Πρώτου Τριμήνου - Αυχενικής Διαφάνειας

11-14 εβδομάδες

Πραγματοποιείται από τις 11 εβδομάδες και 2 ημέρες έως 14 εβδομάδες και 1 ημέρα (κεφαλοουριαίο μήκος 45-84 mm). Η εξέταση συνήθως διενεργείται διακοιλιακά αλλά σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητο η εξέταση να διενεργηθεί διακολπικά.

Οι λόγοι διενέργειας της εν λόγω εξέτασης είναι:

Η ακριβής εκτίμηση της ηλικίας κύησης. Ιδιαίτερα σημαντικό για τις γυναίκες που έχουν ασταθή κύκλο, δεν μπορούν να θυμηθούν την ημερομηνία της τελευταίας τους περιόδου, έχουν συλλάβει κατά το θηλασμό ή λίγο μετά τη διακοπή αντισυλληπτικού χαπιού. Μετράμε το μήκος του εμβρύου (Κεφαλοουριαίο μήκος - CRL) και από αυτό υπολογίζουμε την ακριβή ηλικία κύησης και κατά συνέπεια την πιθανή ημερομηνία τοκετού.

Για τη διάγνωση της πολύδυμης κύησης. Περίπου το 2% των φυσικών συλλήψεων και το 10% των κυήσεων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής οδηγούν σε πολύδυμη κύηση. Η υπερηχογραφική εξέταση μπορεί να καθορίσει εάν και τα έμβρυα αναπτύσσονται κανονικά και αν αυτά μωρά μοιράζονται τον ίδιο πλακούντα που μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα στην εγκυμοσύνη. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα συνιστάται η στενότερη παρακολούθηση της εγκυμοσύνης.

Διάγνωση σημαντικών ανωμαλιών του εμβρύου. Μερικές σημαντικές ανωμαλίες μπορεί να είναι ορατές σε αυτή την περίοδο της κύησης. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι απαραίτητη η διενέργεια του υπερηχογραφήματος β' επιπέδου στις 20 εβδομάδες.

Διάγνωση της πρώιμης αρνητική καρδιακής λειτουργίας. Δυστυχώς, στο 1.5-2% των γυναικών που έρχονται για αυχενική διαφάνεια διαπιστώνεται ότι το έμβρυο δεν εμφανίζει καρδιακή λειτουργία, συχνά αρκετές εβδομάδες πριν και χωρίς προειδοποίηση. Τα ζευγάρια θα λάβουν πλήρη συμβουλευτική σχετικά με τις πιθανές αιτίες αυτού του συμβάντος και τις επιλογές για μεταγενέστερα βήματα που μπορεί να είναι απαραίτητα.

Για την εκτίμηση του κινδύνου εμφάνισης συνδρόμου Down καθώς και άλλων χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Κάθε γυναίκα μετά την εξέταση της αυχενικής διαφάνειας και τον συνυπολογισμό των βιοχημικών της δεικτών (β-HCG και PAPP-A) θα λάβει μια εκτίμηση του ατομικού της κινδύνου για αυτήν την εγκυμοσύνη. Αυτό υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία της κύησης βάσει του κεφαλοουριαίου μήκους, το πάχος της αυχενικής διαφάνειας, της ύπαρξης του του ρινικού οστού, την ηλικία της μητέρας, τη μέτρηση δύο ορμονών στο αίμα της μητέρας (β-HCG και PAPP-A), της ροής αίματος μέσω της τριγλώχινας βαλβίβας στην εμβρυϊκή καρδιά και του φλεβώδους πόρου καθώς και η πιθανή ύπαρξη εμβρυϊκών ανωμαλιών. Οι γονείς θα λάβουν πλήρη συμβουλευτική σχετικά με τη σημασία αυτών των κινδύνων και τις διάφορες επιλογές για περαιτέρω διερεύνηση στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι επεμβατικές διαδικασίες (βιοψία τροφοβλάστης - CVS) και οι μη επεμβατικές (τεστ ελεύθερου εμβρυϊκού DNA - NIPT).

Μέτρηση της ροής στις μητριαίες αρτηρίες της μητέρας για την εκτίμηση της εμφάνισης προεκλαμψίας, υπολειπόμενης ανάπτυξης του εμβρύου σε μεταγενέστερο στάδιο της κύησης. Αν η μητέρας εμφανίσει αυξημένη πιθανότητα για τα παραπάνω τότε γίνεται σύσταση για έναρξη χορήγησης ασπιρίνης 150mg μία φορά κάθε βράδυ (OD). Επιπλέον γίνεται σύσταση για έλεγχο της ανάπτυξης και των Doppler στις 28, 32 και 36 εβδομάδες της κύησης.