Τσ. Μπουκόφσκι

Οι δεινόσαυροι, εμείς

γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν
καθώς ο κ.Θάνατος γελά
καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται
καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται
καθώς το αγόρι στο σουπερμάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου
καθώς τα μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους
καθώς ο ήλιος κρύβεται

είμαστε
γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους
με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό
με μπαρ όπου οι θαμμόνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους
με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα

γεννημένοι έτσι
με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις
με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος
σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά
σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες

γεννημένοι μέσα σʼαυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σʼ αυτό
πεθαίνοντας λόγω αυτού
μένοντας άφωνοι λόγω αυτού
ευνουχισμένοι
έκλυτοι
αποκληρωμένοι
λόγω αυτού
εξαπατημένοι από αυτό
χρησιμοποιημένοι από αυτό
εξευτελισμένοι από αυτό
εξοργισμένοι και απηυδησμένοι από αυτό
βίαοι
απάνθρωποι
λόγω αυτού

η καρδιά έχει μελανιάσει
τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό
το όπλο
το μαχαίρι
τη βόμβα
τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό

τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι
το χάπι
τη σκόνη

γεννημένοι σʼ αυτό το θλιβερό θανατικό
γεννημένοι με μια κυβέρνηση με 60 χρονών χρέος
που σύντομα δε θα είναι ικανή να αποπληρώσει τους τόκους αυτού του χρέους
και οι τράπεζες θα καούν
το χρήμα θα καταστεί άχρηστο
θα υπάρξουν φανερές και ατιμώρητες δολοφονίες στους δρόμους
θα υπάρξουν όπλα και περιπλανώμενοι όχλοι
η γη θα είναι άχρηστη
η τροφή θα γίνει μια φθίνουσα απόδοση
η πυρηνική ενέργεια θα έρθει στην κατοχή των πολλών
εκρήξεις θα σείουν ακατάπαυστα τη γη

ραδιενεργά ρομπότ θα κυνηγούν το ένα το άλλο
οι πλούσιοι και οι επίλεκτοι θα παρακολουθούν από τους διαστημικούς σταθμούς
η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με παιδική χαρά

ο ήλιος θα κρυφτεί και θα είναι νύχτα παντού
τα δέντρα θα πεθάνουν
η βλάστηση όλη θα πεθάνει
ραδιενεργοί άνθρωποι θα τρώνε τη σάρκα ραδιενεργών ανθρώπων
η θάλασσα θα μολυνθεί
οι λίμνες και τα ποτάμια θα εξαφανιστούν
η βροχή θα είναι ο επόμενος χρυσός

σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων θα ζέχνουν στο σκοτεινό άνεμο

οι λίγοι τελευταίοι επιζήσαντες θα μολυνθούν από νέες και φρικιαστικές ασθένειες
και οι διαστημικοί σταθμοί θα καταστραφούν από δολιοφθορές
την έλλειψη προμηθειών
το φυσικό φαινόμενο της φθοράς

και θα υπάρξει η πιο όμορφη σιγή από ποτέ

γεννημένη από αυτό

ο ήλιος ακόμα εκεί κρυμμένος

να περιμένει το επόμενο κεφάλαιο.


Ο ήχος των ανθρώπινων ζωών

παράξενη ζεστασιά, ζεστά και κρύα θηλυκά,
είμαι καλός στον έρωτα, όμως ο έρωτας δεν είναι μόνο
σεξ. οι περισσότερες γυναίκες που έχω γνωρίσει
είναι φιλόδοξες, κι εμένα μου αρέσει να τεμπελιάζω σε
μεγάλα αναπαυτικά μαξιλάρια στις 3
το απόγευμα, μου αρέσει να χαζεύω τον ήλιο
ανάμεσα απʼ τα φύλλα κάποιου δένδρου
καθώς ο κόσμος εκεί έξω κρατιέται
μακριά μου, το ξέρω πολύ καλά, όλες αυτές οι
βρόμικες σελίδες, και μου αρέσει να τεμπελιάζω
με την κοιλιά μου προς το ταβάνι αφού κάνουμε έρωτα
όλα να ρέουν προς τα μέσα:
είναι τόσο εύκολο να είσαι χαλαρός – αρκεί να το αφήσεις να συμβεί,
μόνο αυτό χρειάζεται.
αλλά το θηλυκό είναι παράξενο, είναι πολύ
φιλόδοξο – να πάρει! δεν μπορώ να κοιμάμαι όλη τη μέρα!
το μόνο που κάνουμε είναι να τρώμε! να κάνουμε έρωτα! να κοιμόμαστε! να τρώμε! να κάνουμε έρωτα!

αγαπητή μου, λέω, υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω αυτή τη στιγμή
που μαζεύουν τομάτες, μαρούλια, ακόμα και βαμβάκι,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν κάτω απʼ τον ήλιο,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν σε εργοστάσια
για το τίποτα, για πενταροδεκάρες
μπορώ να ακούσω τον ήχο των ανθρώπινων ζωών να θρυμματίζονται…
δεν ξέρεις πόσο τυχεροί
είμαστε…

όμως εσύ τα κατάφερες, μου λέει,
τα ποιήματά σου…

η αγάπη μου σηκώνεται από το κρεβάτι.
την ακούω στο διπλανό δωμάτιο.
η γραφομηχανή δουλεύει.

δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η προσπάθεια και η
ενέργεια
έχουν καμία σχέση
με τη δημιουργία.

υπόθέτω ότι σε θέματα όπως η πολιτική, η ιατρική,
η ιστορία και η θρησκεία
κάνουν επίσης
λάθος.

γυρίζω την κοιλιά μου από την άλλη μεριά και κοιμάμαι
με τον πισινό μου προς το ταβάνι έτσι για αλλαγή.

Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μμ

Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν τομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.
Νιώθω σαν νάʼρχεται βροχή, είπε.
Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν η πόρτα νάʼναι ξεκλείδωτη, είπε.
Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.

Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.

Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.
Νιώθω σαν ναʼχεις δίκιο, είπα.
Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.
Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.
Νιώθω σαν να μην μʼαγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σʼαγαπώ, είπα.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.
Νιώθω σαν να σʼαγαπώ τώρα, είπε.
Νιώθω σαν να σʼαγαπώ εγώ πιο πολύ απʼό,τι εσύ εμένα, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.
Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.
Νιώθω, είπα.
Νιώθω, είπε.


Ντουζ

Μας αρέσει να κάνουμε ντουζ στη συνέχεια

(θέλω το νερό πιο ζεστό από κείνη)

και το πρόσωπό της είναι πάντα απαλό και ήρεμο

και θα με σαπουνήσει πρώτη

θα απλώσει τον αφρό στʼ αρχίδια μου

θα τα σηκώσει

θα τα ζουλίξει

μετά θα σαπουνίσει τον πούτσο:

ʽΕ, αυτό εδώ είναι ακόμα σκληρόʼ

ύστερα θα πιάσει όλες τις τρίχες κάτω εκεί,

την κοιλιά, την πλάτη, το λαιμό, τα πόδια,

χαμογελώ με ευχαρίστηση

κι ύστερα τη σαπουνίζω εγώ…

πρώτα το μουνί

στέκομαι πίσω της, ο πούτσος μου στα μάγουλα του πισινού της

σαπουνίζω απαλά τις τρίχες του μουνιού,

την σαπουνίζω εκεί με απαλές κινήσεις,

παραμένω ίσως περισσότερο απʼ ό,τι χρειάζεται,

κι ύστερα ασχολούμαι με το πίσω των ποδιών, τον κώλο, την πλάτη,

το λαιμό, την γυρίζω απ΄την άλλη, τη φιλώ,

σαπουνίζω τα στήθη, την πιάνω εκεί και πιο κάτω στην κοιλιά,

το λαιμό, το μπροστινό των ποδιών,

τους αγκώνες, τις πατούσες,

κι ύστερα το μουνί, άλλη μια φορά, για γούρι.

ακόμα ένα φιλί και βγαίνει πρώτη,

σκουπίζεται, μερικές φορές τραγουδά καθώς εγώ παραμένω,

γυρίζω το νερό στο πιο ζεστό,

νιώθοντας τις καλές στιγμές του θαύματος της αγάπης

ύστερα βγαίνω

είναι συνήθως απόγευμα και ήσυχα,

και καθώς ντυνόμαστε συζητάμε τι άλλο

θα μπορούσαμε να κάνουμε,

αλλά το να είμαστε μαζί λύνει τα περισσότερα θέματα,

στην ουσία τα λύνει όλα

μια και όσο αυτά τα θέματα παραμένουν λυμένα

στην ιστορία της γυναίκας και του άνδρα,

είναι διαφορετικά για τον καθένα,

για άλλους χειρότερα, για άλλους καλύτερα,

για μένα, είναι αρκετά θαυμάσιο να θυμάμαι

τις παρελάσεις των στρατών

και τα άλογα να περπατούν στον δρόμο

τις αναμνήσεις του πόνου και της ήττας και της δυστυχίας:

Λίντα, εσύ μου το πρόσφερες,

όταν το πάρεις πίσω

κάντο αργά κι αβίαστα

κάντο σαν να πεθαίνω ενώ κοιμάμαι

παρά ενώ είμαι ξύπνιος

αμήν. 

Γρήγορα κι αργά

σίγουρα, ο κλοιός
στενεύει

πετάω φωτοβολίδες
καμιά
ανταπόκριση.

δεν μου προξενεί
έκπληξη

μόνο το ότι
συνεχίζω

ειδικά
ενώ ξέρω
ότι το τέλος
είναι
εκεί

κι
εδώ


Και τώρα;

οι λέξεις έχουν ειπωθεί,
κάθομαι άρρωστος.
το τηλέφωνο χτυπά,οι γάτες κοιμούνται.
Η Λίζα καθαρίζει.
Περιμένω να ζήσω,
περιμένω να πεθάνω

Μακάρι να μπορούσα να φανώ λίγο γενναίος.
είναι μια άθλια υπόθεση
όμως το δένδρο εκεί έξω δεν το γνωρίζει:
το παρακολουθώ να λυγίζει με τον άνεμο
κάτω απ΄τον απογευματινό ήλιο.

δεν υπάρχει τίποτα να δηλώσουμε τώρα πια,
μόνο μια αναμονή.
ο καθένας την αντιμετωπίζει μόνος του

Ω, ήμουν κάποτε νέος,
Ω, ήμουν κάποτε απίστευτα
νέος!



Η ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Πάνω και κάτω στις λεωφόρους

οι άνθρωποι πονάνε.

κοιμούνται και πονάνε,

ξυπνάνε και πονάνε.

ακόμα και τα κτίρια πονάνε,

οι γέφυρες,

τα λουλούδια πονάνε

και δε θα υπάρξει τίποτα

που να μπορέσει να τον

απαλλάξει,

να μας απαλλάξει.

ο πόνος μένει, ο πόνος επιπλέει,

ο πόνος περιμένει.

ο πόνος είναι.

η μουσική είναι χάλια
και η αγάπη
και τα γραπτά

τώρα, εδώ σ' αυτό το μέρος
καθώς τα γράφω όλα αυτά

ή καθώς τα διαβάζεις όλα αυτά
τώρα, εκεί στο δικό σου μέρος.


ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Κάποιες φορές πιστεύω
πως οι θεοί
επίτηδες επιμένουν να με σπρώχνουν
μέσα στη φωτιά
μόνο και μόνο
για να με ακούσουν
να ουρλιάζω
κάποιες καλές αράδες.

δεν έχουν κανένα σκοπό
να με αφήσουν να συνταξιοδοτηθώ
με το μεταξωτό κασκόλ μου στον λαιμό
να δίνω διαλέξεις στο Γιέιλ.

οι θεοί με χρειάζονται
για να τους διασκεδάζω.

πρέπει να βαριούνται τρομερά
με όλους τους υπόλοιπους

όπως κι εγώ.

και τώρα ο καπνός απ' το τσιγάρο μου
στέγνωσε.
κάθομαι εδώ
και το τινάζω
απελπισμένα.

αυτού του είδους τη φωτιά
δεν μπορούν
να μου την δώσουν.


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Προβάλλοντας μέσα από την πίσσα

και την κατήφεια και τα ανείπωτα εμπόδια,

ανασταίνεσαι ξανά ως ένας άλλος φρικιαστικός

Λάζαρος,

έκθαμβος από τη δύναμη

της τύχης σου.

κάπου, με κάποιον τρόπο απέκτησες μια

πρόσθετη δόση αντοχής.

διάολε, δέξου τη.

την έχεις. την έχεις.

κοιτάς στον καθρέφτη του μπάνιου

ένα χαμόγελο ηλίθιου.

την γνωρίζεις την τύχη.

κάποιοι πέφτουν και ποτέ ξανά

δεν σηκώνονται.

κάτι σου φέρεται με καλοσύνη.

φεύγεις απ' τον καθρέφτη και περπατάς

ξανά μέσα στον κόσμο.

βρίσκεις μια καρέκλα, κάθεσαι, ανάβεις

ένα τσιγάρο.

επιστρέφεις ύστερα από χιλιάδες πολέμους

κοιτάζεις έξω από μια ανοιχτή πόρτα

τη νύχτα.

Ο Σιμπέλιους ακούγεται στο ράδιο.

τίποτα δεν έχει καταστραφεί.

φυσάς καπνό μέσα στη μαύρη νύχτα,

τρίβεις το δάχτυλό σου πίσω από

το αριστερό σου αυτί.

μωρό μου, τώρα, τα έχεις όλα. 

Ας διασκεδάσουμε

Θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που λένε, πάμε μια κρουαζιέρα,

ή πάμε στην Αργεντινή, ή πάμε σινεμά

ή πάμε σ' έναν αγώνα τένις ή ας πάμε να δούμε την αδερφή μου

ή τι θα έλεγες για ένα πικνίκ;

Κι εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα απ' όλα αυτά

γιατί για μένα

απλώς και μόνο το να περπατάω κατά μήκος του δωματίου

είναι σαν να προχωρώ ανάμεσα από φλόγες

και

το πρώτο παράξενο πρόσωπο

που θ' αντικρίσω κάθε μέρα

προσθέτει κι άλλον έναν κόμπο

στο στομάχι μου

και

δεν έχω τον χρόνο

γιατί δεν έχω πληρώσει τη θέρμανση

ούτε έχω δοκιμάσει τα λάστιχά μου

και

ένα από τα δόντια μου πονάει (στην αριστερή πλευρά)

κι έχω λάβει αμέτρητα γράμματα από τρελούς

και έχω μια ειδοποίηση από το κράτος για ένα φορολογικό ζήτημα

και χρειάζομαι ν' αλλάξω λάδι (και το αυτοκίνητό μου χρειάζεται, επίσης).

υπάρχει ένας άνθρωπος εκεί κάτω
κι απλά κάθεται στην βεράντα του.
υπάρχουν άνθρωποι που έχουν περάσει μια ολόκληρη ζωή
χωρίς να έχουν ανοιγοκλείσει τα μάτια τους.

αυτοί μπορεί να είναι οι σοφοί.
εγώ δεν είμαι ένας απ' αυτούς.
εγώ ακόμη πολεμάω δράκους στο μπουντρούμι
του ύπνου μου.

γι' αυτό αν θες να με στείλεις στην κόλαση
μια ώρα αρχύτερα
τότε ανάγκασέ με να περάσω μια ολόκληρη μέρα
στην Ντίσνεϋλαντ.

Τα απομεμονωμένα κουδούνια του σχολείου

Τα πόδια του πατέρα μου βρωμοκοπούσαν
και το χαμόγελό του ήταν σαν ένας σωρός από σκατά σκύλου.
Όποτε έβλεπα τις ζωηρές, σκληρές τρίχες απ' τα γένια του
να βρίσκονται στον νιπτήρα του μπάνιου
αηδιασμένες σκέψεις έμπαιναν στο κεφάλι μου,
ένιωθα σαν να ήμουν μέσα σε μεγάλες στοές με τρελούς για πάντα.

να είμαι το αίμα αυτού του μισητού αίματος
έκανε τα παράθυρα ανυπόφορα
και τη μουσική και τα λουλούδια και τα δέντρα
άσχημα.
αλλά ο άνθρωπος ζει: η αυτοκτονία πριν την ηλικία των 10
είναι σπάνιο φαινόμενο.

κτηνώδη ήταν οι κρίνοι
κτηνώδη το νέκταρ και το φιλί
κτηνώδη τα απομεμονωμένα κουδούνια του σχολείου.
κτηνώδη τα παιχνίδια του σόφτμπολ
κτηνώδη το ποδόσφαιρο και το βόλεϊ.
οι ουρανοί ήταν άσπροι και ψηλοί
και κοιτούσα τα πρόσωπα των παικτών
και ήταν παράξενα μασκαρεμένα.

τώρα τρώω στα καφέ
πηγαίνω σε συναυλίες
ζω με γυναίκες
χαρτοπαίζω
πίνω
περιποιούμαι τους φράχτες
αγοράζω αυτοκίνητα
έχω φίλους και
κατοικίδια.
πηγαίνω σε γάμους
κηδείες
αγώνες μποξ,
πληρώνω ένα δίκαιο μερίδιο από φόρους,
στέκομαι στην ουρά στα σούπερ μάρκετ,
καθαρίζω τα νύχια μου,
κόβω τις μακριές τρίχες απ' τα ρουθούνια μου,
κάνω ηλιοθεραπεία,
επισκευάζω τις ζημιές,
προσπαθώ να μην προσβάλλω,
γελάω,
ακούω την άποψη των εχθρών,
τηλεφωνώ σε υδραυλικούς και δικηγόρους,
ρυμουλκούμαι από βλάβες στον αυτοκινητόδρομο
καθαρίζω τα δόντια μου,
ψάχνω για ήρωες,
τυφλώνομαι όταν κοιτάζω πολύ ώρα τον ήλιο.

Τα πόδια του πατέρα μου βρωμοκοπούσαν
και το χαμόγελό του ήταν σαν ένας σωρός από σκατά σκύλου.

παντού
είναι όλα το ίδιο.

Περισσότερο από ω!

Τελειωμένος ως επακόλουθο,
γρονθοκοπημένος στη σκιά,
αφημένος να σαπίσω στην όχθη,
ανακατωμένος,
βρεγμένος,
χτυπημένος βαθιά,
ω, μαμά, τραγούδησε τραγούδια
για μένα!
Δεν μπορώ να χειριστώ
αυτή την πράξη.
Χρειάζομαι περισσότερο φως, περισσότερο φως,
περισσότερο φως τώρα!
Το γουρούνι είναι κάτω
απ' τη λεπίδα μου,
η σοπράνο στριγκλίζει ανοησίες,
το ζάρι εμφανίζεται
σαν μάτι από φίδι.
Δεν μπορώ να κρατηθώ περισσότερο
καθώς τα πλήθη από την κόλαση
βαδίζουν μέσα μου.

Ποτέ

Ξεζούμισε αυτό το επιπλέον ποίημα
εκτός κι αν έρθει από μόνο του.

αυτό είναι αυτό το επιπλέον ποίημα
και δεν έρχεται μόνο του

κι έτσι δεν περιμένω να λειτουργήσει.

Χρησιμοποιώ αυτό το ποίημα
για να γεμίσω τον χώρο
καθώς πίνω το τελευταίο μου
ποτήρι από κρασί
απόψε.

Ήταν μια ικανοποιητική νύχτα:
Είδα έναν εκπληκτικό αγώνα μποξ πριν

πουδράρισα τις γάτες για τους ψύλλους

απάντησα σε δύο γράμματα
έγραψα τέσσερα ποιήματα.

κάποιες νύχτες γράφω δέκα ποιήματα
απαντώ σε έξι γράμματα

πίνω περισσότερο

αλλά σε όλα τα πράγματα
το ιδανικό είναι μια ήπια
συνέπεια.

τώρα αυτό το ποτήρι του κρασιού
είναι σχεδόν άδειο.

Παρακολουθώ τα αυτοκίνητα
που ξεκολλιούνται απ' τον αυτοκινητόδρομο
εκεί έξω.

η ικανοποίηση μεταξύ των αγωνιών
είναι το ελιξίριο της ύπαρξης.

το ποτήρι του κρασιού είναι τώρα άδειο.

καλή
νύχτα.


Τέλεια σιωπή


Τέλεια σιωπή

Όλα αυτά τα φλεγόμενα
μάτια
όλες αυτές οι γλυκές
συνεννοήσεις
όλη αυτή
η μάσκαρα
όλα αυτά
τα σκουλαρίκια

όλα αυτά τα ζεστά
κορμιά

τώρα θα πάνε
κάπου αλλού.

Συνειδητοποιώ
ότι
μπορεί
και να χάνω
την
τελευταία μου
ευκαιρία

βγάζοντας
το τηλέφωνο
απ' την πρίζα.

Τώρα
τηλεφωνώ
μόνο
απ' έξω
για ένα ασθενοφόρο,
την πυροσβεστική
ή την αστυνομία.

Βρίσκομαι πάλι
εκεί
που βρισκόμουν
χρόνια πριν:
Δε θέλω ν' ακούσω
μια ανθρώπινη φωνή
να μου πει τα καλά νέα.

Το έχω
εκτός πρίζας.

Το για ποιον
χτυπά ή καμπάνα
δεν είναι για μένα

Ας είναι
για σένα.

Καθώς ο Βούδας χαμογελάει

Οι κυρίες με μπλε και πράσινα και κόκκινα,
οι κυρίες με όλα τους τα χρώματα,
κάνουν κύκλους.

*

Δεν υπάρχει τίποτα
που να συγκρίνεται
με την αλαζονεία
ενός αρχάριου συγγραφέα
εκτός και αν πρόκειται
για την έπαρση
ενός επιτυχημένου.

*

Ο θυμός δεν είναι
παρά μια μάσκα
που δεν καλύπτει
τίποτα.

*

Την κοιτάζω
καθώς κάθεται στο μπαρ

είναι το καλύτερο
θέαμα:

σιωπηλή, ακτινοβολούσα,
πουθενά.

*

Ο ίδιος ήλιος
ανάκατος και αλεσμένος
να χορεύει με κατεύθυνση
προς ό,τι έχει απομείνει
από το μυαλό σου.

*

Συνεχίζω να αναλογίζομαι
τον αστάθμητο παράγοντα.
Ο Αδάμ και η Εύα χωρίς αφαλούς;
Και αν ναι, γιατί;

*

Μερικές φορές
τα μικρά παιδιά
ξυπνάνε ουρλιάζοντας
καθώς κάτι
πηδάει προς το μέρος τους,
κάτι που δεν είχαν ξαναδεί
ποτέ πριν.

*

Αν μπορούμε να γελάμε, καλώς.
Κι αν πρέπει να κλαίμε, ας κλαίμε.

*

Το ένα καλοκαίρι
διαδέχθηκε το άλλο
ο ένας ψύλλος πήδηξε τον άλλο
καθώς οι γονείς μου
ετοιμάστηκαν για έναν
πρόωρο τάφο.

*

Το ράδιο των 3 π.μ.
τραγουδάει
καθώς ένα σμήνος
από μικροσκοπικά
πετούμενα έντομα
έρχονται βιαστικά
δίπλα μου
να μου κρατήσουν
συντροφιά.

*

Καθώς οι κύκνοι κάνουν κύκλους
οι πραγματικά καταδικασμένοι
είναι οι πραγματικά ταλαντούχοι,
καθώς οι κύκνοι κάνουν κύκλους
οι πραγματικά ταλαντούχοι
είναι οι πραγματικά καταδικασμένοι,
καθώς οι κύκνοι κάνουν κύκλους.

*

Είναι πιο εύκολο
να γράψεις μια συμφωνία
από το ν' αγαπάς και να σέβεσαι
τον γείτονά σου.

*

Με κατεβασμένο
το κεφάλι
κάθομαι δίπλα στο τζάκι
κοιτώντας τα παπούτσια μου
καθώς η σύζυγος μου λέει
πόσο καλά φαίνομαι.

*

Ο καθένας θα μπορούσε
να είναι ιδιοφυία στα 25.
Στα 50, χρειάζεται μια κάποια
προσπάθεια.

*

Σκέφτομαι τον Λι Πω
τόσους αιώνες πριν
να πίνει το κρασί του
να γράφει τα ποιήματά του
μετά να τους βάζει φωτιά
και να τα στέλνει να επιπλεύσουν
στο ποτάμι
καθώς ο αυτοκράτορας
έκλαψε.

*

Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο
και περιμένω υπομονετικά
την κυρα τύχη
να έρθει.

*

Πρέπει απλά να ξεφορτωθούμε
όλους αυτούς τους φτωχούς
ανθρώπους
που τρώνε πίτσα
και πηγαίνουν σε αγώνες
μπέιζμπολ.

*

Πυροβόλησα τη γάτα
έκλεψα ένα λεξικό Γουέμπστερ
κι έφαγα ένα πράσινο μήλο.

*

Ο ίδιος ήλιος
ανάκατος κι αλεσμένος
να χορεύει με κατεύθυνση
προς ό,τι έχει απομείνει
από το μυαλό σου.

*

Ω, Θεέ μου
όλος αυτός ο ανόητος
μπλε ουρανός.

*

Παίρνω αυτή την ευερέθιστη
καρδιά μου
και την πετάω μακριά
όσο πιο πολύ μέσα στο σκοτάδι
μπορώ
και γελάω.

*
Είμαι
σαν έντομο
σαν σκύλος
σαν λουλούδι.

Το μαχαίρι
κόβει τον ήλιο.
Το πιάτο σπάει.
Η γάτα χασμουριέται.

*

Ο κάποτε νέος
ήρωας
μεγάλωσε
καθώς ο Βούδας
χαμογελάει.

Κατευθυνόμενος προς την ηλικία των 73

Ναι, είναι αλήθεια -ωριμάζω.
τον παλιό καιρό
για να περάσεις απ' το δωμάτιό μου
έπρεπε να περπατήσεις γύρω και ανάμεσα
από άδεια μπουκάλια.
τώρα, αφού τα αδειάσω
τα σωρεύω προσεκτικά
σε χαρτοκιβώτια.
είμαι καλός πολίτης τώρα,
μαζεύω τα μπουκάλια
για να τα δώσω για ανακύκλωση
στην πόλη του Λος Άντζελες.
και δεν έχω δει το εσωτερικό
μιας μεθυσμένης δεξαμενής
για δέκα ολόκληρα χρόνια.
(Κλειδώνω την πόρτα όταν πίνω
και προκαλώ μόνο σε μένα
τη ζημιά.)
βαρετό, έτσι δεν είναι;
αλλά δεν είναι και τόσο κακό,
ακούγοντας Μάλερ
καθώς οι τοίχοι χορεύουν.
ως ερημίτης, είναι αρκετό
για μένα.
έτσι τώρα, επιστρέφω τους δρόμους
πάνω σε σένα,
μάγκα.

Ξιφολόγχες στο φως των κεριών

Καθώς τα πουλιά σε καταριούνται
και καθώς οι φυλακές αδειάζουν
τους μισούς νεκρούς τους
στη μετάξινη σου ποδιά,
βλέπω τις λεπτές τρίχες ενός αρουραίου
να εξερευνούν το γεμάτο μπουκάλια
αποθαρρημένο μου πάτωμα;
παχύς, παχύς, αυτός ο σερνόμενος άγγελος
και εκεί είναι ένα βιβλίο του Ρεμπώ
και αγνοεί το βιβλίο του Ρεμπώ
καθώς σωματίδια από το ρολόι
κολλάνε μέσα στο μικρό μου μυαλό
σαν βέλη που δουλεύουν πάνω σε
παλιά τραύματα
και χριστέ μου, δεν μπορώ να τα
τραβήξω έξω.

Μπορείς να πάρεις μια πεταλούδα
και να της σκίσεις τα φτερά,
μπορείς να πάρεις αυτό το δωμάτιο
και να του βάλεις φωτιά,
μπορείς να πάρεις τα κόκκαλα μου
και να τα βάψεις πράσινα
και να τα κρεμάσεις έξω στο παράθυρο
σαν να είναι γράμματα από την Ισπανία
αλλά
εγώ θα τρέχω για χρόνια μέσα στο διάδρομο
της γρανιτένιας σου καρδιάς
και τότε,
μαζί σου,
όχι χέρι-χέρι, αλλά εξίσου
μετανοιωμένοι και φτωχοί και λυπημένοι,
με όλες τις νίκες και τις ήττες
ασφαλείς στο παρελθόν,
θα είμαστε
σαν ξιφολόγχες στο φως των κεριών
με τις φωνές ν' ακούγονται,
τώρα από πίσω;
βλέπω ακούω είμαι βλέπω ακούω είμαι ήμουν ήμουν
Είμαι ακόμη αυτή τη στιγμή
αυτή είναι η στιγμή της πεταλούδας
που κοιτάζει μέσα στο στρογγυλό
βαθύ μάτι ενός άδειου μπουκαλιού
η σκιά που κινείται στον άνεμο
σαν χέρι
κάποτε εδώ
και τώρα εξαφανισμένη.

Σκέφτομαι σκέφτομαι
αλλά όχι πάρα πολύ
και παίρνω αυτό το χαρτί από
τη γραφομηχανή
καθώς κλωτσάω τον αρουραίο
που παραμένει άπραγος δίπλα μου.


ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΙΣ 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1553

Στο κρεβάτι με γρίπη διαβάζοντας Ραμπελαί
καθώς η γάτα ροχαλίζει
η τουαλέτα του μπάνιου τσιτσιρίζει
και τα μάτια μου καίνε.

αφήνω τον Ραμπελαί κάτω
και ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου.
αυτό κάνουν οι συγγραφείς
ο ένας στον άλλο.

εκείνον, τον αντικαθιστώ
με μια ταμπλέτα βιταμίνης C.

αν μπορούσαμε μόνο να καταπιούμε
τον θάνατο έτσι (νομίζω ότι μπορούμε)
ή ο θάνατος να μας κατάπινε έτσι (νομίζω
ότι μπορεί).

η ζωή δεν είναι αυτό που πιστεύουμε
ότι είναι,
είναι μόνο αυτό που φανταζόμαστε
ότι είναι.
και για εμάς, αυτό που φανταζόμαστε
είναι αυτό που γίνεται.

Φαντάζομαι τον εαυτό μου απαλλαγμένο
απ' αυτή τη γρίπη.

Βλέπω τον εαυτό μου
να παρελαύνει στα πεζοδρόμια πάλι
ανάμεσα στους καρχαρίες
αυτού του κόσμου...

εν τω μεταξύ, η γάτα, όπως
και τα περισσότερα πράγματα,
στριμώχνεται πολύ κοντά μου.
Την σπρώχνω απαλά μακριά μου,
καθώς σκέφτομαι, Ραμπελαί
ήσουν ένας πραγματικά
πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος.

μετά τεντώνομαι
καθώς το ταβάνι με παρακολουθεί
και περιμένει.


Μην ξεχνάς

υπάρχει πάντα κάποιος ή κάτι

που σε περιμένει,

κάτι δυνατότερο, πιο έξυπνο,

πιο κακό, πιο καλοσυνάτο, πιο ανθεκτικό,

κάτι μεγαλύτερο, κάτι καλύτερο,

κάτι χειρότερο, κάτι με

μάτια σαν της τίγρης, σαγόνια σαν του καρχαρία,

κάτι πιο τρελό από τρελό,

λογικότερο του λογικού,

υπάρχει πάντα κάτι ή κάποιος

που σε περιμένει

ενώ φοράς τα παπούτσια σου

ή ενώ κοιμάσαι

ή ενώ πετάς τα σκουπίδια

ή χαϊδεύεις τη γάτα σου

ή πλένεις τα δόντια σου

ή γιορτάζεις μια αργία

υπάρχει πάντα κάποιος ή κάτι

που σε περιμένει.

έχε το καλά στον νου σου

ώστε όταν συμβεί

να είσαι όσο πιο έτοιμος γίνεται.

μέχρι τότε, καλή σου

μέρα

αν είσαι ακόμα εκεί.

εγώ είμαι, νομίζω –

μόλις έκαψα τα δάχτυλά μου

μ’ αυτό

το τσιγάρο. 

Άνδρας και Γυναίκα στο κρεβάτι, στις 10πμ

Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν τομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.

Νιώθω σαν νά’ρχεται βροχή, είπε.
Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν η πόρτα νά’ναι ξεκλείδωτη, είπε.
Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.

Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.

Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.
Νιώθω σαν να’χεις δίκιο, είπα.
Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.
Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.
Νιώθω σαν να μην μ’αγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ, είπα.

Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ τώρα, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ εγώ πιο πολύ απ’ό,τι εσύ εμένα, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.
Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.
Νιώθω, είπα.
Νιώθω, είπε.



Ιδιοφυΐα του Πλήθους

«Υπάρχει τόσος δόλος, μίσος, βία,
ανοησία στο μέσο ανθρώπινο πλάσμα
ώστε να μπορεί να επανδρωθεί οποιοσδήποτε στρατός
οποιαδήποτε ημέρα.

και οι καλύτεροι στο φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του,
και οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη,
και οι καλύτεροι στον πόλεμο είναι τελικά αυτοί που κηρύττουν ειρήνη.

και οι καλύτεροι στον φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του
και οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν την αγάπη
και οι καλύτεροι στον πόλεμο – τελικά – είναι αυτοί που κηρύττουν την ειρήνη
αυτοί που κηρύττουν τον θεό, χρειάζονται θεό
αυτοί που κηρύττουν την ειρήνη δεν έχουνε ειρήνη
αυτοί που κηρύττουν την ειρήνη δεν έχουνε αγάπη
να φοβάσαι τους κήρυκες
να φοβάσαι τους γνωρίζοντες
να φοβάσαι αυτούς που πάντα διαβάζουν βιβλία
να φοβάσαι αυτούς που είτε απεχθάνονται την φτώχεια
είτε είναι περήφανοι γι’ αυτήν
να φοβάσαι αυτούς που είναι γρήγοροι στους επαίνους
γιατί αυτοί είναι που χρειάζονται επαίνους για αντάλλαγμα
να φοβάσαι αυτούς που είναι γρήγοροι στην απαγόρευση
αυτοί φοβούνται αυτά που δεν γνωρίζουν
να φοβάσαι αυτούς που αναζητούν συνεχώς τα πλήθη γιατί
είναι ένα τίποτα μονάχοι τους
να φοβάσαι τον μέσο άντρα τη μέση γυναίκα
να φοβάσαι την αγάπη τους, η αγάπη τους είναι μέτρια
αναζητά το μέτριο
αλλά υπάρχει ιδιοφυΐα στο μίσος τους
υπάρχει τόση ιδιοφυΐα στο μίσος τους που μπορεί να σε σκοτώσει
που μπορεί να σκοτώσει τον καθένα μας
μη μπορώντας την μοναξιά
μη καταλαβαίνοντας τη μοναξιά
θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν οτιδήποτε
διαφέρει απ’ αυτούς
μη μπορώντας να δημιουργήσουν τέχνη
δεν θα καταλάβουν την τέχνη
θα θεωρήσουν την αποτυχία τους στην δημιουργία
ως μια αποτυχία του κόσμου
μη μπορώντας να αγαπήσουν πλήρως
θα θεωρήσουν την αγάπη σου λειψή
και θα σε μισήσουνε
και το μίσος τους θα είναι τέλειο
σαν λαμπερό διαμάντι
σαν μαχαίρι
σαν βουνό
σαν τίγρης
σαν κώνειο

Η καλύτερη των τεχνών τους”


Είναι η ζωή σου

Η ζωή σου είναι η δική σου ζωή

μην την αφήσεις να τσακιστεί σε μια φτηνή υποταγή.

Να παραφυλάς.

Υπάρχουν τρόποι να ξεφύγεις.

Και κάπου υπάρχει και ένα φως.

Μπορεί να μην είναι πολύ δυνατό αλλά διώχνει σκοτάδι.

Να παραφυλάς.

Οι θεοί θα σου προσφέρουν ευκαιρίες.

Να τις μάθεις.

Να τις αρπάξεις.

Να παραφυλάς.

Να θυμάσαι πως δεν μπορείς ποτέ να νικήσεις

το θάνατο

μα καμιά φορά μπορείς να νικήσεις το θάνατο της ζωής.

Και όσο πιο συχνά το κάνεις τόσο περισσότερο φως θα υπάρχει.

Η ζωή σου είναι η δική σου ζωή.

Κατάλαβέ το όσο την έχεις.

Είσαι υπέροχος.

Οι θεοί προσμένουν μεγάλη ευχαρίστηση από σένα. 

 


Ένα χαμόγελο να το θυμάσαι

είχαμε χρυσόψαρα και έκαναν κύκλους γύρω γύρω

στη γυάλα στο τραπέζι κοντά στις βαριές κουρτίνες

που έκρυβαν το μεγάλο παράθυρο με τη θέα και

η μητέρα μου, χαμογελώντας πάντα, θέλοντας να είμαστε

όλοι χαρούμενοι, μου είπε, «να είσαι χαρούμενος Χένρι!»

και είχε δίκιο: είναι καλύτερο να είσαι χαρούμενος αν

μπορείς

μα ο πατέρας μου συνέχισε να μας δέρνει και τους δύο πολλές φορές την εβδομάδα

λυσσομανώντας μέσα στο τεράστιο κορμί του επειδή δεν

μπορούσε να καταλάβει τι τον διέλυε από μέσα.

η μητέρα μου, η καημενούλα,

να θέλει να είναι χαρούμενη, να τρώει ξύλο δυο ή τρεις φορές την

εβδομάδα, να μου λέει να ‘μαι χαρούμενος: «Χένρι, χαμογέλα!

γιατί δεν χαμογελάς ποτέ;»

και μετά να χαμογελάει, για να μου δείξει πώς, και ήταν το

πιο θλιμμένο χαμόγελο που είδα ποτέ

μια μέρα τα χρυσόψαρα πέθαναν, και τα πέντε,

επέπλεαν στο νερό, στο πλάι, με τα

μάτια τους ακόμη ανοιχτά,

και όταν ο πατέρας μου γύρισε τα πέταξε στη γάτα

εκεί στο πάτωμα της κουζίνας και παρακολουθούσαμε, και η μητέρα μου

χαμογελούσε

 


Αγκάλιασε το σκοτάδι

ο σάλος είναι ο θεός

η τρέλα είναι ο θεός

όταν ζεις μονίμως ήρεμα

ζεις μονίμως το θάνατο.

η αγωνία μπορεί να σκοτώσει

ή

η αγωνία μπορεί να κρατήσει το βάρος της ζωής

αλλά η ηρεμία είναι πάντα τρομακτική

η ηρεμία είναι ό,τι χειρότερο

να περπατάς

να μιλάς

να χαμογελάς,

να φαίνεται ότι είσαι.

μην ξεχνάς τα πεζοδρόμια

τις πόρνες,

την προδοσία,

το σκουλήκι μέσα στο μήλο,

τα μπαρ, τις φυλακές,

τις αυτοκτονίες των εραστών.

εδώ στην Αμερική

έχουμε δολοφονήσει έναν πρόεδρο και τον αδερφό του,

ένας άλλος πρόεδρος παραιτήθηκε από τη θέση του.

οι άνθρωποι που πιστεύουν στην πολιτική

είναι σαν τους ανθρώπους που πιστεύουν στο θεό¨

είναι κάτι αποτυχημένοι που έχουν έφεση

στα ασήμαντα.

δεν υπάρχει θεός

δεν υπάρχει πολιτική

δεν υπάρχει ηρεμία

δεν υπάρχει έρωτας

δεν υπάρχει έλεγχος

δεν υπάρχει σχέδιο

μείνε μακριά από το θεό

παράμεινε ενοχλημένος

γλίστρα

 


Το πρώτο ποίημα πάλι

64 μέρες και νύχτες σε αυτό

το μέρος, χημειοθεραπεία,

αντιβιοτικά, αίμα να τρέχει μες

στον καθετήρα.

λευχαιμία.

ποιος, εγώ;

στην ηλικία των 72 είχα αυτή την ηλίθια εντύπωση πως

απλώς θα πέθαινα γαλήνια στον ύπνο μου

αλλά

οι θεοί το θέλουν διαφορετικά.

κάθομαι μπροστά σ' αυτή τη μηχανή, διαλυμένος,

μισοπεθαμένος,

τη Μούσα γυρεύοντας ακόμη,

μα μόνο προσωρινά έχω επιστρέψει·

και τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο.

δεν ξαναγεννήθηκα, γυρεύω

μόνο

λίγες ακόμη μέρες, λίγες ακόμη νύχτες,

σαν

αυτήν

εδώ.


Μεταμόρφωση

μία κοπέλα ήρθε
μου έφτιαξε το κρεβάτι
σφουγγάρισε και κέρωσε το πάτωμα της κουζίνας
έτριψε τους τοίχους
σκούπισε
καθάρισε την τουαλέτα
τη μπανιέρα
σφουγγάρισε το πάτωμα του μπάνιου
κι έκοψε τα νύχια των ποδιών μου και
τα μαλλιά μου.

έπειτα
όλα την ίδια μέρα
ο υδραυλικός ήρθε κι έφτιαξε τη βρύση της κουζίνας
και την τουαλέτα
και ο τεχνικός για τα καλοριφέρ έφτιαξε τα καλοριφέρ
και ο τεχνικός για το τηλέφωνο έφτιαξε το τηλέφωνο
τώρα κάθομαι εδώ σ’ αυτήν την τελειότητα
είναι ήσυχα
τα χάλασα και με τις 3 κοπέλες μου.

ένιωθα καλύτερα όταν όλα ήταν σε
αταξία.
θα μου πάρει μερικούς μήνες για να ξαναγίνουν
όλα φυσιολογικά¨
δε μπορώ να βρω ούτε κατσαρίδα για να μιλήσω.

έχασα το ρυθμό μου.
δε μπορώ να κοιμηθώ.
δε μπορώ να φάω.

μου στέρησαν τη
βρωμιά μου.


Το πρόσωπο ενός πολιτικού υποψηφίου σε ένα πίνακα διαφημίσεων της πόλης

να τος
όχι πολλά μεθύσια
όχι πολλοί καυγάδες με γυναίκες
όχι πολλά κλαταρισμένα λάστιχα
ποτέ δε σκέφτηκε την αυτοκτονία

όχι περισσότεροι από τρεις πονόδοντοι
ποτέ δεν έχασε γεύμα
ποτέ δεν έκανε φυλακή
ποτέ δεν ερωτεύτηκε

7 ζευγάρια παπούτσια
ένας γιος στο πανεπιστήμιο
αμάξι ενός έτους
ασφαλιστήρια συμβόλαια
ένα πολύ πράσινο γρασίδι
κάδοι σκουπιδιών καλά σφραγισμένοι
θα εκλεγεί.


Ερωτεύτηκα

είναι μικρή, είπε,
αλλά κοίτα εμένα,
έχω ωραίους αστράγαλους,
και κοίτα και τους καρπούς μου, έχω ωραίους
καρπούς
Θεέ μου,
νόμιζα ότι πήγαινε καλά,
και τώρα ξανά αυτή,
κάθε φορά που σου τηλεφωνεί τρελαίνεσαι,
μου είπες ότι τελείωσε
μου είπες ότι ως εδώ ήταν,
άκου, έχω ζήσει αρκετά για να γίνω
μια καλή γυναίκα,
γιατί έχεις ανάγκη μια κακή γυναίκα;
έχεις ανάγκη να σε βασανίζουν, έτσι δεν είναι;
νομίζεις ότι η ζωή είναι σάπια αν κάποιος σου συμπεριφέρεται
σάπια, όλα ταιριάζουν,
έτσι δεν είναι;
πες μου, αυτό είναι; θέλεις να σου φέρονται
σκατά;
και ο γιος μου, ο γιος μου θα σε γνώριζε.
το είπα στο γιο μου
και παράτησα όλους τους εραστές μου.
στάθηκα σε ένα καφέ και ούρλιαξά
ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ,
Και τώρα με κορόιδεψες…

συγγνώμη, είπα, ειλικρινά συγγνώμη.

κράτα με, είπε, θα με κρατήσεις σε παρακαλώ;

ποτέ ξανά δε βρέθηκα σε κάτι τέτοιο, είπα,
σε ένα τέτοιο τρίγωνο…

σηκώθηκε και άναψε τσιγάρο, έτρεμε ολόκληρη. έκανε βήματα πάνω κάτω, άγρια και τρελή. ήταν μικροκαμωμένη. τα χέρια της ήταν λεπτά, πολύ λεπτά και όταν ούρλιαξε και άρχισε να με χτυπάει την έπιασα απ’ τους καρπούς και μετά πέρασα στα μάτια¨ μίσος, αιώνες βαθιά και αληθινά. έκανα λάθος, ήμουν απρεπής και άρρωστος. όλα τα πράγματα που είχα μάθει είχαν χαραμιστεί.
δεν υπήρχε ζωντανό πλάσμα τόσο βρώμικο όσο εγώ
και όλα τα ποιήματα μου ήταν
εσφαλμένα.


Ασφαλείς

το διπλανό σπίτι με

θλίβει.

άντρας και γυναίκα σηκώνονται κι οι δυο νωρίς και

πάνε στη δουλειά.

φτάνουν σπίτι νωρίς το σούρουπο.

έχουν ένα μικρό αγόρι κι ένα κορίτσι.

στις 9 μ.μ. όλα τα φώτα στο σπίτι

έχουν σβήσει.

το επόμενο πρωί άντρας και γυναίκα σηκώνονται

κι οι δύο πάλι νωρίς και πάνε στη

δουλειά.

επιστρέφουν νωρίς το σούρουπο.

στις 9 μ.μ. όλα τα φώτα έχουν

σβήσει.

το διπλανό σπίτι με

θλίβει.

οι άνθρωποι είναι καλοί άνθρωποι, τους

συμπαθώ.

μα νιώθω πως πνίγονται.

και δεν μπορώ να τους σώσω.

επιβιώνουν.

δεν είναι

άστεγοι.

μα το τίμημα είναι

τρομερό.

κάποιες φορές μέσα στη μέρα

θα κοιτάξω το σπίτι

και το σπίτι θα με
κοιτάξει

και το σπίτι θα

δακρύσει, ναι, δακρύζει, το

νιώθω.


Η τραγωδία των φύλλων

Δίψασα κι οι φτέρες είχαν ξεραθεί

κίτρινα τα φυτά στις γλάστρες, σαν καλαμποκιές,

η γυναίκα μου είχε φύγει

και τ’ αδειανά μπουκάλια: πτώματα κουτσουρεμένα με κύκλωναν ανήμπορα.

Μονάχα ο ήλιος μού έμεινε’ και τότε

να ο λογαριασμός για το νοίκι:

άψογα, επαρμένα κίτρινος. Αν χρειαζόταν κάτι

κείνη την ώρα, ήτανε ένας ωραίος κωμικός, απ’ τους παλιούς,

κάνας καραγκιόζης, να σπάει πλάκα με τον παραλογισμότου πόνου: ο πόνος είναι παράλογος μόνο και μόνο

επειδή υπάρχει

.Ξυρίστηκα προσεκτικά μ’ ένα παλιό ξυράφι.

Ανήκε σε κάποιον που κάποτε υπήρξε νέος και τον πέρασαν για ιδιοφυία όμως εδώ έγκειται η τραγωδία των φύλλων: οι ξεραμένες φτέρες, τα ξεραμένα φυτά.

Τελικά βγήκα στο σκοτεινό διάδρομο.

Η σπιτονοικοκυρά μου στεκόταν ορθή, αγριεμένη, αποφασισμένη.

Με διαολόστειλε

κουνώντας τα παχιά, κάθιδρα μπράτσα της.

«Το νοίκι!» ούρλιαξε.

Ούρλιαξε,

γιατί η ζωή μας είχε πια τσακίσει.




Ο γερο-αναρχικός

ο γείτονάς μου μού δίνει το κλειδί του σπιτιού του

όταν φεύγει για διακοπές.

ταΐζω τις γάτες του

ποτίζω τα λουλούδια και το

γρασίδι του.

βάζω την αλληλογραφία του σε μια τακτοποιημένη στοίβα

πάνω στην τραπεζαρία του.

είμαι ο ίδιος άνθρωπος άραγε που

πριν από 15 χρόνια

σχεδίαζε ν' ανατινάξει την πόλη του Λος Άντζελες;

κλειδώνω την πόρτα του.

βαδίζω στην είσοδο

στέκομαι

χασομεράω μια στιγμή

στο ηλιοβασίλεμα και σκέφτομαι,

υπάρχει ακόμα καιρός,

υπάρχει ακόμα καιρός για μια

επιστροφή.

ποτέ δεν ταίριαξα εξάλλου

μ' αυτούς τους άλλους.

βαδίζω στο πεζοδρόμιο

προς το σπίτι μου

προσέχοντας

να μην πατήσω

καμιά λακκούβα.

 


Καημένο ανόητο ζωάκι

Προσπαθήσαμε να το κρύψουμε στο σπίτι για να μην

το δουν οι γείτονες.

Ήταν δύσκολο, καμιά φορά χρειαζόταν να λείψουμε

Κι οι δυο μαζί κι όταν επιστρέφαμε

Βρίσκαμε περιττώματα και κάτουρα

παντού.

 

Αρνιόταν να μάθει να πηγαίνει εκεί όπου πρέπει

Αλλά είχε τα πιο γαλανά μάτια που έχεις δει

ποτέ

Έτρωγε ό,τι τρώγαμε κι εμείς

και καμιά φορά βλέπαμε μαζί τηλεόραση.

Ένα βράδυ γυρίσαμε σπίτι και δεν το βρήκαμε

εκεί.

αίμα στο πάτωμα,

Μια γραμμή από αίμα.

 

Την ακολούθησα ως έξω στον κήπο

Και το βρήκα στους θάμνους,

Σακατεμένο.

Κρεμόταν μια πινακίδα απ΄τον κομμένο του

λαιμό:

«δεν θέλουμε τέτοια πράγματα στη γειτονιά μας».

 

Πήγα στο γκαράζ να πάρω το φτυάρι.

Είπα στη γυναίκα μου, «μην βγεις έξω».

Έπιασα το φτυάρι και

Βάλθηκα να σκάβω.

 

Ένιωθα

πρόσωπα να με κατασκοπεύουν πίσω

από κατεβασμένα στόρια.

Είχαν και πάλι την γειτονιά τους,

Την ωραία ήσυχη γειτονιά με το καταπράσινο γρασίδι,

Τα φοινικόδεντρα, τα κυκλικά ιδιωτικά δρομάκια, τα παιδιά,

Τις εκκλησίες, τα σούπερ μάρκετ κ.λ.π

Έσκαψα στο χώμα.


Πως είναι τα πράγματα

Πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη

φτώχεια

κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη

φήμη.

Κι αν δεν σπάσεις

με κανένα από τα δύο

υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι

όπως οι κοινές ασθένειες

που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο

θάνατο.

Οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν

απ’ αυτό

όπως ήταν

κανονισμένο εξάλλου

από σεισμό

κατακλυσμό

πείνα

οργή

αυτοκτονία

απελπισία

ή απλά

από σοβαρό έγκαυμα

στη μύτη

την ώρα που ανάβεις

το τσιγάρο σου.


Πάντα μ' αγαπούσαν οι τρελοί

Πάντα μ’ αγαπούσαν οι τρελοί

κι οι προβληματικοί.

σε όλο το δημοτικό

το γυμνάσιο

το λύκειο

τα πρώτα έτη

οι ανεπιθύμητοι

κολλούσαν πάνω

μου.

τύποι με ένα χέρι

τύποι με τικ

τύποι με προβλήματα ομιλίας

τύποι με μια λευκή μεμβράνη

στο ένα μάτι,

δειλοί

μισάνθρωποι

φονιάδες

ματάκηδες

και κλέφτες.

και σ’ όλα τα

εργοστάσια κι όταν

αλήτευα

πάντα τραβούσα τους

ανεπιθύμητους. με έβρισκαν

αμέσως και κολλούσαν

πάνω μου. ακόμα

το κάνουν.

τώρα σ’ αυτή τη γειτονιά

με βρήκε

ένας.

σπρώχνει παντού

ένα καρότσι

γεμάτο με σκουπίδια:

σπασμένα μπαστούνια, κορδόνια,

άδειες σακούλες από πατατάκια,

κουτιά από γάλα, εφημερίδες, μολυβοθήκες…

«ε φίλε πώς τα πας;»

σταματάω και μιλάμε για

λίγο.

μετά χαιρετάω

αλλά μ’ ακολουθεί

ακόμα

περνώντας από τα

μπαρ και τα

μπουρδέλα…

«να με ενημερώνεις,

φίλε, να με ενημερώνεις,

θέλω να ξέρω τι

γίνεται.»

είν’ ο καινούριος μου.

δεν τον έχω δει ποτέ

να μιλάει σε

άλλον.

το καρότσι

κουδουνίζει λίγο

πίσω μου

και κάτι

πέφτει.

σταματάει να το

μαζέψει.

τότε μπαίνω

στο πράσινο ξενοδοχείο

στη γωνία

διασχίζω το

χωλ

βγαίνω από την πίσω

πόρτα και

βλέπω μια γάτα

να χέζει εκεί

εκστασιασμένη,

μου χαμογελάει

πλατιά. 

Ώστε θέλεις να γίνεις συγγραφέας

αν δεν ξεχύνεται από μέσα σου

ενάντια σ' όλα τ' άλλα,

μην το κάνεις.

αν δεν έρχεται, χωρίς καν να το 'χεις ζητήσει, από την

καρδιά σου και το μυαλό σου και το στόμα σου

και τα σπλάχνα σου,

μην το κάνεις.

αν χρειάζεται να κάτσεις για ώρες

κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή σου

ή να καμπουριάζεις πάνω από τη

γραφομηχανή σου

ψάχνοντας για τις λέξεις,

μην το κάνεις.

αν το κάνεις για τα λεφτά ή

τη δόξα,

μην το κάνεις.

αν το κάνεις γιατί θέλεις

γυναίκες στο κρεβάτι σου,

μην το κάνεις.

αν χρειάζεται να κάθεσαι και

να γράφεις ξανά και ξανά τα ίδια,

μην το κάνεις.

αν σου είναι δύσκολο και μόνο να σκέφτεσαι ότι θα το κάνεις,

μην το κάνεις.

αν προσπαθείς να γράψεις σαν κάποιον

άλλο,

καλύτερα ξέχνα το.

αν χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να ουρλιάξει από

μέσα σου,

τότε περίμενε υπομονετικά.

κι αν δεν ουρλιάξει ποτέ από μέσα σου,

κάνε κάτι άλλο.

αν πρέπει πρώτα να το διαβάσεις στη γυναίκα σου

ή στη φιλενάδα ή στον φίλο σου

ή στους γονείς σου ή σε οποιονδήποτε,

τότε δεν είσαι έτοιμος.

μην είσαι σαν τόσους άλλους συγγραφείς,

μην είσαι σαν τόσες άλλες χιλιάδες

ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται συγγραφείς,

μην είσαι πληκτικός και βαρετός και

ξιπασμένος, μην κατατρώγεσαι από την αυτο-

λατρεία σου.

οι βιβλιοθήκες του κόσμου

χασμουριούνται

από τη νύστα

μπροστά στο είδος σου.

μην προσθέτεις σε αυτό.

μην το κάνεις.

αν δεν βγαίνει από

την ψυχή σου σαν ρουκέτα,

αν το να μείνεις ήσυχος δεν

σε φέρνει στην τρέλα ή

την αυτοκτονία ή τον φόνο,

μην το κάνεις.

αν ο μέσα σου ήλιος

δεν σου καίει τα σπλάχνα,

μην το κάνεις.

όταν θα 'ναι στ' αλήθεια η ώρα,

και αν είσαι ο εκλεκτός,

θα συμβεί από

μόνο του και θα συνεχίσει να συμβαίνει

μέχρι που θα πεθάνεις ή που θα πεθάνει μέσα σου

αυτό.

δεν υπάρχει άλλο τρόπος.

και ποτέ δεν υπήρξε.


H μοίρα μου μου χαμογελάει

δεν υπάρχει άλλος τρόπος:

8 ή δέκα ποιήματα κάθε

νύχτα.

στον νεροχύτη

πίσω μου υπάρχουν πιάτα

που δεν έχουνε

πλυθεί εδώ και 2

εβδομάδες.

τα σεντόνια χρειάζονται

άλλαγμα

και το κρεβάτι είναι

άστρωτο.

τα μισά φώτα είναι

καμένα εδώ μέσα.

είναι σκοτεινά

και σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο

(έχω λάμπες για να τις

αντικαταστήσω μα δεν μπορώ να τις

βγάλω από το χαρτονένιο

περιτύλιγμά τους.) Παρόλα τα

βρόμικα μου σορτσάκια στην

μπανιέρα

και την υπόλοιπη βρόμικη

μπουγάδα μου στο

πάτωμα του υπνοδωματίου μου,

δεν έχουν

έρθει ακόμα για μένα

με τα σήματά τους και

τους κανονισμούς τους και τα

μουδιασμένα τους αφτιά. ωχ, αυτοί

και τα καπρίτσια τους!

όπως η αλεπού

τρέχω με τον κυνηγημένο και

αν δεν είμαι ο πιο ευτυχισμένος

άνθρωπος στη γη είμαι στα σίγουρα ο

πιο τυχερός άνθρωπος

που ζει. 

Και γαμώ τα ζευγάρια

ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τους

σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια

από τ' αναψυκτικά).

μονίμως μάς έκαναν έξωση απ' το παλιό μας σπίτι

μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή,

μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο

να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να 'τανε ευλογημένες οι ζωές μας, και αγαπούσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της

και τα σέξι φορέματά της, κι ακόμη τον τρόπο της να γελάει μαζί μου

έτσι που καθόμουνα με τη σχισμένη μου φανέλα στολισμένη με

τρύπες απ' τα τσιγάρα: ήμασταν φοβερό ζευγάρι, η Τζέην κι εγώ, αστράφταμε μες

στην τραγωδία της φτώχιας μας σαν να ήταν αστείο, σαν να μη

μας ένοιαζε και δεν μας ένοιαζε μας έπνιγε μες στον λαιμό κι εμείς

πεθαίναμε στα γέλια.

λέγανε αργότερα πως

ποτέ δεν είχαν ακούσει να τραγουδάνε τόσο άγρια, να τραγουδάνε τόσο χαρούμενα

τα παλιά τραγούδια

και ποτέ

να ουρλιάζουνε τόσο και να βλαστημάνε

να σπάνε τα γυαλικά

τρέλα

οχυρωμένοι για τη σπιτονοικοκυρά και την αστυνομία (ήμασταν εξάλλου έμπειροι επαγγελματίες) να ξυπνάμε το πρωί με τον καναπέ, τις καρέκλες και την τουαλέτα

σπρωγμένα μπροστά στην

πόρτα.

μόλις ξυπνάγαμε

έλεγα πάντοτε: προηγούνται οι κυρίες

κι η Τζέην θα έτρεχε στο μπάνιο για λίγα λεπτά κι ύστερα

θα ήταν η σειρά μου και

ύστερα, πίσω στο κρεβάτι, ν' αναπνέουμε κι οι δύο ήρεμα, ν' αναρωτιόμαστε

ποια

καταστροφή θα μας φέρει η νέα μέρα, να αισθανόμαστε παγιδευμένοι, πεθαμένοι,

ηλίθιοι, απελπισμένοι, να αισθανόμαστε ότι έχουμε ξοδέψει και την έσχατη τύχη μας,

βέβαιοι ότι τελικά δεν έχουμε

ούτε την ελάχιστη τύχη με το μέρος μας.

μπορεί να πιάσει βαθιές ρίζες η μελαγχολία όταν κάθε πρωί βρίσκεσαι αμέσως με την πλάτη στον τοίχο μα πάντα καταφέρναμε να βρούμε τρόπο και να τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά.

συνήθως μετά από 10 ή 15 λεπτά η Τζέην θα έλεγε

σκατά! κι εγώ θα έλεγα

ναι!

κι ύστερα, άφραγκοι και χωρίς καμία ελπίδα θα βρίσκαμε έναν τρόπο για να

συνεχίσουμε, κι ύστερα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρναμε.

η αγάπη έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της.


Τα κοτσύφια είναι σκληρά σήμερα

μόνος σαν ξερό και φθαρμένο περιβόλι
απλωμένο πάνω στη γη
προς χρήση και παράδοση.

απελπισμένος σαν πρώην μποξέρ που πουλάει
εφημερίδες στη γωνία.

να με πιάνουν τα κλάματα σαν
γερασμένη μπαλαρινούλα
που πήρε την τελευταία της επιταγή.

ώρα για χαρτομάντηλο εξοχώτατε
εκλαμπρότατε.

τα κοτσύφια είναι σκληρά σήμερα
σαν
να σου γυρνάνε τα νύχια
μια νύχτα στο
κρατητήριο—
κρασί κρασί γκρίνια,
τα κοτσύφια τριγυρίζουν και
πεταρίζουν
μουρμουρίζοντας
ισπανικές μελωδίες και κρόταλα.

και το παντού είναι
πουθενά—
το όνειρο είναι άσχημο σαν
τηγανίτες και σκασμένα λάστιχα:

γιατί συνεχίζουμε
με τα μυαλά και
τις τσέπες μας γεμάτες
σκόνη
σαν παλιόπαιδο που μόλις βγήκε
απ’ το σχολείο—
πες μου
εσύ,
εσύ που ήσουν ήρωας σε κάποια
επανάσταση
εσύ που διδάσκεις τα παιδιά
εσύ που πίνεις με ηρεμία
εσύ με τα μεγάλα σπίτια
που βολτάρεις σε κήπους
εσύ που έχεις σκοτώσει έναν άντρα και σου ανήκει μια
όμορφη σύζυγος
πες μου
γιατί καίγομαι σαν παλιά ξερά
σκουπίδια.

σίγουρα μπορεί να έχουμε μια ενδιαφέρουσα
αλληλογραφία.
θα απασχολήσει αρκετά τον ταχυδρόμο.
και οι πεταλούδες τα μυρμήγκια οι γέφυρες τα
νεκροταφεία
οι κατασκευαστές πυραύλων οι σκύλοι οι μηχανικοί αυτοκινήτων
θα συνεχίσουν για
λίγο
μέχρι να μας τελειώσουν τα γραμματόσημα
ή/και
οι ιδέες.

μην ντρέπεστε για
τίποτα· μάλλον ο Θεός τα εννοούσε όλα
σαν
τις κλειδαριές στις
πόρτες.



Παρ'όλα αυτά

τα βράδια που παλεύεις καλύτερα
έρχονται
όταν όλα τα όπλα στρέφονται
σε σένα
όταν οι φωνές όλες
φτύνουν τα βρισίδια τους
κι ενώ τ’ όνειρο
στραγγαλίζεται.

τα βράδια που παλεύεις καλύτερα
έρχονται
όταν τα λογικά σου
τρώνε στην κοιλιά τον κλότσο
όταν τ’ άρματα του ζόφου
σε γυροφέρνουν.

τα βράδια που παλεύεις καλύτερα
έρχονται
όταν ηλίθιων το γέλιο
ηχεί παντού
όταν θανάτου φίλημα
αγάπη το νομίζουν

τα βράδια που παλεύεις καλύτερα
έρχονται
όταν στημένο το παιχνίδι
όταν ουρλιάζει ο όχλος
για το αίμα σου.

τα βράδια που παλεύεις καλύτερα
έρχονται
κάτι βράδια σαν αυτό
κι ενώ χίλιους αρουραίους σκοτεινούς πετάς
απ’ το μυαλό σου
κι ενώ ψηλώνεις κόντρα
στ’ ανέφικτο
κι ενώ αδελφός γίνεσαι
με της χαράς την καλή αδελφή

και προχωράς

παρ’ όλα αυτά.

.


Ποίημα για διευθυντές προσωπικού

Ένας γέρος μου ζήτησε τσιγάρο
κι εγώ προσεκτικά έβγαλα δύο.
«Ψάχνω για δουλειά. Θα σταθώ
στον ήλιο και θα καπνίζω.»

Ήταν σχεδόν κουρελής και τρελαμένος
και στηριζότανε στο θάνατο.
Ήτανε μια παγωμένη μέρα, πράγματι, τα φορτηγά
φορτωμένα και βαριά σαν γερασμένες πόρνες
βροντούσαν και μπερδεύονταν στους δρόμους…

Πέφτουμε σαν μαδέρια από ένα πάτωμα που σαπίζει
καθώς ο κόσμος πασχίζει να φέρει στο φως το κόκαλο
που ζυγιάζει τον εγκέφαλό του.
(ο Θεός είναι ένα μοναχικό μέρος χωρίς μπριζόλα.)

Είμαστε πουλιά που πεθαίνουν
είμαστε πλοία που βουλιάζουν ─
ο κόσμος τραντάζεται εναντίον μας
κι εμείς
πετάμε έξω τα χέρια μας
κι εμείς
πετάμε έξω τα πόδια μας
σαν το φιλί θανάτου της σαρανταποδαρούσας:
μα αυτοί αβρά σπάνε τις ράχες μας
και αποκαλούν το δηλητήριό μας «πολιτική.»

Λοιπόν, καπνίζαμε, αυτός κι εγώ ─ μικροί άνθρωποι
ροκανίζοντας σκέψεις ψαροκέφαλα…

Όλα τα άλογα δεν μπαίνουν μέσα,
και καθώς παρακολουθείς τα φώτα των φυλακών
και των νοσοκομείων να αναβοσβήνουν,
και άνθρωποι χειρίζονται τις σημαίες τόσο προσεκτικά σαν μωρά,
θυμήσου αυτό:

είσαι ένα σθεναρό όργανο από
καρδιά και κοιλιά, προσεκτικά σχεδιασμένο─
έτσι αν πάρεις αεροπλάνο για τη Σαβάνα,
πάρε το καλύτερο αεροπλάνο˙
ή αν φας κοτόπουλο πάνω σ’ ένα βράχο,
κάν’ το ένα πολύ ξεχωριστό ζώο.
(Εσύ το λες πουλί˙ εγώ λέω τα πουλιά
λουλούδια.)

 

 

 Και αν αποφασίσεις να σκοτώσεις κάποιον,
σκότωσε τον οποιονδήποτε και όχι κάποιον:
κάποιοι είναι φτιαγμένοι από πιο ξεχωριστά, πολύτιμα
κομμάτια: μη σκοτώσεις
αν έχεις πρόθεση
έναν πρόεδρο ή ένα Βασιλιά
ή κάποιον
πίσω από ’να γραφείο ─
αυτοί έχουν ουράνια ύψη
φωτισμένες συμπεριφορές.

Αν αποφασίσεις,
πάρε εμάς
που στεκόμαστε και καπνίζουμε και στραβοκοιτάζουμε˙
είμαστε σκουριασμένοι από θλίψη και
αρρωστημένοι
από το να σκαρφαλώνουμε σπασμένες σκάλες.

Πάρε εμάς:
ποτέ δεν ήμασταν παιδιά
σαν τα παιδιά σου.
Δεν καταλαβαίνουμε τα ερωτικά τραγούδια
σαν την ερωμένη σου.

Τα πρόσωπά μας είναι σπασμένο λινόλαιο,
σπασμένα από τα βαριά, σίγουρα
βήματα των αφεντικών μας.

Βαλλόμαστε με κοκκινομάλλες
και σπόρους παπαρούνας και στομφώδη γραμματική˙
σπαταλάμε μέρες σαν τρελά μαυροπούλια
και προσευχόμαστε γι’ αλκοολικές νύχτες.
Τα άρρωστα απ’ το μετάξι ανθρώπινα χαμόγελά μας τυλίγονται γύρω
μας σαν κάποιου άλλου το χαρτοπόλεμο:
δεν ανήκουμε καν στο Κόμμα.

Είμαστε μια σκηνή σχεδιασμένη με κιμωλία από το
άρρωστο λευκό πινέλο της Εποχής.

Καπνίζουμε, κοιμισμένοι σαν ένα πιάτο με σύκα.
Καπνίζουμε, νεκροί σαν ομίχλη.

Πάρε εμάς.
Ένας φόνος στην μπανιέρα
ή κάτι γρήγορο και χτυπητό˙ τα ονόματά μας
στις εφημερίδες.

Γνωστοί, επιτέλους, για μια στιγμή
σε εκατομμύρια απερίσκεπτα και άχρωμα μάτια
που κρατούν τους εαυτούς τους κρυφούς
ως μονάχα τρεμόπαιγμα και καυστικό σχόλιο
στους κακούς χωριάτικους χλευασμούς
των ματαιόδοξων, παραχαϊδεμένων σωστών κωμικών τους.

 

 Γνωστοί, επιτέλους, για μια στιγμή,
όπως αυτοί θα είναι γνωστοί
και όπως εσύ θα είσαι γνωστός
από έναν γκρίζο άνδρα πάνω σ’ ένα γκρίζο άλογο
που κάθεται και χαϊδεύει ένα σπαθί
μεγαλύτερο απ’ τη νύχτα
μεγαλύτερο απ’ του βουνού την οδυνηρή ραχοκοκαλιά
μεγαλύτερο απ’ όλες τις κραυγές
που έχουν εκτοξευτεί σαν βόμβες από λαιμούς
και εκραγεί σε μια καινούργια, λιγότερο σχεδιασμένη
γη.

Καπνίζουμε και τα σύννεφα δε μας παρατηρούν.
Μια γάτα περνάει και τρίζουν τα κόκαλα του Σαίξπηρ.
Λίπος, λίπος, λαμπάδα σαν κερί: οι σπονδυλικές μας στήλες
είναι χαλαρές και η συνείδησή μας καίγεται
άδολα
το εναπομένον φιτίλι της ζωής έχει
μοιραστεί σ’ εμάς.

Ένας γέρος μου ζήτησε τσιγάρο
και μου είπε τα προβλήματά του
και αυτό
είναι ό,τι είπε:
πως η Εποχή ήταν ένα έγκλημα
και πως το Έλεος μάζευε τους βώλους
και το Μίσος μάζευε τα
μετρητά.

Ίσως να ήταν ο πατέρας σου
ή ο δικός μου.

Ίσως να ήταν σεξομανής
ή άγιος.

Μα ό,τι κι αν ήταν,
ήταν καταδικασμένος
και στεκόμασταν στον ήλιο και
καπνίζαμε
και κοιτούσαμε τριγύρω
στον ελεύθερο χρόνο μας
για να δούμε ποιος ήταν ο επόμενος στη
γραμμή.


Γράψιμο

αρχίζεις να χαμογελάς

παντού

μέσα σου

μόλις οι λέξεις ξεχύνονται

απ’ τα δάχτυλά σου

στα πλήκτρα

κι είναι σαν

να ονειρεύεσαι τσίρκο:

εσύ είσαι ο κλόουν, ο θηριοδαμαστής,

ο τίγρης,

είσ’ αυτός που είσαι

καθώς

οι λέξεις σαλτάρουν

μεσ’ από φλεγόμενα στεφάνια,

εκτελούν τριπλό άλμα στον αέρα

από τραπέζιο σε

τραπέζιο, κι ύστερα

αγκαλιάζουν τον

Άνθρωπο Ελέφαντα

καθώς

τα ποιήματα συνεχίζουν να βγαίνουν,

ένα ένα

γλιστράνε στο

πάτωμα,

όλα πάνε ρολόι’

οι ώρες πετάνε και φεύγουν

και ξαφνικά

έχεις τελειώσει,

πηγαίνεις στην κρεβατοκάμαρα,

πέφτεις στο κρεβάτι

και κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου

εδώ στη γη,

η ζωή είναι επιτέλους τέλεια. η ποίηση είναι αυτό που συμβαίνει

όταν δεν μπορεί να συμβεί

τίποτ’ άλλο.