Τ. ΛΕΙΒΑΔΗΤΗΣ

Σὲ περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο… ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


Χειρονομίες

Μια ακαθόριστη μεγάλη υπόσχεση, όπως συμβαίνει πάντα στις

παλιές κάμαρες

ή μιά χειρονομία απαλή, όπως καρφιτσώνεις ένα ρόδο στο στήθος μιάς γυναίκας

που ποτέ δεν υπήρξε. 

Βιολί για μονόχειρα

…ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον…

…ή ο παιδικός μας φίλος, που καθισμένοι στο πεζούλι τα βράδια
μοιράζαμε τον κόσμο – αλλά εγώ τον έκλεβα.

…έτσι δεν μπόρεσα ν” αποτελειώσω καμιά ηλικία…

…σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του…

…ώ έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πείς, χωρίς να
τ” ακούσουν…

…το πιό θανάσιμο αμάρτημα είναι να μήν αγαπάς τον εαυτό σου…

… ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ” ένα χέρι βιολί, όταν με τ” άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του…

… και το πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις…


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.

Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.

Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.

Δε θα διστάσεις.

Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου

Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.

Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου

Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.

Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.

Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.

Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου

Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.

Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

IV
Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.


ΙV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.


Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…


Ανάσταση

«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα,
μα εκείνος μ’ έσπρωξε,
το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα,
πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα,
στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε
για να μη μας γκρεμίσουν,

……κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,

……κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,

……έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,

……τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,

……γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.



Ο Επίλογος

Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν
κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν,
……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,
……ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπομεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
……καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες ζοῦμε
καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε
……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ. Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος
σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),
……ἢ κάποιον ποὺ ντύνεται γυναῖκα γιὰ νὰ πεῖ ἕνα ψέμα ἀκόμα παιδικὸ —
μὴ μ᾿ ἀδικεῖτε, λοιπόν, ἂν ἔκλεισα τὰ μάτια, ἦταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν κόσμο
……ἢ θυμόμουν τὰ χέρια τῆς μητέρας καθὼς ἔβαζαν τὴ σκοῦπα πίσω ἀπ᾿ τὴ χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ἴσως κάτι πιὸ μακρινό,
……ἐνῷ τὸ κοιμητῆρι, ἀντίκρυ, θρόιζε ἁπαλά, σὰν τὸ σύντομο ἐπίλογο ἑνὸς μυστηρίου.

 

Τάσος Λειβαδίτης, Ὁ ἐπίλογος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Ἐκκρεμότητες, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 362


Καντάτα 

Ἕνα περίεργο ἐπεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στὶς ἐφημερίδες,

ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,

πῆρε μιὰ γυναῖκα,

μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,

ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,

γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει

νὰ κλάψει στὰ πόδια της. Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,

«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,

οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.

Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς

— ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.

Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.

Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.

Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,

θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα, ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,

πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,

τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη

μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της.


Περιμένοντας τὸ βράδυ

Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μας – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.
Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος
ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση

Ἄ, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα – τί ἔρωτες Θέε μου, τί ἡδονὲς
τί ὄνειρα,
ἂς πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά.


Ο Άνθρωπος με το ταμπούρλο

Μη σημαδέψεις την καρδιά μου

Αδερφέ μου, σκοπέ

αδερφέ μου, σκοπέ

σ’ ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι

σ’ ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι

σ’ ακούω που βήχεις μες στην παγωνιά

σε γνωρίζω, αδερφέ μου

και με γνωρίζεις.

Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην

τσέπη σου.

Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια

καρδιά.


Θυμάσαι;

Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια

είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά – κοντά

στο κουτελό σου ένα μικρό σημάδι απ’ την σφεντόνα μου

στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου

στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά

παπούτσια σου

στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα

με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.

Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των

υπουργείων

το βράδυ σταματάει στη γωνιά

κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ’ το καρότσι του πατέρα μου

κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε

την ώρα που εσύ γεμίζεις τ’ όπλο σου

κ’ ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.


Βασίλεψαν τα πρωϊνά σου μάτια πίσω απο ένα κράνος

άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ’ ένα σκληρό ντουφέκι

πεινάμε κ’ οι δυο για ένα χαμόγελο

και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.


Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι

σε λίγο θα πας να κοιμηθείς

καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου

αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα

σε συλλογίζομαι

καθώς θ’ ακουμπήσεις τ’ όπλα σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις

ένα σπουργίτι.


Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις

χτύπα με αλλού

μη σημαδέψεις την καρδιά μου.

Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.

Δεν θα’ θελα να το λαβώσεις. 

Λαϊκες Ιστορίες

Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλά
οι στέγες τους στάζουν, στην κουζίνα είναι ένας κουβάς
για τα βρόμικα νερά. Οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι
όπως γύρω από ένα νεκρό. Απ’ τα σπασμένα παράθυρα μπαινοβγαίνει η νύχτα, η βροχή κι ο χρόνος.
Τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία και τα κορίτσια
μένουν ανύπαντρα.

Σ’ ένα τέτοιο σπίτι γεννηθήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι οχυρωθήκαμε
και πολεμήσαμε.

Αυτή είναι η ιστορία μου.


Η ανθρώπινη ευτυχία

Σαν ήμουνα παιδί κοίταζα τ’ άστρα κ’ έκλαιγα

που δεν μπορούσα να φτάσω τον ουρανό.

Ύστερα αγάπησα τη δόξα.

Νύχτες έμενα άγρυπνος δαγκώνοντας τα χέρια μου

καθώς στεφτόμουνα ότι θάμενα για πάντα

ασήμαντος και ταπεινός.

Τώρα αγωνίζομαι πλάι στα εκατομμύρια αδέρφια μου

κ’ είμαι ευτυχισμένος. 

Σημαίες

Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων

εμείς καθόμασταν τα βράδια

και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.

Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας

Ποιητική

Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν                                                                                                                                     

για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ' τον άμμο                                                                                                 

για σας, χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα,                                                                                     

ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.                                                                                                                         

Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ' τους δρόμους                                                                                                    

και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών                                                                                                            

γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.                                                                                                     

Γράφω για σας                                                                                                                                                                                                

αδέρφια μου στο θάνατο                                                                                                                                                                                 

συντρόφοι μου στην ελπίδα                                                                                                                                                                            

που σας αγάπησα βαθιά κι απέραντα                                                                                                                                                              

όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.


Κι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας                                                                                                

τα βιβλία μου, στέρεα και απλά                                                                                                                                                                      

θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια                                                                                                                             

ανάμεσα στο ψωμί                                                                                                                                                                                          

και τα εργαλεία του λαού.

                                                                                                                                                                   

Ποιήματα 1958-1964

Βιογραφία

« Πρέπει, ὁπωσδήποτε, ν' ἀλλάξω ζωή, αλλιώς

εἶμαι χαμένος. Βέβαια, ἔχω καιρό μπροστά μου, είμαι ακόμα

νέος. Ἄν μποροῦσα νά ξεφύγω αὐτή τήν ἄθλια καθημερινότητα,

ὑποχρεώσεις καί συνήθειες και συμβιβασμοί, ἄν σταθώς λιγότερο

εὔκολος

στις διάφορες προφάσεις - μά ἰδιαίτερα

ἄν βάλω πιά ἕνα τέλος σέ τούτες τίς αἰώνιες ἀναβολές.

Τότε, ἀλήθεια, ἴσως φτιάξω κάτι, ἴσως μάλιστα και κάτι το

μεγάλο

ὅπως ὀνειρευόμουν ἀπό παιδί...»

Ετσι ἔγραφε κάποιος ἕνα βράδυ μέ χέρια πού τρέμανε.

Κι ἔκλαιγε.Ὕστερα νύσταξε κι ἀποκοιμήθηκε.

Τό πρωί, μόλις θυμόταν κάτι ἀόριστα. Καί σέ μερικά χρόνια

πέθανε.  

Κριτική της ποίησης

Ε! τι καθόσαστε λοιπόν ποιητές

βγείτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβείτε στις αμαξοστοιχίες

να δείτε καθώς θ’ απαγγέλλετε τα τραγούδια σας

ν’ ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο

το γέλιο των μηχανοδηγών.

Πηγαίντε στη λαϊκή αγορά

ανάμεσα στις φωνές και τη μυρουδιά των λαχανικών.

Είναι εκεί μια αντρογυναίκα με ξυλοπάπουτσα

που αν χαμογελάσει με τους στίχους σας

σημαίνει πως κάτι φτιάξατε στη ζωή σας.

Γιατί αυτή η αντρογυναίκα με το πλατύ, βλογιοκομμένο πρόσωπο

έχει τρία παιδιά σκοτωμένα

και δεν το ’χει σκοπό να γελάσει με μυξάρικους στίχους.

Ανεβείτε με τα πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους του τηλέγραφου

και τραγουδήστε και ξανατραγουδήστε

και κουνώντας σαν ένα τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας

χαιρετήστε

το μέλλον. 

Ποίημα

Θυμᾶμαι ὅταν βγήκα ἀπ' τή φυλακή. Τό κουρεμένο κεφάλι μου στρογγυλό κι ἄδειο σάν τήν ὑδρόγειο.  

«Ὄχι, δέν πεινάω» ἔλεγα στούς φίλους πού μέ προσκαλοῦσαν στο τραπέζι τους, ενώ την ίδια 

ώρα άρπαζα κρυφά μιά φούχτα κόλλυβα, ἀπό ένα πιάτο άκουμπισμένο στή ραπτομηχανή. Πού, βέβαια, τἄτρωγα ὕστερα στην

τουαλέτα, χρονολογίες ἀπό παλιές καταστροφές κι ὁράματα ἀπό

ποιήματα.Ἔτσι χόρτασα στη ζωή μου: μέ νεκρούς, ταπεινώσεις,

αυριανές ἐπαναστάσεις. Καί συχνά, γιά νά ἐκδικηθῶ τούς ἄλλους,

ποὖχαν τή βλακεία να πιστεύουνε σέ μένα, ἔκανα διάφορες ποτα-

πότητες και προστυχιές: δέν ἐπέστρεφα τά χρέη μου, ἔκλαιγα

μπροστά στούς ἄλλους ἤ μιλοῦσα ἀτέλειωτα στις κομματικές συν

γκεντρώσεις. Γιατί, ἀλήθεια, ξέχασα νά πῶ, ὅτι ἀπό καιρό τώρα

ἤμουνα δοσμένος σέ μιά μεγάλη ὑπόθεση - τόσο μεγάλη, θέ μου,

πού νἄχει τόπο ἀκόμα καί γιά τούς πιό ἠλίθιους. Δέν μπορῶ

ὅμως νά μήν ὁμολογήσω, πώς οἱ ἄνθρωποι μοῦ πρόσφεραν πολλά:

ἀπιστίες οἱ γυναῖκες, συμβουλές οἱ τρελοί, ἀπίθανα ὄνειρα οἱ σύ-

ντροφοι, κάπως βέβαια ὅλα αὐτά φθαρμένα ἀπ' τή χρήση καί τόν

χρόνο. Μά ἡ ἀπληστία μου, σάν ἕνα πελώριο κῦμα, τἄλουζε ὅλα,

καί τά ξανάβρισκα σάν μόλις κομμένα ἀπό τόν κόρφο τοῦ Θεοῦ.

Κ’ οἱ μέρες μου, θριαμβευτικές, στηρίζαν τόν ὑπέροχο, στέρεο

ἀγκώνα τους πάνω στό νερό τῆς ματαιότητας. Τέλος, γιά νά μήν

τά πολυλογῶ, ἀφοῦ ἔζησα ὅλο τό μαρτύριο τῆς ἐλπίδας, ἔφτασα

στό πιό ἀπάνθρωπο ἔγκλημα: νά πιστέψω στούς ἀνθρώπους.

Τότε, λοιπόν, γιατί ἀπαγορεύεται σ᾽ ἕναν ἐπαναστάτη ν' αὐτοκτο-

νήσει; 





1949 μ.Χ.

Τή νύχτα κείνη πού τραυματίστηκα ἡ ἐπανάσταση πέρναγε τίς πιό κρίσιμες ώρες της. 

Ὁ ἐχθρός προχωροῦσε, εἴχαμε ἀνάγκη ἀπό στρατό,

δέν ἔπρεπε νά πεθάνω. Δέχτηκα, λοιπόν,

νὰ μοῦ ἀλλάξουν τό κεφάλι, πού ἦταν κόσκινο ἀπ' τίς σφαῖρες

μ' ἕνα σιδερένιο, πού μοῦ τό βίδωσε στούς ὤμους

ἕνα ψηλός ξερακιανός γιατρός, πού ἐπαναλάμβανε ἀδιάκοπα:

«Θαυμάσια, ὅλα πᾶνε θαυμάσια».

Τ' ἄλλο πρωί ξανάφυγα γιά τή μονάδα μου.

Βέβαια, ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ προδοσίες καί τά λάθη

τσάκισαν τήν ἐπανάσταση.Ημουν εἴκοσι ἑφτά χρονῶ. 



Τέχνη

Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ’ όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι’ αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά, μετά τ’ απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ’ όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ’ αυτόν τον
δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.

Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.