ΑΥΤΟΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΛΗΣΗ

Ημερομηνία δημοσίευσης: Nov 03, 2009 3:55:52 PM

  1. Ετοιμότητα και διάρκεια.

  2. Ικανότητα ταυτόχρονης επεξεργασίας πολλών ερεθισμάτων.

  3. Επιλεκτικότητα ερεθισμάτων

Οι δεξιότητες της προσοχής και της αυτοσυγκέντρωσης μπορούν να εξασκηθούν με διαρκή προπόνηση.

Η προσοχή και η αυτοσυγκέντρωση είναι βασικές ψυχολογικές δεξιότητες, απαραίτητες για την μεγιστοποίηση της αθλητικής απόδοσης.

Αυτοσυγκέντρωση, ορίζεται ως ο περιορισμός, η προσήλωση της προσοχής σε συγκεκριμένα ερεθίσματα και η διατήρησής της στο ερέθισμα που επιλέχθηκε.

Η προσοχή και η αυτοσυγκέντρωση είναι βασικές ψυχολογικές δεξιότητες, απαραίτητες για την μεγιστοποίηση της αθλητικής απόδοσης. Οι δεξιότητες αυτές μπορούν να εξασκηθούν και να βελτιωθούν με συγκεκριμένες τεχνικές. Αν και συχνά η προσοχή και η αυτοσυγκέντρωση φαίνονται να χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες λέξεις στον χώρο του αθλητισμού, παρόλα αυτά δεν έχουν την ίδια σημασία. Προσοχή είναι η διαδικασία η οποία κατευθύνει την πρόσληψη πληροφοριών καθώς αυτές φτάνουν στις αισθήσεις μας, ενώ αυτοσυγκέντρωση είναι ο περιορισμός της προσοχής σε κάποιο συγκεκριμένο, επιλεγμένο ερέθισμα για ορισμένη χρονική περίοδο (Martens, 1987). Αυτοσυγκέντρωση, ορίζεται ως ο περιορισμός, η προσήλωση της προσοχής σε συγκεκριμένα ερεθίσματα και η διατήρησής της στο ερέθισμα που επιλέχθηκε.

Σε διάφορες συνεντεύξεις, συχνά οι αθλητές αναφέρουν την αυτοσυγκέντρωση ως πολύ σημαντικό παράγοντα για την επιτυχία τους. Ο Darren Clarke (1999), μετά από μια προσπάθεια στα 60 μέτρα, είπε: «ήμουν στο μικρό κόσμο μου εστιάζοντας σε κάθε προσπάθεια… Δεν σκεφτόμουν τι θέση ήμουν ή τι επίδοση είχα κάνει πιο πριν». Ο αρχηγός της ομάδας Κρίκετ της δυτικής Ινδίας, Carl Hooper είπε: «Όταν είμαι έτοιμος να χτυπήσω, δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο και συγκεντρώνομαι αποκλειστικά σε αυτό που κάνω. Είμαι κλειδωμένος μέσα σε αυτό. Αυτό απαιτεί από μένα να αισθανθώ τρομερή αυτοπεποίθηση για τις ικανότητές μου. Παραμένω συγκεντρωμένος και θετικός οποιοσδήποτε κι αν είναι η αγωνιστική κατάσταση». Επισημαίνουν επίσης, ότι η έλλειψή της επιφέρει σημαντικά προβλήματα κατά την διάρκεια του αγώνα. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του περίφημου καλαθοσφαιριστή Μάικλ Τζόρταν: «Πιστεύω μερικές φορές, ότι ο φόβος πηγάζει από έλλειψη εστίασης στο αντικείμενο ή αυτοσυγκέντρωσης, ειδικά στον αθλητισμό. Αν κάθε φορά που ετοιμαζόμουν για ελεύθερες βολές σκεφτόμουν ότι δέκα εκατομμύρια άνθρωποι με παρακολουθούν από την άλλη πλευρά του φακού, δε θα κατάφερνα τίποτα. Έτσι, προσπαθούσα να κάνω απλώς αυτό που ήδη ήξερα. Αναλογιζόμουν όλες εκείνες τις φορές που έριχνα ελεύθερες βολές στην προπόνηση κι έκανα τις ίδιες κινήσεις με την ίδια τεχνική όπως χιλιάδες άλλες φορές. Πρέπει να ξεχνάς το αποτέλεσμα. Ξέρεις ότι κάνεις τις σωστές κινήσεις. Άρα χαλαρώνεις και το κάνεις. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις τίποτα περισσότερο. Δεν είναι όλα στο χέρι σου, άρα γιατί να ανησυχείς;» (σελ. 14-15, Jordan, 1994). Η ανάπτυξη της αυτοσυγκέντρωσης απαιτεί ιδιαίτερη ψυχική ενέργεια, κάτι δηλαδή, που από μόνο του προκαλεί πνευματική κόπωση με ταυτόχρονη μείωση της εγρήγορσης. Αυτοσυγκέντρωση λοιπόν, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει κάποιος να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, αντίθετα είναι «μία προσπάθεια, δίχως καθόλου προσπάθεια».

Η δυνατότητα για αυτοσυγκέντρωση στα κατάλληλα ερεθίσματα κατά τη διάρκεια των αθλητικών προσπαθειών, έχει προταθεί ως μια από τις σημαντικότερες ψυχολογικές δεξιότητες για την αθλητική επιτυχία (Abernethy, 2001) . Οι Wilson, Schmid and Peper (2006) καθόρισαν την αυτοσυγκέντρωση σαν τη δυνατότητα εστίασης σε συγκεκριμένους στόχους, αγνοώντας τις διάφορες ενοχλήσεις, και θεωρείται ένα σημαντικό στοιχείο της προσοχής. Η αυτοσυγκέντρωση για την απόδοση του αθλητή έχει τεράστια σημασία. Οι ερευνητές έχουν βρει τις ευνοϊκές εκβάσεις απόδοσης, ως αποτέλεσμα του χειρισμού της αυτοσυγκέντρωσης των αθλητών στις ανταγωνιστικές καταστάσεις (Mallet & Hanrahan, 1997; Morgan, 2000). Θεωρείται, ότι η αποτελεσματική αυτοσυγκέντρωση είναι μια ζωτικής σημασίας προϋπόθεση για τους αθλητές, έτσι ώστε να επιτύχουν τη βέλτιστη απόδοση (Moran, 2004).

Παρόλο που συχνά αναφερόμαστε στην προσοχή και την αυτοσυγκέντρωση στον αθλητισμό, δεν είναι πάντα ξεκάθαρο τι εννοούμε. Το πρόβλημα αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην καθημερινή χρήση των όρων. Οι ερευνητές στον τομέα αυτό, αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Ο Abernethy (1993), θεωρεί ότι η έννοια της προσοχής στον αθλητισμό έχει τρεις διαφορετικές σημασίες: α)Ετοιμότητα και διάρκεια, β)Ικανότητα ταυτόχρονης επεξεργασίας πολλών ερεθισμάτων και γ)Επιλεκτικότητα ερεθισμάτων.

Με βάση την αρχή ότι οι διαφορετικές αθλητικές καταστάσεις, απαιτούν διαφορετικές απαιτήσεις προσοχής, ο Nideffer (1986, 1993a, 1993b) υποστήριξε, ότι η προσοχή κινείται σε δύο διαστάσεις: πλάτος (πλατιά και στενή) και κατεύθυνση (εσωτερική και εξωτερική). Από τη μία πλευρά, όταν η προσοχή είναι πλατιά προσπαθούμε να αντιληφθούμε ταυτόχρονα πολλά ερεθίσματα. Από την άλλη, όταν η προσοχή μας είναι στενή επικεντρωνόμαστε μόνο σε ένα ερέθισμα. Σχετικά με την κατεύθυνση, η εξωτερική προσοχή, κατευθύνει την προσοχή εξωτερικά σε ένα αντικείμενο, ενώ η εσωτερική προσοχή κατευθύνει την προσοχή στις σκέψεις και τα συναισθήματα Επομένως, κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού χρησιμοποιούνται διαφορετικά είδη προσοχής. Δεδομένου ότι αυτό είναι ένα σύνθετο στοιχείο, πρέπει συνεχώς να εξασκείται προκειμένου να υπάρξει μια συνεχή απόδοση.

Η προσοχή και η αυτοσυγκέντρωση είναι δεξιότητες που μπορούν, άλλοτε εύκολα και άλλοτε δύσκολα, να διασπαστούν. Η διάσπαση της προσοχής είναι δυσκολία που συχνά οι αθλητές αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια του αγώνα ή της προπόνησης. Συνήθως, οφείλεται στην μη κατάλληλη εστίαση της προσοχής του αθλητή, δηλαδή, ο αθλητής αντί να εστιάζει εκεί που πρέπει αποσπάται από σκέψεις, γεγονότα, ή συναισθήματα. Τα γεγονότα, συναισθήματα και σκέψεις που επηρεάζουν τον έλεγχο και τη διατήρηση της προσοχής κατηγοριοποιούνται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες (π.χ., θόρυβος του πλήθους) (Abernethy, 1993). Σύμφωνα με τον Μoran (1996), μερικά παραδείγματα εξωτερικών παραγόντων διάσπασης της προσοχής είναι: (α) ο θόρυβος, (β) οι καιρικές συνθήκες, (γ) οι οπτικές διαταράξεις της προσοχής και (γ) οι αντίπαλοι. Αντίθετα, μερικοί από τους εσωτερικούς παράγοντες που μπορούν να διασπάσουν την προσοχή ενός αθλητή είναι: (α) η ανάκληση περασμένων γεγονότων, (β) μελλοντικές σκέψεις, (γ) η έλλειψη επαρκούς παρακίνησης στον αθλητή, (δ) η κόπωση του αθλητή, και (ε) το άγχος και η ψυχολογική πίεση. Σημαντικό στοιχείο για τον έλεγχο και την διατήρηση της προσοχής είναι η άμεση αναγνώριση του παράγοντα που επιφέρει την διάσπαση από τον ίδιο τον αθλητή, ώστε να προχωρήσει ο αθλητής στην επαναφορά της προσοχής του.

Η προσοχή είναι μία δεξιότητα στην οποία μπορεί ο αθλητής να εκπαιδευτεί (Loeher, 1986) και παράλληλα έχει προταθεί ως ένας από τους σημαντικότερους ρόλους του αθλητικού ψυχολόγου (Moran, 2000). Έτσι λοιπόν, η βιβλιογραφία της αθλητικής ψυχολογίας έχει δει έναν πολλαπλασιασμό των ιδεών και των τεχνικών με σκοπό να προωθήσουν και να εκπαιδεύσουν την αυτοσυγκέντρωση μέσα στον αθλητισμό. Ο Moran (1996), πρότεινε ότι μια τέτοιου είδους προπόνηση θα μπορούσε να διαιρεθεί σε δύο κατηγορίες. Την πρώτη από αυτές την ονόμασε «τεχνικές αυτοσυγκέντρωσης», όπου αναφέρεται σε εκείνες τις στρατηγικές που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια του αγώνα (π.χ. ρουτίνες και λέξεις κλειδιά απόδοσης) για να καθιερώσει, να διατηρήσει και να επανακτήσει την κατάλληλη αυτοσυγκέντρωση. Η δεύτερη κατηγορία ονομάζεται «ασκήσεις προπόνησης» και αναφέρεται στους συγκεκριμένους στόχους που ολοκληρώνονται κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής προετοιμασίας ενός αθλητή και περιλαμβάνουν ασκήσεις, όπως η άσκηση της δυνατότητας να εστιάσει σε ένα αθλητικό συγκεκριμένο αντικείμενο (Burke, 1992), την άσκηση πλέγματος συγκέντρωσης (Schmid & Peper, 1998) και την προπόνηση προσομοίωσης (Moran, 1996). Ως τεχνικές εξάσκησης της προσοχής χρησιμοποιούνται ο καθορισμός στόχων, οι ρουτίνες εκτέλεσης, ο έλεγχος της διέγερσης, ο αυτοδιάλογος και η νοερή απεικόνιση.

Μία τεχνική που έχει σαν στόχο την αύξηση της διέγερσης των αθλητών είναι αυτοδιάλογος με την μορφή διεγερτικών λέξεων (Hardy, Jones & Gould, 1996). H νοερή απεικόνιση αποτελεί μία ακόμη ψυχολογική τεχνική, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την βελτίωση της προσοχής (Vealey & Walter, 1993). Μία άλλη τεχνική βελτίωσης της προσοχής είναι οι διάφορες ρουτίνες εκτέλεσης, οι οποίες έχει αποδειχθεί ότι είναι ιδιαίτερα ευεργετικές στην αύξηση της απόδοσης (Boutcher, 1990). Επίσης, διάφοροι ερευνητές έχουν εντοπίσει ότι ο αυτοδιάλογος με την μορφή της τεχνικής υπόδειξης συμβάλει στην βελτίωση της απόδοσης αθλητών διαφόρων αθλημάτων (Landin & Macdonald 1990, Mallett & Hanraham 1997, Theodorakis, Weinberg, Natsis, Douma, & Kazakas, 2000, Ziegler, 1987). Τέλος, ο καθορισμός στόχων αποτελεί και αυτός μία τεχνική η οποία λειτουργεί παρακινητικά στους αθλητές, ώστε να διατηρούν την προσοχή τους (Burton, 1992). Οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να είναι κυρίως στόχοι διαδικασίας και όχι στόχοι αποτελέσματος (Boutcher, 1990, Ηardy, et al., 1996). Σύμφωνα με τον Sellars (1996), οι στόχοι διαδικασίας θα πρέπει να συνοδεύονται και από τις ανάλογες λέξεις-κλειδιά οι οποίες μπορούν να έχουν διδακτικό ή παρακινητικό χαρακτήρα.

Συμπερασματικά, οι προπονητές πολλών αθλημάτων φωνάζουν τους αθλητές και αθλήτριές τους να προσέχουν. Αυτό βέβαια δεν βοηθάει καθόλου, αλλά μάλλον αποσυντονίζει και δημιουργεί ανησυχία στους αθλητές. Οι δεξιότητες της προσοχής και της αυτοσυγκέντρωσης μπορούν να εξασκηθούν με διαρκή προπόνηση.