαδικασία, όπου η συνέχεια συνυπάρχει με την τομή και τη ρήξη.

Είναι λοιπόν πολύ πιθανό να διατύπωσε ο Θαλής τη θέση ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό, εγκαινιάζοντας μια κοσμογονική αναζήτηση που είναι τώρα φυσιοκρατική και όχι θεολογική. Στο νερό μπορεί όντως να έφτασε από εμπειρικές παρατηρήσεις, όπως υποθέτει και ο Αριστοτέλης, αφού την προσωπικότητα του Θαλή τη χαρακτηρίζει το πνεύμα της εμπειρικής έρευνας και της επιτόπιας παρατήρησης. Η πεποίθησή του για την πρωταρχική σημασία του νερού θα ενισχύθηκε μάλιστα σημαντικά από την επαφή του με τους ανατολικούς πολιτισμούς. Ήταν οφθαλμοφανές ότι τόσο η Αίγυπτος όσο και η Μεσοποταμία όφειλαν την ευμάρειά τους, αλλά και την επιβίωσή τους, στη σχέση τους με μεγάλους ποταμούς - με τον Νείλο στην μια περίπτωση, με τον Τίγρη και τον Ευφράτη στην άλλη. Η εξάρτηση αυτών των πολιτισμών από το νερό των ποταμών αποτυπώνεται και στους κοσμολογικούς τους μύθους, όπου γίνεται λόγος για την προΰπαρξη αρχέγονων νερών μέσα από τα οποία αναδύεται κάποια στιγμή η ξηρά. Ο Θαλής θα γνώριζε αυτούς τους μύθους, καθώς μάλιστα στα αρχαϊκά χρόνια φαίνονται να αποτελούν μέρος της κοινής κληρονομιάς των λαών της ανατολικής Μεσογείου. Στην Παλαιά Διαθήκη γίνονται αποσπασματικές αναφορές σε αρχέγονα νερά, ενώ και ο Όμηρος σε δύο αινιγματικούς στίχους της Ιλιάδας (Ξ 200, 244) χαρακτηρίζει τον Ωκεανό, το μυθικό δηλαδή ποτάμι που ρέει γύρω από τη Γη, γεννήτορα των θεών και όλων των πραγμάτων.

Ανατολικές ρίζες ίσως να έχει και η αντίληψη του Θαλή ότι η Γη ισορροπεί επιπλέοντας πάνω στο νερό (η 3η θέση που προηγουμένως απομονώσαμε). Φαίνεται ότι στην Ελλάδα μια τέτοια θέση διατυπώνεται για πρώτη φορά, αφού δεν γνωρίζουμε κάποιο μυθολογικό προηγούμενο. Είναι αλήθεια ότι στα ομηρικά έπη δεν θα βρει κανείς μια συστηματική περιγραφή της μορφής του κόσμου. Ωστόσο, από διάσπαρτες αναφορές προκύπτει ότι η Γη ήταν κοινώς αντιληπτή ως ένας εκτεταμένος επίπεδος δίσκος, που περικλείεται από τον κυκλικό Ωκεανό και καλύπτεται από τον συμπαγή θόλο του Ουρανού. Η ακινησία και η σταθερότητα της Γης μάλλον θα πρέπει να είχε εκληφθεί ως αυτονόητο γεγονός που δεν χρειαζόταν εξήγηση. Πάντως βαθιά κάτω από τη Γη εκτεινόταν ο Τάρταρος, και αν η Γη χρειαζόταν ρίζες για να σταθεροποιηθεί, τότε οι ρίζες αυτές θα πρέπει να ξεκινούσαν από τον βαθύ Τάρταρο (Ησίοδος, Θεογονία 728). Στους κοσμολογικούς όμως μύθους της Ανατολής η αντίληψη ότι υπάρχουν νερά κάτω από τη Γη είναι κυρίαρχη. Στην Αίγυπτο η Γη είναι ένας δίσκος που στηρίζεται στα υποχθόνια νερά, ενώ στα βαβυλωνιακά έπη η αρχέγονη θάλασσα διατηρείται και μετά την ανάδυση της Γης για να την στηρίξει, όπως μια σχεδία επιπλέει πάνω στην επιφάνεια του νερού. Υπάρχει επομένως εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στην αντίληψη του Θαλή για τη θέση της Γης και στους ανατολικούς μύθους. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι η ομοιότητα αυτή είναι συμπτωματική, και ότι ο Θαλής έφτασε στη δική του αντίληψη από τον δρόμο της εμπειρικής έρευνας και της παρατήρησης. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν μπορούμε να φανταστούμε ποιο εμπειρικό υλικό θα στήριζε την τολμηρή σύλληψη μιας Γης η οποία επιπλέει πάνω στο νερό. Άρα είναι μάλλον πιο πιθανή η υπόθεση ότι η ιδέα αυτή έχει ανατολική προέλευση.

Ο Θαλής λοιπόν ανέδειξε τη σημασία του νερού, το διαχώρισε από τις άλλες φυσικές δυνάμεις και του απέδωσε κοσμολογική βαρύτητα, αφού, όπως είδαμε, υποστήριξε ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό και ότι το νερό υποβαστάζει την ακίνητη Γη. Απομένει να εξετάσουμε αν έκανε και ένα βήμα παραπέρα: αν δηλαδή θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων.

Το βήμα αυτό μοιάζει σε πρώτη ματιά απλό. Έχει άραγε τόσο μεγάλη διαφορά το να πει κανείς ότι το νερό είναι η αφετηρία των πάντων από το να πει ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων; Και όμως η διαφορά αποδεικνύεται πολύ μεγάλη. Στην ουσία είναι η διαφορά που χωρίζει την αρχαϊκή σοφία από τη φιλοσοφία.

Όταν ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ο Θαλής είναι ο πρώτος φιλόσοφος γιατί θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων, το βάρος του ισχυρισμού του δεν πέφτει στην ανάδειξη της σημασίας του νερού αλλά στη σύλληψη της έννοιας της «αρχής». Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης δεν προβάλλει την ερευνητική διάθεση του Θαλή, τη δημιουργική του σχέση με την ανατολική σοφία, το ορθολογικό πνεύμα, την εφευρετικότητα - όλες αυτές τις αξιοθαύμαστες ικανότητες που έκαναν τον Θαλή να ξεφύγει από τη μυθική σκέψη και να τονίσει την κοσμική δύναμη και τη χρονική προτεραιότητα του νερού. Ο Θαλής δικαιούται μια περίοπτη θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας απλώς και μόνο γιατί είχε την πνευματική τόλμη να συλλάβει το νερό ως «αρχή».

Η λέξη «αρχή» ανήκει στο οπλοστάσιο της φιλοσοφίας. Καθιερώνεται από τον Αριστοτέλη και αναδρομικά προβάλλεται και στους παλαιότερους φιλοσόφους. Σημαίνει τη βαθύτερη φύση, την ουσία, το κυρίαρχο στοιχείο, την αυθεντική πραγματικότητα. Στην έννοια της αρχής εμπεριέχεται και η σημασία του χρονικά πρότερου, της αφετηρίας, αυτή όμως η σημασία είναι δευτερεύουσα. «Αρχή» δεν είναι αυτό που προηγείται χρονικά, αλλά αυτό που κυριαρχεί, που αποκαλύπτει, που καθορίζει. Όταν λοιπόν κάποιος διατείνεται ότι το νερό ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα είναι η αρχή των πάντων, εννοεί ότι η οντότητα αυτή είναι η αληθινή φύση όλων των πραγμάτων, η ουσία τους, αυτό που βρίσκεται πίσω από τις συνεχείς μεταβολές των πραγμάτων. Εννοεί, με άλλα λόγια, ότι το νερό είναι τα πάντα. Η αρχή επομένως είναι η βαθύτερη πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει σταθερή σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Είναι η θεμελιώδης επινόηση των φιλοσόφων στην προσπάθειά τους να προσδώσουν σταθερότητα, τάξη και νόημα στον κόσμο.

Τώρα γίνεται κατανοητή η απόσταση που χωρίζει αυτή τη συνολική ερμηνεία του κόσμου, τη φιλοσοφική σύλληψη της πραγματικότητας, από την αντίληψη ότι όλα τα πράγματα προέρχονται από ένα πρωταρχικό υλικό. Η γενεαλογική οπτική των πραγμάτων, που ξεκίνησε ως θεογονία με τον Ησίοδο και επεκτάθηκε στο πεδίο της φυσικής πραγματικότητας με τον Θαλή, αποτελεί ένα σημαντικό προστάδιο για τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου· δεν ισοδυναμεί με τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου. Για να περάσουμε από τη θέση «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» στη θέση «το νερό είναι η αρχή των πάντων» απαιτείται μια επίπονη διαδικασία αφαιρετικής σκέψης, και πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε κανένα πειστήριο ότι ο Θαλής διέτρεξε αυτή την απόσταση. Τα στοιχεία μάλιστα που διαθέτουμε για τη ζωή και τη δράση του Θαλή δεν συνηγορούν προς ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τα πολλά ταξίδια και οι γνώσεις που αποκόμισε από αυτά δεν θα τον βοήθησαν ιδιαίτερα στην πορεία προς την αφηρημένη σκέψη, αφού τίποτε ανάλογο με τη φιλοσοφία δεν υπήρξε στους πολιτισμούς της Ανατολής. Το φιλοπερίεργο πνεύμα, η εμπειρική έρευνα και η πρακτική δεξιότητα δεν είναι επίσης καθόλου βέβαιο ότι ευνοούν πάντοτε τη φιλοσοφική ανάλυση.

Ο Θαλής δεν διατύπωσε ποτέ την πρόταση «το νερό είναι αρχή των πάντων», αφού η «αρχή» είναι αριστοτελική έννοια, και άρα πολύ μεταγενέστερη. Είναι όμως απίθανο ακόμη και να σκέφτηκε το νερό ως αρχή, υιοθετώντας κάποιο άγνωστο σε μας λεξιλόγιο. Πιο λογική είναι η εκδοχή ότι ο Θαλής αντιπροσωπεύει έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον «σοφό» της αρχαϊκής Ελλάδας και στον φιλόσοφο. Ο Αναξίμανδρος, μια γενιά μετά τον Θαλή, πατάει πλέον στο ασφαλές έδαφος της φιλοσοφίας.

2. Ο Αναξίμανδρος και η γέννηση της φιλοσοφίας

Ο Αναξίμανδρος ήταν κι αυτός Μιλήσιος, λίγο νεότερος από τον Θαλή. Λέγεται ότι ήταν φίλος, σύντροφος ή και μαθητής του Θαλή - αν και είναι μάλλον υπερβολικό να μιλούμε για σχέση συστηματικής μαθητείας ανάμεσα σε φιλοσόφους σε μια τόσο πρώιμη εποχή. Οι δύο άνδρες λοιπόν, ως συμπολίτες και σύγχρονοι, θα γνωρίζονταν, και το πιο πιθανό είναι ο πρεσβύτερος Θαλής να λειτούργησε ως πρότυπο για τον νεότερο Αναξίμανδρο. Στην επίδραση του Θαλή ίσως θα πρέπει να χρεωθεί η συστηματική ενασχόληση του Αναξίμανδρου με τα αστρονομικά και τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Κοινό είναι το ενδιαφέρον τους για τα αξιοπερίεργα γεγονότα του φυσικού κόσμου, η τάση για επιτόπια παρατήρηση, η αποδέσμευση από τον μυθολογικό τρόπο σκέψης. Ο Αναξίμανδρος όμως προχώρησε πολύ περισσότερο. Στο έργο του μπορεί να διακρίνει κανείς μια σφαιρική σύλληψη της φυσικής πραγματικότητας, μια σύλληψη καθαρά φυσιοκρατική, η οποία καθόρισε την εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης.

Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του Αναξίμανδρου. Φαίνεται ότι οι μεταγενέστεροι θεώρησαν πιο σημαντικό να διασώσουν στοιχεία για τη σκέψη του παρά για την προσωπικότητά του - το αντίθετο δηλαδή από ό,τι συνέβη με τον Θαλή. Από όσα λοιπόν γνωρίζουμε, γεννήθηκε από έλληνες γονείς γύρω στο 610 π.Χ. στη Μίλητο, όπου έζησε και όλη του τη ζωή. Δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του, εκτός από τη συμμετοχή του στην ίδρυση μιας νέας αποικίας. Ούτε ακολούθησε την τάση της εποχής του για εξωτικά ταξίδια, μολονότι είναι εξοικειωμένος με τις επιστημονικές επιτεύξεις των ανατολικών πολιτισμών. Το πιο μακρινό ταξίδι του ήταν στη Σπάρτη, όπου λέγεται ότι εγκατέστησε κάποια μορφή ηλιακού ρολογιού. Οι φυσικές του θεωρήσεις είχαν συγκεντρωθεί αρκετά νωρίς σε ένα σύγγραμμα, αφού, όπως θα δούμε, έχει διασωθεί ένα απόσπασμα του έργου του, μια αυθεντική δηλαδή φράση του Αναξίμανδρου. Το σύγγραμμα αυτό, που ήταν διατυπωμένο σε πεζό λόγο, δεν αποκλείεται να γράφηκε από τον ίδιο, αν και το πιο πιθανό είναι να αποτελεί πιστή καταγραφή των απόψεών του από κάποιους μεταγενέστερους. Ως μαθητής του αναφέρεται ο κατά 25 χρόνια νεότερος Αναξιμένης, ίσως γιατί είναι ολοφάνερη η συνάφεια των θεωριών τους.

Ο Αναξίμανδρος ήταν ο πρώτος που σχεδίασε έναν χάρτη της οικουμένης. Λίγο αργότερα τον ακολούθησε στη σχεδίαση των χαρτών ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, ο πρώτος ιστορικός και γεωγράφος της αρχαιότητας. Οι χάρτες πάντως του Αναξίμανδρου και του Εκαταίου δεν θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ακριβείς, αν κρίνουμε από την αντίδραση του Ηροδότου: «Γελώ όταν βλέπω τους χάρτες της Γης, που πολλοί ως τώρα έχουν σχεδιάσει χωρίς μυαλό· σχεδιάζουν τον Ωκεανό να κυλά γύρω από τη Γη, τη Γη κυκλική σαν να βγήκε από τόρνο, και κάνουν την Ασία ίση με την Ευρώπη» (Ιστορίαι 4.36). Ωστόσο, πριν βιαστούμε να συμφωνήσουμε με τον Ηρόδοτο, καλό θα ήταν να επανέλθουμε στον χάρτη του Αναξίμανδρου.

2.1. Η γέννηση του κόσμου

Στο επίκεντρο της σκέψης του Αναξίμανδρου είναι η κοσμογονική αναζήτηση. Η διδασκαλία του Θαλή για τον πρωταρχικό ρόλο του νερού θα πρέπει να δημιούργησε ένα πρότυπο το οποίο ακολούθησαν οι άμεσοι επίγονοί του. Ενώ όμως ο Θαλής, όπως είδαμε, διατύπωσε κάποιες νύξεις μόνο για την προτεραιότητα του υγρού στοιχείου, στον Αναξίμανδρο βρίσκουμε μια πλήρως ανεπτυγμένη κοσμολογία, που αρχίζει από τη γέννηση του Κόσμου και φτάνει ως την εμφάνιση των ζωντανών οργανισμών και του ανθρώπου. Ο σημερινός αναγνώστης είναι φυσικό να εντυπωσιάζεται από την πρωτοτυπία και από τα προδρομικά στοιχεία της αναξιμάνδρειας κοσμολογίας, ίσως όμως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της να είναι η τάση για πληρότητα. Ο Αναξίμανδρος αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει κάθε πλευρά του σύμπαντος που μας περιβάλλει, να δώσει μια συστηματική γενεαλογία του φυσικού κόσμου. Στην προσπάθειά του αυτή θα αξιοποιήσει τις προγενέστερες απόψεις αλλά και ένα πλήθος εμπειρικών παρατηρήσεων, τις οποίες θα πρέπει να συνέλεξε μόνος του. Όταν ωστόσο τα εμπειρικά δεδομένα είναι ανεπαρκή (πράγμα απολύτως φυσικό για ένα τόσο πρώιμο στάδιο σκέψης), δεν διστάζει να διατυπώνει τολμηρές θεωρήσεις, καθώς πρώτιστο μέλημά του είναι να φτάσει σε μια συνολική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας.

Ο κόσμος λοιπόν προήλθε, κατά τον Αναξίμανδρο, από ένα πρωταρχικό υλικό, αιώνιο και άφθαρτο, που αποκαλείται «άπειρο». Από το άπειρο αποχωρίστηκαν οι δύο βασικές αντίθετες δυνάμεις, του θερμού και του ψυχρού. Το θερμό πήρε τη μορφή πύρινης σφαίρας, και το ψυχρό τη μορφή νεφελώδους αέρα. Η πύρινη σφαίρα τύλιξε τον νεφελώδη αέρα, και στο εσωτερικό του συμπυκνώθηκε η Γη. Στη συνέχεια η πύρινη σφαίρα εξερράγη, εκτινάχθηκαν δακτύλιοι φωτιάς και αέρα και έτσι σχηματίστηκαν ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα. Η ακίνητη Γη καταλαμβάνει το κέντρο του σύμπαντος, που θα πρέπει να το φανταστούμε κλειστό και ίσως σφαιρικό, και γύρω από τη Γη κινούνται οι δακτύλιοι των ουρανίων σωμάτων, με τον Ήλιο να τοποθετείται στην πιο απομακρυσμένη από τη Γη θέση και τα άστρα στην πιο κοντινή. Ένας κοσμικός άνεμος είναι υπεύθυνος για τα κύρια μετεωρολογικά φαινόμενα. Προκαλεί τη βροντή και την αστραπή, την κίνηση των νεφών, ίσως και των άστρων, τη συμπύκνωση των υδρατμών η οποία καταλήγει στη βροχή.

Η αρχική κατάσταση της Γης ήταν υγρή. Ο Ήλιος με τη θερμότητά του προκαλεί τη βαθμιαία αποξήρανση της επιφάνειας της Γης, με τον περιορισμό του υγρού στοιχείου στη θάλασσα, ενώ δημιουργεί και ευνοϊκές συνθήκες για τη γέννηση της ζωής. Η ζωή, κατά τον Αναξίμανδρο, ξεκίνησε από τη θάλασσα. «Τα πρώτα ζώα γεννήθηκαν στο υγρό στοιχείο και είχαν αρχικά αγκαθωτό κέλυφος· καθώς μεγάλωναν, έβγαιναν στην ξηρά, έσπαζε το κέλυφός τους και ζούσαν με έναν διαφορετικό τρόπο» (Αέτιος 5.19.4). Ο άνθρωπος προήλθε από άλλο ζωικό είδος, μάλλον από τα ψάρια, αφού, «καθώς χρειάζεται μακροχρόνια μητρική φροντίδα, θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει αν αυτή [η ανθρώπινη] ήταν η αρχική του μορφή» (Ψευδοπλούταρχος, Στρωματείς 2). Έτσι λοιπόν ενηλικιώθηκε μέσα σε ιχθυόμορφα πλάσματα και βγήκε από αυτά όταν πια ήταν ικανός να συντηρήσει τον εαυτό του.

Η συνοπτική αυτή περιγραφή δείχνει πρώτα απ᾽ όλα πόσο μακριά από τη μυθολογική σκέψη είναι η κοσμολογία του Αναξίμανδρου. Ο Αναξίμανδρος σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε έναν σωστό συνδυασμό εμπειρικής παρατήρησης και λογικού συλλογισμού. Από την παρατήρηση ότι ο άνθρωπος χρειάζεται αισθητά μεγαλύτερη φροντίδα από τα άλλα ζώα για να γίνει ικανός προς επιβίωση, φτάνει στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος προήλθε από άλλο ζωικό είδος. Η επιλογή τώρα της χρονικής προτεραιότητας των ψαριών θα πρέπει να ξεκίνησε από την κοινή διαπίστωση ότι το υγρό στοιχείο ευνοεί την ανάπτυξη της ζωής. Αυτή ωστόσο η γραμμή της σκέψης δεν μπορεί να καλύψει και τομείς της κοσμολογίας όπου δεν είναι δυνατόν να έχει κανείς εμπειρικές παρατηρήσεις. Για παράδειγμα, τι μπορεί να παρατηρήσει κανείς για την υφή και την προέλευση των άστρων; Ίσως είναι εύλογο να αποδώσει κανείς στα άστρα πύρινη φύση, αφού είναι πηγές φωτός και, στην περίπτωση του Ήλιου, θερμότητας. Για τη γέννησή τους όμως και την απόστασή τους από τη Γη, η εμπειρία ελάχιστα μας βοηθά. Εδώ ακριβώς έρχεται η τολμηρή φαντασία του Αναξίμανδρου να καλύψει κάθε κενό. Και καταρχήν στην επιλογή του μυστηριώδους «απείρου».

2.2. Τι είναι το άπειρο του Αναξίμανδρου;

Η φήμη του Αναξίμανδρου ως φιλοσόφου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καινοτομική του απόφαση να προβάλει ως αρχή των πάντων το άπειρο. Μας φαίνεται σχετικά εύκολο να αντιληφθούμε πώς ο Θαλής έφτασε στο νερό και γιατί το τοποθέτησε στην αφετηρία της κοσμικής δημιουργίας: υποθέτουμε ότι θα πρέπει να αναζήτησε ένα υλικό από την καθημερινή του εμπειρία, ένα υλικό με ιδιαίτερη διάδοση και ισχύ, ένα υλικό που συνδέεται με τη ζωή. Με την ίδια συλλογιστική μπορούμε να καταλάβουμε την επιλογή του αέρα ως πρωταρχικού στοιχείου από τον τρίτο Μιλήσιο, τον Αναξιμένη: εδώ βαραίνει η πανταχού παρουσία του αέρα, η μεγάλη του κινητικότητα, η συμβολή του στην αναπνοή, και άρα στη ζωή. Πώς δικαιολογείται όμως η επιλογή του απείρου; Τι μπορεί να εννοεί ο Αναξίμανδρος όταν ισχυρίζεται ότι τα πάντα γεννιούνται από το άπειρο;

Οι μαρτυρίες των αρχαίων φιλοσόφων δεν μας προσφέρουν δυστυχώς ιδιαίτερη βοήθεια, αφού οι πιο αξιόπιστοι από αυτούς, ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, αντιμετωπίζουν με αμηχανία το αναξιμάνδρειο άπειρο. Εκείνο που γνωρίζουμε με κάποια βεβαιότητα είναι ότι ο Αναξίμανδρος υποστήριξε ότι το άπειρο «περιέχει τα πάντα και κυβερνά τα πάντα», και ότι το χαρακτήρισε αιώνιο, αθάνατο («ανώλεθρο», «αγέραστο») και «θείο» (Αριστοτέλης, Φυσικά 203b7· πρβ. Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.6.1-2). Φαίνεται ότι απέφυγε να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις για τη φύση του απείρου. Του απέδωσε ιδιότητες και χαρακτηρισμούς που μας είναι γνωστοί από την ομηρική περιγραφή των θεών (την κυριαρχία, την αιωνιότητα, την αθανασία), και το εξέλαβε ως κοσμογονική αρχή. Για την ερμηνεία του απείρου θα πρέπει επομένως να στηριχθούμε στις δικές μας υποθέσεις.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το τι δεν μπορεί να εννοεί ο Αναξίμανδρος. Αποκλείεται να έχει στον νου του την έννοια του μαθηματικού απείρου, μιας αφηρημένης δηλαδή έννοιας που συνδέεται με την έκταση των σχημάτων στον χώρο και με τη διαδοχή των αριθμών. Την εποχή του Αναξίμανδρου τα ελληνικά μαθηματικά, ως αφηρημένο και συνεκτικό σύστημα σκέψης, δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί. Δεν μπορεί επίσης να έχει στον νου του μια άυλη οντότητα, μια οντότητα χωρίς «σώμα», αφού όλες οι έννοιες των πρώτων φιλοσόφων, ακόμη και εκατό χρόνια μετά τον Αναξίμανδρο, αναφέρονται σε υπαρκτές, υλικές οντότητες - το Ον του Παρμενίδη περιγράφεται ως σφαιρικό, ενώ οι αριθμοί των Πυθαγορείων έχουν σχήμα και όγκο. Το άπειρο λοιπόν πρέπει να είναι κάτι το σωματικό και το υλικό, κάτι που καταλαμβάνει έναν χώρο.

Ο Αναξίμανδρος είναι μάλλον ο πρώτος που χρησιμοποίησε το ουσιαστικό «το άπειρο». Επίθετα όμως από την ίδια ρίζα είναι γνωστά από την επική ποίηση. Ο Όμηρος αποκαλεί συχνά «άπειρη» τη γη και τη θάλασσα, λόγω της πολύ μεγάλης τους έκτασης, αλλά και ένα μεγάλο κοπάδι με κατσίκες, ένα πολυάριθμο πλήθος ανθρώπων, ακόμη και τα άλυτα δεσμά ή τον βαθύ ύπνο του Οδυσσέα (Οδύσσεια ι 118, Ιλιάδα Ω 776, Οδύσσεια τ 174, θ 340, η 286). «Άπειρο» λοιπόν χαρακτηρίζεται αυτό που καταλαμβάνει μια τεράστια, απέραντη έκταση, κάτι που είναι τόσο πολυπληθές ώστε να μοιάζει αμέτρητο, και γενικά κάτι που δεν μπορούμε να διατρέξουμε από το ένα άκρο ως το άλλο. Το επίθετο «άπειρος» δεν αναφέρεται σε ένα αντικείμενο χωρίς κανένα πέρας, όριο ή αριθμό, αλλά σε μια οντότητα ή κατάσταση την οποία κανείς δεν μπορεί να διαβεί, να εξαντλήσει, να γνωρίσει.

Είναι εύλογη η υπόθεση ότι ο Αναξίμανδρος εκμεταλλεύτηκε τη δυνατότητα της ελληνικής γλώσσας να μετατρέπει τα επίθετα (και τους ρηματικούς τύπους) σε ουσιαστικά, και έπλασε το δικό του «άπειρο». Το οριστικό άρθρο «το», όταν προσαρτηθεί σε ένα επίθετο, σε μια μετοχή ή σε ένα απαρέμφατο, δημιουργεί ένα αφηρημένο ουσιαστικό, μετατρέπει μια ιδιότητα σε ουσία. Έτσι άνοιξε ένας δρόμος για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αφού η βασική ελληνική φιλοσοφική ορολογία έχει δημιουργηθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο - αρκεί κανείς να σκεφτεί έννοιες όπως «το ον», «το αγαθό» ή «το νοείν» (B. Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος, σ. 295-314). Ίσως ο Αναξίμανδρος να μην έδωσε περισσότερες διευκρινίσεις όταν εισήγαγε το άπειρο, αρκούμενος στο γεγονός ότι οι σύγχρονοί του μιλούν την ίδια γλώσσα και επομένως αντιλαμβάνονται ότι η νέα ουσία του απείρου είναι όλα τα άπειρα πράγματα μαζί, είναι αυτό που ενσωματώνει τις ιδιότητες των άπειρων πραγμάτων.

Το αναξιμάνδρειο άπειρο θα πρέπει λοιπόν να ήταν η τεράστια, αχανής και ανεξάντλητη μάζα που προϋπήρχε του κόσμου και κάλυπτε όλο τον χώρο. Δεν είναι η απέραντη κενή έκταση, ο απεριόριστος χώρος, αλλά και το υλικό που γεμίζει αυτή την έκταση. Ο κενός χώρος θα ήταν νεκρός και αδρανής. Το άπειρο όμως είναι κάτι το δραστικό και ισχυρό, αφού «περιέχει τα πάντα και κυριαρχεί στα πάντα», και είναι γόνιμο, αφού «γεννά» τις βασικές αντιθετικές δυνάμεις του θερμού και του ψυχρού. Ίσως στο πρωταρχικό άπειρο του Αναξίμανδρου, πέρα από τη χωρική διάσταση, να ενσωματώνεται επίσης και η σημασία του εσωτερικά αδιαφοροποίητου, του ακαθόριστου, του απροσδιόριστου. Αυτή τουλάχιστον είναι η φιλοσοφική έννοια του «απείρου», που διαμορφώνεται αργότερα με τους Πυθαγορείους και τον Πλάτωνα. Δεν μπορούμε ωστόσο να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι η λέξη είχε και αυτή τη σημασία την εποχή του Αναξίμανδρου, αν και, όταν ο Όμηρος ονομάζει «άπειρο» τον βαθύ ύπνο του Οδυσσέα, δεν περιγράφει έναν ύπνο που κράτησε απλώς πολλές ώρες αλλά έναν ύπνο βαθύ, σκοτεινό, αδιαφοροποίητο.

Αν έχουν έτσι τα πράγματα, ο Αναξίμανδρος προσέφυγε στο άπειρο γιατί δεν ήθελε η πρωταρχική του ουσία να μοιάζει με οτιδήποτε υπάρχει στον γνωστό μας κόσμο. Αυτό που κυριαρχεί στον κόσμο πρέπει να είναι πιο ισχυρό (πιο «μεγάλο») από ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Αυτό που γεννά τα πάντα πρέπει να είναι διαφορετικό από όλα τα γεννήματά του, να μη μοιράζεται μαζί τους κανένα κοινό χαρακτηριστικό, να μην έχει καμιά συγκεκριμένη μορφή, ιδιότητα ή προσδιορισμό. Αν το πρωταρχικό υλικό ήταν κάποιο από τα γνωστά στοιχεία, για παράδειγμα το νερό ή ο αέρας, πώς θα ασκούσε τον κυριαρχικό του ρόλο στον κόσμο; Η κυριαρχία του δεν θα καταντούσε μονοκρατορία, δεν θα κατέστρεφε την τάξη και την ισορροπία που παρατηρούμε στον κόσμο; Ότι κάπως έτσι είχε σκεφτεί ο Αναξίμανδρος επιβεβαιώνεται και από το μοναδικό απόσπασμα του έργου του που έχει διασωθεί.

2.3. Η εικόνα του κοσμικού δικαστηρίου

Μια σύνθετη φράση του Αναξίμανδρου, που έφτασε ως εμάς όπως διατυπώθηκε από τον εισηγητή της, είναι το παλαιότερο αυθεντικό υλικό που διαθέτουμε από την ιστορία της φιλοσοφίας.

Ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών· διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν.

Απ᾽ όπου γεννιούνται τα όντα εκεί και καταλήγουν πεθαίνοντας, όπως επιβάλλει η αναγκαιότητα· γιατί λογοδοτούν και επανορθώνουν το ένα στο άλλο για την αδικία που διέπραξαν, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου.

Αναξίμανδρος, απόσπ. 1

Το κείμενο αυτό είναι διατυπωμένο σε πεζό λόγο, διατηρεί όμως τον ρυθμό και την εσωτερική ισορροπία της ποιητικής έκφρασης. Μας μεταφέρει μπροστά σε ένα κοσμικό δικαστήριο, όπου απονέμεται δικαιοσύνη σε κάποια «όντα» για την αδικία που διέπραξαν το ένα απέναντι στο άλλο. Η οικεία εικόνα του πολιτικού δικαστηρίου έρχεται να φωτίσει ένα μακρινό και απρόσιτο μυστικό της τάξης του κόσμου. Δεν γνωρίζουμε για ποια όντα μιλά ο Αναξίμανδρος ούτε ποιο είναι ακριβώς το αδίκημά τους, γνωρίζουμε όμως την ποινή που τους επιβάλλεται: είναι η αναγκαία ανταλλαγή της γέννησης και του θανάτου τους. Ο θάνατος είναι η επιστροφή στη μήτρα από όπου γεννήθηκαν και, αφού προβάλλεται ως τιμωρία, ως τίμημα που πρέπει να πληρώσουν «το ένα στο άλλο», τότε το αδίκημα είναι μάλλον η ίδια η γέννηση ενός όντος η οποία φαίνεται να έβλαψε ένα άλλο ον. Το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς ποιο ον αδικεί και ποιο αδικείται, ποιο επανορθώνει και ποιο ανταμείβεται, δείχνει ότι υπάρχει αμοιβαιότητα, εναλλαγή ρόλων στο δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος θα γίνει αργότερα, «σύμφωνα με την τάξη του χρόνου», κατήγορος - και η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί αιωνίως.

Είναι βέβαιο ότι ο Αναξίμανδρος προβάλλει εδώ μια εικόνα κοσμικής ισορροπίας. Η απονομή δικαιοσύνης, η ανταπόδοση της άδικης πράξης, η αμοιβαία σχέση των εμπλεκομένων και η εναλλαγή των ρόλων τους, η αναφορά στην Αναγκαιότητα και στην τάξη του χρόνου, όλα αυτά είναι ασφαλείς ενδείξεις που μας οδηγούν στη σύλληψη του κόσμου ως συστήματος αντιμαχόμενων και ισόρροπων δυνάμεων. Η εικόνα αυτή ενισχύεται αν θεωρήσουμε ότι τα «όντα» του αποσπάσματος αναφέρονται σε αντίθετα στοιχεία ή αντίθετες δυνάμεις. Η λέξη «ον» δεν έχει αποκτήσει ακόμη το ιδιαίτερο φιλοσοφικό της νόημα - στον Όμηρο τα «όντα» είναι απλώς τα υπάρχοντα πράγματα. Εφόσον τα όντα είναι αντίθετα, τότε καταλαβαίνουμε γιατί ο θάνατος του ενός είναι κέρδος για το αντίθετό του. Ο θάνατος του θερμού είναι κέρδος για το ψυχρό. Και μάλιστα δεν είναι απλώς κέρδος του ψυχρού, αλλά επικράτηση, νίκη του ψυχρού επί του θερμού, ανταμοιβή για την αδικία που το ψυχρό είχε υποστεί με τη γέννηση του θερμού. Η αέναη μεταβολή του κόσμου είναι συνεχής διαμάχη και εναλλαγή αντίθετων δυνάμεων: κρύο και ζέστη, ξηρασία και υγρασία, συμπύκνωση και αραίωση, χειμώνας και καλοκαίρι. Με τη μεταφορά του δικαστηρίου ο Αναξίμανδρος υπαινίσσεται ότι αυτή η εμφανής διαμάχη είναι σε τελευταία ανάλυση δικαιοσύνη, αφού καμία δύναμη δεν επικρατεί ποτέ ολοκληρωτικά, αλλά στο πλήρωμα του χρόνου υπάρχει ισορροπία - οι γεννήσεις και οι θάνατοι των αντιθέτων τελικά ισοσταθμίζονται. Έτσι διατηρείται η συνεκτικότητα και η τάξη του Κόσμου.

==================================================================================

2.4. Η θέση της Γης στο κέντρο του κόσμου

Βαβυλωνιακός χάρτης της Οικουμένης (6ος ή 5ος αι. π.Χ.)

Μιλήσαμε ήδη για τον χάρτη της Γης, που πρώτος σχεδίασε ο Αναξίμανδρος, όπως και για τη θυμηδία που αυτοί οι πρώιμοι χάρτες προκαλούν στον Ηρόδοτο. Οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα πρόσφατο εύρημα, μια πήλινη βαβυλωνιακή πλάκα του 6ου ή 5ου αιώνα π.Χ., που έχει χαραχθεί με τη βοήθεια ενός πρωτόγονου διαβήτη, αποτελεί έναν τέτοιο χάρτη της οικουμένης (βλ. εικόνα). Η αντίδραση λοιπόν του Ηροδότου δεν είναι παράλογη, αφού αυτός ο χάρτης θα ήταν εντελώς άχρηστος σε έναν ταξιδιώτη ή σε έναν ναυτικό. Ήθελε όμως ο Αναξίμανδρος να βοηθήσει τους ταξιδιώτες και τους ναυτικούς με τον «χάρτη» του, ή μήπως το σχεδίασμα αυτό της Γης δεν ήταν παρά εφαρμογή της κοσμολογικής του έκθεσης;

Στον χάρτη του Αναξίμανδρου η επιφάνεια της Γης θα πρέπει να απεικονιζόταν σαν ένας κυκλικός δίσκος με συμμετρική κατανομή των γνωστών περιοχών της οικουμένης. Αν παρακάμψουμε προς στιγμήν την έμφαση στη συμμετρία, η εικόνα αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με την παλαιότερη, παραδοσιακή σύλληψη της μορφής της Γης. Τόσο στα ομηρικά έπη όσο και στις κοσμολογικές αφηγήσεις των ανατολικών λαών η Γη θεωρείται ακίνητη και επίπεδη, καταλαμβάνει κεντρική θέση στο σύμπαν, και μάλλον έχει σχήμα κυκλικό. Η αντίληψη αυτή υιοθετείται και από τον Θαλή, με τη διαφορά ότι ο Θαλής προβληματίζεται πλέον για το υποστήριγμα της ακίνητης Γης, για να καταλήξει τελικά στο συμπέρασμα ότι η Γη επιπλέει στο νερό.

Η εξήγηση της ακινησίας της Γης απασχολεί και τον Αναξίμανδρο. Η δική του όμως απάντηση είναι εντελώς απρόσμενη και επαναστατική.

Τὴν δὲ γῆν εἶναι μετέωρον ὑπὸ μηδενὸς κρατουμένην, μένουσαν δὲ διὰ τὴν ὁμοίαν πάντων ἀπόστασιν.

Η Γη είναι μετέωρη και δεν κυριαρχείται από τίποτε. Ισορροπεί γιατί απέχει ίση απόσταση από τα πάντα.

Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.6.3

Δεν χρειάζονται ούτε ρίζες ούτε σταθερό υποστήριγμα για να σταθεί η Γη ακίνητη, υποστηρίζει ο Αναξίμανδρος. Η Γη είναι μετέωρη, δεν στηρίζεται πουθενά, δεν κυριαρχείται από τίποτε. Παρ᾽ όλα αυτά μένει ακίνητη, απλώς και μόνο γιατί βρίσκεται στο κέντρο - «γιατί απέχει ίση απόσταση από τα πάντα». Η «ίση απόσταση» θα πρέπει να είναι η απόσταση της Γης από κάποια ακραία σημεία, από τις εσχατιές του σύμπαντος. Αυτή είναι άλλωστε και η ερμηνεία του Αριστοτέλη: «Υπάρχουν και κάποιοι, όπως ο Αναξίμανδρος, που υποστηρίζουν ότι η Γη μένει ακίνητη εξαιτίας της ομοιομορφίας· γιατί, αν κάτι έχει εξαρχής καταλάβει το κέντρο και βρίσκεται σε ίση απόσταση από τα άκρα, δεν θα κινηθεί ούτε προς τα επάνω ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα πλάγια» (Περί ουρανού 295b10).

Είναι όμως τόσο αυτονόητο ότι κάτι που βρίσκεται στο μέσο δεν θα κινηθεί προς τα επάνω, προς τα κάτω ή προς τα πλάγια; Σε ποια ανθρώπινη εμπειρία αντιστοιχεί αυτή η εικόνα; Στον κόσμο που ζούμε είναι εντελώς παράλογη η ισοτιμία των δυνατών διευθύνσεων. Όλα τα σώματα έχουν βάρος και επομένως, ακόμη κι αν βρεθούν προς στιγμήν σε κάποιο κεντρικό σημείο, έχουν τη φυσική τάση να πέφτουν προς τα κάτω. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι κάποια άλλα σώματα είναι από τη φύση τους ελαφρά, όπως λ.χ. η φωτιά και ο καπνός, και γι᾽ αυτά ισχύει το αντίθετο: ανεβαίνουν πάντοτε προς τα επάνω. Ούτε το δεξιό είναι ισότιμο με το αριστερό - αρκεί κανείς να σκεφτεί τη σταθερή διαδρομή του Ήλιου, τον προσανατολισμό των ιερών των ναών ή τη διαφορά στη δύναμη των δύο χεριών του ανθρώπου. Ο μόνος χώρος όπου υπάρχει αυτή η ισοτιμία και η ομοιομορφία είναι ο κόσμος των σχημάτων, ο κόσμος της γεωμετρίας, και κανείς ποτέ ως τότε δεν είχε διανοηθεί να συσχετίσει αυτό τον κόσμο της αφαίρεσης με τον δικό μας κόσμο, τον κόσμο μέσα στον οποίο κάθε μέρα ζούμε.

Πράγματι η εξήγηση του Αναξίμανδρου για την ακινησία της Γης κατά κάποιο τρόπο προϋποθέτει τον ορισμό του κύκλου ή της σφαίρας. Αργότερα, στην αυστηρή γλώσσα των μαθηματικών, ο κύκλος θα οριστεί ως εκείνο το σχήμα του οποίου όλα τα σημεία ισαπέχουν από το κέντρο. Ο Αναξίμανδρος δεν γνωρίζει βεβαίως αυτό τον ορισμό, αφού ακόμη δεν έχει γίνει κατανοητή η σημασία των μαθηματικών ορισμών. Γνωρίζει όμως χωρίς αμφιβολία τον πρακτικό τρόπο σχεδίασης των κύκλων με κάποιους πρωτόγονους διαβήτες ή με κάποιο σχοινί δεμένο σε ένα σταθερό καρφί. Η αρχή που διέπει τέτοιες πρακτικές κατασκευές είναι η ίση απόσταση των σημείων της περιφέρειας του κύκλου από το κέντρο. Ακόμη λοιπόν και σε ένα τέτοιο στοιχειώδες σχήμα το κέντρο είναι σταθερό γιατί δεν έχει κανένα λόγο να κινηθεί ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα πλάγια. Η επαναστατική σύλληψη του Αναξίμανδρου συνοψίζεται στο γεγονός ότι μετέφερε τις ιδιότητες των σχημάτων στο σύμπαν, ότι συνέλαβε τη Γη ως γεωμετρικό κέντρο. Οι αισθήσεις των ανθρώπων και η εμπειρία τους υποχωρούν μπροστά στην ομοιογένεια και τη συμμετρία των γεωμετρικών σχημάτων.

Γεωμετρικό είναι και το σχήμα της Γης, κατά τον Αναξίμανδρο. Είναι κι αυτό «στρογγυλό» και παρομοιάζεται με τον σπόνδυλο ενός κίονα - είναι δηλαδή μάλλον κυλινδρικό. Οι άνθρωποι κατοικούν μόνο στη μία βάση του κυλίνδρου, ενώ η δεύτερη πρέπει να είναι ακατοίκητη και αόρατη σε μας (Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.6.3). Άρα η οικουμένη είναι λογικό να σχεδιάζεται ως κυκλικός δίσκος.

Οι κοσμολογικές αντιλήψεις του Αναξίμανδρου ήταν πολύ καινοτομικές για την εποχή του και δεν βρήκαν άμεσους συνεχιστές. Ο Αναξιμένης θα επανέλθει στην αναγκαιότητα του υποστηρίγματος της Γης, θέτοντας τώρα ως υπόστρωμα τον αέρα. Ακόμη και ο Δημόκριτος, 150 χρόνια αργότερα, θα μιλήσει για δίνες που στηρίζουν την πεπλατυσμένη Γη. Χρειάστηκε να φτάσουμε στον Πλάτωνα για να αποδειχθεί η γονιμότητα της σύλληψης του Αναξίμανδρου: στην πλατωνική κοσμολογία η Γη είναι πλέον σφαιρική και ισορροπεί ακίνητη στο κέντρο του κλειστού, ομοιόμορφου και σφαιρικού σύμπαντος.

Δεν γνωρίζουμε πώς ο Αναξίμανδρος έφτασε σε ένα τόσο προχωρημένο στάδιο αφαίρεσης. Οι φυσιοκρατικές του αντιλήψεις, όπως είδαμε, στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην προσεκτική παρατήρηση των φυσικών φαινομένων· τίποτε όμως από όσα παρατηρεί κανείς στη φύση δεν υποβάλλει την ιδέα του γεωμετρικού σύμπαντος. Αν τα μαθηματικά είχαν αναπτυχθεί νωρίτερα στην αρχαία Ελλάδα, τότε θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε εκεί την πηγή της έμπνευσης του Αναξίμανδρου. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Η μαθηματική επιστήμη θα γίνει το υπόδειγμα της έγκυρης γνώσης μόνο στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ.

Μια πρόσφατη γοητευτική ερμηνεία ίσως μας δίνει ένα κλειδί για τη σωστή απάντηση. Ο γάλλος ιστορικός Ζαν-Πιερ Βερνάν (Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα, σ. 183 κ.ε.) επισήμανε την αντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στην κοσμολογία του Αναξίμανδρου και την ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής πόλης‒κράτους. Στην αρχαϊκή πόλη η εξουσία έχει την κάθετη δομή μιας πυραμίδας: στην κορυφή βρίσκεται ο κληρονομικός βασιλιάς, το ανάκτορο και η ακρόπολη της πόλης, και στη βάση της πυραμίδας ο ανίσχυρος λαός. Κατά τον 6ο και τον 5ο αιώνα όμως η κάθετη αυτή δομή ανατρέπεται και βαθμιαία δίνει τη θέση της στη δημοκρατική οργάνωση της πόλης, η οποία είναι ουσιαστικά κυκλική. Οι θεσμοί της δημοκρατικής εξουσίας (η Εκκλησία του Δήμου, η αρχαία Αγορά) καταλαμβάνουν το κέντρο, και η πόλη αναπτύσσεται ακτινωτά προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Στο κοσμολογικό επίπεδο οι εξελίξεις ήταν αντίστοιχες. Με τον Αναξίμανδρο εγκαταλείπεται η κάθετη οργάνωση του κόσμου, όπου κυρίαρχη είναι η διάσταση του επάνω και του κάτω, και φτάνουμε στην κυκλική οργάνωση, στην πρωτοκαθεδρία του κέντρου. Υπάρχει επομένως μια σύνδεση των πολιτικών και των πνευματικών διεργασιών. Υπό αυτό το πρίσμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι οι διανοητικές αλλαγές για τις οποίες συζητούμε (η ίδια η γέννηση της φιλοσοφίας) συντελούνται στη Μίλητο, δηλαδή σε μια πόλη η οποία, αν και δεν είναι ακόμη δημοκρατική, είναι η πιο ανεπτυγμένη και η πιο φιλελεύθερη ελληνική πόλη του 6ου αιώνα π.Χ.

2.5. Αναξίμανδρος και Αναξιμένης

Η συνέχεια είναι το βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφικής σκέψης. Τα ερωτήματα που οδήγησαν στις πρώτες φιλοσοφικές θεωρίες εξακολουθούν να απασχολούν και τους μεταγενέστερους. Οι προτεινόμενες λύσεις άλλοτε θεωρούνται ικανοποιητικές και δίνουν έναυσμα σε νέες επεξεργασίες και άλλοτε δεν αντέχουν στην κριτική και αντικαθίστανται από εναλλακτικές θεωρήσεις. Στην αρχαία ελληνική κοινωνία η μετάδοση της φιλοσοφίας ακολούθησε τους ίδιους δρόμους με την ποίηση και τις άλλες τέχνες. Η συστηματική μαθητεία δίπλα σε έναν έμπειρο γνώστη είναι ο βασικός τρόπος για να μεταδοθεί μια τέχνη από τη μια γενιά στην επόμενη.

Μία γενιά χωρίζει και τους συμπολίτες Αναξίμανδρο και Αναξιμένη - τοποθετούμε την «ακμή» του Αναξίμανδρου το 575 π.Χ. και του Αναξιμένη το 545 π.Χ. Δυο σημαντικοί φιλόσοφοι στην ίδια πόλη, την ίδια εποχή. Δεν μας προξενεί λοιπόν εντύπωση ότι όλες οι αρχαίες πηγές κάνουν λόγο για δάσκαλο και για μαθητή. Ας δούμε μια τέτοια περιγραφή:

Ο Αναξιμένης ο Μιλήσιος, ο γιος του Ευρύστρατου, αφού έγινε σύντροφος του Αναξίμανδρου, υποστήριξε κι αυτός ότι μία είναι η υποκείμενη φύση των πραγμάτων, και ότι είναι άπειρη. Δεν την άφησε όμως, όπως εκείνος, ακαθόριστη, αλλά την προσδιόρισε λέγοντας ότι είναι ο αέρας. Ο αέρας διαφοροποιείται, ως προς την πυκνότητα και την αραιότητα σε κάθε οντότητα. Όταν αραιώνει γίνεται φωτιά· όταν πυκνώνει γίνεται άνεμος και μετά σύννεφο· όταν πυκνώνει περισσότερο γίνεται νερό, μετά γη, μετά πέτρες. Όλα τα άλλα πράγματα γίνονται από αυτά.

Σιμπλίκιος, Εις τα φυσικά 24.26-30

Το κείμενο αυτό έχει γραφεί μάλλον από τον Θεόφραστο, 250 χρόνια μετά τον Αναξιμένη. Δεν αναπαράγει πιστά τις εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Αναξιμένης, μας δίνει όμως μια έκθεση των βασικών του θέσεων επιχειρώντας έναν συσχετισμό με τον Αναξίμανδρο. Και οι δυο φιλόσοφοι μίλησαν για μια «άπειρη» πρωταρχική ουσία. Ενώ όμως ο Αναξίμανδρος περιορίστηκε σε αυτή τη δήλωση, ο Αναξιμένης, θέλοντας πιθανόν να φτάσει σε κάτι πιο συγκεκριμένο και οικείο, ταύτισε την πρωταρχική ουσία με τον «άπειρο» αέρα.

Γιατί όμως ο Αναξιμένης επιλέγει τον αέρα; Ίσως γιατί ο αέρας είναι εκείνο το φυσικό υλικό που είναι αρκετά κοντά στο «άπειρο» του Αναξίμανδρου: είναι ένα υλικό ακαθόριστο, άμορφο, ευμετάβλητο, ιδιαίτερα διαδομένο στη φύση, και μάλιστα ένα υλικό που, με τη διαδικασία της αναπνοής, συνδέεται με τη ζωή και τη ζωτικότητα.

Οἷον ἡ ψυχὴ ἡ ἡμετέρα ἀὴρ οὖσα συγκρατεῖ ἡμᾶς, καὶ ὅλον τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει.

Αναξιμένης, απόσπ. 2

Παρά τις ιδιότητες του αυτές, ο αέρας δεν παύει να είναι ένα υπαρκτό υλικό, ένα υλικό που όλοι γνωρίζουμε. Η τάση του Αναξιμένη είναι να κρατήσει κάτι από την καινοτόμο σκέψη του δασκάλου του, χωρίς να απομακρυνθεί πολύ από τον μέσο άνθρωπο. Το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει και από τη θέση του ότι η Γη ισορροπεί πάνω στον αέρα. Η θέση αυτή είναι αρκετά τολμηρή. Η εμπειρία δεν μας δείχνει πολλά βαριά πράγματα που ισορροπούν πάνω σε στρώματα αέρα. Ωστόσο, είναι πολύ λιγότερο προκλητική από την αντίστοιχη θέση του Αναξίμανδρου ότι για την ισορροπία της Γης δεν χρειάζεται κανένα απολύτως υποστήριγμα.

Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο στη φιλοσοφία του Αναξιμένη είναι η αναφορά του στην πύκνωση και στην αραίωση - και μόνο γι᾽ αυτό δικαιούται μια θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η καινοτομία του Αναξιμένη εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν περιορίστηκε στην καταγραφή των φυσικών μεταβολών, αλλά προσπάθησε επιπλέον να προσδιορίσει και έναν μηχανισμό αλλαγής στη φύση. Η βασική του ιδέα είναι ότι η μεγάλη ποικιλία των μορφών που εμφανίζονται στη φύση μπορεί να αναχθεί σε μια μόνο βαθύτερη ουσία (τον αέρα), που μεταβάλλεται ανάλογα με την πυκνότητά της. Η πέτρα και η φωτιά δεν είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα, αλλά οι ακραίες εκδοχές του ίδιου υλικού: η φωτιά είναι η αραιότερη και η πέτρα η πυκνότερη μορφή του αέρα. Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε ακόμη και τη μετατροπή της πέτρας σε φωτιά, αν η πέτρα για κάποιο λόγο υποστεί πάρα πολύ μεγάλη αραίωση (ίσως μέσω θέρμανσης, αφού το θερμό ταιριάζει συνήθως με το αραιό και το ψυχρό με το πυκνό). Δεν είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι με την πύκνωση και την αραίωση ο Αναξιμένης διατύπωσε τον πρώτο φυσικό νόμο στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης.

3. Ο Πυθαγόρας και η πυθαγόρεια σχολή

3.1. Η φιλοσοφία και η παραδοσιακή θρησκεία

Το πρώτο κεφάλαιο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας έχει ολοκληρωθεί στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Η μιλήσια κοσμολογία, με τον Θαλή, τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη, έχει ανοίξει ένα νέο πεδίο έρευνας στην ανθρώπινη εμπειρία, όπου κυρίαρχη είναι η έννοια της φύσης. Το σύνολο των φυσικών μεταβολών, ο αέναος κύκλος της γέννησης και της φθοράς των πραγμάτων, είναι το αντικείμενο της φιλοσοφικής αναζήτησης.

Ο κόσμος των πρώτων φιλοσόφων είναι απρόσωπος. Στη φυσιοκρατική ερμηνεία των Μιλησίων δεν υπάρχει θέση για τους θεούς των ποιητών και της παραδοσιακής λατρείας. Οι ανθρωπόμορφοι θεοί δεν απορρίπτονται ευθέως, γίνονται όμως πλέον περιττοί, αφού δεν τους αναγνωρίζεται καμία δικαιοδοσία στη φυσική πραγματικότητα. Παρ᾽ όλα αυτά ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης δεν διστάζουν να αποκαλέσουν το πρωταρχικό τους υλικό «θείο», όχι για να του προσδώσουν κάποιες υπερφυσικές ικανότητες, αλλά για να τονίσουν την τελειότητα και την κυριαρχία του. Αν υπάρχει λοιπόν κάτι το θεϊκό στον κόσμο, αυτό δεν βρίσκεται έξω από τη φύση, αλλά είναι εγκόσμιο, είναι στοιχείο της ίδιας της φυσικής νομοτέλειας.

Το πρόβλημα της θεότητας και της θρησκευτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων θα έρθει στο προσκήνιο με την επόμενη γενιά των φιλοσόφων: τον Ξενοφάνη από τον Κολοφώνα της Μικράς Ασίας και τον Πυθαγόρα από τη Σάμο. Οι δύο άνδρες ήταν περίπου σύγχρονοι, και η πορεία της ζωής τους παρουσιάζει εντυπωσιακές ομοιότητες. Μεγαλώνουν στην Ιωνία του 6ου αιώνα και επηρεάζονται από το διανοητικό κλίμα της νέας φυσιοκρατικής αναζήτησης. Εγκαταλείπουν αρκετά νωρίς την πατρίδα τους, μάλλον για πολιτικούς λόγους, ταξιδεύουν πολύ και εγκαθίστανται τελικά στην ίδια περιοχή, στη νότια Ιταλία, στην αποκαλούμενη Μεγάλη Ελλάδα. Εκεί διδάσκουν, αποκτούν φήμη και μαθητές. Και στο έργο τους υπάρχει κάτι κοινό, τουλάχιστον στη θεματολογία, αφού και οι δύο ασχολούνται με τη σχέση του ανθρώπου με το θείο. Εδώ όμως οι ομοιότητες σταματούν. Ο Ξενοφάνης είναι ένας περιπλανώμενος ποιητής, ένας κοσμοπολίτης που διαπνέεται από διαφωτιστικές ιδέες. Καταγγέλλει την ανηθικότητα των θεών του Ομήρου και του Ησιόδου, αρνείται τον ανθρωπομορφισμό τους, δείχνει τη σχετικότητα των παραστάσεων των θεών στους διάφορους λαούς και, φτάνοντας τη συλλογιστική του στα άκρα, δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι «αν είχαν χέρια τα βόδια, τα άλογα και τα λιοντάρια, και αν μπορούσαν να ζωγραφίσουν όπως οι άνθρωποι, τότε τα άλογα θα έδιναν μορφή αλόγων στους θεούς τους και τα βόδια μορφή βοδιών» (Ξενοφάνης, απόσπ. 15). Ο Πυθαγόρας αντιθέτως, αν και δεν φαίνεται να επικροτεί την απλοϊκότητα του ελληνικού δωδεκάθεου, θα σεβαστεί το λατρευτικό και τελετουργικό στοιχείο της παραδοσιακής θρησκευτικής πρακτικής και θα αναζητήσει μια πολύ πιο βαθιά και βιωματική θρησκευτικότητα. Στη δική του προσέγγιση η φιλοσοφία συνδέεται άρρηκτα με τη θρησκεία. Ο φιλοσοφικός τρόπος ζωής οδηγεί τον άνθρωπο σε άμεση σχέση με το θείο.

3.2. Η μορφή του Πυθαγόρα στην αρχαία παράδοση

Έχουμε αναφερθεί στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει όποιος προσπαθεί να φτάσει σε μια αντικειμενική αποτίμηση των προσωκρατικών φιλοσόφων - «προσωκρατικούς» ονομάζουμε όλους τους φιλοσόφους που έζησαν πριν από τον Σωκράτη. Η ερμηνεία γίνεται σε μεγάλο βαθμό από δεύτερο χέρι, αφού κανένα πλήρες φιλοσοφικό έργο δεν έχει διασωθεί από την πρώιμη αυτή περίοδο. Τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα στην περίπτωση του Πυθαγόρα.

Δεν μας λείπουν οι αρχαίες μαρτυρίες για τον Πυθαγόρα. Για κανέναν άλλο αρχαίο φιλόσοφο δεν έχουν διασωθεί περισσότερες βιογραφικές και ανεκδοτολογικές λεπτομέρειες. Μόνο κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. γράφονται τρεις εκτεταμένες βιογραφίες του Πυθαγόρα, και όλες έχουν σωθεί: Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων· Πορφύριος, Πυθαγόρου βίος· Ιάμβλιχος, Περί του πυθαγορείου βίου. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση ο όγκος των πληροφοριών μας είναι αντιστρόφως ανάλογος της αξιοπιστίας τους. Το πρόβλημα με τον Πυθαγόρα είναι ότι τα περισσότερα από όσα γνωρίζουμε γι᾽ αυτόν προέρχονται από οπαδούς του, από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως «Πυθαγόρειοι». Οι άνθρωποι αυτοί γράφουν, πολλούς αιώνες μετά τον Πυθαγόρα, όχι για να μεταδώσουν μια αντικειμενική εικόνα του πνευματικού τους πατέρα και του έργου του, αλλά για να προπαγανδίσουν την αξία της σχολής τους. Είναι σαν να προσπαθείς να αντλήσεις αντικειμενικά στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Ιησού μέσα από τη μεταγενέστερη χριστιανική γραμματεία.

Ο Πυθαγόρας είναι ο πρώτος έλληνας φιλόσοφος που ίδρυσε σχολή. Και μάλιστα μια σχολή που θυμίζει περισσότερο κλειστή θρησκευτική αδελφότητα παρά φιλοσοφικό διδασκαλείο. Ο ίδιος δεν έγραψε τίποτε - κατά πάσαν πιθανότητα συνειδητά. Στήριξε τη διδασκαλία του στη ζωντανή επαφή με τους μαθητές του, στην προβολή του δικού του υποδειγματικού τρόπου ζωής και στη θέσπιση αυστηρών κανόνων συμπεριφοράς και πίστης, που εξασφάλιζαν τη μύηση των νέων μελών και τη συνοχή της πυθαγόρειας κοινότητας. Η σχολή του Πυθαγόρα αποδείχθηκε η πιο ανθεκτική φιλοσοφική σχολή του αρχαίου κόσμου. Οι πυθαγόρειες κοινότητες γνώρισαν στιγμές ιδιαίτερης αίγλης και στιγμές παρακμής, αλλά δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν, ακόμη και μετά το τέλος της ελληνικής αρχαιότητας. Η συνοχή που τις χαρακτηρίζει και εξηγεί τη μακροβιότητά τους δεν οφείλεται σε ένα αυστηρά καθορισμένο θεωρητικό πλαίσιο. Από πολύ νωρίς η πυθαγόρεια φιλοσοφία αναμείχθηκε με άλλες συγγενείς φιλοσοφικές τάσεις, και ιδίως με τον πλατωνισμό. Πιο σημαντική για τους Πυθαγόρειους ήταν η υπεράσπιση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, που υποτίθεται ότι εισήγαγε ο ίδιος ο ιδρυτής της σχολής τους. Ήταν λοιπόν απαραίτητο να συντηρηθεί και να εμπλουτιστεί ο μύθος της υποδειγματικής ζωής του Πυθαγόρα, ώστε να αποτελεί διαρκές παράδειγμα προς μίμηση για τους νεότερους οπαδούς του.

Οι λεπτομέρειες επομένως για τη ζωή του Πυθαγόρα είναι τόσο ανομοιογενείς και αναξιόπιστες, ώστε κάποιοι σκεπτικιστές έφτασαν στο σημείο να αμφιβάλουν και για την ίδια την ιστορική του ύπαρξη. Κάτι τέτοιο όμως είναι υπερβολικό, αφού το όνομα του Πυθαγόρα αναφέρεται σε πολύ παλιούς συγγραφείς, όπως ο σύγχρονός του Ξενοφάνης και οι λίγο μεταγενέστεροι Ηράκλειτος, Ηρόδοτος και Εμπεδοκλής.

Λένε ότι όταν κάποτε είδε να βασανίζουν ένα σκυλάκι, το συμπόνεσε και είπε: «Σταμάτα, μην το χτυπάς, γιατί είναι η ψυχή κάποιου φίλου· την αναγνώρισα όταν άκουσα τη φωνή του.»

Ξενοφάνης, απόσπ. 7

Ο Πυθαγόρας, ο γιος του Μνησάρχου, περισσότερο απ᾽ όλους επιδόθηκε στην έρευνα· και αφού επέλεξε από αυτές τις γνώμες, έφτιαξε τη δική του σοφία: πολυμάθεια και δόλια τέχνη.

Ηράκλειτος, απόσπ. 129

Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος πολύμαθος, που κατείχε κάθε λογής σοφή τέχνη και απέκτησε τα πιο μεγάλα πνευματικά πλούτη· γιατί όποτε ήθελε από τα βάθη της καρδιάς του, εύκολα έβλεπε το κάθε πράγμα σε δέκα και είκοσι ανθρώπινες γενιές.

Εμπεδοκλής, απόσπ. 129

Τι λένε αυτοί οι άνθρωποι για τον Πυθαγόρα; Ο Ξενοφάνης τον ειρωνεύεται, ο Ηράκλειτος απορρίπτει την «πολυμάθεια και τη δόλια τέχνη του», ο Εμπεδοκλής τον εξυμνεί και ο Ηρόδοτος συνδέει τις απόψεις του με ξένα μυστικά δόγματα (Ιστορίαι 2.123). Από τις αναφορές αυτές συμπεραίνουμε ότι ο Πυθαγόρας θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα γνωστή και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της εποχής του.

Με κάθε λοιπόν επιφύλαξη μπορούμε να φτάσουμε σε ένα σχεδίασμα της ζωής του Πυθαγόρα. Γεννήθηκε στη Σάμο περί τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., και εκεί πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του. Ήταν σύγχρονος με τον Αναξιμένη και τον Ξενοφάνη - διαμορφώθηκε επομένως μέσα στο διανοητικό κλίμα της ιωνικής φυσιοκρατικής σκέψης. Στα νεανικά του χρόνια πρέπει να ταξίδεψε αρκετά, και είναι πιθανό να γνώρισε από πρώτο χέρι τις δοξασίες των ανατολικών λαών και ιδίως των Αιγυπτίων. Το πιο πιθανό είναι να υπήρξε αυτοδίδακτος, αν και δεν αποκλείεται να μαθήτευσε κοντά στον Φερεκύδη από τη Σύρο, μια μυστηριώδη μορφή του 6ου αιώνα π.Χ., που ορισμένοι θεωρούν πρόδρομο της φιλοσοφικής σκέψης. Ήρθε σε σύγκρουση με το τυραννικό καθεστώς του Πολυκράτη στη Σάμο, και εγκατέλειψε την πατρίδα του γύρω στο 530 π.Χ. Εγκαταστάθηκε στον Κρότωνα της νότιας Ιταλίας, και γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη και κύρος, αφού εντυπωσίασε τους Κροτωνιάτες με τη σοφία και τις ιδιαίτερες ψυχικές του δυνάμεις. Γύρω του συγκροτήθηκε μια κοινότητα πιστών οπαδών, ανδρών και γυναικών, από την αριστοκρατική νεολαία της περιοχής. Η κοινότητα των Πυθαγορείων ασπαζόταν τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά δόγματα του ιδρυτή της, είχε όμως και ενεργή ανάμειξη στην πολιτική ζωή της νότιας Ιταλίας. Η επικράτηση των Πυθαγορείων στον Κρότωνα πιθανόν να συνέβαλε στην κυρίαρχη θέση της πόλεως αυτής στην περιοχή. Όπως όμως ήταν φυσικό, μια προσωπικότητα χαρισματική σαν του Πυθαγόρα προκαλεί και έντονες εχθρότητες. Μετά από ταραχές που ξέσπασαν στον Κρότωνα, ο Πυθαγόρας αναγκάστηκε να μετοικήσει στο κοντινό Μεταπόντιο, όπου και πέθανε. Μετά τον θάνατό του οι Πυθαγόρειοι συνέχισαν τη δράση τους, ακόμη και στη μητροπολιτική Ελλάδα με τον Φιλόλαο στα τέλη του 5ου αιώνα. Στα χρόνια του Πλάτωνα, κέντρο της πυθαγόρειας φιλοσοφίας είναι ο Τάραντας στην νότια Ιταλία, και κυρίαρχη μορφή ο μεγάλος μαθηματικός Αρχύτας.

3.3. Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής

Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε ως θεωρία. Ο φιλόσοφος τοποθετείται απέναντι στον κόσμο, τον παρατηρεί και τον ερμηνεύει. Στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξής της η φιλοσοφία δεν ενδιαφέρεται για την εσωτερική φύση του ανθρώπου ούτε για τις μορφές της κοινωνικότητάς του. Ο άνθρωπος, όταν αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης, αντιμετωπίζεται ως βιολογικό ον, ως μέρος της φύσης, το οποίο διέπεται από την ίδια νομοτέλεια με τα άλλα φυσικά όντα. Η συμβολή της φιλοσοφίας στην ανθρώπινη γαλήνη και ευτυχία είναι μόνο έμμεση: η βοήθειά της περιορίζεται στην εξοικείωση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον, αφού η φύση είναι λιγότερο απειλητική όταν είναι έλλογη. Για τα πάθη όμως του ανθρώπου, για τις εσωτερικές του αντιφάσεις, για τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, η ποίηση και η θρησκεία εξακολουθούν να έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία από τη φιλοσοφία. Κατά μία έννοια, η ανθρώπινη ψυχή δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί από τους φιλοσόφους.

Το νέο στοιχείο που φέρνει ο Πυθαγόρας στην ελληνική σκέψη είναι η σύλληψη της φιλοσοφίας ως τρόπου ζωής. Η φιλοσοφική μύηση δεν είναι απλώς εισαγωγή σε ένα θεωρητικό σύστημα, είναι ολοκληρωτική ψυχική μεταστροφή, στράτευση σε έναν νέο τρόπο ζωής. Στη διδασκαλία του Πυθαγόρα η έμφαση δίνεται στο βιωματικό στοιχείο και όχι στο γνωστικό. Γι᾽ αυτό η φιλοσοφία δεν μπορεί να καλλιεργηθεί σε απομόνωση: απαιτεί την ένταξη σε μια ομάδα ομοϊδεατών και ὁμακόων (που ακούν τα ίδια διδάγματα), σε μια αδελφότητα με αυστηρή ιεραρχία και κοινοκτημοσύνη αγαθών, όπου δεσπόζει η μορφή του δασκάλου και μύστη. Η κοινότητα των Πυθαγορείων είναι κλειστή: ο κανόνας της σιωπής προστατεύει τα κοινά δόγματα από τα βέβηλα αφτιά των αμύητων. Σιωπή επιβάλλεται και στα νέα μέλη της κοινότητας κατά την περίοδο της μαθητείας τους, που κρατά πέντε χρόνια, ωσότου αποκτήσουν το δικαίωμα της εισόδου στον ενδότερο κύκλο των μυημένων και το πλεονέκτημα της προσωπικής επαφής με τον Πυθαγόρα.

Η συμπεριφορά ενός Πυθαγορείου καθορίζεται από ένα σύνολο προτρεπτικών και απαγορευτικών κανόνων, που καλύπτουν ποικίλες πλευρές της καθημερινής ζωής. Πρόκειται για τα πυθαγόρεια «ακούσματα», για προφορικές δηλαδή εντολές και αφορισμούς που αποστηθίζονταν από τα μέλη της κοινότητας και συνέβαλλαν στην ενιαία στάση τους. Τα περισσότερα «ακούσματα» καθορίζουν κανόνες αποχής: «Μην τρως κουκιά,» «Μη σηκώνεις ό,τι πέφτει από το τραπέζι,» «Μην τεμαχίζεις το ψωμί,» «Μην αγγίζεις άσπρο κόκορα.» Άλλα πάλι θυμίζουν λαϊκά γνωμικά: «Μη σκαλίζεις τη φωτιά με το μαχαίρι,» «Μη μαδάς το στεφάνι,» «Μην παραβιάζεις τη ζυγαριά.» Μια τρίτη τέλος κατηγορία δίνει επιγραμματικές απαντήσεις σε κρίσιμες ερωτήσεις: «Τι είναι το πιο σοφό; Ο αριθμός.» «Τι είναι το πιο δίκαιο; Το να θυσιάζεις.» «Τι είναι το πιο ωραίο; Η αρμονία.» Τα «ακούσματα» ονομάζονταν και «σύμβολα», γιατί, όπως φαίνεται από τα παραδείγματα που παραθέσαμε, κατά κανόνα έχουν αλληγορική σημασία και δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τον πραγματικό σκοπό της επιβολής τους. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η τήρηση αυτών των εντολών ενίσχυε την εσωτερική συνοχή των πυθαγόρειων κοινοτήτων.

Ποιο μπορεί να ήταν το κίνητρο ενός νέου για να υιοθετήσει τον τρόπο ζωής των Πυθαγορείων; Το κίνητρο αυτό πρέπει να ήταν ισχυρό, γιατί μόνο έτσι εξηγείται η γρήγορη ανάπτυξη και η μακροβιότητα των πυθαγόρειων κοινοτήτων. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι μόνο η θρησκευτική ανησυχία μπορεί να προκαλέσει τόσο άμεση και ολοκληρωτική μεταστροφή. Η διανοητική περιέργεια, αν δεν συνδυαστεί με κάποιας μορφής αποκαλυπτική γνώση που διασφαλίζει την ευτυχία ή τη σωτηρία του ατόμου, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως συνεκτικός ιστός μιας κλειστής κοινότητας ομοϊδεατών. Η πυθαγόρεια αδελφότητα έχει χαρακτηριστικά θρησκευτικής αίρεσης και τα μέλη της ακολουθούν καθορισμένους κανόνες λατρευτικής πρακτικής. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας ενσαρκώνει για τους οπαδούς του τη μορφή ενός «θείου ανδρός». Του αποδίδονται θεϊκή καταγωγή (λέγεται ότι ήταν γιος του υπερβορείου Απόλλωνα) και υπερφυσικές ικανότητες. Έλεγαν ότι ήταν σε θέση να εμφανίζεται σε πολλά μέρη ταυτοχρόνως, ότι προφήτευε το μέλλον, επικοινωνούσε με τα ζώα και έκανε θαύματα. Ο θρύλος της μυθιστορηματικής ζωής του Πυθαγόρα θα πρέπει να καλλιεργήθηκε από τον ίδιο και να συντηρήθηκε από τους επιγόνους του, προκειμένου να έχουν τα νέα μέλη των πυθαγόρειων ομίλων ένα πρακτικό πρότυπο μίμησης.

Ο Πυθαγόρειος επιζητεί τη διαφοροποίησή του από τους συνηθισμένους ανθρώπους. Είναι ηθικολόγος, υπερασπιστής των καθιερωμένων ηθικών αξιών, όπως ο σεβασμός της οικογένειας, η απαγόρευση της μοιχείας, η ευσέβεια και η πιστή τήρηση του τελετουργικού της θρησκείας - αλλά αυτό δεν αρκεί. Η διαφοροποίηση επιτυγχάνεται με τον ομαδικό τρόπο ζωής, που στηρίζεται στην προβολή της φιλίας, της αλληλεγγύης και της κοινοκτημοσύνης. Επιτυγχάνεται όμως κυρίως με την υιοθέτηση ενός ασκητικού ιδεώδους: η μύηση στην πυθαγόρεια φιλοσοφία είναι μια διαδικασία κάθαρσης, μια πορεία εξαγνισμού της ψυχής, απελευθέρωσης από τις ανάγκες και τις δεσμεύσεις του σώματος. Αυτό μαρτυρούν οι απαγορεύσεις που επιβάλλονται στα μέλη της πυθαγόρειας κοινότητας σχετικά με τη διατροφή, τις λατρευτικές πρακτικές και την καθημερινή συμπεριφορά τους. Παρά την ανομοιογένειά τους, οι απαγορεύσεις αυτές αναδεικνύουν τη διαφορετική μοίρα του σώματος και της ψυχής.

3.4. Το δόγμα της μετεμψύχωσης

Ο Πυθαγόρας υπήρξε θρησκευτικός ηγέτης και εισηγητής ενός νέου τρόπου ζωής. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται με βεβαιότητα από τις διαθέσιμες μαρτυρίες. Αγνοούμε ωστόσο το ακριβές περιεχόμενο της θεωρητικής του διδασκαλίας. Αν κρίνουμε από τους μεταγενέστερους Πυθαγορείους, της κλασικής και της ελληνιστικής εποχής, δύο είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πυθαγόρειας σχολής. Η πεποίθηση ότι οι αριθμοί είναι αρχές των όντων. Και το δόγμα της μετεμψύχωσης - η πίστη δηλαδή ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ότι μπορεί να μεταβαίνει μετά τον θάνατο του σώματος σε άλλα ζωικά είδη. Οι δύο αυτές αντιλήψεις συνυπήρχαν στην πυθαγόρεια παράδοση, δεν θα πρέπει όμως να είχαν πάντοτε την ίδια βαρύτητα, όπως δείχνει η διαίρεση των Πυθαγορείων της κλασικής εποχής σε «μαθηματικούς» και σε «ακουσματικούς». Στους «μαθηματικούς» πρωτεύον ήταν το ενδιαφέρον για τη γεωμετρία, την αστρονομία και τη θεωρία της μουσικής, ενώ «ακουσματικοί»χαρακτηρίζονταν όσοι ήταν προσανατολισμένοι προς τον θρησκευτικό και μυστικιστικό πυρήνα του πυθαγορισμού. Ποια όμως ήταν η συμβολή του ίδιου του Πυθαγόρα στη διαμόρφωση αυτών των ιδεών;

«Λένε ότι όταν κάποτε είδε να βασανίζουν ένα σκυλάκι, το συμπόνεσε και είπε: "Σταμάτα, μην το χτυπάς, γιατί είναι η ψυχή κάποιου φίλου· την αναγνώρισα όταν άκουσα τη φωνή του."» Η ειρωνεία είναι έκδηλη στους στίχους αυτούς του Ξενοφάνη, όπου για πρώτη φορά στην αρχαία γραμματεία μνημονεύεται ο Πυθαγόρας. Για να γίνει όμως αντιληπτή η ειρωνεία στο κοινό του Ξενοφάνη, θα πρέπει να ήταν ήδη γνωστό ότι ο Πυθαγόρας πίστευε στη μετεμψύχωση. Η πεποίθηση ότι ο Πυθαγόρας κήρυσσε το δόγμα της μετεμψύχωσης, και μάλιστα ότι ήταν ο εισηγητής του στον ελληνικό χώρο, είναι κοινός τόπος στους αρχαίους συγγραφείς. Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι 2.123) θεωρεί ότι αυτή η δοξασία έχει αιγυπτιακή καταγωγή, αφού, κατά τα λεγόμενά του, οι Αιγύπτιοι είναι οι πρώτοι που υποστήριξαν ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και ότι συμπληρώνει έναν κύκλο διαδοχικών μετενσαρκώσεων σε άλλα ζωικά είδη, που διαρκεί 3.000 χρόνια, πριν επιστρέψει σε ένα νέο ανθρώπινο σώμα. Ο Πυθαγόρας, που είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τους ανατολικούς πολιτισμούς, έφερε αυτή τη δοξασία στην Ελλάδα. Γύρω από τη μέριμνα για τη μεταθανάτια μοίρα της ανθρώπινης ψυχής οργανώθηκαν από τα τέλη του 6ου αιώνα ποικίλα θρησκευτικά κινήματα, σημαντικότερο από τα οποία αναδείχθηκε το κίνημα των Πυθαγορείων.

Η ιδέα της μετεμψύχωσης είναι όντως νέα στην Ελλάδα, και το πιο λογικό είναι να υποθέσουμε ότι δεν την επινόησε ο Πυθαγόρας αλλά ότι την εισήγαγε από κάπου αλλού. Για τους αρχαίους Έλληνες η πηγή όλων των σεβαστών πνευματικών δανείων ήταν η Αίγυπτος. Στην αιγυπτιακή ωστόσο θρησκεία δεν πιστοποιείται το δόγμα της μετεμψύχωσης. Κατά μία εκδοχή η δοξασία αυτή έφτασε στην Ελλάδα από τη Σκυθία διαμέσου των ελληνικών αποικιών του Εύξεινου Πόντου. Ο Πυθαγόρας, κατά την εκδοχή αυτή, είναι κάτι αντίστοιχο με τους «Σαμάνες» της βορειοανατολικής Ευρώπης. Οι Σαμάνες είναι σεβάσμιες μορφές ανθρώπων οι οποίοι, μετά από σκληρή εξάσκηση και νηστεία, έχουν αποκτήσει θεϊκές δυνάμεις και είναι σε θέση ακόμη και στη διάρκεια της ζωής τους να αποδεσμεύσουν τον θεϊκό εαυτό τους από το σώμα τους. Κατά μία άλλη εκδοχή, οι Έλληνες γνώρισαν το δόγμα της μετεμψύχωσης από τους Ινδούς, με τους οποίους βρίσκονταν σε έμμεση επαφή από τους εμπορικούς δρόμους της Περσίας. Όπως και να έχουν τα πράγματα, το σημαντικό για μας δεν είναι η καταγωγή της πίστης στη μετεμψύχωση αλλά το γεγονός ότι ο Πυθαγόρας κατάφερε με επίκεντρο την πίστη αυτή να δημιουργήσει ένα νέο πνευματικό κίνημα στην Ελλάδα.

Όποιος πιστεύει στη μετεμψύχωση θεωρεί ότι η ζωή συνεχίζεται και μετά τον θάνατο του σώματος. Βεβαίως η πίστη σε κάποια μορφή μεταθανάτιας ζωής αποτελεί κοινό κτήμα των ανθρώπων από πολύ παλιά, όπως μαρτυρούν τα ταφικά έθιμα πολλών γνωστών πολιτισμών. Στα ομηρικά έπη μάλιστα έχουμε περιγραφές του Άδη, όπου οι ψυχές των νεκρών παρουσιάζονται ως σκιές ή φαντάσματα που έχουν αποδεσμευθεί από το σώμα τους. Το δόγμα της μετεμψύχωσης προϋποθέτει ακόμη τη μεταθανάτια τιμωρία ή ανταμοιβή: ο κύκλος των διαδοχικών μετενσαρκώσεων δεν μπορεί να είναι τυχαίος, αλλά θα πρέπει να εξαρτάται από τον τρόπο που έζησε κανείς τη ζωή του. Και η δοξασία αυτή θα πρέπει να προϋπήρχε στον ελληνικό χώρο, αφού τα Ελευσίνια μυστήρια προετοίμαζαν τους πιστούς για μια καλύτερη ζωή στον Άδη ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. Απέκτησε όμως πολύ μεγαλύτερη διάδοση κατά τον 5ο αιώνα, και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το πυθαγόρειο ρεύμα έπαιξε κάποιο ρόλο σε αυτό. Ο πιστός ωστόσο που συμμετέχει στα Ελευσίνια μυστήρια ή σε παρόμοιες τελετές εκτελεί απλώς ένα θρησκευτικό καθήκον, χωρίς να εξαρτά τη σωτηρία του από μια ριζική αλλαγή της ζωής του. Για τον Πυθαγόρειο αντιθέτως η προσχώρηση σε έναν νέο ασκητικό τρόπο ζωής είναι ο μοναδικός δρόμος για να ξεκινήσει ευνοϊκά ο κύκλος των μετενσαρκώσεων της ψυχής του. Με την πρακτική του επιδιώκει την καταπόνηση του σώματος και τον εξαγνισμό της ψυχής του. Επομένως, η ανθρώπινη ψυχή θεωρείται κάτι το εντελώς διαφορετικό από το σώμα, είναι μια οντότητα αθάνατη και αυθύπαρκτη που μπορεί να ζήσει και μέσα σε διαφορετικά σώματα. Εδώ εντοπίζεται η θεωρητική επανάσταση του Πυθαγόρα.

Για τον άνθρωπο της αρχαϊκής εποχής η ψυχή και το σώμα αποτελούσαν ενότητα. Ακόμη και όταν με τη λυρική ποίηση διευρύνθηκε το φάσμα των ψυχικών διεργασιών και αναδείχθηκε η προσωπικότητα του ατόμου, η ψυχή εξακολουθούσε να βρίσκεται σε απόλυτη ισορροπία με το σώμα. Η διδασκαλία όμως του Πυθαγόρα διέρρηξε αυτή την ενότητα. Η ψυχή αυτονομείται, και η καλλιέργειά της γίνεται το πρωταρχικό καθήκον στις κοινότητες των Πυθαγορείων. Με τη σιωπή, τη νηστεία, το αυστηρό τελετουργικό, την ομαδική ζωή, τη μίμηση του «θείου ανδρός», με πρακτικές δηλαδή κατά βάση θρησκευτικές, οι μαθητές του Πυθαγόρα προσδοκούσαν τη σωτηρία της ψυχής τους.

Και η πυθαγόρεια φιλοσοφία; Αν η διδασκαλία του Πυθαγόρα περιορίζεται στην προετοιμασία της ψυχής για τις μεταθανάτιες μετενσαρκώσεις της, γιατί θεωρούμε τον Πυθαγόρα φιλόσοφο και δεν τον αντιμετωπίζουμε απλώς ως θρησκευτικό μεταρρυθμιστή; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε την πυθαγόρεια αντίληψη για τους αριθμούς.

3.5. Μυστικισμός και μαθηματικά

Στην εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη η θέση των Πυθαγορείων στην πνευματική σκηνή της Ελλάδας είναι πλήρως κατοχυρωμένη. Οι πιο σημαντικές επιτεύξεις στα μαθηματικά και την αστρονομία προέρχονται από τον κύκλο των Πυθαγορείων: το λεγόμενο πυθαγόρειο θεώρημα, η ανακάλυψη των ασύμμετρων μεγεθών, η σφαιρικότητα του σύμπαντος, η κίνηση της Γης. Η θεωρία της μουσικής, προνομιακό πεδίο μελέτης των Πυθαγορείων, έχει αναδειχθεί σε αυτόνομο μαθηματικό κλάδο. Αλλά και στη φιλοσοφία όλοι αναγνωρίζουν την ιδιαιτερότητα της πυθαγόρειας παράδοσης, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η πρωταρχική σημασία των αριθμών. Μιλώντας συλλογικά για τους «λεγόμενους Πυθαγορείους», ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τη συμβολή τους στη φιλοσοφική σκέψη και θεωρεί ότι «η συστηματική ενασχόλησή τους με τα μαθηματικά τούς οδήγησε στην πεποίθηση ότι οι αρχές των μαθηματικών είναι και αρχές όλων των όντων» (Μετά τα φυσικά Α5 985b24-26). Βασικό στοιχείο της φιλοσοφίας των Πυθαγορείων είναι η σύλληψη όλου του σύμπαντος ως «αρμονίας και αριθμού», μια σύλληψη που, κατά τον Αριστοτέλη, προήλθε από την ανακάλυψή τους ότι «οι ιδιότητες και οι αναλογίες των μουσικών αρμονιών ανάγονται στους αριθμούς» (Μετά τα φυσικά Α5 985b32-986a4). Όσο για τον Πλάτωνα, κοινή είναι η πεποίθηση ότι είναι βαθύτατα επηρεασμένος από την πυθαγόρεια κοσμοθεωρία: υιοθετεί την αθανασία της ψυχής και τη μετεμψύχωση, ταυτίζει τη μέθοδο της φιλοσοφίας με τη μέθοδο των μαθηματικών, προβάλλει τη γεωμετρική δομή του σύμπαντος και ιδρύει τη δική του σχολή (την πλατωνική Ακαδημία) στα πρότυπα της οργάνωσης των Πυθαγορείων.

Εκατό χρόνια λοιπόν μετά τον Πυθαγόρα, η σχολή που αυτός ίδρυσε ως θρησκευτική αδελφότητα έχει στραφεί προς τη μαθηματική φιλοσοφία και έχει σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη των βασικότερων κλάδων της ελληνικής επιστήμης. Δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι στην πορεία της εξέλιξής τους οι πυθαγόρειες κοινότητες αποκαθήλωσαν την ιερή εικόνα του πνευματικού τους πατέρα ή ότι εγκατέλειψαν τα δόγματά του· εξακολουθούσαν να υπερασπίζονται τον ομαδικό τρόπο ζωής, φρόντιζαν για τον εξαγνισμό της ψυχής τους, διατηρούσαν τις πολιτικές τους βλέψεις. Πώς μπόρεσαν όμως οι Πυθαγόρειοι να συνδυάσουν δημιουργικά τη βαθιά θρησκευτικότητα με τη μαθηματική επιστήμη;

Για τον σύγχρονο άνθρωπο αυτός ο συνδυασμός είναι αδιανόητος - η επιστήμη τοποθετείται στους αντίποδες της θρησκείας και του μυστικισμού. Αν παρακολουθήσουμε ωστόσο τη μακρά ιστορία της ανθρώπινης σκέψης, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η αντίληψη δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Ειδικότερα τα μαθηματικά είχαν πάντοτε ιδιαίτερη αίγλη στους μυστικιστικούς κύκλους. Το οικοδόμημα της μαθηματικής σκέψης είναι προϊόν της μεγαλύτερης δυνατής αφαίρεσης. Το χαρακτηρίζει η αυστηρότητα, η εσωτερική συνέπεια, η πληρότητα, όλα εκείνα δηλαδή τα στοιχεία που απουσιάζουν από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι τα μαθηματικά αναπτύχθηκαν αρκετά νωρίς στην Ελλάδα, καταλαβαίνει γιατί αποτέλεσαν το υπόδειγμα της τελειότητας σε έναν κόσμο που έμοιαζε ακόμη χαοτικός και ανεξερεύνητος. Όποιος αντιμετωπίζει με καχυποψία την καθημερινή ανθρώπινη εμπειρία και αναζητεί κάπου αλλού ένα σύμπαν σταθερότητας και αρμονίας (στην τελετουργική μέθεξη, στον εξαγνισμό της ψυχής του ή στις αμετάβλητες φιλοσοφικές έννοιες) είναι φυσικό να γοητεύεται από τη μαθηματική σκέψη. Μπορούμε να διακρίνουμε στο εσωτερικό της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας μια ισχυρή παράδοση που αξιοποιεί τη συγγένεια μαθηματικών και φιλοσοφίας. Η τάση αυτή ξεκινά από τον Αναξίμανδρο, περνά από τους Πυθαγορείους και τον Παρμενίδη και καταλήγει στον Πλάτωνα και τις ποικίλες μορφές του πλατωνισμού. Τώρα ίσως αντιλαμβανόμαστε γιατί ο συνδυασμός μαθηματικής επιστήμης και μυστικισμού, που χαρακτηρίζει την πυθαγόρεια φιλοσοφία, δεν είναι τόσο παράλογος.

3.6. Οι αριθμοί ως αρχές των όντων

Το Αστρονομικό Σύστημα του Φιλόλαου

Όλα τα πράγματα που γνωρίζουμε έχουν αριθμό· γιατί χωρίς τον αριθμό δεν είναι δυνατόν ούτε να σκεφτούμε ούτε να γνωρίσουμε τίποτε.

Φιλόλαος, απόσπ. 4

Η φύση συναρμόστηκε σε κοσμική τάξη από τα άπειρα και τα πεπερασμένα· και όλος ο κόσμος και όσα υπάρχουν μέσα σ᾽ αυτόν.

Φιλόλαος, απόσπ. 1

Τα παλαιότερα κείμενα που διαθέτουμε από την πυθαγόρεια παράδοση προέρχονται από τον Φιλόλαο, έναν σύγχρονο του Σωκράτη. Στα αποσπάσματα του Φιλόλαου τονίζεται η πρωταρχική σημασία του αριθμού, ο οποίος ανάγεται σε αρχή κατανόησης των πάντων. Αν τα υπάρχοντα πράγματα δεν είχαν αριθμητική δομή, δεν θα μπορούσαμε να τα γνωρίσουμε. Το ίδιο ισχύει και για όλο το σύμπαν, για την ίδια τη φύση. Το σύμπαν παράγεται από το πέρας και το άπειρο, τα οποία αποτελούν τα συστατικά στοιχεία των αριθμών. Η αρμονική τάξη της φύσης επιτρέπει την ουσιαστική της κατανόηση.

Στα κείμενα αυτά διακρίνεται η συμφιλίωση της πυθαγόρειας φιλοσοφίας με τη φυσιοκρατική παράδοση των ιώνων Προσωκρατικών. Έννοιες όπως «φύση», «κόσμος», «άπειρο» ανήκουν στο οπλοστάσιο της προσωκρατικής σκέψης. Το νέο στοιχείο είναι η σύνδεση της κοσμικής τάξης με τους αριθμούς και τη μουσική αρμονία. Οι αριθμοί καθορίζουν τις συμφωνίες των τόνων που παράγουν το αρμονικό μουσικό αποτέλεσμα. Οι αριθμοί βρίσκονται πίσω από τις αρμονικές κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, από τη δεδομένη τάξη του σύμπαντος. Άρα στην πυθαγόρεια φιλοσοφία τα μαθηματικά, η μουσική και η αστρονομία συνδέονται στενά μεταξύ τους, αποτελούν «αδελφές επιστήμες», αφού σε όλες κυριαρχεί ο αριθμός (Πλάτων, Πολιτεία 530d).

Η μουσική θεωρία των Πυθαγορείων θεμελιώθηκε στην ανακάλυψη ότι βασικές μουσικές «αναλογίες», οι συμφωνίες δηλαδή των ήχων που παράγουν αρμονικό αποτέλεσμα, έχουν μορφή απλών αριθμητικών σχέσεων: 2/1 (η «οκτάβα»), 3/2 (η «πέμπτη»), 4/3 (η «τετάρτη»). Στις σχέσεις επομένως ανάμεσα στους τέσσερις πρώτους αριθμούς κρύβεται το μυστικό της μουσικής αρμονίας. Το άθροισμα των τεσσάρων αυτών αριθμών (1+2+3+4) δίνει τον αριθμό 10, τον οποίο οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν τέλειο αριθμό - στο λεξιλόγιό τους ονομαζόταν και«τετρακτύς».

Ο τέλειος αριθμός 10 εμφανίζεται και στην αστρονομία των Πυθαγορείων. Σύμφωνα με μια ιδιότυπη αστρονομική σύλληψη, που ανάγεται στον Φιλόλαο, η Γη δεν είναι ακίνητη αλλά περιφέρεται γύρω από το κεντρικό πυρ (την «ἑστία») που καταλαμβάνει το κέντρο του κλειστού σφαιρικού σύμπαντος. Γύρω από το κεντρικό πυρ κινούνται επίσης κυκλικά ο Ήλιος, οι υπόλοιποι γνωστοί πλανήτες και η σφαίρα των απλανών αστέρων. Έτσι όμως τα ουράνια σώματα ήταν εννέα - η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη, οι πέντε πλανήτες και οι απλανείς. Όπως λοιπόν μας εξηγεί ο Αριστοτέλης, οι Πυθαγόρειοι πρόσθεσαν άλλον έναν πλανήτη, έτσι ώστε ο αριθμός των ουρανίων σωμάτων να φτάσει στον τέλειο αριθμό 10 (Μετά τα φυσικά Α5 986a3). Τον πρόσθετο πλανήτη τον ονόμασαν Ἀντίχθονα, δηλαδή αντι-Γη, γιατί βρίσκεται πάντοτε στους αντίποδες της Γης και δεν είναι ορατός από το κατοικημένο τμήμα της Γης (βλ. σχήμα).

Το ευφάνταστο αυτό αστρονομικό μοντέλο δεν είχε πρακτική χρησιμότητα, αφού δεν μπορούσε να εξηγήσει τα γνωστά αστρονομικά φαινόμενα. Φαίνεται όμως ότι τον Φιλόλαο και τους Πυθαγορείους δεν τους απασχολούσε η επίλυση των αστρονομικών προβλημάτων και η πρακτική εφαρμογή. Αυτό που ήθελαν ήταν να δώσουν απλώς μια εικόνα της τάξης και της αρμονίας του ουρανού. Στη δική τους περιγραφή ο ουρανός παρουσίαζε στοιχεία τελειότητας: ήταν κλειστός, δηλαδή είχε όρια, είχε πέρας· είχε το τελειότερο σχήμα, το σφαιρικό· η κίνησή του ήταν η κυκλική. Το κυριότερο όμως ήταν ότι ο ουρανός εμπεριείχε δέκα ουράνια σώματα, ενσωμάτωνε επομένως τις βασικές αριθμητικές αναλογίες, γινόταν «αρμονία και αριθμός». Από εδώ πρέπει να προέκυψε και η διαδεδομένη πεποίθηση ότι υπάρχει η «αρμονία των σφαιρών», μια ουράνια δηλαδή μουσική, την οποία μπορούν να ακούσουν μόνο οι μυημένοι στον ενδότερο κύκλο της πυθαγόρειας αδελφότητας.

Είναι σίγουρο ότι ο ίδιος ο Πυθαγόρας δεν δίδαξε αυτές τις προωθημένες αντιλήψεις. Και μόνο το γεγονός ότι στην εποχή του Πυθαγόρα οι πλανήτες ήταν άγνωστοι στην Ελλάδα αρκεί για να μας πείσει. Είναι όμως εξίσου απίθανο να μην υπήρχε στην αυθεντική διδασκαλία του Πυθαγόρα τίποτε σχετικό με αυτές τις αντιλήψεις. Δεν μπορεί η θρησκευτική και μυστικιστική αδελφότητα των πρώτων Πυθαγορείων να μεταμορφώθηκε ξαφνικά και χωρίς αιτία σε κοινότητα μαθηματικών και αστρονόμων. Θα πρέπει να υπήρχε κάποιο ερέθισμα, κάποια αρχική ώθηση που έφερε αυτές τις εξελίξεις.

Ένα ανέκδοτο για τον Πυθαγόρα, από μεταγενέστερη και όχι ιδιαίτερα αξιόπιστη πηγή (Ιάμβλιχος, Περί του πυθαγορείου βίου 115 κ.ε.), ίσως μας δίνει το κλειδί της σωστής απάντησης. Λέγεται λοιπόν ότι κάποτε ο Πυθαγόρας περπατούσε έξω από ένα σιδεράδικο και άκουσε τους ήχους που έβγαιναν από τα χτυπήματα του σφυριού στο αμόνι. Κάποιοι ήχοι παρήγαγαν αρμονικούς συνδυασμούς, που του θύμιζαν γνωστά μουσικά μοτίβα, και κάποιοι όχι. Μπήκε στο σιδεράδικο και παρατήρησε ότι οι συνδυασμοί των ήχων είχαν σχέση με τα μήκη των ράβδων του σιδήρου που σφυρηλατούσε ο σιδεράς. Μάλιστα κατάλαβε ότι οι βασικές συμφωνίες των ήχων παράγονταν όταν τα σίδερα είχαν μήκη ανάλογα με τις απλές αριθμητικές σχέσεις 2/1, 3/2, 4/3. Έτσι έφτασε στην ανακάλυψη ότι η μουσική έχει άμεση σχέση με τους αριθμούς.

Το ανέκδοτο αυτό δεν αποκλείεται να είναι κατασκευασμένο, μας δίνει όμως μια δυνατή εξήγηση για την ανάδειξη της σημασίας των αριθμών στην πυθαγόρεια φιλοσοφία. Ο Πυθαγόρας μπορεί όντως να έδωσε τη σωστή εξήγηση σε ένα εμπειρικό γεγονός με το οποίο όλοι οι οργανοπαίκτες της εποχής του ήταν εξοικειωμένοι. Το μήκος των χορδών της άρπας μειώνεται και αυξάνεται ανάλογα με το σημείο που θα τοποθετήσει ο μουσικός το χέρι του παίζοντας την κάθε συγχορδία. Η ανακάλυψη τώρα της σχέσης μουσικής και αριθμών είναι σημαντικό ερέθισμα για να σκεφτεί κανείς για τον γενικό ρόλο των αριθμών στον κόσμο. Από την οδό αυτή ένα πνεύμα επιρρεπές στην αφαίρεση αλλά και στον μυστικισμό μπορεί να φτάσει στη σύλληψη όλου του κόσμου ως «αρμονίας και αριθμού».

4. Η κίνηση και η σταθερότητα: Ηράκλειτος και Παρμενίδης

4.1. Η έπαρση του φιλοσόφου

Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. η φιλοσοφική αναζήτηση έχει ιστορία 100 περίπου χρόνων. Στο χρονικό αυτό διάστημα το αντικείμενό της έχει διευρυνθεί. Ο φιλόσοφος εξακολουθεί να ασχολείται με τη φύση και τα μυστικά της, αρχίζει όμως να αντιλαμβάνεται ότι ακόμη πιο ενδιαφέρον πρόβλημα είναι η θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Η εποχή του Θαλή, όπου ο φιλόσοφος ήταν πλήρως ενσωματωμένος στο κοινωνικό σύνολο και αντλούσε το κύρος του από την πολυμάθεια και την πρακτική του σοφία, έχει περάσει. Τώρα το ζητούμενο φαίνεται να είναι η διαφοροποίηση από το πλήθος και τις καθιερωμένες πεποιθήσεις. Η φιλοσοφική διδασκαλία επιζητεί πάνω απ᾽ όλα να ανοίξει νέους δρόμους στο άτομο.

Ο Πυθαγόρας έχει ήδη δείξει έναν τέτοιο δρόμο. Η φιλοσοφική μύηση είναι μια θρησκευτική μεταστροφή. Επομένως, η κοινότητα των φιλοσόφων είναι μια αιρετική κοινότητα, ένα σύνολο ανθρώπων που διεκδικεί έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Η λύση ωστόσο του Πυθαγόρα ήταν ακραία. Αν ακολουθούσε κανείς τους Πυθαγορείους θα έπρεπε να εγκαταλείψει την ελεύθερη αναζήτηση και τη διαφωτιστική διάθεση των πρώτων ιώνων φιλοσόφων και να αποδεχθεί ότι η φιλοσοφία είναι μια νέα θρησκεία. Ο Πυθαγόρειος κατάφερνε να διαφοροποιηθεί από το πλήθος, ενίσχυε όμως εμμέσως τις προκαταλήψεις των απλών ανθρώπων και την αγωνία τους μπροστά στον θάνατο. Η σωτηρία της ψυχής απαιτούσε τη θυσία του ελεύθερου πνεύματος - το τίμημα ήταν βαρύ.

Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι της εποχής, ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης, θα υποδείξουν μια άλλη προσέγγιση. Συνήθως θεωρούμε ότι εκπροσωπούν αντίθετους πόλους στη φιλοσοφία: ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος της αέναης αλλαγής και ο Παρμενίδης της απόλυτης ακινησίας. Και όμως η αφετηρία της σκέψης τους είναι κοινή. Και για τους δύο η φιλοσοφία είναι άρνηση του κοινού νου. Στις διαδεδομένες πεποιθήσεις των ανθρώπων, στις θρησκευτικές τους πρακτικές, ακόμη και στις απλές εικόνες που σχηματίζουν για τον κόσμο, δεν υπάρχει η παραμικρή δόση αλήθειας. Ο φιλόσοφος δεν θα κολακέψει ποτέ το πλήθος, δεν θα επιδιώξει να το προσεταιριστεί. Για να το αποσπάσει από τις βεβαιότητές του δεν θα διστάσει να κατακρίνει ανοιχτά τις συνήθειες, τις αξίες και τις αντιλήψεις του.

Θέλουν να καθαρθούν και μολύνονται με άλλο αίμα […] και μπροστά σ᾽ αυτά τα αγάλματα προσεύχονται, όπως θα φλυαρούσε κανείς στο σπίτι του χωρίς να ξέρει τι είναι οι θεοί και τι οι ήρωες.

Ηράκλειτος, απόσπ. 5

Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι κάνουν όταν είναι ξύπνιοι, όπως ξεχνούν όσα κάνουν κοιμισμένοι.

Ηράκλειτος, απόσπ. 1

Οι πολλοί δεν βασανίζουν το μυαλό τους με αυτά που τους τυχαίνουν, ούτε κι αν τα μάθουν τα καταλαβαίνουν, αλλά νομίζει ο καθένας ότι κάτι ξέρει.

Ηράκλειτος, απόσπ. 17

Γιατί σε κρατώ μακριά […] και από εκείνο τον δρόμο,

όπου οι θνητοί αδαείς περιφέρονται,

δικέφαλοι· γιατί η αδυναμία μες στο στήθος τους

κατευθύνει τον περιπλανώμενο νου· κι αυτοί παρασύρονται,

κουφοί αλλά και τυφλοί, έκθαμβοι, ορδές χωρίς κρίση.

Παρμενίδης, απόσπ. 6

Η φιλοσοφία είναι μια εντελώς νέα μορφή γνώσης, η οποία διεκδικεί ευθαρσώς την πρωτοτυπία και την αυτονομία της. Δεν συνδέεται με τη θρησκευτική πρακτική, δεν χρωστά τίποτε στην ποιητική παράδοση και στην αρχαία σοφία ούτε αποτελεί συνέχεια της ιωνικής ιστορίας. Ο φιλόσοφος θα διαχωρίσει τη θέση του από κάθε μορφή παλαιότερης γνώσης, θα αποκαθηλώσει τους δασκάλους των προηγούμενων γενεών.

Η πολυμάθεια δεν φωτίζει τον νου· αλλιώς θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, κι ακόμη τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο.

Ηράκλειτος, απόσπ. 40

Τον Όμηρο θα άξιζε να τον διώχνουν από τους αγώνες και να τον χτυπούν, και τον Αρχίλοχο το ίδιο.

Ηράκλειτος, απόσπ. 42

Αρχηγός των αγυρτών [ο Πυθαγόρας].

Ηράκλειτος, απόσπ. 81

Ο φιλόσοφος τοποθετείται απέναντι στο πλήθος και στην παράδοση και διδάσκει την αληθινή γνώση. Γνωρίζει ότι η αποστολή του είναι δύσκολη. Η αλήθεια της φιλοσοφίας απαιτεί μεγάλη διανοητική προσπάθεια, δεν είναι αυτονόητη ούτε προσιτή σε όλους. Για να την κατανοήσει κανείς θα πρέπει να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις του και να δει την πραγματικότητα μέσα από ένα ριζικά νέο πρίσμα. Γιατί όμως να ακολουθήσει κανείς αυτό τον δρόμο; Από πού αντλεί το κύρος της μια τέτοια δύσκολη γνώση; Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης θα παρουσιαστούν ως θεματοφύλακες μιας αλήθειας η οποία τους ξεπερνά. Ο φιλόσοφος είχε την τύχη ή το χάρισμα να του αποκαλυφθεί κάποια στιγμή η αλήθεια, και τώρα ανέλαβε την αποστολή να τη μεταδώσει και στους άλλους. «Μην ακούσετε εμένα αλλά τον Λόγο», είναι η συμβουλή του Ηράκλειτου. Και ο Παρμενίδης αφηγείται τη φιλοσοφική του μύηση από μια θεά που του αποκάλυψε ότι η μόνη αληθινή γνώση είναι η γνώση του Όντος.

«Λόγος» και «Ον»: η φιλοσοφία κατακτά βήμα με βήμα το βασικό της λεξιλόγιο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

4.2. Ηράκλειτος ο Εφέσιος

Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε γύρω στο 540 π.Χ. στην Έφεσο, στη δεύτερη σημαντική πόλη της Ιωνίας μετά τη Μίλητο. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή του, εκτός από το ότι δεν απομακρύνθηκε από την πατρίδα του και ότι καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια. Αρνήθηκε κάθε συμμετοχή στα κοινά της Εφέσου, λένε μάλιστα ότι παραχώρησε στον αδελφό του τα κληρονομικά δικαιώματα που κατείχε από τη βασιλική του καταγωγή. Γενικά οι σχέσεις του με τους συμπολίτες του ήταν κάκιστες, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι συνεχώς τους επικρίνει και τους ειρωνεύεται. Τον συνοδεύει η φήμη του μισάνθρωπου και του υπερόπτη, πράγμα φυσικό για έναν άνθρωπο που επιδίωξε την απόσταση από το πλήθος.

Τα πολλά ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν στην αρχαιότητα για τον Ηράκλειτο δεν έχουν πραγματική βάση. Τα περισσότερα προέρχονται από μεταπλάσεις των δικών του αποφθεγμάτων. Έλεγαν ότι ήταν χορτοφάγος, επειδή είχε πει ότι οι θυσίες των ζώων αποτελούν μίανση από αίμα· ότι πέθανε από υδρωπικία, επειδή είχε υποστηρίξει ότι «για τις ψυχές, είναι θάνατος το να γίνουν νερό» (απόσπ. 36)· ότι προσπάθησε να γιατρευτεί μπαίνοντας σε ένα λάκκο με κοπριά, επειδή είχε ειρωνευτεί τα καθιερωμένα ταφικά έθιμα τολμώντας να πει ότι «οι νεκροί είναι για πέταμα περισσότερο κι από τις κοπριές» (απόσπ. 79)· ότι αποσύρθηκε στον ναό της Αρτέμιδος και έπαιζε ζάρια με τα παιδιά της Εφέσου, από το απόφθεγμά του ότι «ο χρόνος είναι παιδί που παίζει ζάρια» (απόσπ. 90).

Από το έργο του Ηράκλειτου σώθηκαν περίπου 130 αποσπάσματα. Είναι όλα σύντομα, αποφθεγματικά και αινιγματικά. Στην ουσία αποτελούν χρησμούς: είναι πεζά κείμενα δύο ή τριών γραμμών, με εσωτερικό ρυθμό για να απομνημονεύονται εύκολα, και με νόημα αμφιλεγόμενο. Ότι ο Ηράκλειτος εμπνέεται από το πρότυπο των δελφικών χρησμών είναι ολοφάνερο. Εφαρμόζει και ο ίδιος αυτό που αποδίδει στον Απόλλωνα του δελφικού μαντείου: οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει (απόσπ. 93). Ο φιλόσοφος δεν μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων. Αποφεύγει τις δογματικές κρίσεις, δεν συσκοτίζει την αλήθεια, αλλά επιλέγει να δώσει απλώς κάποια σημάδια της. Αυτή είναι η καλύτερη μέθοδος για να προσεγγίσει κανείς τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, αφού «η φύση επιθυμεί να κρύβεται» (απόσπ. 123) και «η αφανής αρμονία είναι ισχυρότερη από την εμφανή» (απόσπ. 54).

Τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου δεν φαίνονται να προέρχονται από ένα ενιαίο σύγγραμμα. Παρά τον αινιγματικό τους χαρακτήρα, τα πιο πολλά είναι ολοκληρωμένα. Θυμίζουν σύντομες παροιμίες ή γνωμικά, που έχουν καταρχάς διατυπωθεί προφορικά. Αν λοιπόν έγραψε ποτέ βιβλίο ο Ηράκλειτος, θα πρέπει να ήταν η συλλογή των αποφθεγμάτων του. Μαθητές δεν επιδίωξε να αποκτήσει, δεν ίδρυσε σχολή ούτε μερίμνησε ιδιαίτερα για τη σωστή πρόσληψη της σκέψης του. Αντί της συστηματικής διδασκαλίας προτίμησε την απομόνωση του εμπνευσμένου σοφού, του φιλοσόφου που κατέχει την αλήθεια αλλά επιλέγει να τη μεταδώσει αποσπασματικά μέσα από προσεκτικά διατυπωμένους γρίφους. Ο χαρακτηρισμός «σκοτεινός» φιλόσοφος, που οι αρχαίοι τού απέδιδαν, είναι απολύτως δικαιολογημένος.

4.3. Παρμενίδης ο Ελεάτης

Ο Παρμενίδης ήταν λίγο νεότερος από τον Ηράκλειτο. Γεννήθηκε στην Ελέα της νότιας Ιταλίας γύρω στο 520 π.Χ. και η φιλοσοφική του δραστηριότητα καλύπτει το πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Ο Πλάτων του αφιερώνει έναν σημαντικό διάλογο, όπου ο Παρμενίδης εμφανίζεται να επισκέπτεται σε προχωρημένη ηλικία την Αθήνα και να δίνει ένα φιλοσοφικό μάθημα στον νεαρό και άσημο ακόμη Σωκράτη. Η συνάντηση αυτή είναι μάλλον προϊόν της φαντασίας του Πλάτωνα, δείχνει όμως την καθοριστική επίδραση της σκέψης του Παρμενίδη στις νεότερες γενεές των φιλοσόφων.

Και ο Παρμενίδης προερχόταν από γνωστή οικογένεια, μία από αυτές που ίδρυσαν την πόλη της Ελέας το 540 π.Χ. Αυτός όμως, αντίθετα από τον Ηράκλειτο, μετείχε ενεργά στα κοινά, αφού λέγεται ότι συνέταξε τους νόμους της πατρίδας του. Θα πρέπει στα νιάτα του στην Ελέα να γνώρισε τον Ξενοφάνη, χωρίς να εντυπωσιαστεί από τον ανατρεπτικό διαφωτισμό του. Μόνο στην απόφασή του να εκφραστεί μέσα από ένα μακροσκελές ποίημα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς κάποια επιρροή του Ξενοφάνη. Είναι σίγουρο ότι ο Παρμενίδης γνώριζε τη φιλοσοφία των Πυθαγορείων, αφού γεννήθηκε και έζησε σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσε το πυθαγόρειο κίνημα. Ωστόσο, ακόμη κι αν μυήθηκε στη φιλοσοφία από κάποιους Πυθαγόρειους, δεν υιοθέτησε τον τρόπο ζωής τους ούτε τις αντιλήψεις τους.

Ο Παρμενίδης ενδιαφέρθηκε για τη διάδοση των φιλοσοφικών του ιδεών και συγκέντρωσε γύρω του μαθητές. Οι μεταγενέστεροι αναφέρονται συχνά στην «ελεατική σχολή», εννοώντας κυρίως τον Παρμενίδη, τον νεότερο συμπολίτη του Ζήνωνα και τον Μέλισσο από τη Σάμο. Η σχέση όμως του Παρμενίδη με τους μαθητές του είναι σχέση διανοητικής συγγένειας, δεν θυμίζει σε τίποτε την ιεραρχική οργάνωση της πυθαγόρειας αδελφότητας.

Η φιλοσοφία του Παρμενίδη εμπεριέχεται σε ένα αποκαλυπτικό ποίημα, γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, από το οποίο ευτυχώς διασώθηκαν τα πιο σημαντικά μέρη. Στο ποίημα ένας νέος (ο ίδιος ο Παρμενίδης) διηγείται τη μύησή του στη φιλοσοφία από μια θεά, η οποία αναλαμβάνει να τον κρατήσει μακριά από τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων, «όπου αληθινή εμπιστοσύνη δεν υπάρχει», και να τον οδηγήσει στην «ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας». Το ποίημα του Παρμενίδη χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο εκτενές προοίμιο, σε καθαρά επική γλώσσα, περιγράφεται η ανάβαση του νέου προς τις πύλες της Ημέρας και της Νύκτας, όπου θα συναντήσει τη θεά. Το δεύτερο και κύριο μέρος του ποιήματος είναι ο λόγος της θεάς για τη φύση της αλήθειας. Και το τρίτο και πιο αινιγματικό, από το οποίο έχουν σωθεί λίγα αποσπάσματα, θα πρέπει να ήταν μάλλον μια ανάπλαση κοσμολογικών αντιλήψεων που θυμίζουν προγενέστερους φιλοσόφους.

Στα χρόνια του Παρμενίδη ο φιλόσοφος είναι ακόμη ελεύθερος να εκφραστεί μέσα από το είδος του λόγου που ο ίδιος θεωρεί πρόσφορο. Η φιλοσοφική πραγματεία σε πεζό λόγο, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, θα καθιερωθεί μόνο μετά τον Αριστοτέλη. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Παρμενίδης επιλέγει τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που ο Ηράκλειτος εκφράζεται με χρησμούς και οι Πυθαγόρειοι αποφεύγουν τη γραφή, έχει σημασία. Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των Ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι Έλληνες έχουν εμπεδώσει την κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Όμηρου και του Ησίοδου. Φιλοδοξεί μέσα από την καθιερωμένη οδό να μεταδώσει ένα νέο μήνυμα παιδείας: ο φιλοσοφικός λόγος μπορεί να αντικαταστήσει τον μύθο. Τη θέση της Μούσας του ποιητή παίρνει τώρα η θεά του Παρμενίδη. Ο λόγος της είναι υποβλητικός και δογματικός: είναι η ίδια η αποκάλυψη της μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη. Αυτή είναι άλλωστε και η συμβουλή της στον νεαρό Παρμενίδη: «Να κρίνεις με τον λόγο τον επίμαχο έλεγχο που εγώ πρότεινα» (απόσπ. 7).

Οι αρχαίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα ποιητικά χαρίσματα του Παρμενίδη. Τον θεωρούσαν μεγάλο φιλόσοφο αλλά μέτριο ποιητή. Οι αφηρημένες έννοιες και οι αποδεικτικοί συλλογισμοί της παρμενίδειας φιλοσοφίας ασφυκτιούν μέσα στο περίβλημα της επικής ποίησης. Η φιλοσοφία έπρεπε να βρει τον δικό της τρόπο έκφρασης.

4.4. Τὰ πάντα ῥεῖ;

Το νόημα του κόσμου είναι η διαρκής κίνηση ή η απόλυτη ακινησία; Η αλήθεια είναι ότι τα θεωρητικά διλήμματα ασκούσαν πάντοτε ακατανίκητη έλξη στους φιλοσόφους. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης συνυπήρξαν χρονικά. Από όσο γνωρίζουμε δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή μεταξύ τους ούτε ενεπλάκησαν σε κάποιο διάλογο ή πολεμική. Οι μεταγενέστεροι ωστόσο προτίμησαν να τους δουν ως συνειδητούς αντιπάλους. Αν υπήρξε κάτι κοινό στις αναζητήσεις τους, αυτό παραμερίστηκε, και έμεινε η θεμελιώδης αντίθεση: προέχει η κίνηση στον κόσμο ή η ακινησία; Θα πρέπει κανείς να ακολουθήσει τον Ηράκλειτο και να αποδεχθεί τη συνεχή μεταλλαγή των φαινομένων; Ή θα πρέπει μαζί με τον Παρμενίδη να αναζητήσει εκείνη την πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει αμετάβλητη;

Για τον Παρμενίδη δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τάχθηκε υπέρ της ακινησίας των πραγμάτων, αφού προέβη στην προκλητική δήλωση ότι αυτό που υπάρχει, δηλαδή «το ον», «είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες». Σχετικά με τον Ηράκλειτο όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Δεν γνωρίζουμε αν ο Ηράκλειτος χρησιμοποίησε ποτέ την πασίγνωστη έκφραση τὰ πάντα ῥεῖ. Την πληροφορία αυτή μας την δίνει ο Πλάτων: «Λέει κάπου ο Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει, και παρομοιάζοντας τα υπάρχοντα πράγματα με τη ροή ενός ποταμού λέει ότι δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές» (Κρατύλος 402a). Για τον Πλάτωνα πρέπει ωστόσο να πούμε ότι δεν είχε και σε μεγάλη εκτίμηση τον Ηράκλειτο. Τον αντιμετώπιζε ως τον φιλόσοφο της διαρκούς ροής και γι᾽ αυτό ακριβώς του καταλόγιζε φιλοσοφική αφέλεια. Ο Πλάτων, από την πλευρά του, δεν είχε άδικο. Αν η φιλοσοφία του Ηράκλειτου περιοριζόταν στην πιστοποίηση της διαρκούς μεταβολής των φαινομένων, τότε θα ήταν όντως αφελής, αφού θα υποστήριζε το αυτονόητο. Θα ήταν μάλιστα και οπισθοδρομική, αφού η φιλοσοφία είχε ξεκινήσει 100 χρόνια νωρίτερα με την προσπάθεια να βρεθεί κάτι σταθερό πίσω από τη φυσική μεταβολή. Είναι λοιπόν μάλλον απίθανο η μεγάλη φήμη του Ηράκλειτου να στηρίζεται σε αυτονόητες και αφελείς διαπιστώσεις.

Καταρχήν ο Ηράκλειτος δεν ανήκει στους φυσιοκράτες φιλοσόφους. Η προσέγγισή του προϋποθέτει την προηγούμενη ιωνική παράδοση, έχει όμως και κάτι το εντελώς καινοτομικό. Πολλά αποσπάσματά του αναλύουν πλευρές της φυσικής πραγματικότητας, το ενδιαφέρον του όμως δεν είναι επικεντρωμένο στην περιγραφή της φύσης αλλά στο νόημά της. Εκείνο που κυρίως τον απασχολεί είναι η ανθρώπινη οπτική: πώς ο άνθρωπος κατανοεί την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, πώς κατανοεί τη θέση του μέσα στον κόσμο, πώς κατανοεί τον ίδιο του τον εαυτό.

Η φύση, σε πρώτη προσέγγιση, εμφανίζεται ως πεδίο μάχης. Τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς και οι μορφές των πραγμάτων εναλλάσσονται. Η φωτιά, ο πόλεμος και η έρις είναι οι προσφιλείς ηρακλείτειες έννοιες που εκφράζουν την κοσμική αστάθεια και μεταλλαγή.

Αυτό τον κόσμο, που είναι ένας στην ολότητά του, δεν τον έπλασε κανένας θεός ή άνθρωπος· υπήρχε πάντοτε, υπάρχει και θα υπάρχει: μια αιώνια ζωντανή φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.

Ηράκλειτος, απόσπ. 30

Ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων και βασιλιάς των πάντων· άλλους τους έκανε θεούς και άλλους ανθρώπους, άλλους δούλους και άλλους ελεύθερους.

Ηράκλειτος, απόσπ. 53

Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο πόλεμος είναι κοινός, και η δικαιοσύνη είναι έρις· και ότι όλα τα πράγματα γίνονται με έριδα και αναγκαιότητα.

Ηράκλειτος, απόσπ. 80

Η εικόνα όμως της αστάθειας υπονομεύεται αμέσως. Το φυσικό σύμπαν ονομάζεται «κόσμος» - λέξη που προέρχεται από το ρήμα κοσμῶ και σηματοδοτεί την τάξη. Ο κόσμος ταυτίζεται με τη φωτιά, γιατί η φωτιά είναι ακριβώς το πιο ευμετάβλητο φυσικό στοιχείο. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Ηράκλειτος επιλέγει τη φωτιά, όπως ο Θαλής επέλεξε το νερό και ο Αναξιμένης τον αέρα. Τότε όμως η φωτιά θα ήταν το πρωταρχικό κοσμογονικό στοιχείο από το οποίο θα είχε δημιουργηθεί ο κόσμος, πράγμα που δεν ισχύει. Ο κόσμος του Ηράκλειτου υπήρχε πάντοτε, είναι αγέννητος και άφθαρτος - μια ιδέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική σκέψη. Η φωτιά επομένως δεν είναι το συστατικό του κόσμου, αλλά το νόημά του. Μέσα από την εικόνα της φωτιάς, όπως και από τις ανθρωποκεντρικές μεταφορές του πολέμου και της έριδας, φαίνεται η αντιθετική δομή της πραγματικότητας. Οι αντιθέσεις χαρακτηρίζουν τον κόσμο, δεν αναιρούν όμως την ενότητά του: η κοσμική φωτιά «ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο», η διαμάχη συμβαδίζει με την αναγκαιότητα.

Για να αντιληφθεί κάποιος την αληθινή δομή της πραγματικότητας θα πρέπει πρώτα να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις και τις βεβαιότητές του. Ο φιλόσοφος θα τον βοηθήσει κλονίζοντάς τον, οδηγώντας τον σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και απορίας. Ο Ηράκλειτος επιδίδεται σε μια συστηματική απόρριψη των απλοϊκών αντιλήψεων. Όπου οι άνθρωποι βλέπουν αντίθεση, υπάρχει ενότητα. Όπου ενότητα, υπάρχει αντίθεση. Όπου τομή, συνέχεια. Όπου βλέπουν το καλό, υπάρχει σχετικότητα. Ο Ηράκλειτος μεταφέρει σκηνές από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Τις φωτίζει όμως με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλυφθεί και μια δεύτερη, αναπάντεχη πλευρά τους. Το θαλασσινό νερό είναι σωτήριο για τα ψάρια και ολέθριο για τον άνθρωπο που θα το πιει. Οι γάιδαροι προτιμούν τα σκουπίδια από το χρυσάφι. Οι γιατροί μάς ωφελούν προκαλώντας μας πόνο. Η αρχή και το τέλος σε έναν κύκλο ταυτίζονται, όπως και ο κατήφορος με τον ανήφορο. Η χόρταση προϋποθέτει την πείνα, η ανάπαυση την κούραση, η υγεία την αρρώστια, η μέρα τη νύχτα, ο πόλεμος την ειρήνη (απόσπ. 61, 13, 58, 103, 60, 111, 67).

Το λάθος των ανθρώπων είναι ότι έχουν την τάση να ερμηνεύουν μονοσήμαντα τις καταστάσεις. Πάντα όμως υπάρχει και μια δεύτερη δυνατή ερμηνεία. Επομένως, η πραγματική σοφία συνίσταται στην υπέρβαση των πλασματικών διλημμάτων και στη σύλληψη της ενότητας των αντιθέτων. Το καθετί είναι το ίδιο και το αντίθετο ταυτόχρονα, είναι πολλά και είναι ένα.

Από τα πάντα προέρχεται το ένα, και από το ένα τα πάντα.

Ηράκλειτος, απόσπ. 10

Ένα είναι το σοφό: να γνωρίζεις τη σκέψη που τα κυβερνά όλα μέσα από όλα.

Ηράκλειτος, απόσπ. 41

Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά τον Λόγο είναι σοφό να ομολογήσετε ότι τα πάντα είναι ένα.

Ηράκλειτος, απόσπ. 50

Ο φιλόσοφος είναι γνώστης και φορέας της αλήθειας. Η αλήθεια αποκαλύπτεται στους ανθρώπους μέσα από τον λόγο (τα λεγόμενα) του φιλοσόφου, δεν εξαντλείται όμως σε αυτόν. Ο φιλόσοφος κρίνει πλευρές της πραγματικότητας, και, όπως η Πυθία, δίνει σημάδια της αλήθειας. Οι άνθρωποι σπανίως τον ακούν και, όταν ακόμη τον ακούσουν, αδυνατούν να κατανοήσουν τη σημασία των λεγομένων του. Συνεχίζουν να μένουν εγκλωβισμένοι στον προσωπικό τους μικρόκοσμο, και δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει κάτι κοινό και αληθινό, που τους ξεπερνά: «Πρέπει να ακολουθούμε το κοινό· ενώ όμως ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν ο καθένας τη δική του αντίληψη» (απόσπ. 2).

Η λέξη «λόγος» πρέπει καταρχάς να σήμαινε τη λεκτική εκφορά, τα λόγια. Ο Ηράκλειτος είναι ο πρώτος που εντάσσει τον Λόγο στη γλώσσα της φιλοσοφίας, δίνοντάς του μάλιστα κεντρική σημασία. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη λέξη δείχνει ότι θέλει να της προσδώσει μια νέα έννοια, προφυλάσσοντας τους αναγνώστες του από παρανοήσεις: μην ακούτε εμένα αλλά τον Λόγο· ο Λόγος αυτός δεν είναι δικός μου ούτε δικός σας, είναι κοινός. Ο Λόγος λοιπόν είναι κάτι που υπάρχει αντικειμενικά, βρίσκεται πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων, στην ίδια τη δομή του Κόσμου. Δίνει το μέτρο, τη διάταξη και την αρμονία των πραγμάτων. Ο κόσμος του Ηράκλειτου, παρά την επιφανειακή του αστάθεια, διέπεται από ενότητα, από κρυφή αρμονία, από Λόγο. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί την επιλογή του Ηράκλειτου, αν σκεφτεί ότι λίγο αργότερα η πολυσήμαντη λέξη «λόγος» στα συμφραζόμενα της φιλοσοφίας σηματοδοτεί άλλοτε την αναλογία και το μέτρο, άλλοτε τον συλλογισμό και άλλοτε την ορθή σκέψη.

4.5. Είμαστε βέβαιοι για κάτι;

Για τον Ηράκλειτο η φιλοσοφία συνίσταται στο βαθύτερο βλέμμα. Ένας κόσμος υπάρχει, και αυτός είναι ίδιος για όλους - η πραγματικότητα του φιλοσόφου δεν διαφέρει από την πραγματικότητα των άλλων ανθρώπων. Η διαρκής αλλαγή, ο πόλεμος και η έρις, όντως υπάρχουν. Ελάχιστοι όμως αντιλαμβάνονται ότι η διαρκής αλλαγή διέπεται από μέτρο, ότι υπάρχει ενότητα πίσω από τις αντιθέσεις, ότι υπάρχει ο κοινός Λόγος. Οι αισθήσεις μας δεν μας γελούν, μας οδηγούν όμως μέχρι την επιφάνεια των πραγμάτων. Το ζήτημα είναι αν θα καταφέρουμε να διεισδύσουμε βαθύτερα, να αντιληφθούμε το κρυφό νόημα των πραγμάτων.

Ο Παρμενίδης θα προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Θεωρεί ότι οι αισθήσεις μας είναι κακοί μάρτυρες. Μας μεταδίδουν μια πραγματικότητα ασταθή και αβέβαια - ασύνδετες εικόνες, που μας δημιουργούν αμηχανία και διχογνωμία. Τίποτε από όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις δεν είναι αληθινό. Η αλήθεια μπορεί να προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα της καθαρής σκέψης. Επομένως, η πραγματικότητα που μας αποκαλύπτει ο φιλόσοφος, η πραγματικότητα της σκέψης, είναι ριζικά διαφορετική από την πραγματικότητα των πολλών ανθρώπων, από την πραγματικότητα της αίσθησης.

Η πρώτη συμβουλή της Θεάς στον νέο Παρμενίδη είναι να αποφύγει τη συνηθισμένη οδό, την οδό των αισθήσεων που ακολουθούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Η οδός αυτή μόνο σύγχυση και ασάφεια προσφέρει:

Αλλά εσύ κράτα μακριά τη σκέψη απ᾽ αυτή την οδό αναζήτησης ούτε ν᾽ αφήσεις τη δοκιμασμένη συνήθεια να σε σύρει σ᾽ αυτή την οδό, να τριγυρνάς με άσκοπο μάτι και θορυβώδη ακοή και γλώσσα.

Παρμενίδης, απόσπ. 7

Αν κλείσω όμως τα μάτια μου στα φαινόμενα, τι άλλο μου μένει; Μένει η ίδια η διαδικασία της σκέψης και η λεκτική της έκφραση, η γλώσσα - η δυνατότητα να διατυπώνει κανείς κρίσεις και να συγκροτεί συλλογισμούς. Για να μπορεί όμως κανείς να σκέφτεται και να μιλά, πρέπει να αναφέρεται κάπου, να υπάρχει αντικείμενο της σκέψης. Στη γενική του εκδοχή το αντικείμενο αυτό είναι η ίδια η ύπαρξη, το Ον (αυτό που υπάρχει), το είναι. Μιλώ και σκέφτομαι σημαίνει μιλώ και σκέφτομαι για κάτι. Άρα αυτό το κάτι υπάρχει, είναι ον. Αν δεν υπήρχε το ον, δεν θα υπήρχε και η δυνατότητα της σκέψης. «Γιατί χωρίς το ον, σ᾽ αυτό όπου εκφράζεται η σκέψη, δεν θα βρεις τη σκέψη» (Παρμενίδης, απόσπ. 8.35-36).

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Υποθέστε ότι σκεφτόμαστε ένα σπίτι και μιλάμε γι᾽ αυτό. Για ποιο πράγμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, όταν κάνουμε λόγο για το σπίτι; Για το χρώμα, το μέγεθος, τη στερεότητα ή την ομορφιά του σπιτιού δεν μπορούμε να μιλήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα. Οι κρίσεις μας είναι υποκειμενικές, στηρίζονται σε εντυπώσεις που μπορεί να είναι λανθασμένες, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συναντήσουν τη συμφωνία των συνομιλητών μας. Είμαστε όμως απολύτως βέβαιοι για κάτι: ότι το σπίτι υπάρχει. Αυτό μπορούμε να το υποστηρίξουμε με βεβαιότητα. Αν το σπίτι δεν υπήρχε, αν δεν υπήρχε ποτέ κανένα σπίτι, είναι σαφές ότι δεν θα μπορούσαμε ούτε να το σκεφτούμε ούτε να μιλήσουμε γι᾽ αυτό. Για το ανύπαρκτο, για το τίποτε, για το «μη ον» δεν μπορεί κανείς να πει ή να σκεφτεί οτιδήποτε. Στη γλώσσα του Παρμενίδη:

Αυτή, σε βεβαιώνω, είναι ατραπός ανεξιχνίαστη· γιατί ούτε θα μπορούσες να μάθεις το μη ον (πράγμα άπιαστο) ούτε να το εκφράσεις.

Παρμενίδης, απόσπ. 2

Έχουμε επομένως βεβαιότητα για την ύπαρξη του σπιτιού. Επιπλέον όμως είμαστε σίγουροι και για κάτι ακόμη: ότι το σπίτι για το οποίο μιλάμε δεν είναι άνθρωπος, αστέρι ή αριθμός. Σκεφτόμαστε και μιλάμε για κάτι που είναι σπίτι. Προϋπόθεση λοιπόν της σκέψης είναι η ύπαρξη του αντικειμένου της αλλά και η ταυτότητά του, το είναι του. Σκέφτομαι ένα σπίτι σημαίνει σκέφτομαι κάτι υπαρκτό το οποίο είναι σπίτι.

Η αποκάλυψη της θεάς στον νέο Παρμενίδη είναι ακριβώς αυτή. Αν απορριφθεί η συγκεχυμένη οδός των αισθήσεων και η αδιανόητη οδός της ανυπαρξίας, μένει μόνο μία οδός: η οδός του Όντος - η μοναδική αληθινή οδός. Η ύπαρξη και η ταυτότητα είναι οι δύο σημασίες του αρχαίου ελληνικού ρήματος «είναι» (ἐστί). Την ελάχιστη πρόταση «(κάτι) είναι» μπορώ να τη διατυπώσω με απόλυτη βεβαιότητα. Εννοώ ότι (κάτι) υπάρχει και ότι είναι ένα συγκεκριμένο πράγμα, ένα ον.

Ένας πια μόνο λόγος για οδό απομένει: ότι είναι.

Παρμενίδης, απόσπ. 8

Αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς· γιατί την αλήθεια ακολουθεί.

Παρμενίδης, απόσπ. 2

Η βεβαιότητα για την ύπαρξη του Όντος προσφέρει μια βάση για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε φιλοσοφικά.

4.6. Τι καταλογίζει ο Παρμενίδης στον Ηράκλειτο;

Είδαμε ότι ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης ξεκίνησαν από την ίδια αφετηρία, ακολούθησαν όμως διαφορετικές διαδρομές. Η πραγματικότητα για τον Ηράκλειτο είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος αποδέχεται τη διαρκή ροή των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος αποκαλύπτει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων, ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και αποδέχεται μόνο τη σταθερότητα του Όντος.

Οι διαφορές αυτές είναι πραγματικές, είναι όμως αμφίβολο αν αρκούν για να τους τοποθετήσουν σε αντίθετα φιλοσοφικά στρατόπεδα.

Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι ο Παρμενίδης είχε μελετήσει το έργο του Ηράκλειτου - πράγμα διόλου απίθανο, αφού κατά πάσαν πιθανότητα ήταν λίγο νεότερος. Ποια θα ήταν η αντίδρασή του; Πού θα εντόπιζε την κριτική του;

Σίγουρα θα επιδοκίμαζε τη σαρκαστική στάση του Ηράκλειτου απέναντι στο πλήθος. Θα συμμεριζόταν τις επικρίσεις του για τις προκαταλήψεις και τις αφελείς αντιλήψεις των ανθρώπων. Θα αναγνώριζε τη διεισδυτικότητα της ματιάς του, που του είχε δώσει τη δυνατότητα να προχωρήσει πολύ βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην ουσία των πραγμάτων. Θα θεωρούσε σημαντική τη στροφή του ενδιαφέροντος του φιλοσόφου προς τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο.

Από την άλλη μεριά, θα θεωρούσε χαμένο χρόνο την επίμονη προσπάθεια του Ηράκλειτου να βρει το κρυμμένο νόημα των αντιφατικών φαινομένων της καθημερινής ζωής. Τα δεδομένα που αντλούμε από τις αισθήσεις και τα βιώματά μας δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια. Ο Ηράκλειτος πίστεψε ότι θα βρει διέξοδο μέσα στον κυκεώνα των ανθρώπινων αντιλήψεων, αλλά τελικά εγκλωβίστηκε μέσα του. Τυφλώθηκε κι αυτός, όπως και το υπόλοιπο πλήθος,

αυτοί που πίστεψαν ότι το είναι και το δεν είναι είναι το ίδιο και όχι το ίδιο, και ότι σε όλα αντίθετος υπάρχει δρόμος.

Παρμενίδης, απόσπ. 6

Οι δύο αυτοί στίχοι του Παρμενίδη μάλλον αποτελούν καλυμμένη κριτική στον Ηράκλειτο. Κατά τον Παρμενίδη, είναι απαράδεκτο (είναι θεμελιώδες φιλοσοφικό λάθος) να ισχυρίζεται κανείς ότι κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτοχρόνως, ότι κάτι είναι και την ίδια στιγμή δεν είναι, ότι τα αντίθετα ταυτίζονται. Είναι γεγονός ότι στην καθημερινή μας ζωή βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με συγκεχυμένες καταστάσεις και αντιφατικά δεδομένα. Το λάθος των ανθρώπων είναι ότι αποδέχονται αυτή τη σύγχυση και την αντιφατικότητα. Το ίδιο λάθος κάνει και ο Ηράκλειτος, όταν διακηρύσσει με έμφαση: «Σύνολα όλα και όχι όλα· συναρθρώνεται και διαχωρίζεται, συντονίζεται και αποσυντονίζεται· από τα πάντα προέρχεται το ένα, και από το ένα τα πάντα» (απόσπ. 10). Οι καταστάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν - τα πάντα δεν μπορεί να είναι ένα, ο άνθρωπος δεν είναι σπίτι. Στο εσωτερικό της φιλοσοφίας, στην οδό του Όντος και της Αλήθειας, δεν υπάρχει χώρος για οποιαδήποτε αντίφαση. Η ορθή λειτουργία της σκέψης ξεκινά από την αρχή ότι το Α κατ᾽ ανάγκην είναι Α - το Α δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και Α και Β.

Η αρχή αυτή θα ονομαστεί αργότερα στη Λογική «αρχή της ταυτότητας» ή «αρχή της μη αντίφασης». Ο Παρμενίδης είναι ο πρώτος που συνέλαβε αυτή την αρχή, και την ανέδειξε σε κριτήριο της έλλογης σκέψης. Είναι η αρχή πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν τα μαθηματικά και οι επιστήμες. Σκεφτείτε τι είδους μαθηματικά θα έκανε κάποιος που θα δεχόταν ότι 2 + 2 κάνουν 4 αλλά και 5, και τι είδους αστρονομία κάποιος που θα έλεγε ότι η Γη κινείται και ταυτοχρόνως είναι ακίνητη. Γιατί λοιπόν να ανεχόμαστε να παραβιάζεται η αρχή της ταυτότητας στη φιλοσοφία; Ο Παρμενίδης θα έλεγε ότι, εφόσον η σκέψη του Ηράκλειτου είναι συνυφασμένη με την αντιφατικότητα, βρίσκεται πολύ μακριά από την οδό της Αλήθειας.

4.7. Η γλώσσα της φιλοσοφίας

Αρκεί όμως η αρχή της ταυτότητας για να κάνει κανείς φιλοσοφία; Πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς μόνο με αυτή την αρχή; Ας παρακολουθήσουμε τον βασικό συλλογισμό του Παρμενίδη.

Ένας πια μόνο λόγος για οδό απομένει: ότι είναι. Και υπάρχουν σημάδια σ᾽ αυτή την οδό πάμπολλα, ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλο μαζί, ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννησή του θα αναζητούσες; Από τα πού και προς πού να αυξήθηκε; Ούτε θα σ᾽ αφήσω από το μη ον να πεις ή να σκεφτείς· γιατί δεν είναι δυνατό να πεις ή να σκεφτείς ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το έκανε αργότερα ή νωρίτερα να αυξηθεί, ενώ θα είχε αρχίσει από το τίποτε; Επομένως, πρέπει είτε να είναι εντελώς είτε να μην είναι καθόλου.

Παρμενίδης, απόσπ. 8.1-11

Ο Παρμενίδης έχει ήδη δείξει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι για κάτι που δεν υπάρχει, για το μη ον, δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε. Και δεύτερον, ότι για κάτι υπαρκτό, για το ον, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα μόνο ότι είναι.

Από την πιστοποίηση του όντος ο Παρμενίδης εξάγει τις βασικές του ιδιότητες: το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, μοναδικό, ακίνητο, πλήρες, συνεχές. Στο χωρίο που παραθέσαμε αποδεικνύεται γιατί το ον δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Με παρόμοιο συλλογισμό ο Παρμενίδης θα αποδείξει ότι το ον δεν έχει θάνατο (είναι ανώλεθρο), δεν έχει κίνηση και μεταβολή (είναι αμετάβλητο), δεν έχει μέρη (είναι πλήρες και συνεχές), δεν αποτελεί μέρος μιας δυάδας (είναι μοναδικό). Πώς γίνονται αυτές οι αποδείξεις;

Όταν λέμε για κάποιο πράγμα ότι έχει γεννηθεί, εννοούμε ότι αυτό το πράγμα προηγουμένως δεν υπήρχε. Γέννηση είναι η μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτές οι δύο καταστάσεις είναι όμως μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Κατά τον Παρμενίδη, κάτι υπάρχει ή δεν υπάρχει. Δεν μπορεί ταυτοχρόνως να υπάρχει και να μην υπάρχει. Για την ανυπαρξία έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να πω τίποτε. Μπορώ να μιλήσω μόνο για την ύπαρξη. Άρα, αν κάτι υπάρχει, δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Το ον είναι αγέννητο.

Η βασική σκέψη του Παρμενίδη είναι ότι, αν δεχτούμε την οποιαδήποτε μεταβολή (είτε αυτή είναι γέννηση είτε φθορά είτε κίνηση είτε διαίρεση), πέφτουμε κατ᾽ ανάγκην σε αντίφαση. Αναγκαζόμαστε να ισχυριστούμε ότι την ίδια χρονική στιγμή κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει, κάτι είναι Α και όχι Α. Σκεφτείτε μια μεταβολή στο χρώμα ενός αντικειμένου. Όταν λέμε ότι κάτι από άσπρο έγινε μαύρο, δεχόμαστε ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή το ίδιο πράγμα ήταν και άσπρο και μαύρο. Αυτό όμως είναι αντιφατικό. Ή σκεφτείτε την κίνηση ενός αντικειμένου σε μια ευθεία γραμμή. Για να πούμε ότι το αντικείμενο αυτό κινείται, πρέπει να ισχυριστούμε ότι βρίσκεται ταυτοχρόνως στο σημείο Α της γραμμής και στο αμέσως επόμενο σημείο Β. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Τα παράδοξα που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της ταυτότητας στην κίνηση θα τα αναπτύξει με ιδιαίτερη επιδεξιότητα ο Ζήνων, ο μαθητής του Παρμενίδη, και θα αποτελέσουν περίφημους φιλοσοφικούς γρίφους σε όλη την αρχαιότητα.

Ο κόσμος του Παρμενίδη είναι ένα σύνολο αιώνιων, ακίνητων και αδιαίρετων οντοτήτων. Καθώς μάλιστα ο Παρμενίδης μιλά για το «ον» αδιακρίτως, και το ίδιο το σύμπαν θα πρέπει να θεωρηθεί μια κλειστή, αιώνια και αμετάβλητη ολότητα. Αμετάβλητες οντότητες μέσα σε ένα αμετάβλητο σύμπαν. Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αποδεχτούμε έναν τόσο παράδοξο κόσμο; Έναν κόσμο ξένο προς τον δικό μας, έναν κόσμο από όπου «η γέννηση έχει σβηστεί, ενώ για τη φθορά κανείς ποτέ δεν άκουσε»; Θαυμάζει κανείς τη συλλογιστική δεινότητα του Παρμενίδη, αντιλαμβάνεται (ή υποψιάζεται) ότι κάτι πολύ σημαντικό έχει πει, διστάζει ωστόσο να τον ακολουθήσει στα συμπεράσματά του.

Αυτή ήταν και η στάση των μεταγενέστερων φιλοσόφων. Από τον Εμπεδοκλή και τον Δημόκριτο ως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όλοι θα προσπαθήσουν να απαντήσουν στην πρόκληση του Παρμενίδη. Η φιλοσοφία μετά τον Παρμενίδη διαθέτει επιτέλους τη δική της γλώσσα: χρησιμοποιεί έννοιες και συλλογισμούς, απεχθάνεται τις λογικές αντιφάσεις, τείνει προς τον αποδεικτικό λόγο. Δεν θέλει όμως και να αποστρέψει το βλέμμα της από την έκδηλη πραγματικότητα της μεταβολής.

Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε σίγουρα δεν είναι ο αμετάβλητος κόσμος του Παρμενίδη. Η σκέψη μας όμως έχει παρμενίδεια χαρακτηριστικά. Όταν μιλώ για την έννοια της ισότητας ή για το γεωμετρικό τρίγωνο δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω τον Παρμενίδη: το γεωμετρικό τρίγωνο δεν έχει γεννηθεί ποτέ, δεν μεταβάλλεται και δεν θα πεθάνει. Το φυσικό όμως περιβάλλον, οι ψυχικές μου διεργασίες και τα ηθικά μου προβλήματα ούτε αγέννητα είναι ούτε αμετάβλητα.

Ένας συμβιβασμός ήταν τελικά αναγκαίος.

****************

συνεχιζεται στην ιστοσελίδα ...

https://sites.google.com/site/philosofiaellinikiarhaia/arhaoi-ellines-filosofoi-05-04

****************