Τι είναι ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος και πως γίνεται;
Είναι η νεότερη εξέλιξη στον προγεννητικό έλεγχο για χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
Η εξέταση είναι ακίνδυνη για το έμβρυο και γίνεται με απλή αιμοληψία από τη μητέρα. Μέσα στο αίμα της μητέρας υπάρχει μία ποσότητα γενετικού υλικού (DNA) η οποία βρίσκεται ελεύθερη, και προέρχεται από κύτταρα που νεκρώνονται και λύονται (cell-free DNA, cfDNA). Μετά τις 4 εβδομάδες της κύησης ένα κλάσμα από το cfDNA προέρχεται από το έμβρυο (εμβρυικό cfDNA), και ακόμη ακριβέστερα από τον πλακούντα. Μετά την 9η εβδομάδα της κύησης το εμβρυϊ κό cfDNA αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 4% (συνηθέστερα γύρω στο 7-10%) του συνολικού cfDNA στο αίμα της μητέρας. Αυτό το DNA απομονώνεται από το αίμα της μητέρας οπότε στη συνέχεια γίνεται ο έλεγχος για χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
Σκοπός της εξέτασης είναι να καθορίσει εάν το έμβρυο είναι χαμηλού ή υψηλού κινδύνου κυρίως για συγκεκριμένες σοβαρές παθήσεις.
Τι δυνατότητες ανίχνευσης έχει;
Ανιχνεύει το 99,5 % των εμβρύων που πάσχουν από Τρισωμία 21 (σύνδρομο Down), το 97% για τρισωμία 18 και 92% για τρισωμία 13. Πραγματοποιείται τόσο σε μονήρεις όσο και σε δίδυμες κυήσεις. Επιπροσθέτως, ανιχνεύει το φύλο του εμβρύου με πολύ μεγάλη ακρίβεια.
Ποιοι είναι οι περιορισμοί του;
Το μη επεμβατικό test δεν μας δίνει πληροφορίες για σπάνιες χρωμοσωμικές ανωμαλίες ή για διάφορα γενετικά σύνδρομα/νοσήματα. Αν το έμβρυο εμφανίζει ανατομικές ανωμαλίες, αυξημένη αυχενική διαφάνεια συνιστάται η βιοψία τροφοβλάστης ή αμνιοπαρακέντηση. Επιπλέον, εν παρέχει πληροφορίες για συγγενείς ανωμαλίες, όπως ανωμαλίες της καρδιάς ή του εγκεφάλου και σπονδυλική στήλη, ή εμβρυϊκή ανάπτυξη. Είναι επομένως σκόπιμο να διενεργηθούν οι υπερηχογραφικοί έλεγχοι του πρώτου, δευτέρου και τρίτου τριμήνου.