Δον Κιχώτης μάλλον είσαι
Μόνος στους πολλούς νομίζεις είσαι
και όλο ψάχνεις και ασχολείσαι
με κάτι που ποτέ δεν θα είσαι.
Όνειρα κάνεις, και ελπίζεις
πως θα βγουν αληθινά.
Αρκείσαι στην ιδέα,
στις αξίες και στα ιδανικά.
Όμως μόνος σου, δεν είσαι.
Είναι πολλοί οι Δον Κιχώτες,
είσαι εσύ, είμαι εγώ
άνθρωποι χαμένοι στους αιώνες.
Αλλά συνεχίζεις, προσπαθείς.
Γι’αυτό το άπιαστο το απατηλό
το σχέδιο εκείνο το παλιό
δίχως πλέον σταματημό
με ένα μέλλον πια θολό
Ήρθε, η ώρα να ξυπνήσεις
η ώρα σου να φύγεις.
Μακριά πια από το κενό
κάνε λάθη, μάθε το σωστό
αφού περνάει ο καιρός
και έρχεται ο δικός σου,
ο τελικός, αυτός ο απολογισμός.
Κωνσταντίνα Αναγνωστέλου (Α2)
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ
Παρακάτω παρατίθενται δύο εσωτερικοί μονόλογοι των αντιθέτων χαρακτήρων Κορδέλια και βασιλιάς Ληρ, σύμφωνα με το απόσπασμα που βρίσκεται στο βιβλίο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α’ Λυκείου (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, "Βασιλιάς Ληρ" (ebooks.edu.gr)) και έχει ληφθεί από το βιβλίο του William Shakespeare, “Βασιλιάς Ληρ”.
Κορδέλια:
Τι να πω για τον πατέρα; Δεν ξέρω πια! Πάει! Δεν μ’ αγαπάει πια! Δεν με καταλαβαίνει! Προσπάθησα να του εξηγήσω πως τον αγαπώ πραγματικά, από την καρδιά μου, αλλά αυτός… τίποτα. Ακούει με τις ώρες τις κολακείες των αδερφάδων μου που του αραδιάζουν λόγια “υπέρτατης αγάπης”. Αλλά μόνο αγάπη δεν είν’ αυτή. Εγώ, προσπάθησα να του μεταδώσω την αληθινή, την αγνή αγάπη, παρόλο που τα λόγια δεν φθάνουν την καρδιά, κι αυτός για ανταπόδοση… μου επέστρεψε την αγάπη μου και μοίρασε το μερίδιό μου στις αδερφάδες μου. Ποτές του δεν κατάλαβε πως εγώ τον αγαπώ πραγματικά και οι άλλες δυο είναι καλές μόνο στο λέγειν, το οποίο όμως κι αυτό… κούφιο είναι. Είμαι μόνη. Δεν έχω κανέναν. Ποιος θα με καταλάβει;! Ποιος θα με νιώσει εμένανε;! Ο ένας τυφλός, οι άλλες πονηρές, συμφεροντολόγες, κόλακες. Μονάχα ο Κεντ είναι η ελπίδα μου. Ή μάλλον… ήταν. Δοκίμασε να συνεφέρει τον πατέρα, να τον διώξει από τον ψεύτικο κόσμο του και να τον επαναφέρει στο φως, μα τίποτα. Ούτε λίγο δεν κουνήθηκε από το θρόνο της δόξας, της κολακείας και της ψεύτικης αγάπης! Και εγώ πια… νιώθω σαν μια πυγολαμπίδα χαμένη στο απέραντο σκοτάδι. Σαν τη σιωπή της λογικής στο θόρυβο του χάους. Αλλά σε τι ωφελεί; Άλλωστε, ποιος θα μ’ ακούσει;
Ληρ:
Γέρασα πια! Κι οι κληρονόμοι περιμένουν… Θα ‘πρεπε κάποτες να γενεί κι η μοιρασιά η μεγάλη. Αλλά πώς; Ποια η βάση; Πράγματι, αναρωτιέμαι… μ’ αγαπούν οι κορούλες μου; Κι αν όχι; Αισθάνομαι μόνος. Δεν έχω κανέναν που να μ’ αγαπά. Ή μήπως έτσι απλά νομίζω; Μήπως όλα είναι αβέβαια; Από τη μια μαύρο και εννοούν άσπρο. Αλλά βέβαια αυτό θα το έκανε μόνο ένας ψεύτης, ένας υποκριτής. Σίγουρα όχι οι κόρες μου. Για να το επιβεβαιώσω, και να δω αν πραγματικά μ’ αγαπούν τους ζητώ να μου παρουσιάσουν το μεγαλείο της αγάπης τους. Οι δύο πρώτες κορούλες μου, Γονερίλη και Ρεγάνη με πείσαν και με το παραπάνω. Μου ‘δωσαν την υπέρτατη πλήρωση. Με έκαναν να νιώσω ολοκληρωμένος. Ότι οδεύω προς κάπου γεμάτος, όπου κι αν είναι αυτό. Αλλά η τρίτη, η μικρότερη, με απογοήτευσε. Αυτό δεν το περίμενα! Με πρόδωσε! Μα είναι δυνατόν να μη μ’ αγαπά;! Προσβολή! Αλλά και πάλι, δικό της το κρίμα. Και γω όμως μετά τι να ‘κανα… Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να πράξω αυτό που της άξιζε για να πάρει ένα μάθημα. Να μάθει να μιλάει σωστά σε έναν βασιλιά. Άκου εκεί, “τίποτα”. Αγάπη είναι αυτό; Και μετά ο Κεντ! Τι πήγε να κάνει;! Με έφερε στα άκρα! Γιατί πού ακούστηκε ένας απλός ακόλουθος, ένας δούλος σαν δαύτον να μπαίνει στη σχέση βασιλέα και των παιδιών του; Όχι! Ανεπίτρεπτο! Και γι’ αυτό δεν μ’ άφησε άλλη επιλογή παρά να τον διώξω μια και καλή προτού να ‘ναι αργά…
Κυριάκος Κουρκουλής (Α2)
Η Στιγμή
Πάνω από τα κεφάλια μας η στέγη κρύβει από τους αγγέλους μια εικόνα που καινούρια διαθήκη θα έγραφε
(Ξέρω καλά τα χέρια σου πώς διαγραφούν σταυρούς στο σώμα μου και πώς οι ανάσες σου δάκρυα αφήνουν να κυλάνε μέσα μου)
Κι ίσως θα έβαζε τέλος σε εκείνους τους λογίους που το πικρό τους στόμα φτύνει πως η αγάπη δεν είναι παρά μια ανάγκη
(Ξέρω καλά εκείνη την άγια φωνή που λέει "θα καιγόμουν ζωντανή για να κοιμηθείς άλλο ένα βράδυ")
Και μάλλον θα έκοβε την ανάσα όσων σοβαρών θέλουν να πουν πως είμαστε ζώα με καρδιά που ρέει κουφά
και ποτέ δεν προμηνύει τον θάνατο της χαράς
(Γνωρίζω καλά τους σεισμούς που τις ηπείρους χωρίζουν, κι όμως η θάλασσα δεν είναι απέραντη αρκετά να σε σύρει μακριά)
Και σίγουρα με σταυρωμένα τα χέρια θα βλέπαμε την ανθρωπότητα όλη να γελά πως η εικόνα μας έχει λόγο ή σκοπό ή κάποια ερμηνεία
(Όλοι οι πιστοί στη σειρά που σαν στρατιώτες κλαίνε στα κρυφά
Θα βλέπουν στην εικόνα τόλμη
και στη στιγμή ελπίδα για έναν νέο πόλεμο)
Αλλά δεν θα καταλάβουν μέχρι να νιώσουν πως ο χρόνος δεν τελειώνει μα στέκεται
Κι η στιγμή αυτή η δική μας θα συνεχίσει να είναι αφού χαθούμε μια για πάντα
(Ξέρω καλά πως πεθαίνουν ο έρωτας και η συμπάθεια, μα η αγάπη είναι ένα αντίδοτο που με το κακό μεγαλώνει)
Κι αφού η φλόγα σβήσει και στο σκοτάδι θρηνήσεις την αναλαμπή
Θα δεις ότι κάθε στιγμή μια για πάντα ζει
Και ποτέ δεν πεθαίνει
Ελισσάβετ Αϊφαντή (Γ1)
Χαϊκού
Το νερό είναι μαύρο,
όχι μπλε· και με ρωτάς
ποιος φταίει;
̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶
Στον δρόμο μόνος,
οι άλλοι φύγαν· όλοι
για κάπου αλλού.
̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶ ̶
Γκρίζα σύννεφα,
μπλε βροχή· μυστήριο
τα μαύρα πουλιά.
Θεόφραστος Βαγγελάτος (A1)
Δύο Ακόμα Λεπτά
Δύο λεπτά ας κάτσουμε ακόμα στους βράχους
Κοιτώντας τη θάλασσα να σκάει πάνω τους
Κοιτώντας άλλους βράχους
Και μετά φεύγουμε
Και τους ξεχνάμε
Ξεχνάμε τη θάλασσα
Ξεχνάμε τους βράχους
Ξεχνάμε πως πήγαμε
Ξεχνάμε πως φύγαμε
Μα τώρα, δύο ακόμα λεπτά ας κάτσουμε σ’ αυτούς τους βράχους που τους ξεχάσαμε ήδη
Κοιτώντας τούτη εδώ τη θάλασσα που χάθηκε στη μνήμη, πριν σκάσει στην ακτή...
Θεόφραστος Βαγγελάτος (A1)
«Η αναζήτηση»
Κάποτε αναρωτήθηκα
ποιος είμαι, πού βαδίζω
και ποία είναι η ζωή
που θα ‘πρέπε να ζήσω.
Η απάντηση ήταν δύσκολη
μα έπρεπε να ψάξω
να βρω τον λόγο που ‘ρθα δω
και πότε θα γεράσω.
Έψαξα, λοιπόν, πολύ
μέσα στην καρδιά μου
να καταλάβω το γιατί
με γέννησε η μαμά μου.
Απάντηση, όμως, πουθενά
κι η απελπισία παρούσα
μέχρι να ‘ρθει ο έρωτας
κι η αγάπη η απούσα.
Τότε ήταν που ευφράνθηκα,
εγώ και η ψυχή μου,
γιατί λόγο αποφάνθηκα
για την ύπαρξή μου.
Ήρθε, λοιπόν, η απάντηση
μ’ ένα περιστέρι
κι έφυγε η άρνηση
μαζί με το μαχαίρι.
Ποιος είναι όμως αυτός
ο πανδαμάτωρ έρως
που μου ‘δωσε λίγο φως
το περασμένο θέρος;
Η ουσία, ωστόσο, αυτού
δεν είναι στο να ξέρω,
αλλά στην προσπάθεια
για να το καταφέρω.
Ανώνυμος
Εκεί ψηλά...
Σ’ έναν κόσμο αργό και σιωπηλό πλέον τίποτα,
τίποτα που να με συναρπάζει
δεν μ’ έλκει με τη βαρύτητά του.
Και σαν διαστημόπλοια αδρανή
μες το απόλυτο διαστημικό κενό,
οι άνθρωποι χάνονται χωρίς σκοπό,
ανάμεσα στα βάθη του χώρου και του χρόνου,
του τώρα και του αύριο...
Εκεί ψηλά,
εκεί όπου τα αστέρια στον μαύρο ουρανό
σιγοκαίνε σιωπηλά και μοιράζουν απλόχερα το φως
το τέλος δίχως φόβο περιμένοντας,
έτσι κι εμείς, σαν άστρα,
βυθιζόμαστε στα άδυτα
ενός διαστελλόμενου σύμπαντος,
που με ταχύτητες φωτός μας διαπερνάει...
Μα η νύχτα έχει πέσει κι αστέρι δεν εφάνη,
σαν να χάθηκε η ελπίδα.
Σκεπάστηκε ο ήλιος από το φεγγάρι κι ούτε φωνή...
Εκεί ψηλά,
ανεξέλεγκτοι κομήτες τρέχουν, ταξιδεύουν στο άγνωστο.
Γνωρίζουν άραγε την επικείμενη καταστροφή τους;
Κι εδώ οι άνθρωποι τρέχουν,
σαν ακτίνες φωτός -με κίνηση αέναη.
Γιατί βιάζονται τόσο πολύ;
Δεν ξέρουμε ποιοι ήμαστε, πού πάμε
περιγελάμε εκείνους που είχαν την τόλμη
να ταξιδέψουν στον μαύρο ουρανό
και μεταξύ απείρου και πεπερασμένου
τον νου του Θεού να γνωρίσουν...
Εκεί ψηλά,
απόψε βρέχει, όχι σαν άλλες φορές
βρέχει αστέρια κι ελπίδες...
Ένα νέο αύριο, μια νέα αυγή αρχίζει να ανατέλλει...
Τελικά είναι ο άνθρωπος ή η φύση που κυβεrνάει;
Οδυσσέας Καγκαράς (Β2)
Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον μαθητή Οδυσσέα Καγκαρά τον Αύγουστο του 2021 στις Κυκλάδες και απεικονίζει τον γαλαξία μας (Milky Way).